ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΡΥΜΜΕΝΟΙ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ
14/05/2019 της Εύας Λαδιά
Ο Αντώνης Τσουράκης, ο αγωνιστής που τιμούμε σήμερα με το αφιέρωμα αυτό, ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που έχουν επιδράσει στην εξέλιξη της ζωής μας και του τόπου μας, με το βίο και τη δράση τους, χωρίς να επαίρονται για την προσφορά τους και χωρίς να διεκδικούν ανταμοιβές ή αποκατάσταση της «θυματοποίησής» τους. Ανήκει στη μεγάλη στρατιά που συνθέτουν οι αγνοί ιδεολόγοι όλου του κόσμου. Αυθεντική περγαμηνή του ήθους και της συνέπειας στις αρχές του είναι η διαπίστωση ότι δεν αναφέρεται σε καμιά «λίστα», ούτε αυτός ούτε και η οικογένειά του, παρότι η έρευνα ανιχνεύει παρουσία και αγωνιστική δράση τους σε χαλεπούς καιρούς.
Καρμικές συμπτώσεις με έφεραν κοντά τους και γεγονότα που σημάδεψαν τη μνήμη μου. Έχω κάθε λόγο λοιπόν να τοποθετώ τον Αντώνη Τσουράκη, που σκιαγραφώ σήμερα, ψηλά στο μέτρο της εκτίμησης και του σεβασμού μου. Και να τον έχω πρότυπο όταν αναζητώ παραδείγματα ήθους και αξιοπρέπειας.
Το «Σπίτι της Ελευθερίας»
Σημείο αναφοράς, πάντως, αρχικά στάθηκε το σπίτι του στην οδό Β. Κορνάρου. Κι έγινε για μένα τόπος προσκυνήματος από τη μέρα που άκουσα για όσα διαδραματίστηκαν σ’ αυτό, όταν συνάντησα έξω από την πόρτα του τον αξέχαστο αγωνιστή Γιάννη Κυριακάκη.
Δεν με ξάφνιασε η συνάντηση. Εκεί ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος είχε την αποθήκη του. Εκείνο το πρωινό που βρεθήκαμε τυχαία, γύριζα από μια σύσκεψη στη νομαρχία για τις εκδηλώσεις της Μάχης της Κρήτης. Επειδή γνώριζα τη συμμετοχή του σ’ αυτή, ανέφερα με λεπτομέρειες το πρόγραμμα που είχε καταρτιστεί.
Μόλις του είπα για την εκδήλωση με θέμα την Πύλη της Ελευθερίας στου Πρέβελη, χαμογέλασε και μου έδειξε το σπίτι δίπλα στην αποθήκη του.
– Να και μια ακόμα Πύλη της Ελευθερίας, Εύα μου. Μόνο που αυτό ήταν απλώς το σπίτι της Ελευθερίας.
Είπε και γέλασε μ’ εκείνο το αξέχαστο παιδικό γέλιο του.
– Να σε πάρει η ευχή. Μ’ έκανες λογοτέχνη πρωινιάτικα, πρόσθεσε με ένα φιλικό σκούντημα στον ώμο.
Κι επειδή κατάλαβε την απορία μου, έβγαλε την περίφημη καραμέλα που φύλαγε πάντα στην τσέπη του, για όποιον συναντούσε, μου την προώθησε με το γνώριμο συνωμοτικό του ύφος και συνέχισε να μου λέει.
– Εδώ, Εύα κορίτσι μου, εύρισκε καταφύγιο κάθε κυνηγημένος. Να σκεφτείς ότι στη διάρκεια της κατοχής, αν γινόταν μπλόκο, όποιος πατριώτης προλάβαινε κρυβόταν σ’ αυτό το σπίτι, για να ξεφύγει από τη σύλληψη που θα τον οδηγούσε κατευθείαν στη Σοχώρα.
– Και ποια ήταν η Ελευθερία;
– Η γυναίκα ενός μεγάλου αγωνιστή, του Αντώνη Τσουράκη, παρόντα σε κάθε προσκλητήριο κοινωνικού αγώνα και θύμα της μισαλλοδοξίας κι αυτός. Όταν πέθανε ο άντρας της, εκείνη συνέχισε τον αγώνα του, σε εποχές που όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα. Αυτή κι ο γιος της. Κάπου τους αναφέρει ο Περακάκης, ο δάσκαλος. Τσουράκη θα βρεις στο βιβλίο του.
Ακούγοντας το όνομα, δεν έκρυψα το ξάφνιασμά μου.
– Μα Τσουράκη λένε ένα συνάδελφό μου, στο πολιτικό της Απογευματινής. Αυτός έχει καμία σχέση;
– Ρώτα τον, μου απάντησε ο καλός μου φίλος, που απέφευγε πάντα να μπαίνει σε λεπτομέρειες όταν μιλούσε για τρίτους.
Το ίδιο απόγευμα, με την ευκαιρία που θα του έδινα την ανταπόκρισή μου τηλεφωνικά (ήταν και προεκλογική περίοδος) ρώτησα τον Κώστα Τσουράκη αν είχε σχέση με το σπίτι αυτό. Μου απάντησε ότι είναι το πατρικό του, αλλά δεν έδειξε διάθεση να προχωρήσει την κουβέντα.
Εδώ πρέπει ν’ ανοίξω κι άλλη παρένθεση για να αιτιολογήσω τις καρμικές συμπτώσεις που προανέφερα. Ο Κ. Τσουράκης ήταν από τους ανθρώπους σταθμούς στη ζωή μου. Από τις πρώτες στιγμές της συνεργασίας μας συνήθιζε να μου ισιώνει το τιμόνι σε κάθε μας συζήτηση, όταν ο νεανικός μου ενθουσιασμός με παρέσυρε σε υπερβολές ή σε αυθαίρετα συμπεράσματα. Τύπος ανθρώπου που δεν σπαταλά το χρόνο του σε ανόητες συζητήσεις, με είχε κερδίσει και με τη σκέψη και με την εύστοχη πένα του, ήξερε να σχολιάζει την πολιτική επικαιρότητα με αντικειμενικότητα που δεν συναντάς συχνά. Με ωθούσε σε μια φιλαναγνωσία, μακριά από κάθε «εύπεπτο» έντυπο. Κοντολογίς, με έριξε στα βαθιά της πιο σύνθετης σκέψης, οι συζητήσεις μας με βοήθησαν να ωριμάσω, να μελετώ πρόσωπα και γεγονότα με κριτικό πνεύμα, να τα εντάσσω σε ευρύτερο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο. Η εξέλιξή μου στο χώρο του έντεχνου λόγου επηρεάστηκε και από τις συζητήσεις που κάναμε, γιατί καλλιέργησαν την όποια δυνατότητα είχα να σκέπτομαι δημιουργικά.
Μα και σε άλλους τομείς βοήθησε σημαντικά το Ρέθυμνο. Όταν έπρεπε να έχουμε την άδεια του Μίκη Θεοδωράκη για να παρουσιάσει η χορωδία μας το «Άξιον Εστί», το 1985, ο Κ. Τσουράκης μεσολάβησε. Κι όταν ήρθε στην πόλη μας για να τιμηθεί από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών στις Εκδηλώσεις Τύπου, κρατούσε ένα πολύτιμο δώρο για το Εργατικό Κέντρο. Αντίγραφο του πρώτου καταστατικού του που δεν υπάρχει πουθενά! Και τότε μόνο, από την υπογραφή του πατέρα του Αντώνη Τσουράκη στα ιδρυτικά μέλη, κατάλαβα τη σχέση του με τον αγωνιστή που είχε αναφέρει ο Γιάννης Κυριακάκης.
Είχα εντυπωσιαστεί επίσης με τις σχέσεις που είχε ο Κ. Τσουράκης, με πολλά από τα κορυφαία μέλη της αντίστασης όλων των εποχών της σύγχρονης ιστορίας, αλλά νόμισα ότι αυτό οφείλεται στην δημοσιογραφική του ιδιότητα. Που να φανταστώ… Η περιέργειά μου όμως δεν με άφηνε σε ησυχία.
Έψαξα με προσοχή σε όλα τα βιβλία του Νίκου Περακάκη, αλλά βρήκα απλά κάποιες αναφορές για το θέμα που με ενδιέφερε.
Έτσι επιδίωξα μια νέα συνάντηση με το Γιάννη Κυριακάκη, αλλάζοντας στρατηγική προκειμένου να εκμαιεύσω κάποιες περισσότερες πληροφορίες. Και ευτυχώς στάθηκα πιο τυχερή, όταν εκείνος ξετύλιξε ένα κουβάρι γεγονότων. Αλλά τότε ένιωσα να με κυριεύει κι ένα δέος ανείπωτο. Αν μπορούσα να αναφέρω όσα άκουσα… Μα δεν έχει καμιά σημασία πια.
Δεν έχω το δικαίωμα να αγνοήσω την επιθυμία της οικογένειας και ιδιαίτερα του φίλου μου Κώστα Τσουράκη να μη δημοσιοποιούνται γεγονότα που αφορούν την οικογένειά του, έστω και αν αυτά αναδεικνύουν μια ασυμβίβαστη πορεία ήθους, δυσεύρετου στην εποχή μας. Θα περιοριστώ μόνο σε γενικότητες που αποκαλύπτουν όμως το μέγεθος της προσφοράς μιας οικογένειας αγωνιστών της τιμής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας
Κι αρχή βάζω από τον πατέρα.
«Μ όποιον δάσκαλο καθίσεις…»
Ο Αντώνης Τσουράκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1913. Πατέρας του ήταν ο Κώστας Τσουράκης από το Αμπελάκι και μητέρα του η Αιμιλία Λαμπρινού από το Ρουσσοσπίτι.
Στο σχολειό είχε δάσκαλο το σπουδαίο εκπαιδευτικό και ακούραστο διά βίου πρωτοπόρο της κοινωνικής και πολιτιστικής προόδου της πόλης, Γιώργη Ζανουδάκη, με τον οποίο θα ξανασυναντηθούν στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στις γραμμές της εαμικής εθνικής αντίστασης.
Μαθήτευσε ως οπλοδιορθωτής δίπλα στον πατέρα του, που διατηρούσε κατάστημα πώλησης και διόρθωσης όπλων στην οδό Β. Κορνάρου στο ισόγειο της κατοικίας του. Ειδικεύτηκε επίσης, ως μηχανοδηγός, διπλωματούχος οδηγός οδοστρωτήρα, που ήταν το δεύτερο επάγγελμα του πατέρα του.
Στη δεκαετία του 1930 εργάστηκε ως μηχανικός στο ελαιουργείο ΒΙΟ, απ’ όπου απολύθηκε μετά την επιβολή του μεταξικού καθεστώτος.
Νεότατος ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Εργατικού Κέντρου Ρεθύμνου και, σε ηλικία 22 ετών, γενικός γραμματέας της διοίκησής του, που καθαιρέθηκε από τη δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά.
Από τις πρώτες μέρες της γερμανικής κατοχής στρατεύτηκε μαζί με τη σύζυγό του Ελευθερία Βαρούχα στην εθνική αντίσταση, στο ΕΑΜ, συνεργαζόμενος με συντρόφους του από το κομουνιστικό κίνημα, μεταξύ άλλων την εξαδέλφη του Ελένη Λαμπρινού, τον κουμπάρο του Βαγγέλη Ζυμβραγουδάκη και τον Γιάννη Κυριακάκη, τον οποίο συναντούσε στην «περιβόλα της Αγγελιδάκαινας», κάτω από την Φορτέτζα, όπου κρυβόταν ο γνωστός κομουνιστής αγωνιστής πριν συλληφθεί και μεταφερθεί σε χιτλερικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Ο Αντώνης Τσουράκης προσέφερε τις υπηρεσίες του σε αντάρτες και των δύο ιδεολογικών κατευθύνσεων για τις επισκευές και τη συντήρηση των όπλων τους. Η παράνομη οργάνωση αντίστασης χρησιμοποιούσε το σπίτι του στην οδό Β. Κορνάρου -ερειπωμένο κατά το ήμισυ, όπως και το όμορο του φαρμακοποιού Κούνουπα, από τους βομβαρδισμούς στη Μάχη της Κρήτης- για την απόκρυψη αντιχιτλερικών στρατιωτικών, κυρίως Αυστριακών και Ιταλών, μέχρι να εξασφαλιστούν συνθήκες ασφαλούς μετάβασής τους στις περιοχές που ελέγχονταν από τους αντάρτες.
Σε όλη τη διάρκεια της κατοχής εργάστηκε ως οδηγός οδοστρωτήρα στην οδοποιία, με Έλληνα εργολάβο, αλλά με καθημερινή εποπτεία από Γερμανό αξιωματικό. Όταν, κατέρρεε από την ασθένεια -προχωρημένη φυματίωση- κατέφθανε στο σπίτι του Γερμανός, από τους γνωστούς «πεταλάδες», ο οποίος τον υποχρέωνε να τον ακολουθήσει στο εργοτάξιο.
Η αθλιότητα του εμφύλιου σπαραγμού
Μέχρι εδώ ήταν το μεγαλείο. Ακολουθεί η αθλιότητα, απόρροια του εμφύλιου διχασμού που άρχισε να καλλιεργείται πριν ακόμη απαλλαγεί ο τόπος από τον κατακτητή.
Ο Αντώνης Τσουράκης φυγαδεύτηκε στο Μοναστηράκι και εγκαταστάθηκε στο πατρικό σπίτι της συζύγου του, προκειμένου να αποφύγει την καταναγκαστική εργασία και να αντιμετωπίσει την απελπιστική εξέλιξη της υγείας του.
Η παρουσία του εκεί -σε μια περιοχή που ήταν ήδη ελεύθερη, άρα πεδίο σχεδιασμών για τη μοιρασιά της επερχόμενης εξουσίας- θεωρήθηκε ενοχλητική. Εξαπατήθηκε, με την ψεύτικη πληροφορία ότι ένα από τα τέσσερα ανήλικα παιδιά του είναι σοβαρά άρρωστο και πρέπει να σπεύσει στο Ρέθυμνο.
Μόλις έφθασε στην πόλη, αποκαλύφθηκε το ψέμα, αλλά ήταν αργά. Πρωί πρωί την επόμενη μέρα κατέφθασε ο γνωστός «πεταλάς», με ύφος απόλυτης βεβαιότητας. «Αντώνης κάτω»!
Λίγες μέρες κράτησε το μαρτύριό του, όπως και των υπόλοιπων Ρεθεμνιωτών. Οι Γερμανοί αποχώρησαν προς τα Χανιά, η πόλη ήταν πια ελεύθερη, η καταναγκαστική εργασία σταμάτησε και ο Aντώνης Τσουράκης μεταφέρθηκε σε κακή κατάσταση στο Ηράκλειο για να εισαχθεί επειγόντως στο σανατόριο να φροντίσουν την υγεία του. Δεν στάθηκε δυνατό να εισαχθεί επειγόντως, διότι «Τα νοσοκομεία μας δεν είναι για τσι κουμουνιστές. Αν δεν υπογράψει, δεν μπαίνει». Δεν υπέγραψε, και μπήκε λίγο πριν πεθάνει, για να διαπιστωθεί ο θάνατός του. Που ήταν άλλωστε προδιαγεγραμμένος, ανεξάρτητα από το βαθμό απανθρωπιάς της εξουσίας που διαδέχθηκε την κατοχή.
Η πατρίς τιμά τα παιδιά της
Όλα έγιναν «όπως έπρεπε». Σύνταξη το ΙΚΑ δεν χορήγησε στη σύζυγο και τα τέσσερα ανήλικα παιδιά τους. Η οικογένειά του συνέχισε να κατοικεί στα ερείπια του βομβαρδισμένου σπιτιού. Όταν χορηγήθηκαν νεόδμητα σπίτια και χρηματικές αποζημιώσεις στους βομβόπληκτους, στους δικούς του αναλογούσαν μερικές δεκάδες σανίδες, που έμειναν μέχρι που σάπισαν και πετάχτηκαν μαζί με τα μπάζα, κατάλοιπα του βομβαρδισμού.
Ένα επίδομα που είχε χορηγηθεί σε όλα τα ορφανά ελληνόπουλα, διακόπηκε για τα παιδιά του, όταν η μάνα τους -τοις κείνου ρήμασι πειθόμενη- φυλακίστηκε γιατί είχε αναβιώσει το ερείπιο ως κρησφύγετο, για διωκόμενο στέλεχος του ΚΚΕ αυτή τη φορά, συνεργάτη της αξέχαστης δασκάλας Βαγγελιώς Κλάδου και της Ελένης Λαμπρινού.
Πολύ αργότερα, την 21 Απριλίου 1967, όταν θα συλληφθεί και θα χτυπηθεί απάνθρωπα στο αστυνομικό τμήμα της Καστέλλας στον Πειραιά, η σύζυγος του Αντώνη Τσουράκη αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση νομιμοφροσύνης, παρότι δεν είχε από πολλά χρόνια καμιά κομματική ένταξη, ούτε πολιτική δραστηριότητα. Την ίδια άρνηση αντέταξε και στη Γυάρο και εν συνεχεία στην Αλικαρνασσό, όπου εκτοπίστηκε.
Εξίσου κατηγορηματική και στη δεκαετία του 1980, όταν έλαμψε η Ελλάς Ελλήνων Αντιστασιακών. Στις επανειλημμένες προσκλήσεις του αείμνηστου Γιάννη Κυριακάκη να υπογράψει μια αίτηση αναγνώρισης της συμμετοχής της στην αντίσταση, η απάντηση ήταν σταθερή. «Δεν υπογράφω Γιάννη. Δεν μ’ αφήνουν και τα παιδιά μου».
Όταν η ανθρωπιά αποκτά υπόσταση
Έτσι εξηγείται ο υπέρμετρος σεβασμός αλλά και θαυμασμός παράλληλα του Γιάννη Κυριακάκη στην σπουδαία εκείνη γυναίκα. Έτσι αποκτά υπόσταση ο χαρακτηρισμός του σπιτιού της «Πύλη Ελευθερίας» στην οδό Β. Κορνάρου, που τόσο με είχε εντυπωσιάσει πριν από 35 χρόνια όταν το πρωτοάκουσα. Έτσι εξηγείται και η σχέση ζωής του γιου της Κώστα, με τα κορυφαία στελέχη της αντίστασης, κυρίως στην περίοδο της χούντας. Σχέσεις που αναπτύχθηκαν στη Γυάρο και στο Παρθένι της Λέρου, όπου κρατήθηκε όρθιος, μαζί με το Γιάννη Κυριακάκη και άλλους συμπολίτες μας, ασυμβίβαστους αγωνιστές κατά της χουντικής βαρβαρότητας.
Το αφιέρωμά μας, όμως, στην οικογένεια Τσουράκη δεν ολοκληρώνεται εδώ. Θα συνεχίσουμε καλύπτοντας -θεωρούμε- ένα κενό. Θα συνεχίσουμε για ένα και μόνο λόγο. Γιατί ξεδιπλώνοντας τέτοια συναξάρια, επαναπροσδιορίζουμε την έννοια του ανθρώπου και αναθεωρούμε την έννοια αγωνιστής, που κάποιοι ήθελαν να την προσαρμόζουμε στα δικά τους μέτρα, τους καιρούς εκείνους, με τη σκέψη να χειραγωγείται και να ελέγχεται.