Μια εισαγωγή από τη συγγραφέα του έργου
Ήταν παραμονές των Αρκαδίων του 1996 όταν μας κάλεσε ο τότε νομάρχης κ. Μανόλης Λίτινας ζητώντας κάτι ιδιαίτερο στο πρόγραμμα επειδή είχε δεχθεί να παραστεί στις εκδηλώσεις ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Στεφανόπουλος. Ο κ. Μπάμπης Πραματευτάκης πρότεινε να γράψω ένα θεατρικό έργο για το γεγονός κι εγώ δέχτηκα με χαρά γιατί το θέμα με ενέπνεε πάντα Ίσως γιαυτό το πρώτο βραβείο που έχω στην ποίηση αναφέρεται στο μεγάλο αυτό ιστορικό γεγονός. Κάθισα το ίδιο βράδυ στην κουζίνα του σπιτιού μου κι άρχισα να γράφω ,έχοντας την οπτική της Χαρίκλειας Δασκαλάκη που με συγκλόνιζε πάντα σαν μορφή Είχα γράψει το 1988 ένα μοιρολόι που ήταν και αφορμή να μου προτείνει ο μέντοράς μου Μπάμπης Πραματευτάκης να γράψω το θεατρικό. Ξεκίνησα να γράφω γύρω στις 10 το βράδυ και κάπου γύρω στις 6 το πρωί έβαζα τη λέξη ΤΕΛΟΣ Σαν να το είχα μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια
Η Νομαρχία ανέθεσε στον εμπνευσμένο σκηνοθέτη και πανεπιστημιακό δάσκαλο
Τηλέμαχο Μουδατσάκη τη σκηνοθεσία Στους πρώτους ρόλους ήταν η Ρίκα Σηφάκη (Δασκαλοχαρίκλεια) ο Γιάννης Βερσής ( Γιαμπουδάκης) ο Βασίλης Γκούστης (Ηγούμενος) Η πρεμιέρα ήταν ένας θρίαμβος αν και δεν είχε έρθει τελικά ο πρόεδρος Μετά την επιτυχία αυτή η Νομαρχία έβαλε τέσσερις ακόμα παραστάσεις για τα σχολεία της πόλης Η πρωτοτυπία του έργου ήταν ότι συνδυάστηκε η παράσταση με τη συμμετοχή της Συμφωνικής Ορχήστρας Ρεθύμνου υπό τη διεύθυνση του Μπάμπη Πραματευτάκη Η Χορωδία Ρεθύμνου ερμήνευσε τα βραβευμένα τραγούδια σε διαγωνισμό της Νομαρχίας του 1988 που είχε μελοποιήσει ο κ. Πραματευτάκης Υπάρχει ολόκληρο το έργο σε βίντεο , όπως παρουσιάστηκε και με την συνεχή ενημέρωση της σελίδας κάποια στιγμή θα αναρτηθεί κάτι που δεν έχει γίνει τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές
Είναι ακόμα δυο λεπτομέρειες που αξίζει να σημειωθούν Το βράδυ της παράστασης που έγινε στο Ωδείο Ρεθύμνου χρειάστηκαν κάποια μικρά έπιπλα αλλά κανένας δεν ήξερε που να τα βρει Τότε η κ. Μαρία Λιονή σημερινή Αντιπεριφερειάρχης (ήταν τότε υπεύθυνη πολιτισμού) και ο κ. Αντώνης Δαφέρμος (ομόλογός της στην πλευρά της νομαρχιακής αντιπολίτευσης ) που ήταν πάντα κοντά στην ομάδα ,πήραν πρωτοβουλία και κουβάλησαν βάθρα από την Εστία Προσκόπων χωρίς καμιά βοήθεια για να στηθούν τα σκηνικά
Όταν τέλειωσαν οι εκδηλώσεις και έπρεπε οι καλλιτέχνες να πληρωθούν (συγγραφέας ,μουσικοσυνθέτης, σκηνοθέτης είχαν προσφέρει τη δουλειά τους αλλά οι συντελεστές έπρεπε να αμοιφθούν) η κ. Μαρία Λιονή αντιμετώπισε το τέρας της γραφειοκρατίας με προσωπικό δάνειο Κι έτσι το Ρέθυμνο βγήκε ασπροπρόσωπο Αυτά αξίζει να σημειωθούν γιατί ήταν ένα φωτεινό παράδειγμα στο σκοτάδι που ακολούθησε στον τομέα των δημοσιολογιστικών συναλλαγών που ταλαιπώρησε αφάνταστα τους τοπικούς πολιτιστικούς φορείς)
Αργότερα το έργο παρουσιάστηκε αρκετές φορές από τη θεατρική ομάδα του Άδελε Αγίας Παρασκευής επί προεδρίας Στέλιου Χαρκιανάκη Ηταν αυτό η αφετηρία για τη συνεργασία μου με το σύλλογο που ακολούθησε για μια δεκαετία περίπου με αρκετά ακόμα θεατρικά έργα που έγραψα και πρόσφερα αφιλοκερδώς στο σύλλογο.Στην παρουσίαση αυτή έγινε μια διασκευή με την προσθήκη μιας ενότητας που είχε πρωταγωνιστή τον Κωστή Γιαμπουδάκη. Αυτό το ρόλο είχε ερμηνεύσει αρχικά ο Βασίλης Γκούστης και αργότερα ο Στέλιος Χαρκιανάκης του οποίου η ερμηνεία ήταν συγκλονιστική για ερασιτέχνη ηθοποιό .Αυτά για την ιστορία
Εύα Λαδιά
ΕΙΚΟΝΑ 1Η – ΕΙΣΑΓΩΓΗ
( Η σκηνή δείχνει το εσωτερικό του δωματίου μεσοαστικής οικογένειας. Η Χαρίκλεια κάθεται σε μια ξύλινη πολυθρόνα. Δείχνει αποκαμωμένη από την αρρώστια και τα γηρατειά. Πλάι της η κόρη της και η εγγονή της).
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Μα πώς εστέρεψε το φως;
Πού είμαι πια δεν βλέπω
Αγριεύει ο νους μου στο βαρύ
Που απλώθηκε σκοτάδι
Κι ας πρέπει να τα’ αποδεχτώ
Αφού ταχιά θα γίνει παντοτινή μου συντροφιά
Στο Άδη τα κατώγεια.
Μα πού’ ναι οι άλλοι;
Μοναχή απόμεινα στ’ Αρκάδι;
Κι οι ντουφεκιές σταμάτησαν]
Σώπασε το κανόνι
Πόση ερημιά…
ΚΟΡΗ:
Παραμιλεί.
Την άκουσες;
Θαρρεί πως σκοτεινιάζει
Κι ας σήκωσε ολάκερο
Το μπόι της η μέρα.
Τα ύστερά της να’ φτασαν;
ΕΓΓΟΝΗ:
Σώπα καλέ μητέρα.
Ο χάροντας τέτοιο θεριό
Φοβάται να σιμώσει.
Θα είναι από τον πυρετό
Το παραμιλητό της.
ΚΟΡΗ:
Φοβούμαι την αρρώστεια της
Ανήμπορη τη βρήκε…
Η προσφυγιά παλεύεται
Μα η φτώχεια δε νικιέται.
Οι πόρτες όλες κλείσανε
Που τάζανε βοήθεια.
Και κείνο το μικρό ποσό
Που έδινε το κράτος
Εκόπηκε κι αυτό.
Θα πεις για ψίχουλα μιλώ
Μα ήταν μια ανάσα
Έφερνε το καθημερνό
Τώρα πάει και τούτο.
ΕΓΓΟΝΗ:
Μα η γιαγιά δε σταύρωσε
Τα χέρια…Σ’ όλους πήγε…
Και ποιο το ενδιαφέρον τους,
Την έβαλαν να κάνει χαρτιά
Και την αφήσανε
Μήνες να περιμένει.
ΚΟΡΗ:
Βλέπεις δεν έχει διάφορο
Γι’ αυτούς αν μια γυναίκα
Σαν άντρας επολέμησε
Δίνοντας βίος και αίμα.
Και τι τους νοιάζει αν σ’ αυτό
Τον άνισο αγώνα
Τρία παιδιά χαλάλισε
Για την ελευθερία.
Τους ήρωες παιδί μου
Μόνο σαν κάνει τελετές
Το κράτος τους θυμάται.
Έπειτα πώς θα ζήσουνε
Κανείς δε λογαριάζει.
ΕΓΓΟΝΗ:
Μα η γιαγιά δεν ήτανε
Γυναίκα σαν τις άλλες
Τραγούδι την εκάμανε
Πως έστεκε στ’ Αρκάδι
Με τη σημαία κι έδινε
Ψυχή στα παλληκάρια
Τους θύμιζε το χρέος τους
Να μην παραδοθούνε.
ΚΟΡΗ:
Αυτά μονάχα ο λαός
Μπορεί να εκτιμήσει.
Δε βλέπεις όσοι λερχονται
Στο σπίτι να τη δούνε
Το σεβας δείχνουν
Πως μιλούν..
Μα η τιμή στον ήρωα
Μπουκιά ψωμί δε φέρνει\αν δε βαστούν τα χέρια του
Η δόξα δεν τον τρέφει.
Δες τηνε πώς απόδωκε
Καίγεται απ’ τη θέρμη.
Λέω να φέρουμε παπά
Για να τη μεταλάβει.
Θαρρώ πώς στο καντήλι της
Απόσωσε το λάδι.
ΕΓΓΟΝΗ:
Πάψε σου λέω. Η γιαγιά
Έχει μπροστά της χρόνια.
Ξεχνάς πως μες τον πόλεμο
Ασπρίσαν τα μαλλιά της
Κι όμως το βόλι του εχτρού
Ξεστράτιζε μπροστά της.
Ο χάρος την προσπέρασε
Ακόμα και στ’ Αρκάδι
Που χάθηκαν τόσες ζωές.
ΚΟΡΗ:
Κι εγώ σου λέω ξεψυχά.
Δε βλέπει. Δε γνωρίζει.
Όλο τ’ Αρκάδι ανιστορεί
Μιλεί με πεθαμένους.
Το Γιαμπουδάκη, το Γαβριήλ
Θαρρεί πως συντροφεύει
Και τις γυναίκες που τραβούν
Να πάνε στο λαγούμι
Καλοτυχίζει κι εύχεται
Να ήτανε μαζί τους.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Πρέπει να πάω στα κελλιά
Να δω ποιες ζουν ακόμα
Αν και το ξέρω λιγοστές
Εμείναμε ξωπίσω.
Οι πιο πολλές – τις έβλεπα –
Τρέξανε στο λαγούμι
Στου Γιαμπουδάκη τη φωνή
Σαν άγγελος θανάτου
Στην πόρτα τις περίμενε.
Το μοναστήρι σείστηκε
Ακόμα ο τόπος τρέμει
Απ’ την οργή του μπαρουτιού
Στο άγγιγμα της φλόγας.
ΕΓΓΟΝΗ:
Ακούς; Αρχίζει να μιλά
Και πάλι για τ’ Αρκάδι
Τα γυναικόπαιδα ζητά
Που’ χε στη φύλαξή της.
ΚΟΡΗ:
Όποιος κι αν ζούσε τις στιγμές
Εκείνες, που με δέος
Ο κόσμος συλλογίζεται,
Αν έβλεπαν τα μάτια του
Κείνο το μεγαλείο
Της φλόγας που εσπάθισε
Περήφανη στα ουράνια,
Τόσες ψυχές στα πύρινα
Φτερά της κουβαλώντας,
Θ’ ανιστορούσε σίγουρα
Στο παραμιλητό του
Αυτό και περισσότερα.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Τι λάμψη! Σαν να σκίστηκε
Το προτινό σκοτάδι.
Μα ποιος στη σκάλα ροβολά
Και τρέχει σαν τον ήλιο;
Ο Γαβριήλ. Ο Γούμενος
Τα μάτια δεν λαθεύουν.
Δες τον θεριό ανήμερο
Κραττεί το γιαταγάνι.
Μα είδε φτάνει κατά δω
Στέκει λαχανιασμένος.
Τι θέλεις Αγιε Γούμενε,
Πες μου και μη διστάζεις.
Θε μου πως είν’ τα ράσα του
Κουρέλια κατάντησαν
Κι η όψη του αγνώριστη.
Μα τι ζητάς; Τι μαρτυρά
Η ατρόμητη ματιά σου
Το γκόλφι σου στα χέρια μου
Φιλάς και παραδίδεις.
Σύχασε άγιε Γούμενε
Καλά θα στο φυλάξω
Με τη σημαία μας μαζί.
Άιντε στο χρέος σου
Κι εγώ γυρίζω στη δουλειά μου.
Καλή πατρίδα Γούμενε…
ΚΟΡΗ:
Καημένη μάνα…
ΕΓΓΟΝΗ:
Μην το λες. Καημένοι είναι εκείνοι
Που πέρασαν απ’ τη ζωή χωρίς να έχουν ζήσει.
Μα η γιαγιά στους ήρωες θα έχει πάντα θέση.
Η ιστορία δεν ξεχνά
Αυτός που πλημμυρίσαν
Σελίδες της με λεβεντιάς
Έργα και περηφάνιας.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Φυλάξου Άγιε Γούμενε
Οι Τούρκοι μπήκαν μέσα
Το Μοναστήρι χάνεται
Μη στέκεσαι, πολέμα
Πολέμα εδώ που φτάσαμε
Δρόμο δεν έχουμε άλλο.
Κι αν είναι να πεθάνουμε
χίλιες φορές χαλάλι.
αρκεί τίμιος θάνατος
Στη μάχη να μας εύρει.
Μα όχι. Πώς μου φάνηκε
το τέλος πως σιμώνει.
Ακόμα στέκει άπαρτο
το Άγιο Μοναστήρι.
Οι Τούρκοι απ’ όξω μας κτυπούν
βρυχιέται το κανόνι.
Λεφούσι είναι οι άτιμοι
γεμίσανε το λόφο
Αλλά κι εμείς θα μένουμε
σαν άπραγα κοπέλια.
Όμως γιατί χασομερώ,
οι άντρες περιμένουν
βόλια για τα τουφέκια τους.
Έρχομαι παλληκάρια…
ΕΙΚΟΝΑ 2Η
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Άιντε γυναίκες. Ρίξετε μολύβι
όσο υπάρχει
Και τα ντουφέκια καρτερούν
Τροφή για να κρατήσουν
μακριά από μας τον τύραννο.
Μόνο με βόλια η λευτεριά
χορταίνει κι αντριεύει.
Κι εσείς παιδιά. Μη στέκεστε
μολύβι κουβαλάτε.
ΠΑΙΔΙ (1):
Απόστασα. Πονέσανε
τα μέλη μου να τρέχω.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Κατέχω γιε μου πως πονεί
η μέγγενη του μόχθου
Όντεν αρπά τα μέλη μας.
μα λόγιασε το χρέος
κι η κούραση θ ‘ αναληφθεί
προτού ανάσα πάρεις.
ΠΑΙΔΙ (2):
Κατέεις σε ποιον έδινα θειά
βόλια πριν από λίγο;
Στον Κωνσταντή σου. Ήτονε
Με τ’ άλλα παλληκάρια
του Δημακόπουλου και μεις
τους δίναμε βοήθεια.
Μ’ αλήθεια είναι πως θα’ ρθει
σε λίγο ο Κορωναίος
σέρνοντας πίσω του στρατό
πιότερο απ’ των Τούρκων;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Δεν σου ξεφεύγει τίποτα αντράκι μου χαρώτο.
Μπορεί να ‘ ρθεί κι αυτός που λες
μα κι αν δεν τον αφήσει
τούτο το βαρυχείμωνο
που μας κοντοσημώνει
μπορούμε και μονάχοι μας
να διώξομε τον τούρκο.
Μα σύρε τώρα γιόκα μου
κι εύχομαι σαν μεστώσουν
τα χέρια σου για να μπορούν
ντουφέκι να κρατήσουν
η Κρήτη να’ ναι ελεύθερη…
(Απομακρύνεται το παιδί (2) στο άλλο):
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Άντε και συ μικρό μου! Ογρήγορα
και μην πολυκαθίσεις
τα βόλια δε μας φτάνουνε.
(Εμφανίζεται από μιαν άκρη ο Ηγούμενος Γαβριήλ. Παρακολουθεί τη σκηνή).
ΠΑΙΔΙ (1):
Και τι μ’ αυτό; Αν μας σωθούν
τα βόλια, τόσες πέτρες
υπάρχουνε ολόγυρα.
Να βλεπες πριν τι γλέντι
στήσανε όλα τα παιδιά
που δεν κρατούν ντουφέκι.
Σωρό τις πέτρες ρίχναμε
προς τη μεριά των Τούρκων.
κι αυτοί βογγώντας στις σκηνές
τρέχαν για να γλυτώσουν.
(Πλησιάζει ο Ηγούμενος και το ευλογεί)/
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ:
Να σε χαρεί που σ’ έχει
Η λεβεντιά δεν κρίθηκε
ποτέ από τα χρόνια.
Άιντε παιδί μου στην ευχή.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Σοφή κουβέντα γέροντα
έκρινες όπως πάντα.
Μα πε μου. Σαν λουφάξουνε
απόξω τα κανόνια
να έρθουμε στην εκκλησιά
με τα γυναικοπαίδια;
Δεν ξέρομε ως αύριο
τι μοίρα μας προσμένει
Καλλιά να μεταλάβομε.
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ:
Όλα κυρά στην ώρα τους
Θα γίνουν μη φοβάσαι.
Άλλα μας βιάζουν. Κρίσιμες
οι ώρες που περνούμε.
κι έρχονται πια χειρότερες.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Τι έγινε με τον Πασά
σαν πήγες στη σκηνή του
με τους μαντατοφόρους του;
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ:
Ας είναι. Δεν μπορώ να πω
εκράτησε τη μπέσα
Αλλιώς θα μας ελιάνιζε
και με και τον Πορτάλιο
που συντροφιά μου δώσατε.
Είπε πολλά ο Μουσταφάς
μα ποιος τον λογαριάζει;
μου χρέωσε κοντολογίς το βάρος των ψυχών σας…
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Και συ τι αποκρίθηκες;
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ:
Πως είστε ψυχωμένοι
και δεν τη λογαριάζετε
του Τούρκου τη φοβέρα.
Μετά από τούτο άρχισε
να τάζει βιος και πόστα
Κι όντε μας είδε αδιάφορους
είπε να μας αφήσουν
κοντά σας να γυρίσομε.
Έτσι κι αλλιώς, προφήτεψε,
δεν έχουμε πια χρόνια.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Κι η μάνα σου; Ακούστηκε
πως την κρατούν οι τούρκοι
στο σπίτι σας για να σκιαχτείς
και να τον προσκυνήσεις.
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ:
Εγώ το ξέρω πως βαστώ
στην έγνοια της γριούλας
που ειν’ ανυπεράσπιστη
στων άπιστων τα χέρια.
μα τόσα γυναικόπαιδα
κρέμονται από μένα,
Στο ζύγι της συνείδησης
μόνο αυτά βαραίνουν.
Άσε. Ο Δίκαιος Κριτής
όλους θα μας συντρέξει
Στα χέρια Του κι η μάνα μου
ας μου την προστατέψει.
Μια χάρη τώρα σου ζητώ
στην εκκλησιά το βράδυ
τους πολεμάρχους φώναξε
να’ ρθουν και συ μαζί τους.
Πρέπει ν’ αποφασίσομε.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Απόφαση επήραμε
απ’ τη στιγμή που ετούτη
η πόρτα του Μοναστηριού
σφάλιξε πίσωθέ μας.
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ:
Το ξέρω μα στερεύουνε
σιγά σιγά οι ελπίδες
Μια δρασκελιά ο χάροντας
θέλει να μας αγγίξει.
Ο Κορωναίος δεν θα’ ρθεί
τον κόβει τα’ αγριοκαίρι.
Δεν είναι δίκιο το λοιπόν
να βγάλομε μονάχοι
κρίση χωρίς να ξέρουνε
οι άλλοι την αλήθεια.
Τη ζήση του καθένας μας
μονάχος διαφεντεύει.
Ας μάθουν τι τους μέλλεται
κι όπως θαρρούν ας πράξουν.
ΕΙΚΟΝΑ 3η
(Νύχτα. Στην εκκλησία έχουν μαζευτεί οι Πολέμαρχοι. Ανάμεσά τους ο ηγούμενος, ο Γιαμπουδάκης, η Δασκαλοχαρίκλεια κι ένας καλόγερος. Είναι συνολικά 16 άτομα. )
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ:
Αδέλφια μου.
Την κρίση σας ζητώ. Στο Μοναστήρι
κίνησε ίσκιος βαρύς
να πορπατεί θανάτου.
Είναι περίσσια δύσκολες
οι ώρες που περνούμε.
Μέχρι και χτες η πίστη μας
στέριωνε τον αγώνα.
Το ’66 λέγαμε
τη λευτεριά θα φέρει.
Μα ο Πασάς το έβαλε
σκοπό να μας συντρίψει.
Τον τάφο του θ’ ανοίξει εδώ,
τα όπλα αν δε μας πάρει.
Ο λόγος μου αλύπητος
πέφτει σαν το λεπίδι
γιατί κατέχω πως μιλώ
σ’ ανθρώπους μεστωμένους
από τον ήλιο της τιμής,
ταγμένους στον αγώνα.
Μιλώ σ’ αυτούς που εκάμασι
το φόβο να χλωμιάσει
ψηφώντας μόνο το σκοπό,
χωρίς να λογαριάσουν
αν θάνατος μαρτυρικός
θα’ ναι το τίμημά του.
Για τον καθένα σας θα βρω
στων Τούρκων τα κιτάπια
κι ένα ανοιχτό λογαριασμό
από τη φαμελιά σας.
Και τώρα που ξεσηκωμού
ανάψατε τη φλόγα
τ ‘ Αρκάδι σας προσφέρθηκε
σίγουρο μετερίζι.
Αν είναι θέλημα Θεού
μια πύρινη ρομφαία
θα γίνει στ’ άξια χέρια σας
να σκίσει το σκοτάδι.
ΓΙΑΜΠΟΥΔΑΚΗΣ:
Κρένεις ωσάν του λόγου σου
λίγα να έχεις δώσει.
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ:
Ποτέ δεν είναι Κωνσταντή
περίσσο αυτό που δίδεις
για να μη σέρνεται η καρδιά
το έλεος ζητώντας
από δυνάστη βάρβαρο.
Εσύ το ξέρεις πιο καλά
γι’ αυτό με το μαχαίρι
έχεις ξεπλύνει τη ντροπή
στου αίτιου το αίμα.
Μα τώρα ας έρθουμε σ’ αυτό
που έχουμε στην έγνοια.
Πρέπει μαζί να κρίνουμε
με σύνεση και θάρρος.
εμείς τώρα τη μοίρα μας
να πάρουμε στα χέρια.
ΠΟΛΕΜΑΡΧΟΣ (1):
Λέω να κάμομε καρδιά
μέχρι να’ ρθεί βοήθεια.
Ο Κορωναίος σίγουρα
μπορεί να μας στηρίξει.
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ:
Εχθρός χιονιάς επρόφταξε
το δρόμο να του κλείσει.
ΓΙΑΜΠΟΥΔΑΚΗΣ (προς τους Πολεμάρχους):
Χρεία στην ώρα, μοναχοί
να δούμε πώς θα πράξομε
κι ας φαίνονται όλα μαύρα:
Οι Τούρκοι από τη μια
με δώδεκα χιλιάδες
ντουφέκια δε χαρίζουνε,.
Εμείς από την άλλη
χίλιες ψυχές δεν κάνουμε.
πώς ‘ θε’ αντισταθούμε;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Θε μου τις μάνες τα παιδιά
που βρήκαν καταφύγι
στο Μοναστήρι πρόστρεξε
το έλεός σου δείξε.
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ:
Μεγάλο τα’ όνομά Του.
θα μας βοηθήσει, δεν μπορεί!
Ποτέ τη Ρωμιοσύνη
δεν ξέχασε, όσες φορές
εχθροί την απειλήσαν.
Γι’ αυτό κι ας τύχανε δεινά
δεν έσβησε. Παλεύει.
ΓΙΑΜΠΟΥΔΑΚΗΣ:
Όσο μιλάτε σκέφτομαι
πως μόνη λύση μένει
γιουρούσι να τους κάνουμε
κι όσοι χαθούν, χαθήκαν.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Και οι γυναίκες; Τα παιδιά
αυτοί τι θ’ απογίνουν;
ΓΙΑΜΠΟΥΔΑΚΗΣ:
Ό,τι θελήσει ο θεός.
μα δεν φελά μ’ ελπίδες
και προσευχές να μένομε
Ταχιά κοντοσιμώνει
διψώντας για το αίμα μας
του Μουσταφά τ’ ασκέρι.
εγώ το πήρα απόφαση
στο χάρο δεν κιοτεύω.
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ:
Κανένας καπετάνιο μου
δεν κιότεψε ακόμα.
Μα λέω πως η γνώση σας
μια απόφαση θα βγάλει
να γίνει το πρεπούμενο.
ΠΟΛΕΜΑΡΧΟΣ (1):
Άδικα κουβεντιάζομε.
το ριζικό μας γράφει
πως έχει η ζήση μας κριθεί.
το λένε τα σημάδια.
ΠΟΛΕΜΑΡΧΟΣ (2) :
Σωστά μιλάει. Την αυγή
το βόδι όπου εκράτου
πεσκέσι όντεν εφτάσαμε,
γέμισε τον αέρα
με μουγκρητά
και γύριζε τα τείχη αλλοπαρμένο.
ΠΟΛΕΜΑΡΧΟΣ (3):
Κι εγώ σημάδι πρόσεξα
στην Τράπεζα από κάτω
Μια σκύλα μαύρη
λούφαξε μαζί με τα μικρά της,
το’ δα και είπα «χάνεται
τ’ Αρκάδι, δεν γλιτώνει»…
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ:
Δεν είναι μόνο αυτά που λες.
Μελίσσι στ’ Αγιοθύρι
φάνηκε κι απ’ το βουητό
εχάλαγε ο κόσμος.
Κι εγώ πριν κάμποσες νυχτιές
Έτυχα σ’ αστροβρόχι
Πλήθος αστέρια σβήνανε
στου ουρανού τις άκρες
μα διόλου δεν το ψήφισα.
Αδέρφια ας ξεχάσομε
σημάδια που πλανεύουν
κι ας δούμε τι θα κάμομε
με τα γυναικοπαίδια.
ΠΟΛΕΜΑΡΧΟΣ(1:
Βαρύς ο λόγος που θα πω
μ’ αν φθάσει η μαύρη ώρα
κάλλιο απ’ το μαχαίρι μας
να πάνε οι φαμελιές μας.
ΠΟΛΕΜΑΡΧΟΣ (2):
Εμείς να πάρουμε ψυχές
ζητάς των εδικών μας;
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ:
Ξέρω οι ώρες σαν κι αυτή
θολώνουν το μυαλό μας
Όμως κατάρα δίδω
σ’ όποιον απλώσει φονικό
χέρι στη φαμελιά του.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Στις τόσες γνώμες θα ΄θελα
να πω και τη δική μου.
Μιλώ για μάνες και παιδιά
που κλείστηκαν δω μέσα
και που μετρούν το λόγο μου
Μόνα τους με λογιάζουν
Λέω λοιπόν με σιγουριά
πως και οι τετρακόσιες
γυναίκες θα διαλέξουνε
το θάνατο, κρατώντας
στην αγκαλιά τους τα παιδιά
παρά σε Τούρκων χέρια
να ζήσουνε κι άλλη σκλαβιά.
ΓΙΑΜΠΟΥΔΑΚΗΣ:
Τότε λοιπόν με θέλησηδική τους,
αν τύχει και πατήσουνε
το μοναστήρι οι Τούρκοι
τις μαζώνω
μες στο λαγούμι που’ χομε
σωρέψει τα μπαρούτια.
κι όντε ζυγώσει του Πασά
τ’ ασκέρι πλια κοντά μας
δούδω φωτιά…
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ:
Πάψε να ζήσεις Κωνσταντή
να έχει τέτοιο τέλος
ούτε εχθρός μου θα’ θελα.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Κι όμως θα μας λυτρώσει.
Στους ξεγραμμένους μοναχά
ετούτο απομένει
να’ χουνε τίμιο θάνατο.
ΠΟΛΕΜΑΡΧΟΣ (1):
Ας βάλουμε λοιπόν μ’ αυτό
τέλος στη σύναξή μας
μιας και δεν βλέπω
τίποτα καλύτερο να γένει.
ΓΙΑΜΠΟΥΔΑΚΗΣ:
Αφού λοιπόν απόφαση εβγήκε,
πρέπει τώρα
να στείλουμε ένα παιδί
να φέρει γύρα τα κελλιά
μια μια να τις καλέσει.
Κι όποια θελήσει, ας έρθει
να στείλει πύρηνι γραφή
στον Τούρκο που προσμένει
πως μόνο πτώματα θα βρει
πατώντας στο Αρκάδι.
ΕΙΚΟΝΑ 4Η
(Ακούγονται πυκνές ντουφεκιές. Στο κέντρο της σκηνής εμφανίζεται ένα κοριτσάκι μαυροφορεμένο, τυλιγμένο μ’ ένα σάλι. Γυρίζει μ’ ένα λυχνάρι στα κελλιά και φωνάζει).
ΚΟΡΙΤΣΙ:
Ποια θέλει να’ ρθει να καεί στο λαγούμι;
Θα βάλουνε φωτιά στα μπαρούτια.
(Αρχίζουν δειλά δειλά να βγαίνουν Γυναίκες από τα κελλιά).
ΓΥΝΑΙΚΑ (1):
Ακούσατε; Εσήμωσε το τέλος
Δεν πειράζει
έτσι κι αλλιώς ο θάνατος
παντού μας περιμένει.
ΓΥΝΑΙΚΑ(2):
Τουλάχιστον προλάβαμε
τη Θεία Κοινωνία
Άιντε γυναίκες κάμετε καρδιά
και στο λαγούμι πάμε.
ΓΥΝΑΙΚΑ(1):
Και τα παιδιά; Με τι ψυχή
στο θάνατο να σύρεις;
ΓΥΝΑΙΚΑ(2):
Καλότυχα τα έρημα
που δεν καταλαβαίνουν…
ούτε κι αυτό που μας καλεί
δεν νοιώθει που μας στέλνει.
(Βγαίνει ένα μικρό παιδί από το κελλί τρίβοντας τα ματάκια του).
ΠΑΙΔΙ:
Γιατί μας ξύπνησαν νωρίς;
πάμε στο σπίτι μάνα;
ΓΥΝΑΙΚΑ(1):
Αλλού μας στέλνουν μάτια μου
σ’ ένα τρανό περβόλι
που θα χορταίνεις λεύτερο
ολημερίς παιχνίδι.
ΠΑΙΔΙ:
Τότε να μην καθόμαστε
Άντε μανούλα πάμε.
(Η Γυναίκα με μια απελπισμένη κίνηση παίρνει το παιδί στην αγκαλιά της και τρέχει στο βάθος της σκηνής. Την ακολουθούν αποφασιστικά κι άλλες. Μια κοπέλα που δείλιασε, ξεκόβει, της παραστέκει η Μάνα της).
ΚΟΠΕΛΑ:
Μοίρα, πικρή μου μοίρα
όλα θαρρείς βαλθήκανε
τη γνώμη να μ’ αλλάξουν.
ποτέ δεν είχε η αυγή
τόση ομορφιά Χριστέ μου.
Μοσχοβολά από τη βροχή
το χώμα και τ’ αγέρι.
(Πλησιάζει η Μάνα της).
ΜΑΝΑ:
Έλα Ρηνιώ μου.
Κάμε το απόφαση και πάμε.
Η φαμελιά μας το καλεί.
(Η Κοπέλα κρύβεται στην αγκαλιά της).
ΚΟΠΕΛΑ:
Μάνα φοβάμαι.
Δεν μπορώ
Είναι γλυκιά η ζήση.
ΜΑΝΑ:
Ποιος λέει το αντίθετο παιδί μου
ποια δε θέλει
απ’ όλες που το θάνατο
διαλέξαν στο λαγούμι
να ζήσει και να χαίρεται
τούτο τον ψεύτη κόσμο.
Μα η ζωή χωρίς τιμή
τι έχει να σου δώσει.
Τις νύχτες θα πετάγεσαι
απ’ το βραχνά που πνίγει
όποιον δεν βρήκε δύναμη
το χρέος του να κάμει.
Μεγάλωσες δεν κάνω πια
κουμάντο στη ζωή σου
κι ούτε μπορώ τη σκέψη σου
τώρα να διαφεντεύω.
Βλέπεις καμιά δεν έρχεται
με το στανιό μαζί μας.
Το σέβας για τον κύρη της
η έγνοια του δικού της
που γνώρισε τον έρωτα
μόνο στην αγκαλιά του
τη σπρώχνει να μην ντροπιαστεί.
Θυμήσου σε ποια γη πατάς
κι όπως νομίζεις κάμε.
ΚΟΠΕΛΑ:
Χριστέ μου δως μου δύναμη
τα πόδια μου λυγίζουν.
ΜΑΝΑ:
Το ξέρω πως ακάτεχη
είσαι στα χτυποκάρδια.
Αν είχες κάποιονε στο νου
τώρα δε θα σκεφτόσουν,
θα διάλεγες στη μνήμη του
ανέγγιχτη να ζήσης
παρά να πικροχαίρεσαι
την άχαρη ζωή σου
πεθαίνοντας χίλιες φορές
σ’ αλλόθρησκων αγκάλη.
ΚΟΠΕΛΑ:
Κρατά σφιχτά το χέρι μου και πάμε.
Δίκιο έχεις.
Όποιον στοιχειώσει η ντροπή
αναπαημό δεν έχει.
(Εμφανίζεται η Χαρίκλεια κατάκοπη κρατώντας την ποδιά της γεμάτη σφαίρες. Κοιτάζει ολόγυρα).
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Το Μοναστήρι άντεξε
όσο κουράγιο υπήρχε
ν’ αντροκαλεί το θάνατο
και να τον περιπαίζει.
Ακόμα όμως πολεμά
κι ας μην προφταίνει ο χάρος
το ψυχομέτρι κι απ’ τις δυο
μεριές που τον φωνάζουν.
Να! Φαίνεται κι ο Γούμενος
μπαρουτοκαπνισμένος
Τα ράσα του ανεμίζουνε
καθώς τραβά στη μάχη.
Πιο πέρα κι οι εθελοντές
μαζί κι ο Κωνσταντής μου.
Πριν από λίγο μού’ δειξε
και μια λαβωματιά του
στο μέτωπο. Του σκούπισα
τα αίματα και του’ πα
«Για τούτο Κωνσταντίνε μου
το θάρρος σου θα χάσεις;»
κι ας ένοιωθα τον πόνο του
μαχαίρι στην καρδιά μου.
(Ακούγεται το γκρέμισμα της Πύλης του Μοναστηριού. Αλλαλαγμοί Τούρκων φανερώνουν πως το τέλος των πολιορκημένων έφθασε).
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Κατάρα. Το Μοναστήρι έπεσε
κι εμείς ακόμα ζούμε;
(Μέσα σε καπνούς φαίνονται οι γυναίκες και τα παιδιά πλάι στα μπαρούτια. Ο Γιαμπουδάκης ανεβασμένος κάπου τους μιλεί. Το χέρι του υψώνεται κρατώντας την πιστόλα.
ΓΙΑΜΠΟΥΔΑΚΗΣ:
Η θέληση σας έφερε εδώ
μα πρίχου κάμω
απόφαση και τούτο δω
ν’ αδειάσω στα μπαρούτια
στερνή φορά τη γνώμη σας
θέλω ξανά ν’ ακούσω
ΓΥΝΑΙΚΑ:
Πικρή ζωή μας καρτερεί
ο θάνατος λυτρώνει.
Κάνε το χρέος σου γοργά
οι Τούρκοι μας σιμώνουν.
ΑΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ:
Ναι Κωνσταντή προχώρα
μα δεν κοστίζει η ζωή
όσο και η τιμή μας.
ΓΙΑΜΠΟΥΔΑΚΗΣ:
Ευχαριστώ αδέρφια μου.
πιο σίγουρο το χέρι
απλώνω ύστερα από τα λόγια σας.
Άντε μαζί ν’ ανοίξομε
του λυτρωμού την πόρτα.
Κάντε καρδιά
κι οι ουρανοί
ολάνοιχτοι προσμένουν.
Κουράγιο αδέρφια, στα στερνά
μιαν αστραπή ‘ ναι ο χάρος.
(Γίνεται η ανατίναξη)
ΕΙΚΟΝΑ 5Η
(Στη σκηνή ελάχιστες γυναίκες. Ερείπια καπνίζουν. Εμφανίζεται η Χαρίκλεια. Φαίνεται σαν αλλοπαρμένη).
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Πάει και ο Ηγούμενος
τους άλλους ν’ ανταμώσει
που πέταξαν στους ουρανούς
παιδιά, γυναίκες, γέροι.
Πόσα κορμιά στα κλάουστρα
κείτονται λαβωμένα
κι άλλο δε βλέπεις γύρω σου
ερείπια και στάχτη.
ΓΥΝΑΙΚΑ (1):
Στην Τράπεζα που χόρταιναν
διαβάτες πεινασμένοι
τώρα ο χάρος έστησε
το πιο τρανό τσιμπούσι.
ΓΥΝΑΙΚΑ (2):
Πατήσανε τη μπέσα τους
οι Τούρκοι και σφαχτάρια
γίνανε όσοι μείνανε
στη σκέπη της κλεισμένοι.
Κακόμοιροι που γίνατε
τροφή του μακελλάρη.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Πάψτε το θρήνο
οι νεκροί δε θα γυρίσουν πίσω.
Μια προσευχή να κάμομε
για μας και για τους ξένους
που έστειλε για βοηθούς
η λεύτερη πατρίδα.
Θαρρώ πως ξαναβλέπω
κείνο το Δημακόπουλο
στη σύναξη σαν ήρθε
το Λάβαρο του Αρκαδιού
μ’ ευλάβεια κρατώντας.
Πάλεψε με τους άπιστους
για να μας το γλυτώσει
του το χρωστάμε και αυτό
μαζί με όλα τ’ άλλα.
(Μπαίνει ο Πασάς με την ακολουθία του . Κοιτάζει εξεταστικά τριγύρω).
ΜΟΥΣΤΑΦΑΣ:
Πες να ηχήσει η σάλπιγγα.
Τέλειωσε πια. Μαζέψτε
όσες γυναίκες μείνανε.
(Διακρίνει κάπου μερικούς άντρες. Τους δείχνει).
Κι αυτούς μην τους λυπάστε
οι άμυαλοι τόσες ψυσές
πήρανε στο λαιμό τους.
Σε δυο αράδες στήστε τους
κινάμε για τη χώρα.
(Πλησιάζει μια Γυναίκα. Τον αρπάζει από το μπράτσο).
ΓΥΝΑΙΚΑ (1):
Στάσου Πασά, Ψυχές χρωστάς
πίσω να μας γυρίσεις.
Είχα παιδιά. Τι τα’ κανες;
Τα θέλω. Δώσε μου τα.
Άκουσες; Είπα Από σε
γυρεύω τα παιδιά μου.
ΜΟΥΣΤΑΦΑΣ:
Ποια είναι τούτη; Σάλεψε
θαρρώ το λογικό της.
Τράβα κυρά στην άκρη σου
Άντε μη με σκοτίζεις.
ΓΥΝΑΙΚΑ (1):
Δος μου το βιος της ζήσης μου.
Φέρε μου τα παιδιά μου.
ΜΟΥΣΤΑΦΑΣ:
Εμένα τι να μου τα ζητάς
Στον Κορωναίο τρέχα
Πρώτα σας πήρε τα μυαλά
κι ύστερα που σας ξέρει…
ΓΥΝΑΙΚΑ (1):
Τέσσερα ήταν. Τα ‘ σφαξαν
δικοί σου κολασμένε.
μα τα ζητώ από σένανε
Δώσε μου τα παιδιά μου.
(Σωριάζεται λιπόθυμη. Κάποιες Γυναίκες τρέχουν κοντά της).
ΓΥΝΑΙΚΑ (2):
Θα ‘ πρεπε να ‘ χαμε και μεις
τις άλλες ακολουθήσει.
Εκείνες λυτρωθήκανε
εμάς ποιος ξέρει τώρα
τι περιμένει;
ΑΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (3):
Πάψε. Εδώ που καταντήσαμε
μόνον ο Πλάστης ξέρει
ποια θα’ ναι η κατάληξη
του βίου μας του έρμου.
ΓΥΝΑΙΚΑ(1):
Δεν ήταν να μας εύρισκε
στη μάχη κάποιο βόλι
Ττα βάσανα να τέλειωναν;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Ό,τι κι αν λέμε δεν φελά
μόνο την έγνοια ανάβει
που σαν μαχαίρι δίκοπο
σε διπλοθανατίζει.
Πρέπει να κάμομε καρδιά
Σε κείνες το χρωστάμε
που τέλειωσαν μες τη φωτιά.
ΓΥΝΑΙΚΑ(1):
Χριστέ μου τους εθελοντές
Σιμώσανε οι Τούρκοι
Αχ τα κακόμοιρα παιδιά.
Παρθένα μου κοντά τους.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Κείνος ο Τούρκος τι ζητά
από τον Κωνσταντή μου.
Γνωστός σαν να μου φαίνεται.
αν θα τον καταλάβει
ποιος είναι, το παιδάκι μου
άσκημο τέλος θα’ χει.
ΦΩΝΗ ΤΟΥΡΚΟΥ:
Για κοίταξε ποιος ειν’ εδώ
κι εθελοντής περνιέται
Ο Δασκαλάκης ο Κωστής.
Εσύ μωρέ δεν είσαι
της Δασκαλοχαρίκλειας γιος;
ΦΩΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΗ:
Λαθεύεις. Είμαι εθελοντής
Δεν ξέρω για ποιόν κρένεις.
ΦΩΝΗ ΤΟΥΡΚΟΥ:
Κανένας δε με γέλασε
ως τώρα Δασκαλάκη
Κι αν κάνεις τον εθελοντή
με γεια σου και χαρά σου
Να δούμε αν κι η μάνα σου
θα’ χει την ίδια γνώμη
όταν τη κανισκέψομε
το ίδιο σου κεφάλι.
(Σφάζει ψυχρά τον Κωνσταντή και πετάει το κεφάλι του στην πόδια της
Δασκαλοχαρίκλειας που έχει καθίσει αποκαμωμένη. Εκείνη το κοιτάζει σαν υπνωτισμένη).
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Ωφού και πιο ναι τούτο το κεφάλι
Ποια μάνα θα θρηνήσει απ’ όλες πάλι;
Τούτα τα χείλη που’ χει ο Χάρος κλείσει
ποια κοπελιά θα τα νεκροφιλήσει;
Μα δεν μπορεί, θαρρώ πως το γνωρίζω
αλλά η κάπνα φταίει και δεν ξεχωρίζω.
Αυτά τα μάτια που κοιτάν μαρμαρωμένα
κάποτε πρέπει να’ ταν φως χαράς για μένα.
και το κεφάλι τούτο τα’ ομορφοπλασμένο
θαρρώ στον κόρφο μου πως τόδα κοιμισμένο.
Ωφού και τούτα τα σημάδια τα κατέχω
όχι δεν είναι δεν μπορεί, δεν το αντέχω.
Αυτός που μακελέψανε οι σκύλοι
και το κεφάλι στν ποδιά μου έχουν στείλει
ήταν ο γιος μου, το καμάρι, η ψυχή μου
των γηρατειών μου η στερνή απαντοχή μου;
Μα τι κουβέντες είν’ αυτές που ξεστομίζω
μήπως δικός μου ήταν για να τον ορίζω;
Απ’ τη στιγμή που τον νανούριζα στην κοίτη
μήπως δεν κάτεχα πως άνηκε στην Κρήτη;
Εγώ δεν άναβα τη φλόγα στην καρδιά του
για να μη φθάσουν στη κλαβιά και τα παιδιά του
Και στα προυκιά που του ετοίμαζα παρέκει
μήπως δεν είχα και τους χρέους το ντουφέκι;
Και τώρα τι μοιρολογώ; Γιατί σπαράζω
κι από τον πόνο βαρυγκόμιας λόγια βγάζω;
Ανασεμιά της άνοιξης παιδί μου
με σένα έκανα του χρέους τη σπονδή μου.
Πάρτονε Κρήτη. Για της λευτεριάς τα λύτρα
χαλάλι και της Δασκαλάκαινας τη φύτρα.
ΕΙΚΟΝΑ 6Η
(Ξανά η πρώτη σκηνή)
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Ύστερα όσους μείναμε
μας σύρανε μαζί τους
αιχμάλωτους. Κι ήταν μακρύς
ατέλειωτος ο δρόμος.
Όπου Τουρκιά μας έβλεπε
απάνω μας ξεσπούσε
με πέτρες κι αναθέματα
με χλευασμούς και κτύπους.
Κι εμείς τα’ αποδεχόμασταν
απ’ όλα στερεμένοι
Τη μπόρεση και την αντριά
τα δάκρυα, στ’ Αρκάδι
αφήσαμε πάνω σ’ αυτούς
που πια δεν μας ανήκαν.
Μοιάζαμε σαν τα λείψανα.
Μόνο η αναπνιά μας
σπίθα ζωής επρόδιδε
στο δύστυχο κορμί μας
που μαυρισμένο απ’ την καπνιά
ρακένδυτο σερνόταν.
ΕΓΓΟΝΗ:
Πώς άντεξε. Καλά το λεν
Θέ μου και να μη δίνεις
όσα μπορεί ο άνθρωπος
μονάχος να βαστάξει.
ΚΟΡΗ:
Έσυρε κι άλλα βάσανα
η άμοιρη γυναίκα
Πριν απ’ το χρόνο του μικρού
έχασε και το Γιώργη
το γιο της τον πρωτότοκο
που ήταν για τους Τούρκους
φόβος και τρόμος
Στη Βισταγή βρισκότανε
τότε η έρμη μάνα
εκεί όπου την έβγαλε
της προσφυγιάς η στράτα
Όταν της τον εφέρανε
στο γόνα λαβωμένο.
τι κι αν απάνω του νυχτιές
απόδιωχνε τη μοίρα;
Ένα πρωί στα χέρια της
ξεψύχησε ζητώντας
μονάχος του τη μαύρη γη
αν έμενε σακάτης.
ΕΓΓΟΝΗ:
Κι ο άλλος γιος της;
Πόσα λεν αλήθεια και για τούτον;
ΚΟΡΗ:
Δυο μήνες ήταν που’ φυγε
ο Γιώργης μας για πάντα
και ο μικρός ο Κωνσταντής
χρόνο δεν είχε κλείσει
όταν στη μαύρη μάνα μας
φτάνει κι άλλο μαντάτο.
Στο χάνι το Αδελιανό
έπεσε κι ο Αντώνης
ο δεύτερος, μα στην ορμή
και στην ευθύνη πρώτος.
Απάνω στο κουφάρι του
οι Τούρκοι γδικιωθήκαν
Κομμάτια τον εκάμανε
κι ως λεν την κεφαλή του
σε μια μουρνιά των Μισιριών
την κρέμασαν με βιάση
Κι ώρα πολλή τη χλεύαζαν
και τη σκοποβολούσαν.
(Η Χαρίκλεια ανασηκώνεται λίγο. Φαίνεται σαν να ακούει ζητωκραυγές. Φαίνεται ευχαριστημένη).
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Φτάσαμε πια στης λεύτερης
πατρίδας το λιμάνι.
Κοίταξε κόσμος. Ποιο τρανό
άραγε να προσμένει
το ψυχολόι τούτο δω;
Μα τι ακούω; Με καλούν
Τα χέρια μου φιλούνε
Αγγίζουν τα κουρέλια μου
λες και τα προσκυνούνε
«Τάχα γιατί;» τους ερωτώ
Μου λένε «για τ’ Αρκάδι
που βλέπομε στην όψη σου».
Κι εγώ αναδακρυώνω
μετά από πολύ καιρό.
Μονάχα για τ’ Αρκάδι
αξίζουνε τέτοιες τιμές.
ΕΓΓΟΝΗ:
Θυμάται όταν έφθασε στον Πειραιά
του κόσμου εκείνη την υποδοχή
που ήρωας αξίζει.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ:
Κουράστηκα. Στον ίσκιο σου
Αρκάδι θ’ απογείρω
Να γαληνέψει η σκέψη μου
να γειάνουν οι πληγές της.
Ν’ ακούσω κείνες τις φωνές
όπως στα όνειρά μου
που ψάλλουνε του Αρκαδιού
την άμετρη τη δόξα
καθώς το τίμιο λάβαρο
διαβαίνει στους αιώνες.
Ώσπου να’ ρθει η ώρα μου
για το στερνό ταξίδι
να δω τα παλληκάρια μου
να τα γλυκοφιλήσω.
(Μια πομπή τελετουργικά κατευθύνεται στη σκηνή κρατώντας το λάβαρο).
ΦΩΝΗ:
Ποτέ η Δόξα δεν φόρεσε πορφύρα
με λάμψη που να θάμπωσε τον ήλιο.
Ριγούν οι αιώνες
μετρώντας τη μεγαλοσύνη του ανθρώπου.
Μπροστά στο Λάβαρο αυτό
σωπαίνουν οι Γραφές
και σιγουρεύουν οι αρμοί των γενεών
σαν τα’ Αρκαδιού αναλογίζονται το έπος.
Κι όταν θα φτάνει η μνημόσυνη στιγμή
που ανατάραξε συθέμελα τον κόσμο
ας μνημονεύει ο καθείς ευλαβικά
κείνους τους ήρωες που ετίμησε κι ο Άδης.
Δεν τους εράντισε νερό της λησμονιάς.
Ταχτήκανε άγρυπνοι φρουροί
του χρέους να θεριεύουνε τη λάβα
Ηφαίστεια της Συνείδησης
Της Λευτεριάς Ακρίτες…
ΤΕΛΟΣ