Γιώργης Ψυχουντάκης: Ο θρυλικός μαντατοφόρος της Αντίστασης

 

EΝΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΑΓΩΝΙΣΤΗ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Γιώργης Ψυχουντάκης: Ο θρυλικός μαντατοφόρος της Αντίστασης
• Μας άφησε Ιλιάδα και Οδύσσεια στο Κρητικό ιδίωμα
Από τις πιο φτωχές οικογένειες της Ασή Γωνιάς ήταν αυτή του Νίκου και της Αγγελικής Ψυχουντάκη. Σε ένα δωμάτιο με χώμα στο δάπεδο μεγάλωσε και ο γιος τους Γιώργος, που επρόκειτο να γράψει μια από τις λαμπρότερες ιστορίες της Αντίστασης αλλά και της Λογοτεχνίας. Φαινόμενο ανθρώπου που θα αποτελεί αιώνιο παράδειγμα θέλησης.
Βοσκός για να ζήσει
Γεννήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 1920. Αν και του άρεσε το σχολείο συνήθισε γρήγορα στην ιδέα ότι πρέπει από νωρίς να μπει στον αγώνα για τον επιούσιο. Μετά από μια σύντομη φοίτηση στο δημοτικό σχολείο, ζήτημα αν έμαθε κάποια γράμματα, αναγκάστηκε να ασχοληθεί με τη βοσκή των λίγων αιγοπροβάτων της οικογένειας. Όταν η φτώχεια δεν γέμιζε το στομάχι, ακόμα και η μόρφωση ήταν μεγάλη πολυτέλεια.
Εκεί στη μοναξιά των βουνών πολλές φορές έπλαθε με τη φαντασία του εικόνες που ένιωθε την ανάγκη να τις περιγράψει με τη ντοπιολαλιά που είχε μάθει και του άρεσε. Ένιωθε περήφανος και για τη γλώσσα του και τη γενιά του. Κι ήθελε να φανεί αντάξιος.
Πρώτος στη μάχη
Μόλις οι Ναζί πάτησαν στην Κρήτη έτρεξε από τους πρώτους στην Επισκοπή να πολεμήσει. Κι όταν άρχισε η Αντίσταση τον βρήκε στην πρώτη γραμμή έτοιμο να αναλάβει τις πιο τολμηρές αποστολές. Και καθώς είχε καταφέρει να πείσει για τη γενναιότητά του έγινε ενεργό μέλος οδηγώντας ομάδες συμμάχων από χωριό σε χωριό για να αποφύγουν τη σύλληψη. Μέχρι που έφθαναν στην Πύλη της Ελευθερίας, στα νότια παράλια του νομού μας με προορισμό την Αίγυπτο. Σύντομα γνώρισε τον Πάτρικ Λη Φέρμορ. Αυτή η πρώτη τους συνάντηση καθόρισε και την περαιτέρω συνεργασία τους που χάρισε υστεροφημία και στους δυο.
Ο «Φιλεντέμ» από τη στιγμή που γνώρισε τον Ψυχουντάκη ένιωσε πως βρήκε τον κατάλληλο άνθρωπο για την επιτυχία των αποστολών του. Και τον έκανε μαντατοφόρο του.
Ο Γιώργης δεν είχε καμιά συναίσθηση του κινδύνου και αδιαφορούσε για τη ζωή του. Τα πόδια του θαρρείς και αποκτούσαν φτερά όταν επρόκειτο να μεταφέρει μήνυμα. Να σημειωθεί ότι μέσα σε μια νύχτα από το Καστέλι βρέθηκε στην Παλαιόχωρα και μάλιστα από δύσβατα μονοπάτια για να μην πέσει σε γερμανική περίπολο.
Ούτε μια φορά δεν λιποψύχησε. Ποτέ δεν τον άκουσαν να παραπονεθεί για πείνα και κρύο, για ζέστη και κούραση. Πέρασε αφάνταστες ταλαιπωρίες. Κι ήταν γι’ αυτόν μεγάλη χαρά η κάθε καινούρια αποστολή που αναλάμβανε. Η εμπιστοσύνη που του έδειχναν όλοι αποτελούσε για τον Γιώργη το σπουδαιότερο παράσημο.
Στη φυλακή από γραφειοκρατικό λάθος
Με το τέλος του πολέμου ο Γιώργης Ψυχουντάκης βρέθηκε να έχει χάσει όλα του τα ζώα στο χωριό, το μόνο μέσο που είχε για να ζήσει. Και σαν να μην έφτανε αυτό, βρέθηκε κρατούμενος στις φυλακές του Πειραιά γιατί κρίθηκε ανυπότακτος από ένα γραφειοκρατικό λάθος! Τι είχε συμβεί;
Όπως συμβαίνει σε κάθε πραγματικό πατριώτη, μετά την απελευθέρωση ο Γιώργης άρχισε να γνωρίζει τη νοοτροπία της στενοκεφαλιάς και αχαριστίας που χαρακτήριζαν τους κρατούντες μετά από κάθε περίοδο που η χώρα σήκωνε κεφάλι από ζυγό.
Συνελήφθη ως λιποτάκτης (!!!). Τι και να είχε τιμηθεί με το μετάλλιο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (Β.Ε.Μ) για τη μεγάλη προσφορά του στην Αντίσταση και χρηματικό βραβείο 200 λιρών για τις υπηρεσίες του σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Τον έστειλαν στη φυλακή για 16 μήνες!!!
 Άλλος στη θέση του θα αξιοποιούσε την ισχύ των προσωπικοτήτων που είχε γνωρίσει στον αγώνα και θα εξασφάλιζε την ελευθερία του. Σαν αληθινός πατριώτης όμως δεν θέλησε να προσβάλει την ηγεσία του. Και υποτάχτηκε στο μοιραίο.
Εκεί στη φυλακή αν και ολιγογράμματος άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά του από τις υπηρεσίες του στην SOE και στην Αντίσταση.
Για καλή του τύχη ο Πάτρικ Λη Φέρμορ πληροφορήθηκε τα παθήματα του πρώην στενού συνεργάτη του. Και κατάφερε να τον ελευθερώσει. Η φιλία τους αποκτά συνέχεια και γίνεται εφαλτήριο για τη συγγραφική επιτυχία του Γιώργη.
Ο Φέρμορ συγκλονίζεται με τις σημειώσεις
 Το 1951 ο Ψυχουντάκης αποφάσισε να παρουσιάσει στον Πάτρικ Λη Φέρμορ το ιδιόχειρο ημερολόγιο του από τον καιρό της κατοχής και της Αντίστασης. Ο Λη Φέρμορ ενθουσιάστηκε από τον χειμαρρώδη λόγο του Γιώργη. Με την άδεια του συγγραφέα και ευθύνη του Λη Φέρμορ, οι αναμνήσεις του εκδόθηκαν σε βιβλίο το 1955 στα αγγλικά, από τις εκδόσεις John Murray, London, με τίτλο «Τhe Cretan Runner» και έγινε μπεστ σέλερ. Το πλήρες ημερολόγιό του από τη Μάχη της Κρήτης και την αντίσταση κυκλοφόρησε στα ελληνικά, με τίτλο «Ο Κρητικός Μαντατοφόρος» το 1983 και επανεκδόθηκε το 2001. Ο Ψυχουντάκης ως νέος Μακρυγιάννης περιγράφει μοναδικά τα γεγονότα όπως τα έζησε. Χωρίς στρογγυλέματα και διορθώσεις που παραποιούν την ιστορία.
Αξίζει να πάρουμε μια ιδέα από τις πρώτες σελίδες
 
Μάιος 1941
«Ήταν Μάιος του ’41 όταν, μια μέρα ξαφνικά ακούστηκε ψηλά στον ουρανό το βουητό πολλών αεροπλάνων που συνεχώς πλησίαζαν. Σε λίγο είχαν φτάσει κιόλας και άρχισαν να σκορπούν παντού τον θάνατο. Αρχίζουν έναν ανελέητο βομβαρδισμό εναντίον του τελευταίου τούτου άκρου της Ευρώπης, εναντίον της Κρήτης. Ο κόσμος νομίζει στην αρχή ότι επρόκειτο για έναν βομβαρδισμό όπως οι συνηθισμένοι που γινόντανε κάθε τόσο και που τελευταία είχαν ενταθεί κατά πολύ. Μα όμως να! Όλοι βλέπουν σε λίγο τους φτερωτούς δαίμονες του Χίτλερ να πέφτουν παντού.
Η είδηση ακούστηκε αμέσως και στην τελευταία γωνιά. «Γερμανοί αλεξιπτωτιστές πέφτουν!» έλεγαν όλοι κι έτρεχαν, μικροί, μεγάλοι, γυναίκες και παιδιά. Όλοι ρίχτηκαν εναντίον τους με όπλα που βλέποντάς τα κανείς νόμιζε ότι τα είχαν βγάλει από κανένα αρχαιολογικό μουσείο και δεν θα είχε κι άδικο, γιατί όλα ήσαν όπλα που οι χωρικοί έκρυβαν για πολλά χρόνια μέσα στις τρύπες και στις σπηλιές, κι είχαν αποφαγωθεί από τη σκουριά, και πραγματικά έμοιαζαν με αρχαιολογικά ευρήματα. Ήμουν τότε στο χωριό μου, την Ασή Γωνιά. Ακούγαμε με αγωνία το ραδιόφωνο για να δούμε τη θα έλεγαν η Αθήνα και το Λονδίνο για τη μάχη της Κρήτης, που όλο και συνεχίζετο με μεγαλύτερη σφοδρότητα και αγωνιούσαμε ακόμα περισσότερο, ρωτώντας κάθε έναν που ερχόταν από τα Χανιά ή το Ρέθυμνο, για να μάθομε που είναι τώρα οι Γερμανοί. Και ακούγαμε την καρδιά μας να πετά από χαρά, σαν παίρναμε απ’ όλους πάντοτε την ίδια απάντηση «Ου! Τους φάγαμε!…………….»
 
Τραυματική εμπειρία ο εμφύλιος
Ο Ασηγωνιώτης ήρωας μπορεί να βγήκε από τη φυλακή όταν η πολιτεία αναγνώρισε το τραγικό λάθος της, αλλά τα ηθικά διλήμματα και οι ψυχολογικοί εκβιασμοί δεν έλειψαν. Αναγκάστηκε να πάρει μέρος στον εμφύλιο σπαραγμό. Στα δυο χρόνια που έζησε την τραυματική αυτή εμπειρία υπέφερε περισσότερο και από την άδικη φυλάκισή του.
Από τη στενοχώρια του για τον αδελφοκτόνο πόλεμο, διαβάζουμε, (vasikos metoxos) έχασε τα μαλλιά του μέσα σε τρεις ημέρες. Αποστρατεύεται και γυρίζει στην Κρήτη όπου απασχολείται πάλι σαν βοσκός. Ένιωθε πάντα πολύ περήφανος για αυτό: «Κανένα πανεπιστήμιο του κόσμου δεν μπορεί να παραβγεί τη φύση. Ο πατέρας μου είχε εγκυκλοπαιδική γνώση από τη φύση και τον Ερωτόκριτο. Αυτή τη μόρφωση πήρα και εγώ. Άμα ζήσεις τη φύση, θα δεις τα πάντα που θα σου ‘ρθουνε στη ζωή. Τις δουλειές, τις αρρώστιες, τον έρωτα, τα καλά και τα κακά. Άμα δεις τα ζώα, τον αέρα, τ’ άστρα του ουρανού, τότε τα ξέρεις όλα», λέει σε συνέντευξή του τον Οκτώβριο του 2003 στη Μαρία Πολυράκη.
Το 1959 παντρεύτηκε την κυρία Σοφία Πετράκη και έκαναν τρία παιδιά. Ένα γιο, τον Νίκο και δυό κόρες, την Αγγελική και τη Χρυσούλα. Το 1965 έφυγε εργάτης στη… Γερμανία. Εκεί έμεινε μόνο λίγους μήνες γιατί δεν άντεχε να δουλεύει για αυτούς που πολέμησε. «Από την πρώτη μέρα που πάτησα στη Γερμανία με το τραίνο, καθώς φτάσαμε στο Μόναχο, όταν είδα τις κάμερες στον σιδηροδρομικό σταθμό, έμεινα με την εντύπωση πως βρισκόμασταν στα χρόνια του πολέμου και μας έπιασαν οι Γερμανοί και πήγαινα στα κάτεργα τους. Φεβρουάριο πήγα, Μάιο έφυγα».
 
Αγώνας για την επιβίωση
Στη συνέχεια ασχολήθηκε με πολλές δουλειές, μέχρι εργάτης σε καμίνια, ως το 1971 που διορίστηκε φύλακας στο γερμανικό νεκροταφείο στο Μάλεμε Χανίων, μαζί με τον απαγωγέα του Κράιπε, Μανώλη Πατεράκη! Φύλακας των νεκρών των κατακτητών. Τι παιχνίδια παίζει η ζωή! Του «κύκλου τα γυρίσματα» που λέει ο Κορνάρος στον Ερωτόκριτο…
Οι δύο Γερμανοί κατοχικοί διοικητές Κρήτης ο στρατηγός Μπράουερ και ο στρατηγός Μίλερ δικάστηκαν, καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν ως εγκληματίες πολέμου στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 1947, στην έκτη επέτειο της Μάχης της Κρήτης, σε μία ημερομηνία που επιλέχτηκε σκοπίμως, με έναν μάλλον κακόγουστο συμβολισμό.
Ο τελευταίος Γερμανός που ετάφη στο Μάλεμε ήταν ο στρατηγός Μπράουερ όταν τη δεκαετία του ’70 μετά από παράκληση του συνδέσμου των Γερμανών βετεράνων του πολέμου, τα οστά του μεταφέρθηκαν στο γερμανικό κοιμητήριο. Εκεί τα έθαψε ο Γιώργης Ψυχουντάκης.
Σε επιστολή του στον Πάτρικ Λη Φέρμορ έγραψε για τη δουλειά του στο Μάλεμε: «Αν στην περίοδο του πολέμου θα μου το έλεγε κανένας, θα το θεωρούσα την πιο μεγάλη ύβρη και προσβολή και θα μπορούσα να τον σκότωνα». Ταυτόχρονα σχολιάζει σε φίλους: «Είμαι περιτριγυρισμένος από Γερμανούς αλλά κανείς δε μπορεί να κάνει τίποτα».
Γεννημένος ανθρωπολόγος
Ο Γιώργης Ψυχουντάκης αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά σε καμίνια για να συντηρήσει την οικογένειά του. Η σκληρή δουλειά και η κούραση δεν κατάφεραν να σταματήσουν τη διάθεση που είχε για συγγραφή. Μπορεί να τον ενθάρρυνε και η μεγάλη επιτυχία που είχαν σημειώσει τα απομνημονεύματά του. Αυτή τη φορά τον ενέπνευσε ο τόπος του. Καταπιάστηκε με τη συγγραφή της ζωής και των εθίμων του τόπου του «Αετοφωλιές της Κρήτης» ονόμασε το νέο του βιβλίο που αναδείκνυε όλα τα χωριά στην περιοχή της Ασή Γωνιάς.
Ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Barrie Machin ενθουσιάστηκε με το βιβλίο και αφού το μετέφρασε στα αγγλικά έπεισε τον Ψυχουντάκη να εργαστούν μαζί σε μια ανθρωπολογική μελέτη της Ασή Γωνιάς. Και η συνεργασία αυτή συνεχίστηκε και σε άλλες θεματικές ενότητες καθώς αναπτύχθηκε ανάμεσά τους μια θερμή φιλία και ο Barrie Machin ήρθε αρκετές φορές στην Κρήτη.
Είναι άξιο μελέτης το γεγονός ότι ο Γιώργος Ψυχουντάκης που δεν πρόλαβε να μάθει ούτε τα στοιχειώδη γράμματα ήταν από τη φύση του ανθρωπολόγος και συγγραφέας με εξαιρετικό ταλέντο και μνήμη εκπληκτική.
Αυτά τα προσόντα αξιολόγησε ο Barrie Machin και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τον ενθαρρύνει να συνεχίσει. Κι εκείνος παρά τη φτώχεια του είχε βρει διέξοδο στη λογοτεχνία και δημιουργούσε.
Καμιά κακουχία από αυτές που του επιφύλασσε η μεγάλη του φτώχεια δεν τον προβλημάτιζε όσο η αδυναμία του να έχει μολύβια και χαρτί. Κι ήταν σαν να δέχτηκε τον πρώτο αριθμό του λαχείου όταν το 1968 ο Barrie του άφησε έναν τεράστιο σωρό από καρτέλες διαστάσεων 10 επί 12.5 εκατοστά και στυλό. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε να γράφει την Ιλιάδα στο κρητικό ιδίωμα.
Λάτρευε τις παραδόσεις του τόπου του και έκανε όνειρο ζωής να μεταφέρει τα ομηρικά έπη στο κρητικό ιδίωμα.
Με προτροπή και στήριξη του κουμπάρου του Μανούσου Μανουσάκη, αυτός που δεν είχε προλάβει να τελειώσει δυο τρεις τάξεις του δημοτικού μετέφρασε Ιλιάδα και Οδύσσεια, 560 και 474 σελίδες αντίστοιχα.
Άρχισε, Μούσα να μιλείς να βγάνεις μελωδία.
Ψάλε τον άντρα που ‘ριξε την ιερή την Τροία.
Ψάλε τον πολυμήχανο, που κι ύστερα πλανήθη
σε θάλασσες και σε στεριές, πολλά ταλαιπωρήθη
κι ανθρώπων έμαθε πολλών τις χώρες και τη γνώμη.
Ο άθλος αυτός δεν πέρασε απαρατήρητος από την Ακαδημία Αθηνών και τίμησε τον Γιώργο Ψυχουντάκη για το έργο του
 Συνολικά έγραψε:
– Ο Κρητικός Μαντατοφόρος, εκδόσεις ΕΠΙΛΟΓΕΣ, 1986
– Αετοφωλιές στην Κρήτη: Λαογραφία της Ασή-Γωνιάς. Δημοτική Πολιτιστική Επιχείρηση Χανίων. Χανιά 1999
 – Ομήρου Οδύσσεια, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2003
–  Ομήρου Ιλιάδα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2003.  ISBN 978-960-7309-92-1[
–  Έργα και Ημέραι του Ησίοδου, μετάφραση Γεωργίου Ψυχουντάκη
 – Όντεν ήμουν μαθητής
Ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος, ο Διεθνής καταξίωσης εγγονός του Ομήρου, όπως αναφέρεται πέρασε στην αιωνιότητα στις 29 Ιανουαρίου 2006. Ο  Guardian , η  Daily Telegraph, οι  Times και άλλες αγγλικές εφημερίδες δημοσίευσαν τη νεκρολογία του που κυκλοφόρησε σε όλο τον κόσμο.
Είναι πολλές οι πηγές που αναφέρονται στον Γεώργιο Ψυχουντάκη, από τις οποίες σταχυολογήσαμε κι εμείς στοιχεία.
Μπορεί η πατρίδα του να τον ταλαιπώρησε αλλά εκείνος δεν έπαψε ποτέ να την τιμά.
Κι ευτυχώς ο πνευματικός κόσμος τον αποζημίωσε για όσα πέρασε στον περιπετειώδη βίο του με την καταξίωση του και στον χώρο της λογοτεχνίας. Κι ας μην είχε προλάβει να τρυγήσει τη γνώση όπως ονειρευόταν.
 Εύα Λαδιά

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση