Κρητική Επιθεώρηση 18/02/1982
Ξεφύλιασε νιός βλαστός σγουρό κλωνάρι από το γέρω Δρυ που στέκει τώρα χωρίς χυμούς και πράσινα φύλλα στου Σωματά Ρεθύμνης.
Ο σεβαστός γέροντας Πετρονικόλας κάλεσε και πήρε μαζί του για δουλειά και συντροφιά –φαίνεται- στα ουράνια σκηνώματα ένα λούμακα του σπιτιού του με ανθούς και καρπούς, για να στολίσει εκεί επάνω με τις αρετές και τη λεβεντιά του.
Ο Γιώργης του Πετρονικόλα όταν σου μιλούσε ακτινοβολούσαν τα μάτια του, και το πρόσωπο του γινόταν σαν το ρούτζινο μήλο. Ήτο το παιδί εκείνο που πήρε προχθές ο θάνατος για φρουρά στον ουρανό. Άγγελος Θεού με παράκληση του πατέρα του άραγε; Δεν ξέρω αυτή η χρυσοκοιλιά που τον γέννησε αρχόντισσα των καιρών μας που ζει και πονεί στου Σωματά, στόλισε το γιόκα της με τις πούδρες των μαγιανών λουλουδιών που βγαίνουν στις πλαγιές των Σφακιανών βουνών, και τους απάτητους δέτες της Σαμαριάς.
Φαντάζομαι ο Γιώργης Ν. Πετράκης πάτησε αντρόπιαστα, παλικαρίσια τη πιο ψηλή κορφή των Λευκών Ορέων και πέταξε ψηλά, ψηλά εκεί, για να μεταφέρει το δάκρυ των θάμνων της ταχινής των βουνών της Κρήτης, στους χώρους και τόπους που διαφεντεύει το Μ. Αφεντικό.
Αλήθεια τέτοιος θάνατος είναι ένα ΑΙΩΝΙΟ ταξίδι στην ΑΙΩΝΙΑ άνοιξη. Οι ρίζες και οι καταβολάδες των παιδιών του Πετρονικόλα είναι από τα χιονισμένα βουνά και οι χυμοί που τρέφονται από τις κυψέλες του δάσους της Σφακιανής Μαδάρας.
Ο τραγικός Φιλόσοφος Νίτσε έλεγε ότι ο Θεός με μεγάλη χουβαρτοσύνη έδωσε τα χαρίσματα του σε πολλούς ανθρώπους. Αυτό συμβαίνει με τα παιδιά και τα βλαστάρια της οικογένειας του μπάρμπα Νικόλα – Πετρονικόλα- να ζήσουν να τα χαίρωνται.
Αυτά τα λόγια λεβέντη Γιώργη, σαν λίγο θυμίαμα στο νωπό τάφο σου, γιατί στάθηκα άτυχος να προσευχηθώ στη κηδεία σου.
Μιχαήλ Κ. Σταυριανάκης Πρωθιερεύς