ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΈΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΟΛΙΟΥΔΑΚΗΣ ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ
του Γιάννη Δαλέντζα
Δροσερή αναδεύει η μυρωδιά του ροκανιδιού όπως πιτσιλιστό ξεπετιέται από τα μηχανήματα του εργοστασίου.
Είναι ξυλάδι. Μια πλατιά μάντρα είναι γεμάτη από σωρούς χοντρών κορμών δέντρων. Η φρέσκια κοψιά τους μυρίζει κυπαρίσσι, κέδρο,οξειά κι όλος ο χώρος πλημμυρίζει δασότοπο.
Το εργαστήρι μερονυχτίς δουλεύει. Πάνω από κάθε μηχάνημα στέλεκι ο Τεχνίτης, πλάι ο βοηθός από κοντά οι εργάτες και πάνω απ’ όλους ο αρχιμάστορας – ο Μαστροβασίλης- όπως τιμητικά τον αποκαλούν οι συνεργάτες του.
Συντονίζεται η δουλειά, παέι ομπρός με γοργό ρυθμό- πέφτουν έτοιμα τα διάφορα τορναρισμένα ξύλα και ποιο πέρα σ’ένα βαθύ απόσκιο άλλοι τεχνίτες, οι μαστοράντζεςσυναρμογλογουν τα εφαρμόσινα κομμάτια και ξεπετιέται ένα – ένα το κομψό έτοιμο μοντέρνο έπιπλο. Με προσοχή και πιτιδειωσύνη σχεδιασμένα τα έπιπλα από το πολύπειρο χέρι του αρχιμάστορα. Ονομαστή στην Αθήνα η επιπλοποιεία του Βασίλη Πολιουδάκη, του Ρεθεμνιώτη αρχιτεχνίτη. Μαθήτευσε πρώτα εδώ στο Ρεθεμνοςκοντασ’ένα παλιό ξακουστό Μάστορα, τον περίφημο Μουνδριανάκη. Πήρε μαθατα λεπτουργικής αλλα και μαθήματα ακεραιότητας και συνέπειας, πλουταίνοντας τον φυσικό ωραίο κόσμο του που οι ξωμάχοι γονέοι του κληροδότησαν . Έζησε χρόνια εδώ σαν καλός τεχνίτης .
Άνθρωπος ανήσυχος, ζωηρός διψασμένος για μάθηση. Ανικανοποίητος ζητούσε παράλληλα με την τελειοποίηση των εκφραστικών μέσω τςη Τέχνης και τον Τρόπο βελτίωσης της μεροκαμαθιάρισης ζωής.
Συντροφιά είχε πεντέξη προοδευτικούς φοιτητές της εποχής. Νεοφερμένοι αυτοί από την Αθήνα κάθε Καλοκαίρι φαντάζανε στα αγαθιάρικα μάτια της άμαθης πολιτείας σαν σοφοί, μεγάλοι. Αποκαλυπτικοί καισπουδαίοι καθώς μιλούσαν για καινούριες ιδέες, στοχασμούς παράξενους για πρόοδο, λευτεριά, δικαιοσύνη. Βλέπανε τη ζωή πολύ διαφορετική απ’ότι τη σημάδευε η στατική μοιρολατρική, νωθρή ζωή της Ρεθεμνιώτικης κοινωνίας.
Μόλις στα 1928 και πέρα άρχισε λίγο να ταράσσει έξω από το τέλμα της υποταγής και του συμβατισμού από την άθλια κληρονομιά των βαρυτάτων χρόνων της Τουρκικής σκλαβιάς.
Μαζί με τους πρωτοποριακούς αυτούς σπουδαστές, τον Σπύρο, τον Λευτέρη, τον Νίκο, τον Κυριάκο, τον Δημήτρη, τον Αλέκο, το Γιώργη, τον Κώστα παρέα κι ο Βασίλης ο καλός Τεχνίτης ευγενικός με το πλατύ εγκάρδιο χαμόγελο.
Του πια πολλούς από τους παραπάνω τους πηρε το ρέμα της καλοζωής και κόλλησαν στο τέλμα της δραχμοείσπραξης, βούρκιασαν σε ατελείωστες νυχτιές ώρες μιλούσε η συντροφιά για τους όρους εργασίας και εργοδοσίας. Για τις συνθήκες δουλειάς, για τον ανασφάλιστος και φτωχικό μεροκαματιάρη. Για τα άνομα πλούτη των εκμεταλλευτών και αρπάγων, για την ασυδοσία και την έλλειψη νομοθετικής κατοχύρωσής και όσα ωραία και πρωτοφάνταστα πράγματα. Όλα αυτά κατατόπιζαν , μόρφωναν, οδηγούσαν στην αγωνιστική διάθεση για τη δημιουργία καλλίτερων όρων ζωής κι ανθρωπινότερης μεταχείρισης του εργαζομένου.
Πρώτη φορά ακουγόντουσαν στο Ρέθεμνος του 1928 τέτοιες συζητήσεις κι η συντροφιά ήταν ενας μορφωτικός όμιλος υπέροχης διδαχής. Ολοι οι νέοι με ανησυχίες αποζητούσαν τις βραδινές αυτές ώρες ναζήσουν λίγο σ’ένα κύκλο μορφωμένο, ευγενικό με ωραίες επιδιώξεις, με όνειρα ανθρώπινης κοινωνίας.
Μιλούσαν ακόμα στη ζωηρή συντροφιά για τις μεγάλες Προοδευτικές μορφές της Ανρωπότητας, για την Πρωτοποριακή Λογοτεχνία και για την επαναστατική ποίηση. Πρόβαλλαν και ανάλυαν τα βιβλία και κατατόπιζαν τους διψασμένους σε νεόυς τρόπους σκέψης. Ανάπτυσσαν το κριτήριο της Κοινωνικής Ανατομής και άρχισαν να δημιουργούνται στο Ρέθεμνος τα πρώτα ξεκινήματα των προοδευτικών ιδεών.
Ο Βασίλης Πολιουδάκης με πλατειά αντίληψη απίθωνε τον μορφωτικό αυτό πολο στη Διάνοιά του. Ο άριστος Τεχνίτης έγινε πρωτοπόρος στη μάθηση και στη αγωνιστική δραστηριότητα. Η προοδευτική λάμψη φώτισε το κριτήριό του και ξεκινούσε σ’ένασκοτεινό, λακουβιασμένοδόμο να οδηγήσει και άλλους εργαζόμενους στην δίκαια διεκδίκηση μιας κάποιας ανακούφισης από τη μίζερη θλιφτή ζωή.
Μαζί με άλλους θεηματικούς και ενθουσιασμένους νέους συμπτύξαν την πρώτη συνδικαλιστική προοδευτική ομάδα. Άνοιξαν ένα μικρό γραφειάκι να μαζεύονται και να τα λένε. Όμως ο μοχθηρός κι επίβουλος Ρεθεμνιώτικος Μεσαιωνισμός που ακόμα εχει τις αντηχήσεις του με κακό μάτι είδε την κίνηση αυτή.
Άρχισε στην αρχή τις κοροϊδίες, τα περιπαίγματα παλιά συνήθεια των κρατούντων- ύστερα πέρασε στις βρισιές στις φοβέρες και τέλος στο μοιραίο χαφιεδισμό. Κινησαν τους καλούς φύλακες της μακαριότητας του ς με αποτέλεσμα να κυνηγηθούν και αν σκορπίσουν οι ονειροπόλοι πρωτοπόροι νέοι του Ρεθύμνου. Οι απλοί Λαϊκοί άνθρωποι καθώς περνούσαν έξω από το πρώτο προοδευτικό γραφείο, φοβισμένοι, κάνανε το σταυρό τους και φεύγανε γρήγορα, μη βρούνε… το μπελά τους.
Ο Βασίλης κυνηγήθηκε άγρια. Κατάφερε να ξεφύγει στην Αθήνα. Την ώρα που οι φύλακες ορμούσαν μέσα στο γραφειάκι για έρευνα- ενας γείτονας γιατρός άτρομος και πονόψυχος μπήκε μανισάρικος μέσα και μπροστά στα μάτια του πήρε μια βαλίτσα δεμένη λέγοντας με έμφαση και οργή «Τούτη η τσάντα είναι η δική μου έχει φάρμακα μέσα και μη σιμώσει κανείς γιατί θα μπλέξει μαζί μου..»
Τον γιατρό τον φοβόντουσαν και τον υπολογίζαν δεν μιλησε κανένας ο γιατρός δεν είχε άδικο, φάρμακα είχε η βαλίτσα εναντίον της αδικίας, της κλοπής του ιδρώτα των εργαζομένων, της αμάθειας και των προλήψεων. Αθφονοδιαφωτιστικό υλικό που ο γιατρός γλύτωσε τον συμπολίτητου από πρόσθετα βάσανα και ταλαιπωρίες. Η χειρονομία του γιατρού σημειώνει τη γενναιοφροσύνη τον αλτρουισμο και τις υπέροχες εκδηλώσεις των παλιών γιατρών του Ρεθέμνου. Ανεπανάληπτη ψυχική ομορφιά. Ζουσανκοντα στη λαϊκή δυστυχία υποστήριζαν οι γιατροί αυτοί με παρησία κάθε κατατρεγμένο κι όχι μονο δεν πλούτισαν αλλα και τη λίγη κληρονομική ή από προίκα περιουσία την διάθεσαν για τους συνανθρώπους .
Ο Βασίλης Πολιουδάκης φεύγοντας τη Μεσαιωνική καταδίωξη εγκαταστάθηκε από τότε μόνιμα στην Αθήνα. Αναδείχθηκε εξαιρετικός Καλλιτέχνης επιπλοποιός με ιδιαίτερη επίδοση στα σκαλισμένα βαριάέπιπλα. Έπιπλα κοσμήματα. Είναι τόσο περήφανος δείχνοντας εργασίες του που επίζηλα κρατεί στο εργαστήρι του. Ανάρπαστα τα έπιπλά του. Πλάτυνε η δουλειά του. Άνοιξε εργοστάσιο. Σ’ όλη την Ελλάδα διαθέτει τα προϊόντα του μόχθου του.
Ο Συνδικαλισμός και η πάλη για το καλλίτερο είναι το πάθος του το ιδανικό του. Δεν θάμπωσε το μάτι του με τα αγαθά της εργοστασιακής του δουλειάς. Εμείνει απλός αυστηρός και εργατικότατος.
Αποφασιστική είναι η συμβολή του στην συνδικαλιστική κίνηση. Εχει εμπνεύσει αισθήματα εκτίμησης και αγάπης στον εργατικό και υπαλληλικό κόσμο αλλα και στο μεγάλο εμπόριο ξυλείας ετιμάται και υπολογίζεται σαν σοβαρός και συνεπής οικονομικός παράγοντας.
Φίλοι και συνεργάτες του ολοι στον ίδιο μόχθο στις δυσκολίες της σκληρής ζωής. Δικαιωματικά του απόδωσαν τον τιμητικό τίτλο του Αρχιμάστορα.
Στα σκοτεινά χρόνια της Μαύρης Γερμανικής κατοχής ο ξάγρυπνος πατριωτισμός του δραστηριοποιήθηκε στον υπέρτατο βαθμό.
Μέρα νύχτα όργωνε το πηχτό σκοτάδι στον αδυσώπητο αντιστασιακό αγώνα οργανώνοντας τα συνδικάτα σε συνοικίες και γειτονιές μέσα στην Αθήνα.
Πρωτοπόρος κι εδώ παράγοντας της Μεγάλης Αντίστασης,. Δόθηκε ολόψυχα σ’ ένα μεγάλο αγώνα σκληρό, άγριο πολεμώντας τους Βαρβάρους Ούνους. Κι εδώ ο σκουληκάνθρωπος ο χαφιές παρακολουθούσε. Ο Βασίλης φορές ζωντανών Κρητικών παραδόσεων έχοντας μέσα του τη μεγάλη προγονική εντολή και το άσβηστο μίσος στους άναντρους κατακτητές που δολοφόνησαν στο χωριό του στο Αστέρι στις 3 του Ιούνη 1941, πρώτη τη μάνα του που χύθηκε επάνω τους με ένα χοντρό ξύλο αμυνόμενοι, καθώς μπαίνανε στο σπίτι της και το Λεβεντάνθρωπο τον άντρα της που έτρεξε για βοήθεια. Είχαν δολοφονήσει την 1η του Ιούνη και τον αδελφό του, ηρωικό μάχη της περιώνυμης μάχης της Κρήτης.
Ξεκίνησε στη μεγάλη Στράτα της Πατρίδας, ανεβαίνοντας στα περήφανα Ελληνικά βουνά – ύστερα από μύριους κινδύνους και παγίδες.
Οι Τουρκομάχοι πρόγονοί του οιστρηλατούσαν τα βήματά του και ρίπιζαν τα φλάμπουρά του οι ζωοδότες αγέρες της λεύτερης σκέψης. Σίφουνας καταλύτης των Τυράννων απ’ οπου πέρασε. Ο Μαστροβασίλης ο αρχιτεχνίτης έγινε τώρα ο Καπετάν Βασίλης αρχηγός μεγάλου τμήματος αντιστασιακού Στρατού. Πρώτος Καπετάνιος με το μπράτσο του. Εδωσε απανωτές μάχες με τους φριχτούς και αισχρούς κατακτητές και τους προδοτικούς ντόπιους συνεργάτες τους.
Κάπου εκεί στα βουνά τα λεύτερα και περήφανα γνώρισε τη συντρόφισσα της ζωής τους και την εξαιρετική γυναίκα του. Παντρεύτηκαν σ ’ένα ξέφωτο της Ελεύθερης Ελλάδας και το μπαρούτι από τις μάχες ήταν το λιβάνι που ταίριαζε στη γαμήλια λειτουργία.
Η κλαγγή των όπλων ήταν η ωραιότερη Μουσική του γάμου.
Σμίγοντας τα χέρια στη μεγάλη πορεία για τη Λευτεριά και την Αξιοπρέπεια της βασανισμένης Πατρίδας. Δικηγόρος καλή η γυναίκα του και στα διάφορα νομικά θέματα της επιχείρησης πλάι στον ακούραστο ηρωικό άντρα της, τον Καπετάν Βασίλη.
Πριν ώρας άσπρισαν τα πυκνά μαλλιά του. Ωστόσο γένηκαν στόλισμα στο στοχαστικό κεφάλι. Σε ώρες που πάνω τους αντιλαμπήζει ο καλοκαιριάτικος Ηλιοςσυνεμοιαζουν φιλντισένιο στεφάνι που η μεγάλη του αγάπη η Λευτεριά απόθεσε με αβρότητα και στοργή.
Μένει πάντοντε ένα διαλεχτό τέκνο του Ρεθέμνου. Άνθρωπος πεντακάθαρος. Έχει την καρδιά του ανοιχτό περιβόλι καλοσύνης και ευγένειας. Στον ανθρώπινο πονο παραστάτης κρατά πρόθυμο το βάλσαμο της παρηγοριάς. Παντού σαλεύοντας στην Αθήνα άκουσε λόγια εκτίμησης και αγάπης για τον διαλεχτό Κρητικό. Αληθινός Κρητικός που τις φυσικές Καλλιτεχνικές και επίκτητες χαρές του δεν εκμεταλλεύτηκε για να υποτάξει τους αγαθομαρούληδες τους Κρητικούς στις σκοτεινές κομπίνες και να φαντάζει στα μάτια των ανίδεων, των αφελών αλλα και μιζαδόρων για Κρητικός Ηγέτης.
Μακριά από το Βασίλη η αυτοεπίδειξη και η μάταιη αγορασμένη Δόξα. Ζει απλά και με τη συντροφιά καλλιτεχνικών και πνευματικών ανθρώπων . Σμιλεύει με το ξυνάρι του πάνω στο ξύλο της Ανθρωπιάς τα σχεδιάσματα και τις Μορφές ενός κόσμου προκοπής και αγάπης ενός βίου ανθρώπινο
ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ
Τρίτη 4 Αυγούστου 1964