ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΝΑ ΒΕΚΙΑΡΙΔΟΥ……

Καλή κι΄αγαπημένη Αννούλα, που αναπάντεχα μας έφυγες κάποια
ολοσκότεινη νύχτα… Την αξέχαστη βραδυά της Μ. Τρίτης. Έσβυσες σαν
μια ολόχλωμη λαμπάδα μαζί με τα ωραία σου όνειρα με την πλέρια
στοργική του έγνοια που μ΄απλοχεριά την σκόρπιζες σ΄όσους είχες
αγαπήσει σ΄ούτη τη μάταιη ζωή…
Πριν λίγες μέρες εκεί, στο Αρσάκειο του Ψυχικού, μέσα στον μυριανθισμένο
περίβολο του και μέσα στις χαρούμενες φωνούνες της νέας παρθενικής
γεννιάς της καινούργιας γεννεάς της Ελλάδος μας έγινε η τελευταία μας
συνάντησις. Βρεθήκαμε, έπειτα από πρόσκληση , στις αρμονικότατες
μουσικές Γυμναστικές επιδείξεις που μας έδωσαν τόση χαρά… Μου είπες
<<Για φαντάσου, καλή μου, όταν έπειτα από χρόνια, θάναι εδώ, η Λιανίτσα
μας, σωστή κοπελίτσα όμορφη, γλυκειά, χαριτωμένη…>> Και μου
χαμογέλασες με εκείνο το τόσο συμπαθητικό σου χαμόγελο λεπτής ψυχής
και τόσο τρυφερής για όλους.
Σιγανοψιχάλιζε κείνη την ώρα και έφευγες << Έχε γεια μου είπες, φεύγω
στην Κρήτη για τα παιδιά μας>> . Ήταν τα τελευταία της λόγια << Καλή
αντάμωση, Αννούλα και να μας φέρης νέα ευχάριστα…>> Και ξανά μου
χαμογέλασε κουνώντας το κεφάλι της με κείνο το χαμόγελο της που ήταν το
τελευταίο της γιατί δεν την ξανάδα.
Τώρα που αναθυμούμαι αυτές τις ύστερες στιγμές, σκέπτομαι πως και το
στερέωμα, σαν από κάποια μαντική δύναμη, θλιβερό σε ξεπροβόδιζε με το
σιγό κλάμα της βροχής και της καταχνιάς για το σιωπηλό δρόμο της
αιώνιας ανάπαυσης.
Μέσα στου Απριλιού τη φωτοπλήμμυρα και των ανθών τα μύρα έσβυσε η
ζωούλα σου… Πλησίαζε η Πρωτομαγιά που θα γιόρταζαν τα λούλουδα,
όμως η Μ. Τρίτη ήταν για όσους σ’ αγαπούσαν και για όσους σε γνώρισαν
η Μ. Παρασκευή με του θρήνους. Θαμπό αντικρύσαμε το γαλάζιο

τ’ουρανού μέσα από τα δακρυόβρεχτα μάτια μας και όλα ήταν θαμπά σαν
τυλιγμένα μέσα σε γαλάζιες τούφες ανοιξιάτικης καταχνιάς.
Σήμερα μαύρος ουρανός
σήμερα μαύρη μέρα
οι γύρω σου όλοι θλίβονται
και τα δεντρά δακρύζουν…
Οι λεπτούλες οι πασχαλιές με το γλυκύ τους άρωμα, τα ρόδα με την
όμορφη θωρηά και τ΄άσπρα κρίνα έγιναν ένα άνθινο γιορτάνι γύρω και
πάνω σου, γιορντάνι πλεγμένο από άνθια μύρια νοτισμένα από το δάκρυ
μας το σιωπηλό>>, που διαλέξαμε από το φροντισμένο περβόλι της
καρδιάς μας, της καρδιάς όσων σ΄αγάπησαν και στολισμένο με τις σεμνές
κορδέλες της βαθειάς εκτίμησης που είχαμε για εσένα την καλόκαρδη και
πάντα χαμογελαστή Άννα.
Η θύμησή σου θα μας είναι πάντα θλιβερή όσο το μούχρωμα του βροχερού
εκείνου δειλινού με τον ουρανό τον συννεφιασμένο και η σκέψη μας
νοσταλγικά πάντα θα φτερουγίζει γύρω από την αόρατη τώρα μα τόσο
συμπαθητική σου μορφή πάνω από τον νηόσκαφτο τάφο σου.

Αθήναι, 3 Μαΐου 1959
Λέλα Κ…

Αφήστε μια απάντηση