Σε κάθε χωριό ανακαλύπτω ανθρώπινες αξίες ανεκτίμητες. Από χρόνια έχουν περάσει σε άλλες κοσμικές διαστάσεις αλλά υπάρχουν πάντα σε κιτρινισμένες πια φωτογραφίες που κοσμούν τους τείχους των σπιτιών που μύρωσαν με το μόχθο και την παρουσία τους.
Ιδιαίτερα οι γυναίκες με εντυπωσιάζουν. Απλές, ανώνυμες, ηρωίδες της ζωής που έλαμψαν στον κοινωνικό τους περιβάλλον τιμώντας τη γυναίκα της Κρήτης. Σ’ αυτές ανήκε η Αργυρώ Ηλία Καριανάκη.
Γνώρισα τη σπάνια αυτή γυναίκα μέσα από τον αποχαιρετισμό του γιου της Ανδρέα Καριανάκη, δασκάλου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Προμηθεύς Ο Πυρφόρος» τεύχος Ιουλίου Σεπτεμβρίου 1984.
Με τράβηξε το έντονο λογοτεχνικό ύφος αυτής της νεκρολογίας. Ήταν ένας ύμνος στην ηρωίδα μάνα, μια μελωδία ευγνωμοσύνης για την σπουδαία γυναίκα που άφησε έντονα τα χνάρια της στην επίγεια ζωή της. Ο δάσκαλος με τη χαρισματική γραφή σκιαγραφούσε το βίο μιας γυναίκας που θα μπορούσε να εμπνεύσει κάθε συγγραφέα. Γι’ αυτό δανείστηκα στοιχεία για να σας την παρουσιάσω. Και να τιμήσουμε όπως της αξίζει την Αργυρώ Καριανάκη.
Από μια όμορφη οικογένεια
Ο Στυλιανός Τζαγκαράκης ή Πετσές, από τους φωτισμένους δασκάλους με θητεία στα σχολεία Χρωμοναστηρίου, Γάλλου, Μετοχίων, Αγίου Κωνσταντίνου και Ρουστίκων, είχε κάνει ένα ευτυχισμένο γάμο με την Μαλαματένια Σπαντιδάκη από την ιστορική οικογένεια.
Η αγάπη του όμως για την εκκλησία τον έφερε και στη Ριζάρειο για να χειροτονηθεί ιερέας και να διαποιμένει τους πιστούς Ρουστίκων και Ζουριδίου.
Ο γάμος του είχε ευλογηθεί με τη γέννηση αγοριών του Μανόλη, του Σταμάτη και του Βαγγέλη. Ένα κοριτσάκι όμως το ήθελε κι αυτός και η Μαλαματένια του, όνομα και πράμα.
Η Αργυρώ με τον άνδρα της
Μπορούμε να φανταστούμε τη χαρά του ζευγαριού όταν αρχές του περασμένου αιώνα ήρθε στον κόσμο η Αργυρούλα τους για ν’ ακολουθήσει αργότερα και το στερνοπούλι τους ο Κωστάκης.
Καμάρωνε για την κοπελιά το σόι κι όλα έδειχναν πως η Αργυρώ θα είχε μια άνετη ζωή.
Συμφορές και ορφάνια
Φαίνεται όμως πως κάποια βάσκανη μοίρα την είχε «καταραστεί» θαμπωμένη από τα τόσα χαρίσματα του κοριτσιού.
Ήταν καλοκαίρι του 1908 όταν χτύπησε η συμφορά το σπίτι του παπα-Στυλιανού. Ένα ατύχημα στάθηκε αφορμή να χάσει τη ζωή της η μητέρα Μαλαματένια σε ηλικία μόλις 42 χρόνων. Και σαν να μην έφτανε αυτό, πάνω στα σαράντα της γυναίκας του πήγε να τη συναντήσει και ο πατέρας. Ο θάνατος τον βρήκε νεότατο κι αυτό ενώ ιερουργούσε στον Ιερό Ναό του Αγίου Παντελεήμονα. Πέθανε από ανακοπή της καρδιάς μη αντέχοντας το χαμό της άξιας συντρόφου του.
Ευτυχώς ζούσαν και οι δυο γιαγιάδες για να έχουν μια σκέπη και μια αγκαλιά τα ορφανά.
Η μια γιαγιά η Μαρούλη Σπαντιδάκη από τη γενιά των Σχινάδων θέλησε να δώσει στην Αργυρούλα και μόρφωση. Φρόντισε να τη στείλει στο Παρθεναγωγείο που βρισκόταν στον Άγιο Κωνσταντίνο. Στα τρία χρόνια που φοίτησε η Αργυρούλα έδειχνε ότι έπαιρνε τα γράμματα. Το βεβαίωνε και η δασκάλα της η Σοφία Σταμαθιουδάκη που λάτρευε τη μαθήτριά της. Δυστυχώς η άλλη γιαγιά έχοντας μεγαλώσει σε πολύ αυστηρό περιβάλλον ακολουθούσε κατά γράμμα το πνεύμα της εποχής που δεν ήθελε να μαθαίνουν τα κορίτσια γράμματα για να μη γράφουν «ραβασάκια» μεγαλώνοντας. Έτσι κράτησε την Αργυρούλα από το σχολείο και φρόντισε να την προετοιμάσει για να γίνει μια καλή νοικοκυρά. Ακόμα κι έτσι η μικρή ορφανή δεν έμεινε σε στάσιμα νερά ακολουθώντας τη μοίρα της. Ακολουθώντας τη συμβουλή της αυστηρότερης γιαγιάς προμηθεύτηκε μια Singer, σπουδαίο απόκτημα για την εποχή κι είχε μάθει ράψιμο που θα της χρησίμευε πολύ όταν θα αποκτούσε τα δικά της παιδιά.
Ώρα γάμου
Πέρασαν τα χρόνια, ο Μανόλης και ο Σταμάτης τα μεγαλύτερα αδέλφια μόλις είχαν ενηλικιωθεί όταν έφυγαν από τη ζωή και οι δυο γιαγιάδες που είχαν μεγαλώσει με τόση αγάπη τα ορφανά και τόση αφοσίωση.
Έκλαψε πικρά η Αργυρούλα γιατί είχε πάρει από κάθε γιαγιά πολύτιμα εφόδια. Γεννημένη αγωνίστρια όμως δεν άργησε να σηκώσει το κεφάλι και να είναι έτοιμη για τον αγώνα της στη ζωή. Τ’ αδέλφια της όμως ανησυχούσαν γιατί όσο μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο όμορφη. Ψηλή, ξανθιά, με κορμό κυπαρίσσι εντυπωσίαζε όποιον την έβλεπε. Η αγωνία των αδελφών της ήταν που θα την άφηναν τώρα που έπρεπε να φύγουν από το χωριό. Ο Μανώλης έπρεπε να πάει στρατιώτης στο μέτωπο της Μικράς Ασίας και ο Σταμάτης θα έφευγε για τον Αίγυπτο.
Από το αδιέξοδό τους έβγαλε ο Ηλίας Καριανάκης. Ήταν ένα καλό παλικάρι, με ηθικές αρχές, εργατικός και τίμιος άνθρωπος. Είχε μόλις απολυθεί από στρατιώτης και ήθελα να κάνει οικογένεια. Ο Μανόλης κι ο Σταμάτης δεν έχασαν την ευκαιρία. Δώρο εξ ουρανού θα ήταν ο γάμος της αδελφής τους με τον Ηλία. Έγινε ο γάμος και η ζωή χαμογελούσε στο νέο ζευγάρι ιδιαίτερα μόλις διορίστηκε ο σύζυγος αγροτικός διανομέας. Ήταν το 1921.
Στη διάρκεια του μεσοπολέμου και μέχρι το 1942 το ζευγάρι απέκτησε δέκα παιδιά, εφτά γιους και τρεις κόρες.
Υπόδειγμα γονέων
Η ζωή άρχισε να γίνεται πολύ δύσκολη. Όπως μας περιγράφει όμως ο γιος τους Ανδρέας ο δάσκαλος, ο πατέρας κι η μητέρα του ήξεραν να δίνουν χρώμα στην κάθε μέρα.
Να μεγαλώνεις δέκα παιδιά δεν ήταν κι εύκολο σε μια εποχή εντελώς στερημένη από τα επιτεύγματα της τεχνολογίας. Κι όμως η Αργυρώ ακόμα κι αν έπρεπε να αντλεί το νερό από το μαγγανοπήγαδο δεν βαρυγκώμησε ποτέ. Αρχόντισσα σωστή αντιπροσώπευε τη χαρά της ζωής. Θα ξυπνούσε πρώτη απ’ όλους κι ας είχε κοιμηθεί τελευταία. Θα ετοίμαζε τον άνδρα της που έπρεπε να εξυπηρετήσει όλα τα χωριά του δυτικού Ρεθύμνου και μάλιστα πεζός.
Έπειτα φρόντιζε τα παιδιά με την ίδια αγάπη και φροντίδα χωρίς να κάνει διακρίσεις. Τα παιδιά που μεγαλώνουν στην ορφάνια γίνονται περισσότερο στοργικά με τα δικά τους παιδιά. Ήταν χαρά Θεού να τη βλέπεις ανάμεσα στ’ αγγελούδια της να αξιοποιεί και το τελευταίο λεπτό χωρίς να καθίσει ούτε για μια ανάσα. Η μπουγάδα της μοσχομύριζε πάντα. Τα φαγητά της έδειχναν φαντασία κι ας είχε να διαχειριστεί τα πιο απλά υλικά. Τα ζυμωτά της ήταν ονομαστά και παρά την κούραση φρόντιζε πάντα από το περίσσευμα της ζύμης να κάνει λιχουδιές για τα παιδιά της. Πότε προλάβαινε να ψήσει, να ζυμώσει, να πλύνει, να μπαλώσει, να ράψει ρουχαλάκια στα παιδιά της. Ακόμα και στο κούρεμα ήταν άφθαστη. Έτσι που να καμαρώνει τα βλαστάρια της πάντα περιποιημένα. καθαρά, ταϊσμένα στην ώρα τους. Μεθοδική καθώς ήταν φρόντιζε να οργανώνει κάθε δουλειά σε χώρο που θα μπορούσε να προσέχει τα παιδιά της χωρίς αυτά να στερούνται το παιχνίδι τους.
Κι ήταν χαρά Θεού όταν γύριζε ο πατέρας από τη δουλειά. Ιδρωμένος, κατάκοπος αλλά πάντα με το γέλιο και τον καλό λόγο στο στόμα.
Αξέχαστα μένουν σε όλα τα παιδιά εκείνα τα χειμωνιάτικα βράδια. Βολεύονταν όλα γύρω από τους γονείς που έπαιρναν θέση κοντά στη φωτιά. Η μητέρα χαμογελώντας έκανε δουλειές ρουτίνας, πλέκοντας, κλώθοντας, μπαλώνοντας, κεντώντας, χωρίς να χάσει λέξη από τις ιστορίες που έλεγε ο άνδρας της και τις άκουγαν σαν μαγεμένα τα παιδιά.
Είχε μια έμφυτη χάρη ο Ηλίας όταν έλεγε εκείνες τις ιστορίες από τον πόλεμο που είχε ζήσει. Κι έπειτα καθώς το ένα μετά το άλλο τα παιδιά παραδίδονταν στις αγκάλες του Μορφέα, μάνα και κύρης μοιράζονταν τα αγγελούδια για να τα βολέψουν στο κρεβατάκι τους. Με το πρώτο χάραμα η μάνα ήταν και πάλι στην πρώτη γραμμή της βιοπάλης. Ξεπροβόδιζε με χαμόγελο και αγάπη τον άνδρα της και γύριζε αμέσως στα μητρικά καθήκοντα που γίνονταν όλο και περισσότερα ιδιαίτερα όταν ξεκίνησαν τα μεγάλα παιδιά το σχολείο.
Μια φορά το χρόνο επέτρεπε στον εαυτό της να συνοδεύσει τον άνδρα της στη χώρα για να ψωνίσουν τα χρειώδη. Τις πρώτες ύλες δηλαδή γιατί όλα έβγαιναν από τα χέρια της. Έραβε και τις τσάντες τους και τα ρούχα τους. επιδιόρθωνε τα πράγματά τους με δεξιοτεχνία μεγάλου μάστορα κι ήταν για τα παιδιά της το παν.
Η ευσέβειά της πρέπει να της έδινε δύναμη. Βίωνε το λόγο του Ευαγγελίου συνειδητά και με αυτή τη βάση καθόριζε την πορεία της και την ανατροφή των παιδιών της. Ήταν μεγάλη στιγμή για την ίδια να συνοδεύει τα παιδιά της στην εκκλησία τόσο φροντισμένα έτσι που είχαν να το κάνουν στο χωριό κι είχαν όλοι έναν έπαινο γι’ αυτή. Ο λόγος της ήταν πάντα δίδαγμα ζωής.
Κι ήρθε η περίοδος της κατοχής. Δεν χρειάστηκε να καταλάβει πως ο άνδρας της είχε ενταχθεί στην Αντίσταση. Έγινε διπλά προσεκτική όταν έρχονταν στο σπίτι Γερμανοί. Κι αυτό γινόταν συχνά. Κάθε φορά όμως τους ανάγκαζε να φύγουν χωρίς δεύτερη λέξη.
Μόλις έμπαιναν μέσα και της ζητούσαν αυγά ή ρακί εκείνη φώναζε τα παιδιά της και τα έσπρωχνε πίσω της να τα νοιώθει ασφαλή. Έπειτα σε έντονο ύφος φώναζε στον αδίστακτο εισβολέα που της χαλούσε την οικογενειακή της γαλήνη:
«Νιξ αυγά,….νίξ σναψ. Πίκουλα πολλά πίκουλα…».
Δεν τους χαλάλιζε ψίχουλο όσο κι αν έτρεμε η ψυχή της. Τα παιδιά της έπρεπε να φάνε. Κι οι Γερμανοί δεν στέκονταν για πολύ. Έβαζαν το κεφάλι κάτω κι έφευγαν. Η Αργυρώ ήξερε να τους βάζει στη θέση τους.
Είχε καημό να σπουδάσουν τα παιδιά της. Και το πέτυχε. Όσο για τις κόρες της από τα δυο της χέρια βγήκαν τρεις προίκες που έκαναν πολλά μάτια να θαυμάσουν αυτά τα ποιήματα χειρός που τιμούσαν τη λαϊκή μας παράδοση.
Ο Ηλίας έφυγε αρκετά νωρίς. Τον πένθησε μέχρι το τέλος της ζωής της. Στο μεταξύ τα παιδιά της την έκαναν περήφανη. Επέστρεφαν πλουσιοπάροχα στη μάνα όσα τους πρόσφερε με την πρόοδό τους και την κοινωνική τους προσφορά.
Έγινε μάνα και για τους τρεις γαμπρούς και τις έξι νυφάδες. Χόρεψε στα γόνατά της 24 εγγόνια και ένα δισέγγονο.
Τα γερατειά κλόνισαν την υγεία της. Αμέσως τα παιδιά της την έφεραν στην Κλινική «Κυανούς Σταυρός» πρότυπη για την εποχή, όπου είχε τη φροντίδα σπουδαίων γιατρών όπως ο Γιώργης Αγγελιδάκης, ο Μάρκος Φουντουλάκης και ο Στέλιος Αναγνωστάκης.
Η αγγελική της ψυχή δεν άργησε να πάρει το κάλεσμα του Κυρίου.
«Την ευχή μου να έχετε παιδιά μου, ήταν τα τελευταία της λόγια. Χώμα να πιάνετε και χρυσάφι να γίνεται. Ομόνοια και αγάπη να έχετε πάντοτε. Δεν θέλω στεφάνια στην κηδεία μου. Στεφάνια μη μου κάνετε παιδιά μου. Τα ορφανά να θυμηθείτε και τους γέρους…».
Είπε και παρέδωσε το πνεύμα. Ήταν 3 Μαρτίου 1982.
Αυτή ήταν η Αργυρώ Καριανάκη. Μπορεί να ζούσε στη σκιά αλλά το έργο της έμεινε φωτεινή δέσμη να μνημονεύει την επίγεια ζωή της.
ΠΗΓΕΣ: Ανδρέα Καριανάκη: Μια ηρωίδα μάνα (περιοδικό «Προμηθέας Πυρφόρος» 1984)