Βρύσες ,Δρυγιές, Γουργούθοι ,Γερακάρι
Κ;ρδάκι, Άνω Μέρος , Σμιλέ, Βρύση
από το αίμα έχουν πλημμυρίσει
μα η ψυχή τους στέκει παλικάρι
Όρκο αντρείου θανάτου έχουν πάρει
και σφίγγουν την καρδιά τους μη λυγίσει
το ξέρουν απ’ το αίμα τους θ’ ανθίσει
στη δόξα τ’ Αμαριού νέο κλωνάρι
Βογκούν κορμιά που πέφτουν και σφαδάζουν
κάτω από του Ούνου το μαχαίρι
κι ωστόσο δεν κιοτεύουν δεν δειλιάζουν
Κοιτάει το Κέντρος ,σπαρταρά ,στενάζει
και στις πλαγιές του απλώνοντας το χ΄ρι
δαφνοκορφές μαδάει και τα σκεπάζει