Κρητική Επιθεώρηση 09/03/1982
Ο θάνατος κάθε ανθρώπου αφαιρεί κάτι από μένα τον ίδιο συνδέεται αδιάσπαστα με το ανθρώπινο γένος. Έτσι ποτέ μη ρωτήσεις: για ποιόν κτυπά η καμπάνα; κτυπά για σένα.
Είναι λόγια του διάσημου Αμερικανού συγγραφέα Ερν. Χεμινγουαίη που στο βιβλίο του «Για ποιόν κτυπά η καμπάνα» και που αφορά τον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας, αναφέρεται στο μέγα μυστήριο του θανάτου.
Έτσι στις τρεις του Μάρτη η καμπάνα για μια αρχόντισσα των Ρουστίκων, μια ηρωίδα μάνα, για αγνή Χριστιανή την Αγνή Καριανάκη. Κόρη του απόφοιτου της Ρηζαρείου Σχολής ιερέα και δασκάλου Τζαγκαράκη Στυλιανού και της Μαλαματένιας Σπαντιδάκη είδε το φως του κόσμου με την έναρξη του αιώνα τούτου σαν τέταρτο παιδί πενταμελούς οικογένειας.
Ο δρόμος από πολύ νωρίς φάνηκε ότι θα ήταν ανηφορικός και δύσβατος. Όταν μόλις επτά ετών πέθανε η μητέρα της και μετά 40 μέρες ξαφνικά ενώ ιερουργούσε στην ενορία Ζουρίδι, ο πατέρας της από τον καημό του, σε ηλικία 42 ετών και οι δύο. Την προστασία των ορφανών ανέλαβαν οι πλησιέστεροι συγγενείς οι οποίοι δεν κατάφεραν να δώσουν την στοργή και την αγάπη των πρόωρα χαμένων γονέων. Ώσπου ήλθε η ώρα του γάμου της με ένα πολέμαρχο και θριαμβευτή των Βαλκανικών πολέμων, ένα ευγενικότατο και ανεπανάληπτο άνθρωπο τον Ηλία Καριανάκη.
Η έναρξη της νέας ζωής του συνδέθηκε χρονολογικά με τον απόηχο της Μικρασιατικής καταστροφής. Η ζωή του ζευγαριού κυλούσε ήρεμα και αρμονικά γιατί στο πρόσωπο του ιδανικού συζύγου βρήκε τον στοργικό πατέρα των παιδιών που άρχισαν να έρχονται τον Κόσμο, μέχρι που συμπληρώθηκαν ένδεκα με μια απώλεια στον πρώτο χρόνο της συζυγικής ζωής.
Οι οικονομικές δυσκολίες ήταν ολοφάνερες γιατί τα έσοδα ήταν ο μικρός μισθός του αγροτικού διανομέα και τα εισοδήματα της ελάχιστης περιουσίας και των δυο. Εδώ όμως φάνηκαν η δύναμη και οι ικανότητες της κυρά Αργυρώς σαν οικονομολόγου με την μόρφωση των τριών τάξεων του Δημοτικού που θα τη ζήλευαν ακόμη και πτυχιούχοι οικονομολόγοι. Κατάφερνε το λίγο να κάνει πολύ να μηδενίζει τη σπατάλη. Πολλές φορές την άκουγα να λέει: παιδί μου όταν ο άνδρας κουβαλεί με το τσουβάλι και η γυναίκα δεν ξέρει να κηδεύει η οικογένεια δεν μπορεί να πάει μπροστά. Μας έβαλε στη σειρά στο τραπέζι, μικρά παιδιά και πολλές φορές, όπως έλεγε, έμενε νηστική αυτή για να χορτάσουμε εμείς. Στο σχολείο ο αιωνόβιος σήμερα, δάσκαλος του χωριού Ε. Ζαμπετάκης τόχε να το πει: τα ποιο καθαρά παιδιά του χωριού. Μόνη της έκοβε και έραβε είτε τα φορεματάκια των κοριτσιών είτε τα παντελονάκια των αγοριών της εντελώς αυτοδίδακτη. Ζήμωνε δυο φορές την εβδομάδα και δυο φορές την ημέρα μαγείρευε. Μπουγάδα τρεις φορές την εβδομάδα. Σήκωνε το κοφίνι με τα ρούχα στην πλάτη για τη βρύση 1000 μέτρα έξω από το χωριό. Εμείς της κουβαλούσαμε τη στάχτη τα δαφνόφυλλα και το λουλάκι που έκαναν τα ρούχα να μοσχοβολούν και να αστράφτουν από τη λάμψη. Μάνα γιατί δεν έχεις εσύ νύχια όπως πολλές άλλες γυναίκες; Ρωτούσα με περιέργεια. Δεν μου τα αφήνουν, παιδί μου να μεγαλώσουν τα ζυμωτά και οι μπουγάδες έλεγε με σιγουριά.
Έτσι κυλούσε ο καιρός και τα παιδιά της μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν και έγιναν ευυπόληπτοι οικογενειάρχες. Ευτύχισε να γνωρίσει εικοσιτέσσερα εγγόνια και ένα δισεγγόνι. Ο πόνος της για τον πρόωρο χαμό του συζύγου και πατέρα μας την βρήκε όρθια στο μετερίζι της ζωής. Καθαρή σοσιαλίστρια χωρίς να ξέρει καλά καλά τι θα πει σοσιαλισμός την ευχαριστούσε να διανέμει τη μικρή σύνταξη, κάθε μήνα στα εγγόνια της και στους πάσχοντες συγχωριανούς μας. Χαρακτηριστική η επιθυμία της μετά θάνατο, δείγμα απλότητας, ότι δεν ήθελε στέφανα αλλά δωρεές στα ιδρύματα.
«Το γήρας ουκ έρχεται μόνον» λέει το αρχαίο ρητό. Αλλεπάλληλες αρρώστιες: καρδιακές, ασθματικές και κυκλοφοριακές την καταπονούσαν κατά διαστήματα την τελευταία δεκαετία μέχρι που την οδήγησαν στον θάνατο. Στο κρεβάτι του πόνου και τα δέκα παιδιά της παρακολουθούσαν δακρύβρεχτα με αγωνία το οδυνηρό τέλος χωρίς να μπορούν να προσφέρουν καμιά βοήθεια αφού και η ιατρική επιστήμη είχε σηκώσει ψιλά τα χέρια. Αυτή ατάραχη έδιδε ευχές σ’ όλα τα παιδιά της: «χώμα να πιάνετε και χρυσάφι να γίνεται».
«Σας ευχαριστώ παιδιά μου, για την περιποίηση που μου κάνετε».
Εμείς σε ευχαριστούμε γλυκιά μητέρα, για τις θυσίες που έκαμες για μας για τις καλές αρχές και υποθήκες που μας άφησες. Με το θάνατό σου αφαίρεσες κάτι από εμάς. Μας άφησες δυσαναπλήρωτο κενό. Η μορφή σου θα κυριαρχεί στα βήματα μας. Ας είναι ελαφρό το χώμα των Ρουστίκων που σε σκεπάζει και αιωνία η μνήμη σου.
Αγγελής Καριανάκης
Υπάλληλος ΟΤΕ