Μετά από ένα μήνα είμαστε να ‘μαστε και πάλι στις Βιβλιοεπισημάνσεις. Τα σχόλια που δέχτηκα γι’ αυτές από ανθρώπους που εκτιμώ ήταν ανάμικτα: από θετικά μέχρι χλιαρά και, τα πιο απογοητευτικά, διανθισμένα με το επαναλαμβανόμενο και μελαγχολικό «πιστεύεις ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που διαβάζουν βιβλία»;
Ας είναι. Η στήλη είναι αν όχι κάτι άλλο όμορφη αισθητικά, χάρη στην επιμέλεια της ακούραστης Ελένης Αλεβιζάκη. Οπότε σήμερα επανέρχομαι δριμύτερος με τρία βιβλία αναφοράς. Πώς θα μπορούσε να εξηγηθεί όμως ο όρος αυτός; Βιβλία αναφοράς είναι εκείνα που δεν διαβάζονται απνευστί, όπως τα λογοτεχνικά ή τα ιστορικά για παράδειγμα, έχουν όμως περίοπτη θέση στις βιβλιοθήκες μας και στους ηλεκτρονικούς μας φακέλους. Κι αυτό γιατί επανερχόμαστε σ’ αυτά κάθε τόσο. Με άλλα λόγια είναι βιβλία βασικά, θεμελιώδη.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα μπορούν πια να παράγονται τέτοια βιβλία και μάλιστα σε περιορισμένο χώρο αναφοράς, όπως είναι η Κρήτη. Στο παρελθόν τέτοια βιβλία είχαν το απαραίτητο κοινό που μπορούσε να τα στηρίξει. Σκέφτομαι πρόχειρα το «Κρήτη, πόλεις και χωριά» του Στέργιου Σπανάκη, τις «Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων» του Νίκου Σταυρινίδη, το επτάτομο «Περί του Γλωσσικού Ιδιώματος της Κρήτης» του Εμμανουήλ Πάγκαλου, τα «Σπήλαια και άλλαι καρστικαί μορφαί της Κρήτης» του Ελευθέριου Πλατάκη, το τρίτομο «Τα κρητικά βιβλία» του Γιώργου Εκκεκάκη κ.ά
Παρά την έλλειψη λοιπόν σήμερα πνεύματος φιλαναγνωσίας και σε πείσμα της γενικευμένης κρίσης εξακολουθούν όχι μόνο να γράφονται αλλά και να εκδίδονται βιβλία αναφοράς. Στην παραπάνω χορεία σε επίπεδο Κρήτης μπορούμε άνετα σήμερα να προσθέσουμε το μεγαλειώδες σε όγκο και περιεχόμενο «Κρήτη, μια ήπειρος σ’ ένα νησί» του Δήμου Τσαντίλη. Σε επίπεδο Ρεθύμνου μπορούμε να προσθέσουμε το εξαιρετικό «Τοπωνυμικό της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου» του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, όπως και ένα βιβλίο αναφοράς που δεν είχε εκδοθεί στην ώρα του και χρειάστηκε να περάσουν επτά δεκαετίες για να βγει στο φως της δημοσιότητας, η «Αυτοβιογραφία» του Εμμανουήλ Γενεράλι. Ας τα δούμε από κοντά.
Δήμος Τσαντίλης, Κρήτη, μια ήπειρος σ’ ένα νησί, Ηράκλειο 2014
Τον Δήμο Τσαντίλη τον ξέραμε ως επί σειρά ετών πρόεδρο του Περιβαλλοντικού Συλλόγου Ρεθύμνου. Τον ξέραμε ακόμα ως γνώστη των κρητικών οικοσυστημάτων και ως ακούραστο περιπατητή της κρητικής φύσης. Πρόσφατα τον μάθαμε και ως συγγραφέα ολκής.
Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης ήθελε από χρόνια να εκδώσει ένα βιβλίο, στο οποίο να συμπυκνώνονται οι έρευνές του των τελευταίων δύο δεκαετιών. Έβλεπε ότι δεν ήταν λίγος ο κόσμος που ζητούσε ένα βιβλίο, στο οποίο να επισημαίνονται και να εξηγούνται οι ιδιαιτερότητες του κρητικού περιβάλλοντος. Βέβαια υπήρχε ένα που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι κάλυπτε επαρκώς το κενό, «Η δημιουργία του κρητικού τοπίου» των Rackmam O. και Moody J., του οποίου είχα κάνει βιβλιοπαρουσίαση το 2005 και το οποίο συνιστώ και σήμερα ένθερμα στους αναγνώστες. Η διαφορά είναι ότι εκείνο εστιάζεται στον ανθρώπινο παράγοντα και στη συνεισφορά του στη διαμόρφωση της εικόνας του περιβάλλοντος της Κρήτης.
Το επιστημονικό δυναμικό του Μουσείου, ο Μ. Αβραμάκης, η Κ. Βαρδινογιάννη, ο Μ. Δρετάκης, ο Γ. Ηλιόπουλος, ο Π. Λυμπεράκης, ο Μ. Μυλωνάς, ο Σ. Ξηρουχάκης, ο Κ. Παραγκαμιάν, ο Ν. Πουλακάκης, ο Α. Τριχάς και ο Χ. Φασουλάς θέλησε λοιπόν αλλά δεν μπόρεσε να συντονιστεί ώστε να παραχθεί ένα ενιαίο αποτέλεσμα, ως προς τη γραφή και το ύφος. Γι’ αυτό και το Μουσείο απευθύνθηκε στη συνέχεια στον Δήμο Τσαντίλη, ο οποίος χρησιμοποίησε τις μελέτες και τα πορίσματά τους και το καταπληκτικό φωτογραφικό υλικό που είχε τραβηχτεί, παράγοντας ένα μοναδικό σε ζωντάνια και σαφήνεια αποτέλεσμα.
Επιμένω στη ζωντάνια του αποτελέσματος, αφού αυτό θα το συνειδητοποιήσει ο αναγνώστης ήδη από τα προκαταρκτικά του βιβλίου, με την όμορφη αντιστοίχηση της συγγραφής του με το σκότωμα ενός λιονταριού. Και δεν θα σταματά να απολαμβάνει το ύφος αλλά και την απλότητά του τελικά, όπως στην περίπτωση της παρομοίωσης του φαινομένου των εκατοντάδων φαραγγιών της Κρήτης με το σπάσιμο σε πολλά κομμάτια του φρεσκοψημένου ψωμιού, που κυρτώνεται υπερβολικά από τα χέρια μας.
Τίποτα σχετικό με την κρητική φύση δεν αφήνει εκτός της μελέτης του ο Δ. Τσαντίλης. Ξεκινά με τη γέννησή της και συνεχίζει με το κλίμα της (και το υποκλίμα της ελιάς), με το νερό που διαπερνά σαν σφουγγάρι τα ασβεστολιθικά της πετρώματα, και με τα γιγαντιαία αλλά και τα νανόσχημα θηλαστικά του παρελθόντος της. Συνεχίζει με τις μεσογειακές προσαρμογές, με τα ορεινά δάση και συνολικά με το χλωριδικό πλούτο, ενώ στην πανίδα εστιάζει στα γαστερόποδα, στα κολεόπτερα, στα αρθρόποδα, στα ερπετά, στα αμφίβια και στα πουλιά. Δεν παραλείπει τις πρόσφατες αφίξεις ζώων, ενώ εξετάζει και τα οικοσυστήματα των νησίδων γύρω από την Κρήτη, όπως και των σπηλαίων και των ενάλιων.
Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα βιβλίο από εκείνα που γράφονται ένα στα δέκα χρόνια στο είδος τους. Έχει όμως ένα εγγενές «πρόβλημα»: ενώ συγκροτείται από ένα άριστο κείμενο, εν τούτοις διαβάζεται κυρίως ως λεύκωμα, εξαιτίας των δύο εκατοντάδων εξαιρετικών φωτογραφιών που το υποστηρίζουν. Το γεγονός ότι ο υπομνηματισμός των φωτογραφιών είναι αναλυτικός συντείνει τελικά στην ανάγνωσή του ως λευκώματος. Αυτό όμως δεν είναι καταδικαστέο, στο βαθμό που οι επόμενες αναγνώσεις του βιβλίου, εφόσον πρόκειται, όπως είπαμε, για βιβλίο αναφοράς, θα προχωρήσουν πιθανότατα από την εικόνα στο κείμενο.
Η συνέχεια επί του βιβλίου. Ως πρόγευση μια εξαιρετική φωτογραφία, που περιγράφει ενεργώς το πώς διαμορφώνουν το κλίμα της Κρήτης οι ορεινοί της όγκοι: τα αυγουστιάτικα μελτέμια κατεβάζουν υγρασία από το Αιγαίο, που συμπυκνώνεται με τη μορφή νεφών στη βόρεια πλευρά των βουνών και γίνεται ορατή από το ύψος των δορυφόρων ως διαυγής νέφωση. Καλή ανάγνωση!
ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΠΡΟΤΑΣΗ: Rackmam O. & Moody J., Η δημιουργία του κρητικού τοπίου, επιμ. Α. Χανιώτης, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης 2004
Κωστής Παπαδάκης, Τοπωνυμικό της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2011
Αν κάποιος μας ρωτούσε ποιος είναι ο τοπωνυμιογράφος (ή ονοματολόγος) του Ρεθύμνου θα απαντήσουμε χωρίς δισταγμό ο Κώστας Ηλ. Παπαδάκης. Το είχε ήδη αποδείξει με δημοσιεύσεις για τα τοπωνύμια του Αγαλλιανού, του Κεραμέ και του Κισσού αλλά και τα αρχαιοελληνικά τοπωνύμια της τέως επαρχίας Αγίου Βασιλείου, τα χριστιανικά και εκείνα με περιφραστική εκφορά.
Το 2011 επανήλθε δριμύτερος, με το «Τοπωνυμικό» ολόκληρης της πρώην επαρχίας Αγίου Βασιλείου σε 656 σελίδες! Το μεγαλειώδες αυτό έργο δεν αρκείται στην ετυμολόγηση των τοπωνυμίων. Για να συνέβαινε κάτι τέτοιο θα έπρεπε να έχουν ήδη συγκεντρωθεί τα τοπωνύμια των 39 οικισμών που απαρτίζουν την π. επαρχία. Όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε, όπως άλλωστε και με τους περισσότερους από τους ρεθεμνιώτικους οικισμούς. Γι’ αυτό και κατέφυγε στην μοναδική υπάρχουσα καταγραφή των τοπωνυμίων της επαρχίας από την Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών των ετών 1953-54, από την οποία όμως απουσίαζαν οι καταγραφές οκτώ χωριών. Την υπάρχουσα καταγραφή ο συγγραφέας εμπλούτισε με δική του, με πηγές του απόμαχους αγροφύλακες, ηλικιωμένους αγρότες και βοσκούς, συμβολαιογραφικές και αγρονομικές πράξεις, αρχεία υποθηκοφυλακίων, περιηγητικά κείμενα και τη μηχανογραφημένη βάση του Εθνικού Κτηματολογίου.
Το μέγεθος της εργασίας είναι οπωσδήποτε δύσκολο να το φανταστεί κανείς, αν δεν πιάσει στα χέρια του τον ίδιο τον τόμο. Για παράδειγμα το χωριουδάκι Αγαλλιανού αντιπροσωπεύεται με 44 τοπωνύμια, που καταλαμβάνουν έκταση μιας σελίδας και 44 υποσημειώσεις, που καταλαμβάνουν έκταση πέντε σελίδων! Των τοπωνυμίων προηγείται πρόλογος του εκδότη, δηλαδή της Οργανωτικής Επιτροπής του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου «Η π. επαρχία Αγίου Βασιλείου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα», προλεγόμενα του συγγραφέα-ερευνητή, κατάλογοι βραχυλογιών και συμβόλων, γενικά στοιχεία για την επαρχία, κατάλογοι των χωριών και οικισμών της κατά τις απογραφές των ετών 1577 και 1659 και πίνακές τους σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση σε δύο δήμους του σχεδίου «Καποδίστριας» (Λάμπης και Φοίνικα). Το «Τοπωνυμικό» κλείνει με αναλυτική βιβλιογραφία 27 σελίδων, ενώ περιέχει και έναν εξαιρετικό έγχρωμο αναδιπλούμενο χάρτη της π. επαρχίας, πάνω σε υπόβαθρο χάρτη της Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου με διορθώσεις και προσθήκες του Θεόδωρου Πελαντάκη.
Να ευχηθώ σύντομα να έχουμε στα χέρια μας και τους τόμους των Πρακτικών του Συνεδρίου, οι ανακοινώσεις του οποίου ήταν υψηλού επιπέδου και στο οποίο ο υποφαινόμενος είχε συμμετάσχει με δύο εισηγήσεις. Παράλληλα να ευχηθούμε στον συγγραφέα την ολοκλήρωση και έκδοση του τοπωνυμικού χάρτη του Ρεθύμνου και των πέριξ αυτού, με τον οποίο γνωρίζουμε ότι ασχολείται εντατικά τα τελευταία χρόνια.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΠΡΟΤΑΣΗ: Ανδρεδάκης Κ., Ανδρουλιδάκης Γ., Απανωμεριτάκης Α., Αποστολάκης Μ., Αρχοντάκης Δ., Γαραντωνάκης Γ., Δημητρακάκης Μ., Θεοδωράκη Μ., Κακλαμάνος Χ., Κατσουλάκη Δ., Κοπανάκη Ειρ., Κοπανάκης Ε., Κουνδουράκης Π., Μανουσάκη Α., Μαρκάκης Ν, Μαυροτσουπάκης Γ., Παπαδάκης Κ., Παπαδάκης Ν., Παπαδάκης Στ., Παπαδογιαννάκης Στ., Παπαδογιάννης Μ., Πολυχρονάκης Στ., Ραμουτσάκη Ι, Σταυριανάκης Κ, Τσιγδινός Γ., Τσουρδαλάκης Α., Χωριά της π. Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2011
Εμμανουήλ Γενεράλις, Αυτοβιογραφία, επιμ. Θ. Πελαντάκης, Ρέθυμνο 2013
Ο Εμμανουήλ Γενεράλις (1860-1943) υπήρξε πολυσχιδής προσωπικότητα: γραμματοδιδάσκαλος, ελληνοδιδάσκαλος, φιλόλογος, γυμνασιάρχης, γενικός επιθεωρητής της Παιδείας, συγγραφέας, αγορητής. Παράλληλα ήταν μια σημαντική πολιτική προσωπικότητα: μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Μαθητικού Συλλόγου Κρητών της Αθήνας, τμηματικός έφορος, αντιπρόσωπος της επαρχίας Αμαρίου, βουλευτής της Κρητικής Συνέλευσης, γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής των Κρητών στην τελευταία επανάσταση. Κι ακόμη ενεργός πολίτης, πρόεδρος του Γυμναστικού Συλλόγου Ρεθύμνης, Γενικός Γραμματέας του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ρεθύμνης, πρωτοστάτης ίδρυσης του Θεατρικού Συλλόγου «Αι Μούσαι» και πρόεδρος του Φιλολογικού Συλλόγου Χανίων «Ο Χρυσόστομος».
Όσο όμως σημαντική προσωπικότητα κι αν ήταν στην εποχή του, όσο κι αν οι Αμαριώτες συντηρούσαν τον θρύλο του, η έκδοση μετά από 70 χρόνια, εν μέσω οικονομικής κρίσης, ενός βιβλίου αναφοράς 568 σελίδων δεν παύει να αποτελεί μια έκπληξη. Και η έκπληξη αυτή έχει αρκετούς πατέρες: κατ’ αρχάς τον επιμελητή της Θεόδωρο Πελαντάκη, ο οποίος δεν δίστασε να υποστηρίξει ένα κείμενο πολυτονικό, όχι μόνο με οξείες και περισπωμένες αλλά και με βαρείες. Οι πλαγιότιτλοι με τους οποίους το εφοδίασε, οι οποίοι ξεπερνούν τους πεντακόσιους, διευκολύνουν σημαντικά την ανάγνωση ενός δύσκολου κατά τα άλλα κειμένου και εξαιρετικά μεγάλου σε όγκο. Κοντά σ’ αυτόν ο Γιάννης Παπιομύτογλου προσέφερε ένα βοηθητικό ευρετήριο ονομάτων και η Χριστίνα Θεοχάρη ένα κατατοπιστικό χρονολόγιο, με τομείς αναφερόμενους σε πανελλήνια γεγονότα, σε κρητικά και σε ατομικά του Εμμανουήλ Γενεράλι. Η αναδημοσίευση κειμένων για τον Γενεράλι του Σπύρου Μαρνιέρου, του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη και του Εμμανουήλ Κριαρά και το κλείσιμο του βιβλίου με ευρετήρια ονομάτων και πλαγιότιτλων και με παράρτημα φωτογραφιών, ανεβάζει ψηλά τον πήχυ αυτού του είδους των εκδόσεων. Συντελεστής της υπήρξε οπωσδήποτε και η οικογένεια Γενεράλι που ανέλαβε το κόστος έκδοσης. Ιδιαίτερη αναφορά οφείλεται στον αείμνηστο Σπύρο Μαρνιέρο, ο οποίος πρώτος εκτίμησε την αξία του χειρογράφου των 878 σελίδων και είχε προσπαθήσει να κάνει γνωστό το περιεχόμενό του με σειρά δημοσιευμάτων στην εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση», τα οποία υπερβαίνουν τα εκατό.
Η έκδοση των απομνημονευμάτων του Γενεράλι μεταξύ άλλων αποδεικνύει πόσο διαφορετικές ενέργειες είναι μια ηλεκτρονική ή αναστατική έκδοση από μια επιμελημένη, με όλα εκείνα που αναφέρθηκαν παραπάνω να την υποστηρίζουν. Στην εποχή μας της γενικευμένης ιστορικής άγνοιας εκδόσεις χωρίς υποστηρικτικά κείμενα, όσο χρήσιμες κι αν είναι, αποτελούν κείμενα «σιωπηλά». Συγχαρητήρια λοιπόν σε όλους τους παράγοντές της!
ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΠΡΟΤΑΣΗ: Σπύρου Μαρνιέρου, «Στοιχεία αυτοβιογραφίας Εμμανουήλ Γενεράλι (1860-1943)», εφημερίδα Κρητική Επιθεώρηση, φύλλα ετών 1992, 1993 και 1997
Κτήριο πανέμορφο – προσωπικό ολίγιστο
Παραδόθηκε στις 13 Φεβρουαρίου από τον ανάδοχο το νέο κτήριο της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Ρεθύμνου, στην οδό Σ. Μπίρη στον Άγιο Νικόλαο. Όπως είδαμε στις εφημερίδες και στα δελτία ειδήσεων των κρητικών τηλεοπτικών καναλιών πρόκειται για ένα πανέμορφο κτήριο, με προδιαγραφές που υπερβαίνουν κατά πολύ το σήμερα. Αξίζουν λοιπόν συγχαρητήρια στις κατά περιόδους εφορευτικές επιτροπές της και ιδιαίτερα στον πρόεδρό τους Μιχάλη Τρούλη. Όσο κι αν έχω διαφωνήσει σε πολλά θέματα μαζί του, δεν μπορώ, όπως και όλοι οι Ρεθεμνιώτες παρά να του δώσουμε τα εύσημα για ένα κτήριο για το οποίο μόχθησε, όπως άλλωστε το είχε κάνει και με την Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνης. Από εδώ και πέρα απομένει ένα έργο που ίσως αποδειχτεί δυσκολότερο και από το κτηριακό: οι προσλήψεις προσωπικού που θα βοηθήσουν το μέχρι σήμερα ελάχιστο υπάρχον να μετατρέψει το εξαίσιο κέλυφος σε ενεργό πνευματικό κέντρο του Ρεθύμνου.
Η Βικελαία Βιβλιοθήκη στα πιο όμορφά της
Και η Βικελαία Βιβλιοθήκη όμως δεν πάει πίσω. Ξεκίνησε το 1908 και συνεχίζει ως Δημοτική, στεγάζοντας 250.000 τόμους βιβλίων, 300.000 εφημερίδες, και 500 τίτλους περιοδικών. Στεγάζει ακόμη τις βιβλιοθήκες του ονοματοθέτη της, της Έλλης Αλεξίου, του Γεώργιου Ανεμογιάννη και του Γιώργου και Μαρώς Σεφέρη. Κι ακόμη τα αρχεία των Βενετών, που αποκτήθηκαν σε μικροφίλμ από το Κρατικό Αρχείο Βενετίας, τα αρχεία της οθωμανικής κατάκτησης και της κρητικής επανάστασης του 1896, τα αρχεία της Δημογεροντίας Ηρακλείου, το αρχείο σπηλαίων Πλατάκη κ.ά., συνολικά 4 εκατομμύρια χειρόγραφα! Πρόκειται για μοναδικό εθνικό θησαυρό, καθώς σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δε διασώζονται κρατικά αρχεία των κατακτητών τέτοιας πληρότητας και τόσης χρονικής διάρκειας. Το κέλυφος που τα στέγαζε, το γνωστό κτήριο «Αχτάρικα» στα «Λιοντάρια» έχει γίνει αγνώριστο, ενώ ένα τμήμα του έχει ήδη παραδοθεί για χρήση. Καλά τελειώματα, λοιπόν, και στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου!
Το βιβλιοχαρτοπωλείο Σαλβαράκη ανανεώνεται
Από το 1963 βρισκόταν στην ίδια θέση και διατηρούσε ευλαβικά την εμφάνισή του. Το έμβλημά του ήταν ένα μελανοδοχείο με το απαραίτητο φτερό γραφής μέσα του. Από πίσω υπήρχε ένα τρίγωνο και ένα «ταυ» σχεδίασης και μπροστά δύο πινέλα ζωγραφικής. Σταδιακά στον τίτλο «Βιβλιοπωλείο-Χαρτοπωλείο» προστέθηκε εκείνος του «Φωτοτυπείου», με φωτοαντίγραφα και φωτοτυπίες και στη θέση του ιδιοκτήτη Ν. Σαλβαράκη ήρθε με τρόπο φυσικό η Ε. Σαλβαράκη. Το βιβλιοχαρτοπωλείο απεικονίζεται ήδη από τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του σε φωτογραφία προεκλογικής περιοδείας του Γεωργίου Παπανδρέου και είναι το μοναδικό εκείνης της εποχής που εξακολουθεί να λειτουργεί. Θυμίζω πρόχειρα: Χατζηδάκη, Στουρνάρα, Πίσσα, Ρεράκη, Χαλκιαδάκη, Κυριακάκη, Δεληγιώργη. Το περιμένουμε ανανεωμένο, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στις δυσκολίες των καιρών και θα θέλαμε να βλέπουμε αναρτημένο στους τοίχους το πορτρέτο του μεγάλου δασκάλου που το στόλιζε με τη φυσική του παρουσία για πολλά χρόνια, του Ανδρέα Σταυρουλάκη. Καλή συνέχεια!
«Κωστής Γιαμπουδάκης Άδελε»
Έγραφα στις περασμένες «Βιβλιοεπισημάνσεις» για την αξία των ημερολογίων, επιτραπέζιων, επιτοίχιων και με τη μορφή βιβλίου. Ένα τέτοιο, το φετινό του Πολιτιστικού Συλλόγου Ρουστίκων, αφιερωμένο στα «Ίχνη Ρουστικιανών στον Μακεδονικό Αγώνα» ήρθε να επιβεβαιώσει την εκτίμηση αυτή, όπως άλλωστε και το «Χειροποίητον» του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Ρεθύμνης. Από τα αρχεία αυτού του τελευταίου ξεχωρίζω το «Ημερολόγιον και Σεληνοδρόμιον του 1865, εν Βενετία, εκ του Ελλην. Τυπογραφείου του Αγίου Γεωργίου». Και αυτό όχι για τις καταπληκτικές του ευχές ούτε για την παλαιότητά του, αλλά γιατί ανήκε και το υπογράφει σε δύο του σελίδες ένας μέχρι τότε αφανής αλλά από τον επόμενο χρόνο επιφανέστατος: «Κοστής Γιαμπουδάκης Άδελε». Το τεκμήριο αυτό, αγορά από δημοπρασία και προσφορά του Γ. Π. Εκκεκάκη, έρχεται να βελτιώσει το μέχρι πρότινος προφίλ του Κωνσταντίνου Γιαμπουδάκη, με δυο σπουδαίες πληροφορίες: ότι ήταν γλωσσικά εγγράμματος και μάλιστα καλλιγράφος και, από το γεγονός ότι ήξερε να λογαριάζει το λάδι του, ότι ήταν και μαθηματικά εγγράμματος!
ΧΑΡΗΣ ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ