Βρίσκονται ανάμεσα σε Γερακάρι – Άνω Μέρος, στην κατάφυτη από οπωροφόρα δέντρα κοιλάδα στις βόρειες παρειές του Κέντρους σε υψόμετρο 600 μ. και σε απόσταση 44 χλμ. από το Ρέθυμνο.
Αποτελούν Δημοτικό Διαμέρισμα Δήμου Αμαρίου με 90 κατοίκους (2011 μαζί με το Καρδάκι 120 κατοίκους). Το 2001 ανήκαν στο Δημοτικό Διαμέρισμα Δήμου Συβρίτου με 127 κατοίκους, ενώ το 2014 είχαν 205 εγγεγραμμένους ψηφοφόρους.
Ονομασία-ιστορία
Οι Βρύσες πήραν τ’ όνομά τους από τις πολλές πηγές που υπήρχαν και σύμφωνα με μία εκδοχή, όλο το λεκανοπέδιο ήταν μια λίμνη, όμως τα νερά της διέφυγαν και δημιούργησαν πολλές πηγές-βρύσες.
Από εδώ πηγάζει ο Λυγιώτης ποταμός που εκβάλλει στην Αγ. Γαλήνη.
Χτίστηκαν κατά το 12ο-13ο αιώνα από κατοίκους του γειτονικού Σμιλέ και αναφέρονται για πρώτη φορά το 1577 με 184 κατοίκους (517 οφειλόμενες αγγαρείες από Βενετούς).
Τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας επειδή το μέρος ήταν θαυμάσιο και εύφορο κατοικήθηκαν από Τούρκους αγάδες, σώζονται ερείπια από τζαμί και άλλα κτίρια. Αργότερα έμειναν μόνο χριστιανοί και μάλιστα το 1834 ήταν 25 οικογένειες. Το 1881 ανήκαν στον Δήμο Μοναστηρακίου με 219 χριστιανούς και το 1900 στο Δήμο Πανακραίων με 262 κατοίκους το 1920 ανήκαν στην κοινότητα Σμιλέ με 218 κατοίκους.
Το 1823 ήταν έδρα του Υδραίου αγωνιστή Εμμανουήλ Τομπάζη και της 16μελούς διοίκησης, όπου ψηφίστηκε για πρώτη φορά ο δικαστικός οργανισμός και το 1866 έδρα Επαναστατικής Συνέλευσης. Είναι πατρίδα του λόγιου και αγωνιστή Μανόλη Βιβυλάκη, ενώ το 1925 έδρα ομώνυμης κοινότητας μαζί με το Καρδάκι (237 κατοίκους).
Το χρονικό του ολοκαυτώματος 22-8-1944
Όπως και στ’ άλλα χωριά του Κέντρους, πριν χαράξει η αποφράδα Τρίτη 22 Αυγούστου 1944, ισχυρές δυνάμεις Γερμανών κύκλωσαν και τις Βρύσες.
Τα περισσότερα βράδια οι άντρες έμειναν στην εξοχή, αυτό το βράδυ σχεδόν όλοι κοιμήθηκαν στο χωριό.
Η εντολή ήταν να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι στην αυλή του σχολείου, τους άντρες που διάλεξαν τους έβαλαν στο σχολείο. Στα γυναικόπαιδα δόθηκε εντολή ν’ επιστρέψουν στα σπίτια τους, να πάρουν ένα κατοικίδιο ζώο και ότι μπορούν να κρατούν.
«Το χωριό σας θα καεί, γιατί τροφοδοτούσατε τους αντάρτες και φιλοξενήσατε τον Κράιπε».
Τα γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν, μαζί και από τ’ άλλα χωριά στο Μέρωνα, απ’ εκεί με φορτηγά στις φυλακές της Φορτέτζας, σχεδόν για ένα μήνα. Τους 29 άνδρες τους οδήγησαν στο σπίτι του Βαγγέλη Κορωνάκη (την ίδια ημέρα τον εκτέλεσαν στο Καρδάκι) και τους εκτέλεσαν όλους. Ακολούθησε η λεηλασία και η πυρπόληση και των 77 σπιτιών με δυναμίτες.
Η αφήγηση του Μανόλη Τρουλλινού
Ο Μανόλης Τρουλλινός από την Αγ. Παρασκευή, που νεαρός το 1944 ήταν εργάτης στη Σχολή Ασώματων, διηγήθηκε στο Λευτέρη Κρυοβρυσανάκη το 1978 τα παρακάτω:
«Πριν τα μεσάνυχτα της 21ης Αυγούστου 1944, με ξύπνησαν οι Γερμανοί που έμεναν μόνιμα στη Σχολή εμένα, τον Ειρηναίο Γερογιάννη και το Μανόλη Κατσούγκρη ή Χαλανδρέζο.
Εμένα μ’ έστειλαν να φέρω από το στάβλο το μουλάρι στη είσοδο της Σχολής και το φόρτωσαν πυρομαχικά.
Οι άλλοι δύο δεν ξέρω που πήγαν. Τότε είδα ότι είχαν έρθει πολλοί Γερμανοί καλά οπλισμένοι, και κάτι σχεδίαζαν.
Ξεκινήσαμε προς διάφορες κατευθύνσεις. Εγώ με μια ομάδα Γερμανών περάσαμε από το Αμάρι, χωρίς να πάρουν είδηση οι χωριανοί.
Η διαταγή ήταν αυστηρή χωρίς θόρυβο, ούτε να φωνάζω στο μουλάρι και η παραμικρή μου κίνηση, θα με εκτελούσαν. Όταν φτάσαμε, πριν ξημερώσει στις Βρύσες, είδαν έναν να ποτίζει τον κήπο, όμως δεν τον πείραξαν. Περάσαμε από τις Βρύσες και φτάσαμε στους Γουργούθους. Οι Γερμανοί είδαν τότε μια ομάδα ανταρτών από μακριά σ’ ένα ύψωμα να περνά, έλεγαν να τους χτυπήσουν, όμως ένας είπε «όχι» και τους άφησαν.
Εμένα μου είχαν δώσει εντολή οι μόνιμοι Γερμανοί της Σχολής να με αφήσουν ν’ επιστρέψω, όμως δεν το έκαναν. Το μεσημέρι πήρα το θάρρος και τους ζήτησα, ότι πρέπει να γυρίσω και μ’ άφησαν. Περνώντας από το Καρδάκι είδα τα γυναικόπαιδα να πηγαίνουν προς το Γερακάρι, όπως και το δάσκαλο Γενεράλη Μιχάλη να σηκώνει τη μάνα του στην πλάτη. Συνέχισα το δρόμο, περνώντας από τις Βρύσες, άκουσα στο σχολείο να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο και άλλα πατριωτικά τραγούδια. Πλησίασα κοντά και μ’ είδε ο ιερομόναχος Συμεών Δρετουλάκης (με γνώριζε από τη Σχολή, αφού ήταν πρώτα εκεί μοναχός). Μου φωνάζει: «Μανόλη, νερό». Είναι αδύνατο εκείνη τη στιγμή να μη θυμηθεί κανένας το «Ηλί, Ηλί λαμά σαβαχθανί» που είπε ο Ιησούς πάνω στο σταυρό. Πήγα και γέμισα μια στάμνα και πέρασα ανενόχλητος από τον πρώτο φρουρό, χωρίς να μου πει τίποτα. Όταν έφτασα στο δεύτερο αυτός με τ’ όπλο του μου έσπασε τη στάμνα γελώντας. Έτσι οι 29 μελλοθάνατοι δεν απόλαυσαν την τελευταία τους επιθυμία, λίγο νερό. Έφυγα τότε και όταν έφτασαν στη Σχολή δέχτηκα τις παρατηρήσεις των Γερμανών, γιατί άργησα».
Η εκτέλεση των 28 και ο αποκεφαλισμός του Συμεών
Ο Συμεών Δρετουλάκης γεννήθηκε το 1902 στον Οψιγιά, νέος πολέμησε στη Μ. Ασία, όπως και δύο από τα επτά αδέλφια του (ο Στέλιος και ο Μιχάλης με το δεύτερο να σκοτώνεται). Το 1932 έγινε διάκονος, παίρνοντας τ’ όνομα Συμεών αντί Σταύρος που ονομαζόταν. Το ίδιο έτος έγινε εφημέριος Βρυσών, με σημαντική αντιστασιακή δράση.
Μάλιστα σ’ ένα γάμο, μπροστά σε Γερμανούς τραγούδησε:
«Της Λευτεριάς τα σήμαντρα
εδώ κοντά χτυπούνε
και πλησιάζει ο καιρός
που θα λευτερωθούμε».
Όπως διηγήθηκε ο Χαρίτος Κορωνάκης ο παπα-Συμεών όταν ήρθε η σειρά του για εκτέλεση, ζήτησε να μπει στην εκκλησία του Αγ. Γεωργίου.
Τον άφησαν και πιστεύεται ότι πήρε μαζί του Τίμιο Ξύλο, γιατί κατά την εκτέλεση, οι σφαίρες δεν τον διαπερνούσαν. «Τότε αναγκάστηκα να του κόψω το κεφάλι, όμως ορκίζομαι ότι δεν πρόκειται να ξανασκοτώσω παπά μ’ αυτά που είδα». Αυτό ομολόγησε λίγο αργότερα ο εκτελεστής του, το «Κακογιαννιό» όπως τον αποκαλούσαν, στο καφενείο του Κατσούγκρη (στον Άγνωστο στο Ρέθυμνο).
Εμμανουήλ Βιβυλάκης ο φλογερός πατριώτης (1806-1880)
Γεννήθηκε το 1806, στις Βρύσες, ο πατέρας του Νικόλας ήταν από τον Κάστελλο και η μητέρα του Μαρία από τις Βρύσες. Το 1814 καταδιωγμένοι από τους Τούρκους ήρθαν στα Μυριοκέφαλα, εκεί προσβλήθηκαν οι γονείς του από πανούκλα και πέθαναν. Σε ηλικία 8 ετών έμεινε ορφανός με τις τρεις αδελφές του, σε ξένο μέρος, ζώντας με στερήσεις. Σε ηλικία 15 ετών το 1821, αποφάσισε να βοηθήσει για την απελευθέρωση της πατρίδας. Με καΐκι ήρθε στο Ναύπλιο και κατατάχθηκε εθελοντής, πολεμώντας σε ξηρά και θάλασσα. Υπηρέτησε πέντε χρόνια στο ατμοκίνητο «Καρτερία» με διοικητή το φιλέλληνα Άστιγκς. Επί Όθωνα στάλθηκε να σπουδάσει νομικά στη Γερμανία και το 1840 που γύρισε διορίστηκε πρόεδρος πρωτοδικών Σύρου.
Το 1841 ήρθε στην Κρήτη παίρνοντας μέρος στην επανάσταση και όταν γύρισε στην Αθήνα τύπωνε για περίπου 40 χρόνια την επαναστατική εφημερίδα «Ραδάμανθυς» υπερασπίζοντας τον αγώνα της Κρήτης. Με δικές του προσπάθειες το 1842 ιδρύθηκαν τότε αρκετά σχολεία στην Κρήτη, μεταξύ αυτών και στο χωριό του.
Το 1879 δώρισε τη βιβλιοθήκη του στη Χριστιανική Κοινότητα Ρεθύμνου, ήταν πολυμαθέστατος γνωρίζοντας πέντε γλώσσες και έχοντας πολλές διακρίσεις και παράσημα.
Δεν έκανε οικογένεια, γιατί αφιερώθηκε στην πατρίδα, μάλιστα το 1880 όταν ήρθε στην Κρήτη, συγκινημένος από την υποδοχή που του έγινε στο λιμάνι, δεν άντεξε και άφησε την τελευταία πνοή του, στον τόπο που αγάπησε. Δίπλα στο δεσποτικό οδός φέρει τ’ όνομά του.
Θυσιασθέντες στις 22-8-1944
Βαρούχας (πατέρας επτά παιδιών), Βλαστός (ένα), Κορωνάκης (πέντε), Κραουνάκης (πέντε), Μαρνιέρος (ένα), Μαθιουλάκης (ένα), Ριτσάτος (δύο), Σταματάκης (δύο), Σταυρουλάκης (ένα), Τρουλλινός (οκτώ), Τσαχάκης (ένα), Φουντεδάκης (τέσσρα), Χανιωτάκης (δύο) και ο παπα-Συμεών Δρετουλάκης. Αρκετός από τους παραπάνω ήταν αδέλφια.
Υπέρ πατρίδας 58 Βρυσανοί
Στην πηγή «Μουγδάνα», υπάρχει σήμερα το Ηρώο πεσόντων υπέρ πατρίδας, στο οποίο αναφέρονται εκτός από τους παραπάνω και άλλοι οκτώ που έπεσαν το 1940-1941, με πρώτο τον ηρωικό συνταγματάρχη Σταμάτη Κραουνάκη και 15 πεσόντες το 1912-1922, συνολικά 58 κάτοικοι.
Εκκλησίες
1) Αγ. Γεωργίου (ενοριακή): άρχισε να χτίζεται πριν το 1944, όμως καταστράφηκε στο ολοκαύτωμα. Μετά μια ευσεβής Βρυσανή η Μαρία προσκυνήτρια ανέβαλε να την τελειώσει μ’ εράνους και τη βοήθεια των κατοίκων.
2) Κοίμηση Θεοτόκου: με εικονογραφικό διάκοσμο, που επίσης καταστράφηκε το 1944. Τα τελευταία χρόνια οι συγγενείς της Μαρίας Γιαννουλάκη – Τσαχάκη την ξανάχτισαν για να τηρήσουν τη μνήμη της.
3) Παναγιά Κρυονερίτισσα: γραφικό ξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής, στις πλαγιές του Κέντρους, πήρε το όνομα από τα ολόδροσα νερά που τρέχουν γύρω της.
4) Αγ. Παντελεήμονας: χτίστηκε από το Δημήτρη Γιαννουλάκη.
5) Αγ. Ιωάννης Βαπτιστής.
6) Ανάληψη (κορυφή Κέντρους).
7) Αγ. Πνεύμα.
8) Αγ. Αντώνιος.
9) Αγ. Νικόλαος (από τον Χαρίτο Κορωνάκη στη μνήμη των γονέων του).
Σχολείο
Το σχολείο Βρυσών ιδρύθηκε το 1842 με ενέργειες του Μανόλη Βιβυλάκη και ήταν από τα πρώτα του νομού. Οι πρώτοι δάσκαλοι που δίδαξαν ήταν ο μοναχός Αναγνωστάκης Ιερεμίας από τον Αγ. Ιωάννη και ακολούθησε ο Αντώνης Βλαστός.
Το 1861 έγινε Αλληλοδιδακτικό, για να χτιστεί το πρώτο κτίριο το 1862, ενώ συνέχισαν το έργο οι δάσκαλοι. Παπα-Μιχάλης Σημαντήρας (από Μέρωνα), Φραγκίσκος Αγγελάκις (Γερακάρι), Γεώργιος Ανδρεαδάκης (Αμάρι), Μιχαήλ Βρυσανάκης και Εμμανουήλ Κραουνάκης (Βρύσες).
Το 1899 επανιδρύθηκε το σχολείο και χτίστηκε νέο κτίριο που καταστράφηκε και το 1944. Το 1901 λειτούργησε ημιημερήσιο (το πρωί στις Βρύσες και το απόγευμα στο Γερακάρι ο ίδιος ο δάσκαλος), ενώ το 1911 λειτούργησε και Παρθεναγωγείο.
Το διδασκαλικό έργο συνέχισαν οι Μανόλης Λουρωτός, Μιχάλης Γενεράλης και Ρολόγης Σταμάτης. Το σχολείο φυσικά δε λειτούργησε το 1944-46, για να συνεχίσει κανονικά το 1947, αφού χτίστηκε νέο. Τους περισσότερους μαθητές είχε το 1959-60 που έφτασαν τους 47, από το 2005 συγχωνεύτηκε με το 6θέσιο Αποστόλων.
Από το 1946 μέχρι το 2005 δίδαξαν οι: Γ. Ξέκαλος, Καλλιόπη Παττακού, Θεοχάρης Σαριδάκης, Ι. Μαστοράκης, Πόπη Διαμαντάκη, Σταύρος Βουμβουλάκης, Γιάννης Χανιωτάκης, Γ. Βαμιεδάκης, Εμμ. Τσιμπλοστεφανάκης, Γ. Παπαδάκης, Αλ. Μουρτζάκης, Μιχ. Μπούτζουκας, Σπύρος Αποστολάκης, Γεράσιμος Βλάχος, Δ. Εμμανουηλίδης, Χρύσα Κουδού, Ι. Φλωράς, Βίκυ Ιωαννίδου, Αικ. Μαυριδάκη, Αικ. Βαρδάκη.
Οικογένειες
Αδράμης, Βλαστός, Βαρούχας, Γιαννουλάκης, Κορωνάκης, Κυπριώτης, Κραουνάκης, Μαθιουλάκης, Μαρνιέρος, Μοναχογιός, Μπαγουράκης, Πολυχρονάκης, Ριτσάτος, Σταματάκης, Τρουλλινός, Τσαχάκης, Φουντεδάκης, Χανιωτάκης, Χαμαράκης.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΡΥΟΒΡΥΣΑΝΑΚΗΣ
ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ
Πηγές: «Ρεθυμνιώτικος Πανδέκτης», 1993, Λευτ. Κρυοβρυσανάκη.
«Σμιλοβρυσοκαρδακογούργουθα», 2005, Γεωργίου Κουκλινού.
«Πόλεις και χωριά της Κρήτης», 1993, Στεργίου Σπανάκη.
«Ρεθυμνιώτικα ολοκαυτώματα», 1991, Σπύρου Μαρνιέρου.
Και με συνεργασία του προέδρου του Πολιτιστικού Συλλόγου Κώστα Μαθιουλάκη.