Γιάννης Τσουπάκης: Το ηρωικό τέλος ενός ακόμα Νιθαυριανού

Ο ΗΡΩΑΣ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΕ ΚΑΙ ΣΕ ΘΡΗΝΗΤΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ

Γιάννης Τσουπάκης: Το ηρωικό τέλος ενός ακόμα Νιθαυριανού
• «Αντέστε μωρέ, μόνο θα ’ρθουνε επαέ να μας εσφάξουνε σαν τσοι χοίρους!»
Της ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑ
 
Η αδελφική αγάπη σε πολλές περιπτώσεις έχει βρει την απόλυτη έκφρασή της. Μια από τις πιο συγκινητικές είναι αυτή μεταξύ δυο Τσουπάκηδων.
Έτσι θα συνεχίσουμε σήμερα το αφιέρωμά μας στην ιστορική οικογένεια της Νίθαυρης που αναφέρεται και στην λαϊκή μούσα.
Εκτός από το γνωστό ποίημα του Κώστα Δανδουλάκη που έσωσε από προδοσία τον Τσουπογιάννη και τον Λαντζουρομάρκο, και περιγράφει το γεγονός με στιχουργική ευχέρεια έρχεται κι ένα πολύ μεταγενέστερο να εκφράσει την οδύνη ενός αδελφού για τον ηρωικό θάνατο του αδελφού του.
Δημιουργός ο Ζαχαρίας Τσουπάκης κοινοτάρχης πάλαι ποτέ Νίθαυρης που με τους παρακάτω στίχους θρηνεί το θάνατο του αδελφού του Γιάννη:
– Εθρήνησε η Νίθαυρη, Γιάννη για το χαμό σου,
στης Αλβανίας τα βουνά, ήτο το ριζικό σου.
– Για την πατρίδα έφυγες, στη νιότη σου απάνω,
κι έχω τον πόνο σου διπλό κι ούτε θα ξαναγειάνω.
– Ετίμησες το, το χακί, για την πατρίδα Γιάννη,
μα η μνήμη σου πάντα θα ζει, ποτέ δε θα ποθάνει.
– Ύπουλα σε θανάτωσε των Ιταλών η μπάλα,
μα τ’ όνομά σου θα γραφτεί, με γράμματα μεγάλα.
– Κοντά μας πάντα η μνήμη σου Γιάννη θα φτερουγίζει,
τη Νίθαυρη κάθε βραδιά, τ’ άστρο σου θα φωτίζει.
– Τον πόνο σου’ χω αδέρφι μου κι ώστε να ζω δε γιαίνω
μα αν χρειαστεί για την τιμή, Γιάννη κι εγώ ποθαίνω.
– Κανείς ποτέ για την τιμή, θάνατο μη φοβάται
γιατί ζωή χωρίς τιμή, μόνο σκλαβιά λογάται
– Μονό’ χω το παράπονο, που’ χει κι ο Ψηλορείτης
γιάντα δε σε σκεπάσανε, τα χώματα τση Κρήτης.
 
Νιόπαντρος στο μέτωπο
Ήταν ωραίο παιδί ο Γιάννης Λεβέντης, έξυπνος, γενναίος. Από μικρό παιδί μεγάλωνε με τις κρητικές παραδόσεις που γενναιόδωρα δέχτηκε από τους γονείς του Μανόλη Τσουπάκη και Χαρίκλεια Λαντζουράκη.
Είχε κέφι για τη ζωή, ήταν ανοικτή καρδιά, μερακλής και φυσικά όνειρο κάθε κοριτσιού.
Εκείνος όμως διάλεξε για σύντροφο της ζωής του μια πανέμορφη κοπέλα από τη Νίθαυρη επίσης, συγχωριανή του δηλαδή, την Ξανθίππη Δανδουλάκη.
Ο γάμος τους τελέστηκε με όλο το τυπικό των αρχοντικών της εποχής οικογενειών. Το γλέντι κράτησε μέρες και οι ευχές ήταν αμέτρητες για την ευτυχία του ζευγαριού. Όλα έδειχναν ευοίωνα για μια ανέφελη ζωή. Λογάριαζαν όμως χωρίς την κατάρα του πολέμου.
Πύκνωναν τα σύννεφα αλλά όλοι απεύχονταν την αναμενόμενη συμφορά.
Η κήρυξη του πολέμου βρήκε το Γιάννη με τον ίδιο ενθουσιασμό που διακατείχε τους νέους της εποχής του «Θα τους πετάξουμε στη θάλασσα» έλεγε στη γυναίκα του, που ζούσε ένα μαρτύριο αποχαιρετώντας τον άνδρα που δεν είχε ακόμα προλάβει να ζήσει μαζί του την καθημερινότητα.
Το ίδιο επαναλάμβανε στους γονείς που προσπαθούσαν με τη σειρά τους να κρατήσουν την ψυχραιμία τους και να δώσουν κουράγιο στον πρωτογιό τους που έφευγε για το μέτωπο. Μόνο τα μικρότερα αδέλφια ο Ζαχαρίας, η Ελπινίκη και η Ευαγγελία, δεν μπορούσαν να αντέξουν τη στιγμή του αποχαιρετισμού και άφησαν τον πόνο τους να ξεσπάσει. Μάταια ο Γιάννης τα παρακαλούσε να σκεφτούν πως πρέπει να φύγει για την πατρίδα. Σ’ αυτόν τον πρωτότοκο έμελε ο κλήρος να τιμήσει την οικογένειά του. Έπρεπε να σταθούν όλοι στο ύψος των περιστάσεων.
 
Μια συγκλονιστική μαρτυρία
Ο Γιάννης έπεσε ηρωικά μαχόμενος στο Τεπελένι στις 15-2-1941 σε ηλικία 36 ετών. Αργότερα ο αδελφός του Ζαχαρίας θα συναντήσει τυχαία στον Άγνωστο έναν από τους μάρτυρες του ηρωικού θανάτου του Γιάννη τους. Ήταν ο Βαγγέλης Μουρτζανός. Μόλις είδε τον Ζαχαρία πήγε προς το μέρος του και τον ρώτησε:
-Από πού είσαι φίλε;
-Από τη Νίθαυρη!
-Μήπως είσαι γιος του Τσουπάκη του Γιάννη που σκοτώθηκε στην Αλβανία;
– Όχι ήταν αδερφός μου.
Πλησιάζει τότε ο Μουρτζανός αγκαλιάζει τον Τσουπάκη και κλαίγοντας του λέει: «Ήμασταν μαζί όταν σκοτώθηκε».
Ο Ζαχαρίας δεν περίμενε ούτε στιγμή. Παρέσυρε τον συνεπαρχιώτη του σ’ ένα καφενείο και του ζήτησε να κάνει την ιστορία με κάθε λεπτομέρεια. Κι εκείνος δεν τον απογοήτευσε:
«Θυμάμαι, άρχισε να του διηγείται ενώ εκείνος κρεμόταν από τα χείλη του ότι μας αντικατέστησε ένας άλλος λόχος για να ξεκουραστούμε λίγο. Είχαμε πάει κοντά σε ένα σπηλιάρι. Μόλις καθίσαμε φωνάζουνε «ενισχύσεις». Λέει ο αξιωματικός: Εμά μωρέ, ακόμα δε φτάξανε και φωνάζουνε ενισχύσεις!
Αλλά πάλι φωνάζουνε ενισχύσεις, και μας λέει ο αξιωματικός: Μην κουνηθεί κανείς! Αλλά και τρίτη φορά φωνάζουν «ενισχύσεις» και τότε παίζει έναν πήδο ο αδελφός σου και μας λέει: «Αντέστε μωρέ, μόνο θα ‘ρθουνε επαέ να μας εσφάξουνε σαν τσοι χοίρους!».
Προχωρήσαμε περίπου εκατό μέτρα και μου φωνάζει, Βαγγέλη τραυματίστηκα, το τουφέκι μου… Του φωνάζω τρία βήματα μπροστά αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε, πήρε τη σφαίρα στην καρδιά και πέφτει κάτω. Δεν μπόρεσε να σταματήσει κανείς γιατί είχαμε μεγάλη επίθεση. Απομακρύνθηκα μακριά. Το δε επαύριο συναντήθηκα με τον ΠανάγοΔανδουλάκη από τη Νίθαυρη και με ρωτά: «Βαγγέλη που είναι ο Γιάννης; Σκοτώθηκε; μετά πήγαμε και τον πετρώσαμενε πέτρες και χαλίκια!».
 
Όλη η οικογένεια στην Αντίσταση
Έπεσε σιωπή μετά τα λόγια αυτά. Κανένας δεν είχε τη δύναμη να μιλήσει πια.
Ο Ζαχαρίας συνάντησε από τότε πολλές φορές τον Βαγγέλη και κάθε φορά τον έβαζε να του διηγηθεί τα γεγονότα. Κι εκείνος κάθε φορά τα διηγόταν κι έκλαιγε Ο ΒαγγέληςΜουρτζανός πέθανε το 1992.
Ο θάνατος του Γιάννη είχε επηρεάσει όλη την οικογένεια. Ο πατέρας του αποφασισμένος για όλα στη διάρκεια της Κατοχής, βρήκε διέξοδο στην Αντίσταση. Το σπίτι του στη Νίθαυρη είχε μεταβληθεί σε άντρο των ανταρτών και των Εγγλέζων συμμάχων. Μαζί του και η οικογένεια αν και πολλές φορές κινδύνεψε να ξεκληριστεί μαζί του. Με κάθε αποστολή που έφερναν σε πέρας ήταν σαν να έκαναν ένα ακόμα μνημόσυνο στο Γιάννη τους.
Ο Ζαχαρίας ποτέ δεν ξεπέρασε το χαμό του αδελφού του που περιγράφει και στο σπαρακτικό ποίημά του.
Από τα 12 χρόνια του βρέθηκε στην Αντίσταση. Από τα τελευταία του καθήκοντα ήταν ο ανεφοδιασμός σε τρόφιμα και η αποστολή μηνυμάτων στους αντάρτες που έκρυβαν τον Γερμανό στρατηγό Κράιπε στη σπηλιά του Καλυκά (σημερινή ονομασία Πωλ Φωρ, προς τιμήν του κορυφαίου Γάλλου Ελληνιστή.)
Και το πρώτο του μέλημα μόλις έγινε κοινοτάρχης ήταν να τοποθετηθεί μνημείο των πεσόντων στο χωριό όπου και πήρε μια θέση και το όνομα του Γιάννη.
Είχε όμως πάντα ένα παράπονο από την πολιτεία. Τα 1962 έδωσαν μετάλλια σε όλους τους στρατεύσιμους που είχαν πολεμήσει στα βουνά της Αλβανίας ενάντια στον Ιταλό ύπουλο εισβολέα. Κι από τότε τίποτα. Ούτε κάποια κίνηση για τα οστά των νεκρών που χάθηκαν εκεί ούτε ένα μνημόσυνο γι’ αυτούς. Τίποτα Επιλήσμονες όπως πάντα οι πολιτικοί μόλις μεθύσουν με την εξουσία.
ΠΗΓΕΣ:
«Ηρώον Πεσόντων της Σκλαβωμένης Ελλάδος 1940 – 1945».
Νικολέου Τσουπάκη: Αφιέρωμα στον «Νιθαυριανό» Γιάννη Τσουπάκη που έπεσε μαχόμενος στην Αλβανία.

Αφήστε μια απάντηση