Αν όμως για τον δάσκαλο καθηγητή είχαμε συγκεκριμένα γεγονότα για να διαγράψομε την άξια προσωπικότητά του, ποια λόγια και ποια συναισθήματα και ποιες κρίσεις είναι δυνατόν ν’ αποδώσουν την εικόνα αγαπημένου φίλου και αγαπημένου συμμαθητή, που ο αχόρταγος θάνατος ανάρπασε από την αγκαλιά της στοργικής του μάνας και από την αλησμόνητη μαθητική συντροφιά των τρομακτικών κατοχικών χρόνων και μάλιστα πριν ηλικίας και γονέων πρότερον; Ποιος λόγος και ποια ποίηση ή ποιος ζωγραφικός χρωστήρας μπορεί ν’ αποδώσει τους θείους ιμέρους, τα όνειρα και τα οράματα, όταν ροδίζει η εφηβική αφύπνιση, τότε που σώμα και ψυχή και πνεύμα αναταράσσονται από την υπερκόσμια Δύναμη της Δημιουργίας;
Ο Γιώργης Μαρνιέρος, γιος πρωτότοκος του απότακτου κατά το κίνημα του 35 αξιωματικού της Χωροφυλακής Αποστόλου Μαρνιέρου και της Αθηνάς, κόρης του Παπά-Νικολή Γενεράλη, οπλαρχηγού στην Κρητική Επανάσταση του 1896, γεννήθηκε στο Γερακάρι, όπου παρακολούθησε μέχρι και την Τετάρτη τάξη το Δημοτικό. Εισάγεται ύστερα και με καλή σειρά στο τότε Οκτατάξιο Γυμνάσιο Ρεθύμνου, όπου δεν αργεί να διακριθεί για το ήθος και την επίδοσή του στα μαθήματα και να βρεθεί κατά το νόμο της φυσικής επιλογής στην πρωτοπορία της τάξης μας. Συνέπιπταν μάλιστα τα σωματικά και ηθικά και πνευματικά προσόντα του κατά την σπάνια και χαρισματική συγκρότηση του καλού καγαθού. Από τους πιο ψηλούς συμμαθητές μας με συμμετρικό σύνολο, δηλαδή αθλητικό, μελαχρινός, με ελαφρώς επίμηκες τριγωνικό πρόσωπο, φαρδύ αλλά όχι υψηλό μέτωπο, με βηματισμό σταθερό και ανοικτό. Χωρίς να λέει λέξη, δεν ήταν ευχαριστημένος –και ποιος ήταν- γιατί τότε μας κούρευαν σύρριζα –ήταν δα και το σχολείο γεμάτο ψείρες και σαπούνι που να βρεις- και μόλις τα μαλλιά του μεγάλωναν –και όλων μας- τά κανε χωρίστρα απ’ αριστερά. Ευσταλής και ευειδής παρουσίαζε στις κινήσεις και ο βάδισμά του μια ανάλαφρη παρακολουθητική μυική σύσπαση ολοκλήρου του σώματός του, προσθέτοντας την εντύπωση της χάρης και της επιβολής στο ωραίο παράστημα. Αν και μεταξύ των πρώτων της τάξης ουδέποτε και εις ουδεμία περίπτωση κατελήφθη επαιρόμενος, πλην χωρίς μίσος δια τους επηρμένους.
Ολιγόλογος, όσον οι πραγματικά ώριμοι και οι πραγματικά σοβαροί, διατύπωσε τις σκέψεις και τις αντιρρήσεις του χωρίς πρόκληση ή εριστικότητα. Μιλούσε λιτά και κοφτά, σχεδόν κατηγορηματικά, και όσα έλεγε εχρωματίζοντο από το χαρακτηριστικό μέταλλο της φωνής του, που τον έκανε ελκυστικότερο. Όταν ένας Καθηγητής της Γυμναστικής, διαβάζοντας τον κατάλογο, στάθηκε στο όνομά του και του είπε ότι, αν αλλάξει ένα–δυο γράμματα, στο επίθετό του, θα είχαν το ίδιο επίθετο, τότε ο Γιώργης, το Μαρνιεράκι, απάντησε ήρεμα «Καλό είναι, Κύριε, και το δικό μου». Ο δωριέας έφηβος είχεν έμφυτο το λακωνίζειν. Και όταν ήλθεν η αποφράδα της 22 Αυγούστου του 44 και η μάνα του έφερε τα πάνω κάτω για να τον ντύσει γυναίκα, μήπως και σωθεί, η απάντηση του ήταν: -Δε γκξεγιβεντίζομαι-. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά, και η μοιραία, που χάλασε χατίρι της μάνας του. Άθελά του θυμάται κανείς τον γενναίο αρχαίο σοφό, που μπροστά στο δικαστήριο εδήλωνεν ότι ούτε αλυσίδες ούτε θάνατο πρέπει κανείς να φοβάται παρά μόνο την εντροπή. Έτσι αποχωρήσαν το πολυαγάπητο Μαρνιεράκι και με ακαριαίο ενδιάμεσο σταθμό την βοή του θανάτου προσήλθε στον Άδη, έχον απολογήσασθαι τοις εκεί άρχουσιν. Και μας άφησε δύο πράγματα: Την φωτεινή εικόνα του εξιδανικευμένου εφήβου και το ατρύγητο ποτήρι της πίκας, που η μάνα του πίνει για πεντηκοστό χρόνο εφέτος.
* Απόσπασμα από την ομιλία του Λυκειάρχη κ. Χρίστου Μακρή στη διάρκεια τιμητικής εκδήλωσης που έγινε στις 20-5-1994 στην αίθουσα της Περιηγητικής Λέσχης η οποία περιέχεται σε αναμνηστικό αφιέρωμα του περιοδικού ΚΟΥΡΗΤΗΣ (Παράρτημα Αρ.1)ΑΘΗΝΑ 1995.