Γεώργιος Φούρφης: Έμαθε τους Ανωμεριανούς να παίζουν μπριτζ

Εκτύπωση
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΥΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙ ΕΝΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΣ

Γεώργιος Φούρφης: Έμαθε τους Ανωμεριανούς να παίζουν μπριτζ
• Ξεκίνησε άριστος μαρμαροτεχνίτης κατέληξε σχοινοποιός
Είναι φορές που η προφορική παράδοση μπορεί να «νοθεύσει» την ακρίβεια ενός ιστορικού στοιχείου και να φθάσει στις μέρες μας με παραλλαγές που αδικούν ίσως πρόσωπα.
Παράδειγμα το άγαλμα του Άγνωστου Στρατιώτη της πόλης μας. Αν ερωτηθεί κάποιος σήμερα, τύχει να είναι και Αμαριώτης θα αναφέρει αμέσως ως δημιουργό τον Γεώργιο Φούρφη από το Άνω Μέρος.
Μια πιο προσεκτική ματιά στον τύπο της εποχής που αναφέρονται στα αποκαλυπτήρια του αγάλματος και στην περιπέτειά του μέχρι να τοποθετηθεί μας δίνει ένα λεπτομερέστερο ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Δημοκρατία» που εξέδιδε ο σπουδαίος συμπολίτης Νίκος Ανδρουλιδάκης.
Γράφει λοιπόν ότι το άγαλμα παραγγέλθηκε στον Κρητικό καλλιτέχνη Περάκη που ζούσε στη Αθήνα αντί του ποσού των 140.000 δρχ. Το μισό ποσόν επρόκειτο να δώσει ο δήμος Ρεθύμνου. Κι ενώ ήταν έτοιμο το άγαλμα προς παράδοση ο πιστωτής του καλλιτέχνη, ο μαρμαροπωλητής Βέργης προέβη σε κατάσχεση για χρέος που εκκρεμούσε ποσού 65.000 δρχ. Το άγαλμα βγήκε σε πλειστηριασμό και κατοχυρώθηκε σε πλειοδότη αντί του ποσού των 500 δραχμών.
Στο μεταξύ η επιτροπή στα πρόθυρα υστερίας προσπαθούσε να βρει λύση. Ευτυχώς πρόλαβε πριν τελικά πωληθεί το άγαλμα στο δήμο Κηφισίας. Και με τη μεσολάβηση του Νικολάου Ασκούτση που ανέλαβε τη διαπραγμάτευση με τον νέο αγοραστή εκ μέρους της επιτροπής συμφωνήθηκε να δοθεί στο Ρέθυμνο το άγαλμα αντί του ποσού των 30.000 δρχ. Η βάση του που ήδη είχε τοποθετηθεί είχε εκτιμηθεί 65.000 δρχ.
Αμέσως ο δήμος έστειλε τις 20.000 δρχ. και το υπόλοιπο συμφωνήθηκε να δοθεί αργότερα. Στο συγκεκριμένο δημοσίευμα αναφέρεται το όνομα του Γεωργίου Φούρφη ως συνυπεύθυνου απέναντι στην επιτροπή με τον Περάκη.
Κι ήταν άδικο. Γιατί ο Γεώργιος Φούρφης ήταν μια μορφή του τόπου. Έπειτα δεν φαίνεται να έχει σχέση με τις εκκρεμότητες το καλλιτέχνη που το φιλοτέχνησε. Αυτό τουλάχιστον αποδεικνύει η σχετική έρευνα που ακολούθησε τα προηγούμενα δημοσιεύματά μας σχετικά με το άγαλμα.
Ο Γεώργιος Φούρφης γεννήθηκε στο Άνω Μέρος το 1890. Ήταν κι αυτός από την οικογένεια Φουρφουλάκη αλλά για καλλιτεχνικούς ίσως λόγους είχε κόψει το όνομά του.
Από νωρίς έδειξε τις καλλιτεχνικές του αναζητήσεις και σύντομα απέκτησε τη φήμη του καλού μαρμαρά.
Ήταν περιζήτητος. Σαν καλλιτέχνης όμως δεν μπορούσε να συνηθίσει σε μια ζωή ρουτίνας, ενώ η εποχή του συνδαύλιζε στην ψυχή του τη φλόγα του πατριώτη.
Από τους πρώτους τρέχει στο Μακεδονικό Μέτωπο και διακρίνεται. Η κόρη του έχει γράψει ένα βιβλίο σχετικά για την πατριωτική του δράση, αρκετά δυσεύρετο όπως διαπιστώσαμε.
Μετά τον πόλεμο ο Φούρφης, επιστρέφει στο Ρέθυμνο, προτιμάται για την ποιότητα της δουλειάς του, βιώνει και την εμπειρία από τη συνεργασία του με τον Περάκη.
Είναι ένας δυναμικός τύπος, δωρικός, έντιμος, αλλά του αρέσει να ζει έντονα προκαλώντας κυρίως τη θεά Τύχη.
Διάφορες ατυχίες τον υποχρεώνουν να χάνει περιουσία από τη μεγάλη που διέθετε στο χωριό του. Ακόμα και το σπίτι του στην πόλη αλλάζει χέρια ιδιοκτήτη. Εκείνος όμως δεν λυγίζει. Συνεχίζει τον αγώνα του πάντα με αξιοπρέπεια.
Στη διάρκεια της κατοχής αναγκάζεται για να επιβιώσει να ασκήσει το επάγγελμα του σχοινοποιού. Πολύτιμη βοήθεια του πρόσφερε η μητέρα του που επεξεργαζόταν τις τριχιές που έπλεκε μετά ο Γιώργης κι έκανε σχοινιά.
Όπως αναφέραμε η πράσινη τσόχα του προσφέρει μεγάλες συγκινήσεις. Το παιχνίδι πάντως που τον συναρπάζει είναι το μπριτζ. Είναι από τους πρωτοπόρους παίχτες στο Ρέθυμνο και ο πρώτος που το έφερε στο Άνω Μέρος και το καθιέρωσε στις παρέες.
Εκτός από τον κ. Γιάννη Φουρφουλάκη που είχε πολλά και σημαντικά να μας πει για τον συγγενή του, αρκετοί ακόμα αν και νεώτεροι θυμούνται τον Φούρφη και τον αναφέρουν στις παιδικές τους μνήμες.
Ο κ. Στέλιος Μπαγουράκης τον θυμάται με σεβασμό και αναφέρει με συγκίνηση την ιδιοτροπία του καλλιτέχνη να μη δέχεται κανένα να στέκεται πίσω του όταν καθόταν στο καφενείο για το αγαπημένο του μπριτζ.
Ο κ. Διονύσης Χανδράκης επίσης τον θυμάται αρκετά ηλικιωμένο να περπατά στους δρόμους του χωριού με το μπαστουνάκι του.
Μετά έφυγε και πήγε στο Ηράκλειο κοντά στο γιο του που εργαζόταν εκεί. Πέθανε γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 60 από καρδιακό επεισόδιο.
Μας είπαν ότι μεταξύ των μαθητών του -γιατί ήταν όπως προαναφέραμε άριστος τεχνίτης του μαρμάρου- ήταν και ο Ιάκωβος Φουντιδάκης ο μετέπειτα επιτυχημένος επιχειρηματίας της πόλης μας.
 
Μερικά ακόμα για τον Άγνωστο
Και μερικά τινά ακόμα για το άγαλμα του Άγνωστου Στρατιώτη προκειμένου να ολοκληρώσουμε το αφιέρωμά μας.
Σχετικά με το χώρο που τοποθετήθηκε το άγαλμα αναγράφεται ότι υπήρχε πρότερη σκέψη να τοποθετηθεί μπροστά από το Γυμνασιακό Παρθεναγωγείο, στη σημερινή πλατεία Τεσσάρων Μαρτύρων.
Και στην αναφορά αυτή διαβάζουμε ότι η επιτροπή με πρόεδρο το Μάνο Τσάκωνα είχε αναθέσει το έργο στον Δ.Ν. Περάκη.
Είναι σαφές λοιπόν αν κρίνουμε και από άλλα έργα του καλλιτέχνη που υπάρχουν και στο Α Νεκροταφείο ότι ο Περάκης φιλοτέχνησε και ο Φούρφης ολοκλήρωσε το έργο.
Με την ευκαιρία του σημερινού αφιερώματος δεν μπορούμε να παραλείψουμε την εργασία του εκλεκτού φιλολόγου – θεολόγου και συγγραφέα κ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη και των μαθητών του 1ου Γυμνασίου όταν ασχολήθηκαν με μεράκι και απόλυτη ακρίβεια στοιχείων με τα αγάλματα και μνημεία του Ρεθύμνου. Αναφερόμαστε στην ξεχωριστή έκδοση «Γλυπτά και Ενεπίγραφες Πλάκες του Ρεθύμνου» Έκδοση 1ου Γυμνασίου Ρεθύμνου.
Σχετικά δημοσιεύματα βρίσκουμε αργότερα στην «Άγονη Γραμμή» με υπογραφή του επίσης εκλεκτού συγγραφέα δικηγόρου κ. Χαρίδημου Παπαδάκη αλλά και μια εκτενή αναφορά από τον αείμνηστο Γιάννη Σπανδάγο.
Θα σταθούμε όμως με την ευκαιρία λίγο περισσότερο στην εργασία του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη που δανειζόμαστε από την εξαίρετη ιστοσελίδα του «Ρεθεμνιώτικες αναδρομές». Γιατί αναφέρει κάποιες ενδιαφέρουσες επισημάνσεις για την πλατεία αλλά και το άγαλμα.
 
«Χωματερή» η πλατεία
Διαβάζουμε λοιπόν μεταξύ άλλων:
«….ακόμα και το έτος 1936 η πλατεία, παρότι τον καιρό εκείνο ήταν το τέρμα των μεγάλων οδικών αρτηριών που έφθαναν από το Ηράκλειο, τον Μυλοπόταμο και την Ι. Μονή Αρκαδίου στο Ρέθυμνο και διέθετε το μοναδικό κόσμημα της πόλης, τον ανδριάντα του «Αγνώστου Στρατιώτη», όμως συνέχιζε να παραμένει αδιαμόρφωτη και ένας σωστός σκουπιδόλακκος, μεγάλη ασχήμια για την πόλη. Στο προς την παραλία, μάλιστα, τμήμα της ρίχνονταν μονίμως με τα κάρα της εποχής σκουπίδια, λίθοι, πλίνθοι και κάθε είδους ακαθαρσία, ώστε να διαμαρτύρονται συχνά οι τοπικές εφημερίδες.
 
Αντιδράσεις για το άγαλμα
Όπως, περαιτέρω, εύστοχα σημειώνει ο αρχιτέκτονας Γιάννης Σπανδάγος, ο ανδριάντας τού στρατιώτη τού ηρώου προκάλεσε αντιδράσεις από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του. Αφενός, γιατί φορά στολή τού γαλλικού στρατού (και γι’ αυτό χαρακτηρίστηκε «Γάλλος») κι αφετέρου γιατί οι Ρεθυμνιώτες ήθελαν ένα μνημείο με αναφορά σε τοπικούς αγώνες και θυσίες και πιο συγκεκριμένα στο Αρκάδι. Εξάλλου, ούτε καλλιτεχνικά αξίζει το εν λόγω μνημείο. Παρ’ όλα αυτά, το ηρώο -και σωστά πρότεινε ο κ. Σπανδάγος- πρέπει να διατηρηθεί, έχει συνδεθεί στενά με τους Ρεθεμνιώτες και είναι ένα από τα λίγα μνημεία των αρχών τού 20ου αιώνα στο Ρέθυμνο. Άσχετα, λοιπόν, από την καλλιτεχνική του αξία δεν παύει να είναι το «Ηρώο» μας…».
 
Χρήσιμα συμπεράσματα
Μας δόθηκε η ευκαιρία με την αφορμή του αγάλματος του Άγνωστου Στρατιώτη να διαπιστώσουμε κάποια πράγματα που καλό είναι να λαμβάνει υπόψη του κάθε ερευνητής.
Μέχρι και τα μέσα του περασμένου αιώνα οι εφημερίδες ακολουθούν μια δική τους φιλοσοφία ως προς την παρουσίαση ενός θέματος. Επηρεάζεται ο συντάκτης και από το πολιτικό τοπίο που επικρατεί. Όπως βλέπουμε και στην περίπτωση του αγάλματος κάθε συντάκτης το παρουσιάζει και διαφορετικά. Με περισσότερες λεπτομέρειες αναφέρεται ο Πολύβιος Τσάκωνας στην «Εφημερίδα των Συζητήσεων», ενώ στο σχόλιο για την περιπέτεια του αγάλματος πιο διαφωτιστικός είναι ο Νίκος Ανδρουλιδάκης στη «Δημοκρατία» του.
Όπως και να ‘ναι αποτελεί μαγικό ταξίδι η αναδρομή στο παρελθόν μέσα από τον τοπικό τύπο. Κι είμαστε τυχεροί που μέσα από το πρόγραμμα της «Ανέμης» του Πανεπιστημίου Κρήτης μπορούμε να το απολαμβάνουμε.

Αφήστε μια απάντηση