ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΩΝ ΡΑΨΩΔΙΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Το παρακάτω είναι η δεύτερη γραφή του έργου μου για τη ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ Η πρώτη έγινε με τη συνεργασία του Ευγένιου Σπαθάρη επειδή ήθελα να δώσω στα παιδιά το συγκλονιστικό ιστορικό γεγονός με ένα τρόπο πιο κοντά στα ενδιαφέροντά τους Το κείμενο που ακολουθεί είναι η θεατρική μεταφορά του γεγονότος από την πλευρά του ηρωϊκού ηγουμένου Διονυσίου Ψαρουδάκη που πρωταγωνίστησε στις πολεμικές επιχειρήσεις που έγιναν στον Αδελιανό Κάμπο .
ΕΥΑ ΛΑΔΙΑ ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΩΝ ΡΑΨΩΔΙΑ

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
(Στο μοναστήρι του Αρκαδίου ο Διονύσιος κάθεται στο πεζούλι με το δάσκαλο και συζητούν. Ένας καλόγηρος ψάλλει το ΚΑΤΕΥΘΥΝΘΗΤΩ)

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: (γυρίζει το κομποσκοίνι του)Και πως βλέπεις την κατασκήνωση Κωστάκη; Θάχουμε παιδιά οφέτος;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Δεν έχουν κι άλλη ευκαιρία τα κακόμοιρα γέροντα για να ξεφύγουν λίγο από τη μιζέρια .Να ευχηθούμε μόνο να μπορέσουμε να τα δεχτούμε όλα.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Όσα βέβαια δεν είναι υποχρεωμένα να δουλέψουν το καλοκαίρι στα μποστάνια. Δύσκολοι καιροί και το ψωμί δεν βγαίνει εύκολα.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Οι μανάδες πάντως παρακαλούν να τα πάρουμε. Δεν είναι μπορετό να τους δίνουν καθημερινά όσα προσφέρουμε στην κατασκήνωση.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Δοξασμένο το όνομα του Θεού. Έχει μεριμνήσει και γιαυτά.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Ελπίζω να… μεριμνήσει και μας γέροντα να τα παλέψουμε. Δε λεω παιδιά είναι. Αλλά μερικά –Θέ μου ξεμίστευε.Ακόμα θυμάμαι τη λαχτάρα που πήραμε από δυο τρία Περβολιανάκια, οπέρσυς,που βαρέθηκαν από την πρώτη μέρα στην κατασκήνωση και πήραν δρόμο δρόμο τον ποταμό να γυρίσουν σπίτι τους. Με το ζόρι τα φέραμε πίσω
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Τα παιδιά σπάνια νοιώθουν το φόβο για όσα μας τρομάζουν εμάς τους μεγάλους Κωστάκη μου. Για θυμήσου του λόγου σου στη Μάχη της Κρήτης. Ο αγέρας μύριζε μπαρούτι κι αυτά είχαν μείνει να ξανοίγουν τον ουρανό.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: (με θαυμασμό)Μάχη της Κρήτης. Μια και το ανέφερες γέροντα …
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Γιατί με κοιτάζεις περίεργα. Κάτι θέλεις να μου πεις και διστάζεις ή μου φαίνεται…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Εκείνη την εποχή γέροντα, του λόγου σου έγραψες ιστορία. Και οι πέτρες το κατένε. Σκέφτηκες ποτές ν’ αφήσεις στο χαρτί, όσα γίνανε τότε; Έτσι για να βρούνε την αλήθεια οι επόμενες γενιές. Και να μάθουν την ιστορία του τόπου τους από πρώτο χέρι…
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Αυτά Κωστάκη μου να τα κάνουν οι γραμματιζούμενοι ή εκείνοι που πραγματικώς δώσανε πολλά στον αγώνα. Εγώ ένας απλός στρατιώτης τι παραπάνω έκανα για να το γράψω κιόλας;Ωρα είναι εδα στα γεράματα να πω κι εγώ πως ήμουν ήρωας.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Μα γέροντα με όλο το σεβασμό που τρέφω στην αγιοσύνη σου.Αν εσύ που έμεινες θρύλος στις μάχες του Σταυρωμένου δεν έχεις κάτι να πεις τι μένει για τους άλλους; Εσύ με τα έργα σου και μόνο στο πεδίο της μάχης δίνεις τον ορισμό του ήρωα.Δέξου το σαν εξομολόγηση αν θες,αλλά εγώ μπαίνοντας στο κελί σου νοιώθω πάντα να με καταλαμβάνει δέος. Μυρίζει ακόμα μπαρούτι και παλικαριά όπως ευωδιάζει λιβάνι και χριστιανοσύνη.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Ο ήρωας παιδί μου είναι από τα εύσημα που δεν μπορείς να τα δίνεις εύκολα σ’ όποιον έριξε δυο τουφεκιές για να κάνει το χρέος του στην πατρίδα. Άλλο εθνική συνείδηση κι άλλο να ξεπερνάς τα σύνορα του θάρρους και να φτάνεις στην αποκοτιά. Ρώτα κι εμένα που έζησα έναν Κλειδή κι έναν Μακρή κοντά στους άλλους Μακεδονομάχους.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Ναι αλλά από τα 17 σου χρόνια πήρες το βάπτισμα του πυρός. Τόσο δεν ήσουνα στα 1897 που πολέμησες στην τελευταία μάχη , μεταξύ Τούρκων και Κρητικών ανάμεσα Πηγής –Μέσης –Λούτρας υπό τον οπλαρχηγό Μαραγκουδάκη;
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ:Ναι τον Μαραγκουδάκη από τη Λούτρα. Σαν όνειρο μου φαίνεται πια εκείνη η εποχή…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ:Τότε έβγαλες και το νάμι του καλού στρατιώτη κι έκανες περήφανο το γείτονά σου τον Κατσανοδημήτρη από την Πηγή.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Αξιος πατριώτης. Θυμούμαι τον αγώνα του να μου αλλάξει γνώμη πριν ξεκινήσουμε. Αλλά εμένα ποιος με κρατούσε…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Ήσουν πάντα ένας ατρόμητος αγωνιστής. Κι αυτό που δεν κατάλαβα μέχρι σήμερα είναι πως εσύ δεν ακολούθησες καριέρα στρατιωτικού. Αν κρίνω από τα λεγόμενα αυτών που πολέμησαν μαζί σου είχες προσόντα στρατηλάτη.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ:Για να σ’ απαντήσω θα μου υποσχεθείς ότι θα σταματήσεις να μου αποδίδεις αρετές που δεν είχα ποτέ. Αν είχες γνωρίσει έναν Μανασσή, έναν Αγαθάγγελο στου Πρέβελη, έναν Βασίλειο Μαρκάκη,τον επίσκοπο Κρήτης θα καταλάβαινες γιατί δεν μπορώ ν’ακούω λόγια που ταιριάζουν σε άλλους καλύτερα. Είπα σου το χρέος μου έκανα. Όσο τώρα για την ιεροσύνη…Μετά το θάνατο της μάνας μου-αγιασμένο να είναι το κοκαλάκι της, ένοιωσα μια φλόγα για τα θεία. Κείνη την εποχή ευτύχησα να γνωρίσω τον τότε ηγούμενο της Μονής Αρσανίου τον Άνθιμο Βαρδάκη που μόλις είχε έρθει από τη Μονή Βοσάκου.Εγινε πνευματικός μου .Με πήρε κοντά του και τα υπόλοιπα τα ξέρεις.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Με το δάσκαλο Κυρμιζάκη πότε γνωρίστηκες.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Καλά διαβασμένο σε πιάνω δάσκαλε για του λόγου μου. Ας είναι. Στα τέσσερα χρόνια που έμεινα στο Αρσάνι, πήγαινα στην Πηγή μαζί με δυο ανήψια του Άνθιμου από τα Μυριοκέφαλα και πήρα μαθήματα από το Νικόλαο Κυρμιζάκη ,δάσκαλο της Πηγής. Ήταν περίφημος .Είχε γνώσεις πολλές και μια εκπληκτική μέθοδο διδασκαλίας. Είχε φλόγα μέσα του αυτός ο άνθρωπος.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Εδώ στ’ Αρκάδι πως βρέθηκες;
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Όταν έγινε η μετατροπή της Μονής Αρσανίου σε Γεωργική Σχολή ,με διάταγμα του πρίγκιπα Γεώργιου, αποχωρήσαμε όλοι οι μοναχοί και πήγαμε στο Αρκάδι. Αυτός ο χώρος ήταν πάντα για μένα πόθος κρυφός.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Από ότι έχω ακούσει εκάρης μοναχός από το Διονύσιο Καστρινογιαννάκη που σου έδωσε και το όνομά του. Αυτό και μόνο λεει πολλά. Και σου δειξε ακόμα περισσότερο την εκτίμησή του όταν την επομένη κιόλας σε χειροτόνησε ιεροδιάκονο.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: (προσπαθεί ν’αλλάξει κουβέντα)Μουχλιάζει η μέρα και σε λίγο θα πρέπει να γυρίσεις. Άσε το χθες για μια άλλη φορά.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Γέροντα σε κουράζω και να με συμπαθάς. Αλλά επειδή ξέρω για σένα τόσα πολλά…Είσαι ο ίδιος ένα έπος ανδρείας
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Κωστάκη …
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Μα γιατί ; Είναι ψέματα ότι ο ίδιος ο Βενιζέλος ,σ’ εμπιστεύθηκε την περίοδο της μεγάλης σύγκρουσης με τον Πρίγκιπα Γεώργιο;
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Δεν ήταν και τόσο σημαντικό για να με εκθειάζεις πάλι. Είχε οριστεί το Αρκάδι επαναστατικό Κέντρο όλης της Κρήτης. Έπρεπε να στηρίξουμε έναν ηγέτη με όραμα και ιδανικά για το γένος μας. Για χάρη του θα έκανα περισσότερα από το να είμαι απλά σύνδεσμος των επαναστατών όποτε χρειάστηκε ο Εθνάρχης.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Λοιπόν για να σεβαστώ την επιθυμία σου δεν θα σταθώ στα γεγονότα της Θερίσου. Θάθελα όμως ν’ ακούσω από σένα όλα όσα έγιναν το Μάη του 41. Αυτά τα γεγονότα μιλάνε στην καρδιά μου γέροντα γιατί σημάδεψαν τη γενιά μου.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Άνοιξες φάμπρικα Κωστάκη αλλά ας είναι.Με το δίκιο σου να γυρνάς σε κείνα τα γεγονότα γιατί δεν ήταν και μικρό πράμα ένα νησί να καθορίσει την έκβαση του πολέμου.
Για να είμαι όμως δίκαιος θα σου τα διηγηθώ μέσα από τις περιπέτειες και τις πραγματικά ηρωικές πράξεις του λαού μας.Γιατί αυτός παιδάκι μου γράφει τελικά την ιστορία.
Θ’ αρχίσω από κείνους που έγραψαν τις πρώτες σελίδες στο χρονικό εκείνης της εποχής. Και θα στα πω όπως τα έζησα . Ακου το λοιπόν…

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

(Στην αυλή ενός σπιτιού παραδοσιακού τρεις γυναίκες κουβεντιάζουν ενώ πλέκουν)
ΜΑΡΙΓΩ:(κοιτάζει την πιο ηλικιωμένη που συχνά στενάζει ): Που αρμενίζεις θειά Αναγνώσταινα;Πολλά συλλογισμένη σε θωρώ.Μήπως και πήρες χαμπάρι από πάνω;
ΓΙΑΓΙΑ: Και δεν θα τόξερες;Αφου πρώτη τα μαθαίνεις από μένα;
ΜΑΡΙΓΩ: Δε λέω μα καμιά φορά τα φέρνει η καλή ώρα που ξεχνιέται κανείς.
ΓΙΑΓΙΑ: Μακάρι να μπορούσες να ξεχαστείς από η σκέψη των εδικών σου που τους πήρε ο πόλεμος μακριά.Σε κυνηγά σα στοιχειό.Ας είναι όμως.Εχω την έγνοια του μικιού…
ΕΛΕΝΗ: Εσένα ο νους σου στον έγγονα…
ΓΙΑΓΙΑ: Αδύνατο μου φαίνεται.Ετσι που δε στένεται ένα λεπτό,μια τα γράμματα,μια οι διαολιές,κοπέλλι μαθές,φοβάμαι μη μου αρρωστήσει.
ΕΛΕΝΗ: Του παιδιού μου το παιδί.Καλά το λένε οι παλιοί μας.Αλλά με το δίκιο σου καψερή.Ο Μάρκος ανασταίνει το γιο πούχασες στη Μικρασία. Κι εγώ στη θέση σου…
ΓΙΑΓΙΑ:Χειρότερη είσαι γειτόνισσα και να το κατές. Θωρώ ίντα κάνεις για τον εδικό σου.
ΕΛΕΝΗ: Πέτα μου τη σκούφια σου κερά μου.Εγω του δίνω ότι ψήσω και το τρώει θέλει δε θέλει.Ενώ εσένα ο κανακάρης σου…
ΓΙΑΓΙΑ: Κοπέλι είναι ;Ιντα να κάμω; Να μένει νηστικό αφου μουλαχε κακόφαο.
ΜΑΡΙΓΩ:(μαζεύει τα πλεκτά και σηκώνεται)Ας είναι δα.Νυκτώνει και πρέπει να στέσω τσικάλι. Αύριο που λες να τραβήξουμε;
ΕΛΕΝΗ: Να πάμε λέω στην Παναγιά τη Γεροντομηλιά ν’ανάψομε τα καντήλια.
ΜΑΡΙΓΩ: Να πάμε θέλει και να παρακαλέσουμε για τα παλικάρια μας.Από τότε που έπεσε το μέτωπο η αγωνία μας τρώει τα σωθικά.Ποιος ξέρει που να βρίσκονται.Αν μπορέσουν να έρθουν.Κάποιοι λέει αποκλείστηκαν στην Αθήνα.
ΓΙΑΓΙΑ: Μακάρι να βάλει το χέρι της η Μεγαλόχαρη και να γυρίσουν όλα τα παιδιά του κόσμου και μετά τα δικά μου.Δε θα βαστάξω άλλο καημό.Εδωσα στη Μικρασία τον ένα μου γιό.Αφου δεν πήρε μέχρι τώρα μερτικό η Αλβανία με τους άλλους δυο που έστειλα στο μέτωπο,ας γυρίσουν με το καλό σπίτι τους.Αυτοί είναι πια όλο μου το βιός.
(μπαίνει ο μικρός)
ΜΙΚΡΟΣ: Γιαγιά γιαγιά γύρισε ο παππούς;
ΓΙΑΓΙΑ: Η ώρα τον βάζει καμάρι μου. Ελα ,κάθισε στο γύρο να ετοιμάσω βραδινό.
ΜΙΚΡΟΣ: Να πάω να τον βοηθήσω;
ΓΙΑΓΙΑ: Ο τόπος δεν σε στένει παμπόνηρο.Όχι εδώ θα κάτσεις να με βοηθήσεις κιόλας.
ΕΛΕΝΗ: Πάμε κι εμείς. Αύριο με το καλό.
ΓΙΑΓΙΑ: Στο καλό . Ο Θεός μαζί σας και με το καλό ν’ αποδεχτούμε τους εδικούς μας.
ΜΑΡΙΓΩ : Αμην Θεέ μου.
(Φεύγουν)
ΜΙΚΡΟΣ: Γιαγιά όταν έρθει ο πατέρας μου το πρώτο που θα κάνω είναι να του μαρτυρήσω το Μιχάλη του Γιανά που με δέρνει.
ΓΙΑΓΙΑ: Είναι πιο μεγάλος παιδί μου
ΜΙΚΡΟΣ: Όχι το κάνει επειδή δεν είναι εδώ ο πατέρας.
ΓΙΑΓΙΑ: Δεν είσαι και στο δρόμο.Εχεις τον παππού κι εμένα
ΜΙΚΡΟΣ: Ναι δε λέω αλλά ο παππούς όλο διαβάζει.
ΓΙΑΓΙΑ: Ηταν τυχερός που έμαθε γράμματα Μαρκουλιό μου.
ΜΙΚΡΟΣ: Γιαυτό θές να μάθω γράμματα γιαγιά;
ΓΙΑΓΙΑ: Ναι παιδί μου. Δεν βλέπεις τον παππού σου; Ολοι τον σέβονται και ζητούν τη γνώμη του. Πάμε στου Αναγνώστη λένε να μας πει τι να κάνουμε.Λίγο είναι αυτό;
(μπαίνει ο Αναγνώστης)
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Άκουσα τ’ όνομά μου ή μου φάνηκε; Έλα γυναίκα βάλε ένα χεράκι και δεν ακούω τη μέση μου.
ΓΙΑΓΙΑ: Μα δεν κάθεσαι Χριστιανέ μου. Με τη λιγοψυχιά που έχεις και 40 ώρες να είχε η μέρα πάλι δεν θα σου έφτανε. Όλο με κάτι καταγίνεσαι.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Έρχονται δύσκολες μέρες γυναίκα. Ίσως σε λίγο θα πρέπει να ριχτούμε σε άλλο αγώνα κι όχι πια στο μόχθο της γης…
ΓΙΑΓΙΑ: Κάνεις σαν να σημώνει πανηγύρι.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Για να τιμάς αυτά τα χώματα γυναίκα έτσι θα πρέπει να σκέπτεσαι. Κάθε φαμίλια πότισε κι από λίγο το δέντρο της λευτεριάς. Κι η δική σου κι η δική μου δεν εξαιρούνται. Μην το ξεχνάς. Ας μην βαρυγκομούν οι ψυχές των πεθαμένων μας όταν έρθει η ώρα να κάνουμε το χρέος μας. Κι αυτή η ώρα πλησιάζει.
ΜΙΚΡΟΣ: Καλύτερα παππού για νάρθει γρηγορότερα ο πατέρας.
ΓΙΑΓΙΑ: Λέω να μη συνεχίσουμε την κουβέντα τούτη ,κατάλαβες τι εννοώ.Ας μη μεταφέρουμε τις έγνοιες μας και σε τούτα τα παντέρμα.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Εδώ Βαγγέλα μου δεν θα συμφωνήσω μαζί σου. Στον κόσμο που ζούνε τα παιδιά μήτε κι ο πόλεμος τ’ αγγίζει. Φρόντισε ο Πανάχραντος και για τούτο. Μακάρι να ζούσαμε κι εμείς στο δικό τους Παράδεισο.
ΜΙΚΡΟΣ: (κοιτάζει από το παράθυρο) Παππού παππού …Ελα να δεις πέρα.Φάνηκαν κάποιοι στρατιώτες κι ανεβαίνουν το δρόμο στα πάνω χωριά. Δεν είναι δικοί μας. Δεν βλέπω τον πατέρα…
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Δικοί μας είναι γιέ μου.Μπορεί να μην είναι από τα μέρη μας. Είναι όμως Ελληνες.
ΜΙΚΡΟΣ: Μα είναι σκόρπιοι. Να έχουν χαθεί;
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Μη νοιάζεσαι γιόκα μου.Ο στρατιώτης ξέρει καλά το δρόμο του. Και μόνος να μείνει κατέχει κατά που πέφτει το μονοπάτι της τιμής.
ΜΙΚΡΟΣ: Ωραία που τα λες παππού. Κι αυτά στα βιβλία τάμαθες;
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Αυτά μου τα δίδαξε η ζωή και οι παραδόσεις των παππούδων μου παιδί μου. Κάθε τους ανδραγάθημα και μια χαρακιά στην ψυχή μου. Για να μην ξεχνώ το χρέος. Για να σε κοιτάζω στα μάτια αντράκι μου και σένα κι όλα τα παιδιά που θα έρχονται στον κόσμο όσο θα ζω. Ακούς τι σου λέω;Στα μάτια.
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
( Ο Διονύσιος με το δάσκαλο συνεχίζουν την αναδρομή στα γεγονότα)
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Η αγωνία ρίζωνε στις καρδιές. Και η αβεβαιότητα απειλούσε το κουράγιο. Οι μέρες που διαδέχονταν η μια την άλλη με τη γνωστή πάντα φυσική τάξη σημείωναν φράση φράση το συγκλονιστικό εκείνο χρονικό.
( μπαίνει χορός γυναικών και αντρών σχηματίζοντας ημικύκλια)
ΑΝΔΡΑΣ: 23 Απριλίου.Η Ελληνική Κυβέρνηση μεταφέρεται στην Κρήτη.
ΓΥΝΑΙΚΑ: 25 Απριλίου.Αποβιβάζεται στην Κρήτη η πρώτη σημαντική δύναμη,από την 5η Νεοζηλανδική Ταξιαρχία.
ΑΝΤΡΑΣ: Το σχέδιο Ερμής του Στούντετ δίνει κατευθύνσεις για την κατάληψη του νησιού με σκοπό να χρησιμοποιηθεί η Κρήτη σαν αεροπορική βάση ,εναντίον της Αγγλίας,στην Ανατολική Μεσόγειο.
ΓΥΝΑΙΚΑ: 28 Απριλίου: Σύσκεψη στα Χανιά υπό την προεδρία του Ελληνα πρωθυπουργού Εμμ.Τσουδερού για τη στρατιωτική κατάσταση της νήσου. Πήραν μέρος Ελληνες και Βρετανοί αξιωματικοί.
ΑΝΔΡΑΣ: 29 Απριλίου.Ερχεται στην Κρήτη με το επιτελείο του ο στρατηγός Φράυμπεργκ ,διοικητής της Νεοζηλανδικής Μεραρχίας ,ο οποίος αναλαμβάνει τη διοίκηση των ελληνοβρετανικών δυνάμεων της νήσου.
ΓΥΝΑΙΚΑ : 14 Μαίου: Αρχίζουν οι βομβαρδισμοί.Ο συστηματικός τρόπος που γίνεται δείχνει καθαρά ότι προετοιμάζεται η επίθεση.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Κι εμείς εδώ περιμένοντας το κακό, μηχανικά κυλούσαμε το καθημερινό μαγγανοπήγαδο. Η φύση είχε ανθίσει μα στις καρδιές κυριαρχούσε ένας βαρύς χειμώνας. Σαν όλοι να ένοιωθαν την οσμή του αίματος που σε λίγες μέρες θα κυλούσε ποτάμι ορμητικό κι από τις δυο πλευρές. Γιατί το αίμα παιδί μου όπως και το δάκρυ ένα χρώμα έχουν κι ας είναι μοιρασμένοι οι άνθρωποι σε εθνικότητες, θρησκείες, ιδεολογίες.
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΠΑΙΔΙ: Μπαρμπα Αναγνώστη . Ερχονται κάποιοι να σε βρουν.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Ποιοι νάναι; Τους κατές;
ΠΑΙΔΙ: Ο ένας είναι ο Διονύσιος. Ο άλλος για ξένος δείχνει.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ:Ο Διονύσιος; Τι να γυρεύει τέτοια ώρα ; Ας είναι όμως. ( στη γυναίκα του) Κυρά μου ξένους θάχουμε. Κάνε ότι σου μάθανε τ’ άξια χέρια σου. Κι εσύ Μαρκουλιό μου κάτσε να πάρεις ιδέα από λεβεντιά
ΜΙΚΡΟΣ: Για ποιόν λες παππού. Σίγουρα για το Διονύσιο.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Αυτόν παιδί μου που δεν έπαψε ποτέ να τιμά το ράσο και τη ρωμηοσύνη
ΜΙΚΡΟΣ: Πολέμησε κι αυτός παππού; Μα είναι παπάς.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Δύσκολο να σου το εξηγήσω γιε μου αλλά όταν θα μάθεις καλά την ιστορία θα διαπιστώσεις και του λόγου σου πως από το αίμα πολλών ρασοφόρων γέμισε το άγιο δισκοπότηρο της λευτεριάς.Μην ξεχνάς το Γαβριήλ στο Αρκάδι …
ΜΙΚΡΟΣ: Κι ο Διονύσιος τι έκανε και τον θαυμάζεις τόσο πολύ;
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Και τι δεν έκανε…Από πού ν’ αρχίσω και που να τελειώσω με τ’ ανδραγαθήματά του.Θα σου πω μόνο αυτό για να καταλάβεις. Στα 1912με 13 όταν άρχισαν οι εθελοντικοί αγώνες των Κρητών στο Μακεδονικό αγώνα ο Διονύσιος ,32 χρόνων ήταν τότε, αφήνει το μοναστήρι και κατατάσσεται στο σώμα του Κλειδή.
ΜΙΚΡΟΣ: Ποιος ήταν αυτός παππού;
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ:Μεγάλος Μακεδονομάχος κι αυτός παιδί μου. Πολέμησε λοιπόν κάτω από τις διαταγές του κι όταν σκοτώθηκε συνέχισε ο Διονύσιος να πολεμά κάτω από τις διαταγές του Μακρή Ενός σοφού ανθρώπου και θερμού πατριώτη. Όταν έπεσε και αυτός ο Πηγιανός ρασοφόρος ακολούθησε τον νέο αρχηγό Νίκο Ψαρρό. Λένε όσοι τον έζησαν πως σαν άλλος Διγενής σκαρφάλωνε στα βουνά της Μακεδονίας και δεν τον φόβιζε καμιά αποστολή όσο δύσκολη κι αν ήταν. Αρκεί να σου πω αυτό που ξέρω καλά. Όταν ο Κλειδής ώρμησε να καταλάβει το ναό του Προφήτη Ηλία που ήταν γεμάτος Νιζάμηδες και δέχτηκε τη φονική σφαίρα από το φωταγωγό του ιερού, ο Διονύσιος χωρίς να δειλιάσει προχωρεί μπροστά και καλεί τους εχθρούς να παραδοθούν όπως κι έγινε. Ασε και το άλλο που λένε πως ενώ πολεμούσε ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές άφοβος πάντα έψαλε ΤΑ ΝΙΚΗΤΗΡΙΑ
ΜΙΚΡΟΣ: Ηρωας δηλαδή παππού.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Αμ το άλλο το πιο σπουδαίο; Ο αγώνας για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου ,σου έχω μιλήσει γιαυτόν,βρίσκει το Διονύσιο στο Αρκάδι να ασκεί τα καθήκοντα του μοναχού. Αλλά ποιος τον έκανε καλά όσο σκεφτόταν τους άλλους στο μέτωπο. Ζήτησε λοιπόν άδεια από τον ηγούμενο να πάει στην Αθήνα δήθεν να εγχειριστεί. Και μόλις το κατάφερε βρέθηκε στην πρώτη γραμμή να πολεμά με γενικό αρχηγό το Σήφη Αναγνωστάκη που ήταν βουλευτής. Εκεί να δεις παιδί μου πράξεις ανδρείας από έναν άνθρωπο που τον βλέπεις κι ούτε που τον πιάνει το μάτι σου.
ΜΙΚΡΟΣ: ( ακούει βήματα και πηγαίνει στο παράθυρο)Ερχονται παππού
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Καλώς ορίσατε στο σπιτικό μου . Ευλόγησον πάτερ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Ο Κύριος. Από δω Αναγνώστη ένας ξένος που έχει να μας πει κάποια πράγματα που σίγουρα θα σ’ ενδιαφέρουν.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Καθίσετε. Μαρκουλιό πετάξου παιδί μου να πείς της γιαγιάς σου να ετοιμάζει.
ΜΙΚΡΟΣ: Ναι παππού
(βγαίνει αλλά χωρίς να απομακρυνθεί)
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Καλά έκανες και απομάκρυνες το παιδί. Είναι σοβαρά αυτά που θα πούμε.
ΞΕΝΟΣ: Ναι τα μαντάτα δεν είναι καθόλου καλά. Το νησί είναι σε κίνδυνο. Οι Γερμανοί ετοιμάζονται κατά δω.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Τι ξέρεις; Φήμες ακούγονται.
ΞΕΝΟΣ: Όταν έπεσε το μέτωπο,βρέθηκα κι εγω στην Αθήνα.Μίλησα με αρκετούς κι όπως φαίνεται είναι σκούρα τα πράγματα. Ο Χίτλερ χρειάζεται την Κρήτη.Δεν θ’ αργήσει ν’ απλώσει και κατά δω το στρατό του. Πάνω όμως που θα ερχόμουν σ’ επαφή με κάποιους που δεν το βάζουνε κάτω άρχισαν τα περιθώρια να στενεύουν.Ημουνα τυχερός. Βρήκα τρόπο κι έφτασα στο νησί. Λίγο έλειψε βέβαια να μείνω κουφάρι μεσοπέλαγα. Με φύλαξε όμως ο Θεός.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Από μένα τι ζητάς;
ΞΕΝΟΣ: Πρέπει να οργανωθούμε. Εσυ εκτός από άνθρωπος που μετράει η γνώμη σου είσαι και παλικάρι. Ολοι έχουν να το πουν. Και πρώτος ο παπούλης από δω.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Είμαι έτοιμος για το κάθε τι . Απλά θέλω οδηγίες. Διονύσιε εσύ πρέπει τώρα να μιλάς.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Θαρρώ πως εσύ θα μας δώσεις καλύτερη ιδέα πώς να πράξουμε. Εγω όχι δηλαδή πως ξέχασα τη μυρωδιά του μπαρουτιού αλλά όπως και να το κάνεις μόνο να στέκω απέναντι στον εχθρό έμαθα. Του λόγου σου πουχεις διαβάσει και κάτι παραπάνω θάθελα να μας δώσεις τα φώτα σου
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Όπως βλέπω την κατάσταση δεν μένει άλλο από το να μαζευτούμε όσοι πιάνουν τα χέρια μας και να φτειάξουμε οχυρά. Νάμαστε έτοιμοι για το κάθε τι.
ΜΙΚΡΟΣ: (μπαίνει απότομα) Θα πολεμήσουμε και τα παιδιά παππού;
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Καλώς τονε. Στο ξενύχτι τοριξες του λόγου σου;
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Μπήκες ακάλεστος στην κουβέντα κι αυτό είναι βαρύ δεν βρίσκεις;
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Δεν πειράζει Αναγνώστη. Πανηγύρι έρχεται.Ας ξέρουν και τα παιδιά μας τι γίνεται.
ΜΙΚΡΟΣ: Θα με πάρεις να πολεμήσω κι εγω παππού;
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Ε την μπαντέρμη λεβεντιά. Ούτε για χωρατό δεν μπορεί να περιμένει το μέστωμα του νου. Να μου ζήσεις αντράκι μου. Ο Θεός να σ’ ευλογεί …(πιο σιγά ) και η Κρήτη περσότερο…
ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ
( Ο Διονύσιος μαζί με τον Δάσκαλο στο μοναστήρι)
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Το ρολόι της ιστορίας είχε αρχίσει να γυρνά τους δείκτες του χρόνου κουμαντάροντας τις εξελίξεις. Στις 18 Μαίου προσγειώνονται στα αεροδρόμια της Αττικής οι σχηματισμοί των γερμανικών αεροπλάνων. Και στις 20 του Μάη αρχίζει η επίθεση.
Από το χάραμα οι σταθμοί επιτήρησης αναφέρουν προσέγγιση αεροσκαφών. Λίγο αργότερα αρχίζουν σφοδροί βομβαρδισμοί.
Αλλά το ηθικό του λαού είναι ακμαιότατο. Ακολουθεί το πέσιμο των αλεξιπτωτιστών γύρω στις 7.30 το πρωί.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Εκείνη την ώρα που έπεφταν εσυ που βρισκόσουν;
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Είχα ανέβει στον Κορρέ και βλέποντας όσα γίνονταν στο Ρεθεμνιώτικο Κάμπο δεν μπορούσα να μένω με χέρια σταυρωμένα. Πάνω στην ώρα ο Μητροπολίτης Αθανάσιος και ο συγχωριανός μου πρώην βουλευτής ο Νικόλαος Ασκούτσης. Εκαναν το συνηθισμένο τους περίπατο όπως κάθε πρωί και παρέμεναν μέχρι το μεσημέρι. Πήγα βιαστικά κοντά τους και τους ανακοίνωσα την απόφασή μου.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Αλλά δεν συμφώνησαν μαζί σου.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Φοβήθηκαν για τη ζωή μου αυτό είναι όλο.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Κι εσύ ;
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Φίλησα το χέρι του δεσπότη ζητώντας την ευχή του φίλησα και το φίλο μου τον Ακούτση σαν να ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα …
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Και μετά;
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Εκανα ότι όλος ο κόσμος
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Συγχώρεσε άγιε ηγούμενε το θάρρος μου όταν σου μιλώ αλλά όλος ο κόσμος δεν έπραξε όπως εσύ. Εσυ δεν ήσουν που φθάνοντας στο μοναστήρι φώναξες ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΑΣ ΜΕ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ;
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Ετρεξαν πράγματι αμέσως ο Τίτος Μαρκίδης και ο Θεοφύλακτος Τσιουδάκης.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Μ’ αυτούς σαν άλλος Παπαφλέσσας δεν έτρεξες στο Κατωμέρι όπως έλεγες να ξεσηκώσεις τα χωριά;
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Το Κατωμέρι αφου το θες είχε ξεσηκωθεί. Δεν περίμενε εμένα. Σε κάθε χωριό οι πολίτες -ελεύθεροι σκοπευτές-ήταν έτοιμοι. Καθένας κρατούσε ότι είχε.Γκράδες,κυνηγετικά,τσάπες,ακόμα και μαγκούρες. Ηθελαν κάποιον απλώς να τους συντονίσει.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Κι αυτός ήσουν εσύ Αγιε Ηγούμενε.Ο επαναστάτης του Θερίσου,ο Μακεδονομάχος,ο ήρωας του Βορειοηπειρωτικού. Ακουσα από σοφό καθηγητή πως έβαλες αρχή από την Αμνάτο. Αρχισες να φωνάζεις στους κατοίκους που είχαν μαζευτεί στην πλατεία ….Κατέβηκες στην Πηγή. Εκεί σε περίμεναν κι άλλοι …
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Κωστάκη παιδί μου εσύ που έχεις το βαρύ χρέος να φωτίζεις το νου των παιδιών πρέπει να καταλάβεις κάτι πολύ σοβαρό.Δεν έχει σημασία πως και από πού ξεκίνησαν τα γεγονότα.
Μόνον η ιστορία μπορεί να κρίνει τις πράξεις σου. Αν πάρουμε τα γεγονότα όπως τα έζησε καθένας μας θ’ αρχίζει αλληλομαχιά, καθώς βάζει καθένας πρώτα τον εαυτό του ή την ιδεολογία του αν θέλεις. Ακρη δεν βρίσκουμε έτσι. Ασε το χρέος αυτό για όσους έχουν την όρεξη και το μεράκι όταν καταλαγιάσουν τα πάθη να γραφτούν τα γεγονότα με βαρύ αίσθημα ευθύνης. Μέχρι τότε όμως να μείνεις στην ουσία του πράγματος. Κι αυτή είναι η θυσία του λαού μας. Οι απλοί άνθρωποι έδωσαν το μεγαλείο στη μάχη αυτή. Γυναίκες και παιδιά. Γέροντες ανήμποροι που μπροστά στον κίνδυνο θυμήθηκαν τα νειάτα τους. Η ψυχή παιδί μου δεν έχει ιδεολογία. Κι αυτή έκανε τη Μάχη της Κρήτης να μείνει φωτεινό ορόσημο στην ιστορία .Ακου τη συνέχεια του περιστατικού που σου αφηγούμαι και θα καταλάβεις.
Σου έλεγα λοιπόν πως μετά το μεσημέρι της 20ης Μαίου δεχθήκαμε τους εισβολείς, τον αθέρα των αλεξιπτωτιστών του Χίτλερ που έπεφταν στα άγια τούτα χώματα βέβαιοι ότι θα βρουν άμαχους κι ανήμπορους να τους αντιμετωπίσουν.
Στους τομείς Ρεθύμνου και Ηρακλείου έπεσαν μετά το μεσημέρι. Κι έγινε ο τόπος μια κόλαση που δεν μπορεί να περιγράψει η ανθρώπινη φαντασία.
ΒΙΝΤΕΟ ΠΤΩΣΗΣ
ΦΩΝΕΣ: Δεν θα καλοπεράσουν.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Κάντε κουράγιο. Θα μάθουν οι άτιμοι πως και μοναχοί μας κάνουμε δουλειά. Εσυ που πας; Είσαι μικρός .Φύγε…
ΠΑΙΔΙ: Ασε με παππούλη.Η χήρα η μάνα μου άνοιξε το σεντούκι και μούδωκε το σκουριασμένο γκρά του παππού. Ασε με μπαρμπα Αναγνώστη. Το αίμα του κύρη μου που άφησε τα κόκκαλά του στην
Αλβανία το καλεί.Μην το ντροπιάσω.
ΑΛΛΟ ΠΑΙΔΙ: Πως έγινε έτσι ο ουρανός.Κοίτα τις ομπρέλλες.Πωπω χρώματα που έχουν…
ΠΑΙΔΙ: Μα τι κάνουν αυτοί που κατεβαίνουν;
ΠΑΙΔΙ: Λένε πως θα μας σκοτώσουν.
ΠΑΙΔΙ: Εμείς θα τους σκοτώσουμε. Ο παππούς μου λέει πως δεν σε σημώνει το κακό όταν ξέρεις να πολεμάς.
ΠΑΙΔΙ: Φοβάμαι αλλά πάλι ξεχνιέμαι και θέλω με τις ώρες να κοιτώ…
ΠΑΙΔΙ: Πάμε να φύγουμε. Πάμε …
ΜΑΡΚΟΣ: Κάτσε μωρέ και μη σκιάζεσαι…
(ακούγεται ομοβροντία)
ΓΙΑΓΙΑ : Παναγία μου το κοπέλι. Σέβου καρδούλα μου.Σέβου
(πέφτει και το σκεπάζει με το κορμί της)

ΣΚΗΝΗ 6η

ΠΑΤΕΡΑΣ: Φύγετε από τον ήλιο. Ιντα ξανοίγετε μωρέ και γελάτε;
ΑΓΟΡΙ: Να κάτω κει στη ρεματιά φαίνεται κάτι ξένοι.Δεν φορούν πουκάμισο.
ΠΑΤΕΡΑΣ: Γερμανοί θάναι. Από τότε που πέσανε δεν μας αφήνουν σε ησυχία τα σκυλιά. Προς τα πού τραβούν;
ΑΓΟΡΙ: Ισα πάνω.Μα γιατί είναι έτσι ντυμένοι; Ούτε πουκάμισο δεν φορούν.
ΠΑΤΕΡΑΣ: Με τόση κάψα γιέ μου ποιος αντέχει βαρύ ρούχο. Καυτός είναι ο Μάης οφέτος.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν σε νοιάζει να τους λυπάσαι κιόλας.
ΑΝΔΡΑΣ: Οποιος δεν με πειράζει ξυπνά την ανθρωπιά μέσα μου.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Κουράστηκες πρέπει άντρα μου.Θα σε πείραξε κι ο ήλιος.Παραλογίζεσαι. Αυτοί μάτια μου ήρθαν να μας ξεκάμουν.
ΑΝΔΡΑΣ: Κατέχω το …Μα..
ΓΥΝΑΙΚΑ : Ηθελα να σ’ έβλεπα όταν μπήκαν στης Ανάστως.Τους είδε η κακομοίρα η γρε έτσι που σιρώνανε από τον ίδρω κι έπιασε να γεμίσει μια γαβάθα γάλα για να τους δώσει να πιούν. Ηπιανε λοιπόν-που νάναι το στερνό τωνε –κι απόεις εβγάλανε παράδες να τηνε πληρώσουνε.
ΑΝΔΡΑΣ: Και ;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Αποσκέπαση την έπιασε τη γρε. Τέτοια προσβολή στο σπίτι της δεν την επερίμενε. Τους τα πέταξε πέρα.
ΑΝΔΡΑΣ: Και μετά;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Κάποιος ήτονε μαζί τως ευτυχώς που κάτεχε μερκά Ελληνικά…
ΠΑΙΔΙ: Ο Φρίτς θάτανε…
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ποιος είναι αυτός;
ΠΑΙΔΙ: Ενας ξένος καλέ. Μας δίνει σοκολάτες όπου μας δει.Μιλάει μα δεν καταλαβαίνουμε…
ΠΑΙΔΙ: Εγω κατάλαβε προχθές ίντα πε.Κακό πόλεμος…
ΓΥΝΑΙΚΑ: Να μην ακούσω ότι σημώνετε Γερμανούς και παίρνετε πράματα θα σας μαράνω κακόμοιρα…
ΑΝΔΡΑΣ: Θωρείς γυναίκα; Ούλα τα δάκτυλα δεν είναι τι ίδιο.Σάμπως οι στρατιώτες τους θέλουνε θαρρείς τον πόλεμο;
ΠΑΙΔΙ: Δηλαδή οι στρατιώτες μας δεν θέλουνε τον πόλεμο;Και γιατί πολεμήσανε στην Αλβανία;
ΠΑΤΕΡΑΣ: Εμείς παιδί μου δεν πειράξαμε κιανέναν.Ηρθαν να πάρουν την πατρίδα μας οχτροί.Να κάτσουμε με σταυρωμένα χέρια; Εσένα τις προάλλες σου πήρε το κοντύλι σου η Αργυρή ένα λεφτό και χάλασες τον κόσμο. Ετσι να το κρίνεις. Μα για στάσου. Ο Αναγνώστης από το Κατωμέρι έρχεται κατά δω.Σέρνει μαζί του και κάποιον που δεν κατέχω. Ιντα συμβαίνει;
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Ωρα καλή. Μπορώ να σε δω του λόγου σου ;Με το συμπάθειο κυρά μου.
ΠΑΤΕΡΑΣ: Ελα κόπιασε.Κι ο ξένος μαζί Δεν έχω οξω μόνο νερό να σας δώσω.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Δεν είναι ώρα για τσιριμόνιες. Ξέρω την καλή σου διάθεση. Ακουσε με προσεκτικά. Στη χώρα γίνεται χαμός. Ετσι λένε οι πληροφορίες. Και δεν σφάλουν.Από δω ο άνθρωπος είδε κι άκουσε πολλά.
ΠΑΤΕΡΑΣ: Ρεθεμνιώτης είσαι;
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Συμπάθα με Γιώργη, αλλά δεν έχουμε ώρα για περιττές κουβέντες.
ΞΕΝΟΣ: Οι Γερμανοί άρχισαν αντίποινα…
ΠΑΤΕΡΑΣ: Κατέχω το μα δεν ήξερα λεπτομέρειες. Είδα κάποια γυναικόπαιδα να πορίζουν προς τις σπηλιές ,αλλά δεν ήταν καιρός να ρωτήσω για να μάθω.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Εχε το νου σου λοιπόν γιατί σημώνει κι η σειρά μας.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Με συμπαθάτε αλλά πρέπει να φύγω. Μια στιγμή μόνο να ρωτήσω κάτι τον άντρα μου;
ΠΑΤΕΡΑΣ: Γιατί τόση βιάση;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ιντα θα κάμουμε με το μνημόσυνο τ’ αφέντη σου;
ΠΑΤΕΡΑΣ: Μίλησες με τον παπά;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα που ζεις Χριστιανέ μου; Τρέξανε τέρατα και σημεία
ΠΑΤΕΡΑΣ: Ιντα γίνηκε;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μόλις έμαθε ο παπάς ,πως αρχίσανε να πέφτουνε και δω αλεξιπτωτιστές ,έκαμε λειτουργιά και μετά πέταξε το ράσο του πέρα.
Κατέβηκε στον κάμπο να πολεμήσει…
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Για το Διονύσιο λέτε; Ναι έκαμε γερή ζημιά στους Γερμανούς.
ΠΑΤΕΡΑΣ: Το λέει η καρδιά του.
ΞΕΝΟΣ: Αν τύχει και τον δεις πές του πως τον ψάχνουν λυσσασμένα οι Γερμαναράδες. Γύριζε λένε κάποιοι σαν το στοιχειό ανάμεσά τους εκεί στον κάμπο και πάνω που θαρρούσαν πως τον είχαν πετύχει αυτός πάλι από την αρχή τους έκανε και στέναξαν.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ιντα να κάνω με το μνημόσυνο άντρα μου;
ΠΑΙΔΙ: Πατέρα έρχονται Γερμανοί
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ(ανήσυχος) Πάμε. Κι όπως είπαμε. Μάτια τέσσερα κι όταν χρειαστεί κάνουμε όλοι το χρέος μας. Χαλάλι ο θάνατος αλλά να πάρουμε και καμπόσους μαζί μας.
ΠΑΤΕΡΑΣ: Σαν ν’ ακούω το Χαρκιανοστελή. Τα ίδια λέει κι αυτός. Αμέτε στο καλό.
ΠΑΙΔΙ: Πατέρα …
ΠΑΤΕΡΑΣ: Γυναίκα μάζεψε τα κοπέλλια.Συ έλα μαζί μου.
Εχε το νου σου ίντα θα πω κι η ώρα δεν μας παίρνει. Ακουσε γιέ μου. Μπορεί νάρθουνε οι Γερμανοί για μένα. Θα με πάρουν. Γιαυτό πάω ίδια τώρα να θάψω στη μεγάλη ελιά, κατές, μόλις μπαίνεις στο χωράφι μας ,το πορτοφόλι με τα λεφτά μου. Είσαι μεγάλος πια. Αν χαθώ πάρε το πορτοφόλι και πορευτείτε.
ΠΑΙΔΙ: Μα πατέρα…
ΠΑΤΕΡΑΣ: Σώπα .Μιλώ σε άντρα πια. Ασε τα κλαματα και το νου σου στη μάνα σου και στα κοπέλλια.Κι αν δεν τύχει να ξαναβρεθούμε λέγε στα παιδόγγονά σου πως κάτι έκανα κι εγω για την τιμή σας.Ένα λιθαράκι να πεις.΄
ΠΑΙΔΙ: Μπαίνουν στην αυλή πατέρα…
ΠΑΤΕΡΑΣ: Στ’ όνομα του Χριστού! Κι αν είναι γραφτό μου χαλάλι. Κάποιοι θα βρεθούν να πάρουν το αίμα μου πίσω.

ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ

ΓΥΝΑΙΚΑ: Γιατί τόση παιδωμή Παρθένα μου; Που να τους έχουν πάει;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Θαρρώ πώς άδικα ξεστρατίζει ο νους μας στο κακό. Να τα θυμάστε. Είναι σε αγγαρεία. Πόσους και πόσους δεν παίρνουν.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μήνυσα και του συντέκνου μου στη Μεσαρά. Δεν κατέχει πράμα.Δεν είδε τον άντρα μου πουθενά.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ο παπάς δεν είναι αυτός;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Παραγνώρισες. Φαντάρος είναι…
ΓΥΝΑΙΚΑ: Καλέ στο χαμπάρι που περιμένω.Ο Διονύσιος είναι…Γέροντα.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Ωρα καλή σας.Μα δα να ξεχάσετε την ιεροσύνη μου. Αλλού με πέμπει το χρέος.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Κι οψάργας ίντα κουβέντα είπες της Ελενιάς που έχασε το γιο της;
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Είπα πως τώρα είμαι στρατιώτης. Είπα την αλήθεια ευλογημένη. Δεν έχουμε τώρα καιρό ούτε για ταφές. Τώρα πολεμάμε. Νοιώσε το. Τι παράδειγμα θα δώσουμε στα παιδιά αν πράξουμε διαφορετικά;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Γέροντα οι εδικοί μας που πήρανε οι Γερμανοί.Που να βρίσκονται;
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Πράμα σ’ αγγαρεία τους μπλέξανε.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Παπά μου τόσα ακούγονται.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Δεν θα τους έβλεπα; Μου έτυχαν σκοτωμένοι καμπόσοι. Αστε το λοιπόν τις κλάψες και νοιαστείτε για τα κοπέλλια σας.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Παναγιά μου.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Ας είστε υπό τη σκέπη Της. Τώρα τη χρειάζεστε όσο ποτέ.

ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ

( Παιδιά έχουν περιτριγυρίσει το Φρίτς)
ΦΡΙΤΣ: Κακό πόλεμος. Εσεις παιδιά να λέτε στο Θεό όχι πόλεμος πια.
ΠΑΙΔΙ: Ναι Φρίτς. Μα εσύ είσαι καλός.
ΦΡΙΤΣ: Κακό πόλεμος (ακούγονται ριπές)
Τοντ ,τόντ,τόντ. Θάνατος.
ΠΑΙΔΙ: Ακου Φρίτς . Κάποιους σκοτώνουν.
ΠΑΙΔΙ:Γιατί Φρίτς;
ΦΡΙΤΣ: Γκιατί…γκιατί ,όχι πια πόλεμος. Όχι πια
(Τ’ αγκαλιάζει ,κλαίγοντας)
ΠΑΙΔΙ: Σώπα Φριτς. Εσυ είσαι καλός
(ριπές)
ΜΑΡΚΟΣ (φθάνει τρέχοντας)Που να πάω; Που να τους γυρέψω; Πήρανε 19 και τραβήξανε νοτικά.Μαζί και τον πατέρα μου. Μόλις γύρισε και δεν τον χόρτασα. Δεν τον είδα . Ακούτε; Πήρανε και τον πατέρα μου μαζί.
(ριπές)
Όχι ,όχι τον πατέρα μου. Όχι τον πατέρα μου… (πέφτει κάτω)
ΦΡΙΤΣ: Τοντ,θάνατος,όχι πια όχι πια
(Ξηλώνει τον αγκυλωτό σταυρό από το μανίκι του, τον κοιτάζει με φρίκη και αηδία,τον σφίγγει με μανία στην παλάμη του και φεύγει τρέχοντας)
ΠΑΙΔΙΑ: (έρχονται από το βάθος) Επεσε ο Φρίτς. Τον είδαμε κάτω. Δεν μας μιλά. Και το χέρι του τρέχει αίμα. Πολύ αίμα…
(μπαίνει ο χορός των γυναικών)
ΚΟΡΥΦΑΙΑ:
Αυτά που λίγο πριν εμαρτυρούσαν
τα μάτια μήτ’ οχτροί να μην εζούσαν
ρούχα και μέλη διασπαρμένα στο χορτάρι
ξέφτια ζωής στου χάρου τ’ άσωστο κουβάρι

ΓΙΑΓΙΑ : Μες στου θανάτου το σωρό παιδί μου
κι εσύ, στο αίμα βουτηγμένο γιασεμί μου
κατάρα στην αντάρα του πολέμου
που ζήλεψε τη νιότη σου άγγελέ μου

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ποια μοίρα μας οργίστηκε Θεέ μου
Και πήρε τη ζωή σου ακριβέ μου;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ποιος να το πίστευε πως θάβλεπα κομμάτια
αυτόν που ήτανε το φως στα δυό μου μάτια;

ΓΙΑΓΙΑ: Χωρίς παπά ακήδευτο παιδί μου
η γης σε αποδέχτηκε ψυχή μου
γιάειντα ο χάροντας δε μούκανε τη χάρη
εμένα κι όχι εσέ να πρωτοπάρει;

(Μπαίνει και η ξένη)

ΓΥΝΑΙΚΑ: Ηταν όμορφο αγόρι ο Φρίτς
Απήγγειλε με τόση ευαισθησία Γκαίτε
Κι ήθελε πάντα νάρθει στο νησί αυτό
προσκυνητής κι όχι κατακτητής
ικέτης κι όχι δυνάστης.
Το Φριτς βρήκαν νεκρό ένα πρωί
όχι από σφαίρα Κρητικού ή συμμάχου
στη φούχτα του είχε λυγίσει από την οργή
η αφορμή μα και το αίτιο θανάτου
εκείνος ο μακάβριος σταυρός
που προκαλούσε φρίκη η θωριά του
Με τη ζωή του τ’ άμοιρο παιδί
βρήκε τα λύτρα για τη λευτεριά του.

Εσυ γυναίκα που πατάς σ’ αυτή τη γη
ένα λουλούδι αν θέλεις βάζε στη γωνιά του
και μη βαρυγκομάς γιαυτόν στιγμή
ήταν κι εκείνος θύμα όπως κι η γενιά του
Αν έκλεισαν τα σπλάχνα σου ζωή
το θέλημά μου κάνε το μεγάλο
ένα λουλούδι χάριζέ του συντροφιά
από τη μάνα σου- να λες- και τίποτ’ άλλο.
ΣΚΗΝΗ ΕΝΝΑΤΗ

(Η Γιαγιά ετοιμάζει το κόλυβο )
ΓΙΑΓΙΑ: Τα τρήμερά σου φτάσανε παιδί μου. Μπορεί να μη σε κήδεψα μια και το χρέος αυτό μπήκε τέτοιες ώρες στο περιθώρι. Αλλά το κόλυβό σου θα γενεί με την τάξη.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Θες πράμα Βαγγέλα;
ΓΙΑΓΙΑ: Νάσαι καλά γειτόνισσα. Παρά τον καημό πιάνουν τα χέρια μου. Επειτα είναι κι ο άντρας μου παρέκει. Αν χρειαστεί…
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Είδα προλίγου αυτά τα σκυλιά νάρχονται κατά δω.Μπαίνουν και διαγουμίζουν τα έχει του κοσμάκη ,που να μην προλάβουν να τα χαρούν. Το νου σου. Αν θες, πάω πέρα, να σου πάρω το μικρό;
ΓΙΑΓΙΑ: Α το παντέρμο τ’ ορφανό. Δεν μπορεί να συνέλθει μετά από αυτό που έζησε. Πήρε πάλι κατά τα λιόφυτα κλαίγοντας.Η Παναγιά ναναι μαζί του μη πέσει ποθές.Σα παραλογισμένο είναι το αγόρι μου.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Και μεγάλος να δει ,όπου ακουμπά η ανάσα του να σκοτώνουν το δικό του θα πάθει. Και καλή του χάρη του παιδιού. Ο Θεός να του δίδει υπομονή. Α μη το ξεχάσω. Τα σεντόνια που μούδωκες τα πήγα να τα κάνουν επιδέσμους. Εδωκες όμως τα καλύτερά σου.
ΓΙΑΓΙΑ: Αυτά που είχα βιος ανεκτίμητο γειτόνισσα τάδωσα χαλάλι στον αγώνα. Δυο γιούς που δεν στιμάρονται με όλα τα πλούτια του κόσμου.Οποτε χρειαστεί λοιπόν για τους τραυματίες,εδώ είναι η κασέλα μου.Χάρισμά τους ότι χρειαστεί.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Εγω πάω κι όπως σου είπα.Πρόσεχε.
ΓΙΑΓΙΑ: Τώρα που έθαψα και το Γιώργη μου με νοιάζει λιγότερο η ζωή μου. Νάχα τον τρόπο κι εγω θα πολέμαγα τα σκυλιά. Το άδικο αίμα που ακόμα αχνίζει σαλεύει το λογικό μου.
(Μπαίνει μέσα κι ακούγεται η φωνή της που ανακατεύεται με φωνές Γερμανού)
ΓΙΑΓΙΑ: Κάτω τα χέρια από το κόλυβο του παιδιού μου.Ακόμα μωρέ και στο μνημόσυνό του δεν το αφήνετε ήσυχο; Μ’ αυτό το ξύλο θα σου ανοίξω την κεφαλή σου αντίχριστε…
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Παναγία μου . Να τη σκοτώσει θέλει. Σαν αγρίμι του χύμιξε με το ξύλο μόλις είδε το τσικάλι με τα κόλυβα στο χώμα.
ΦΩΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ: Κράτα γυναίκα.Ερχομαι να σε βοηθήσω. (ακούγεται πυροβολισμός)
Σκύλε να σε μάθω θέλει να τα βάζεις με γυναίκες μοναχές.(πυροβολισμός)
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Τον σκότωσε κι αυτόν.Όχι Χριστέ μου φτάνει πια. (φεύγει τρέχοντας)Φτάνει πια.

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ

( Στο Αρκάδι ο Διονύσιος με τον Δάσκαλο συνεχίζουν την αναπόληση των γεγονότων)
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Αυτή παιδί μου ήταν αν θες και η πρώτη πράξη αντίστασης μετά τη Μάχη της Κρήτης. Μια γυναίκα έβαλε την αρχή. Ευαγγελία Πολιουδάκη τ’ όνομά της. Ας είναι αγιασμένο το χώμα που κείτεται. Στο θάνατο την ακολούθησε κι ο άντρας της. Ο Αναγνώστης με τ’ όνομα.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Εγιναν και τόσα άλλα γέροντα κείνες τις μέρες .Βαριά τ’ αντίποινα.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Από πού να βάλουμε αρχή παιδί μου γι αυτό το μνημόσυνο των αντρειωμένων. Τα νέα φτάνανε αργά, αλλά μάθαινε κάποτε ο καθένας τα δεινά του άλλου κι έκανε καρδιά για να πάρει εκδίκηση για όλους.
(ΒΙΝΤΕΟ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ)
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Αυτή η Μάχη παιδί μου μπορεί να καθόρισε την έκβαση του πολέμου αλλά άφησε κι ένα τεράστιο ΓΙΑΤΙ να πλανιέται στους αιώνες. Οι αριθμοί μόνο μπορούν να περιγράψουν τη φρίκη.Γιατί ο πόλεμος είναι γιος της φρίκης και του ολέθρου.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Φέρνει όμως ο πόλεμος και το διχασμό. Αν μιλήσουμε ποτέ για τις ομάδες…
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Σώπασε Κωστάκη. Κάποτε στη συνείδηση της Ιστορίας θα μετρήσουν όχι ομάδες και προσφορά καθεμιάς αλλά ο αγώνας και η θυσία. Ολοι για ένα σκοπό προσφερθήκανε.Ηταν όλοι τους μνηστήρες της Λευτεριάς. Ετσι πρέπει να τους θυμόμαστε και να τους ευγνωμονούμε.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Και οι νεκροί;
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Ηταν οι μυγδαλιές που προανήγγειλαν την άνοιξη για να μη γονατίσει ο χειμώνας το κουράγιο μας. Από τ’ Αρκάδι μέχρι του Πρέβελη άνθιζαν αυτές οι μυγδαλιές παιδί μου.Και πάντα θ’ ανθίζουν .Οσο κι αν το ξεροβόρι τις χτυπά. Αυτές θα βλέπεις και θα καληνωρίζεις κείνους τους νεκρούς που θα μας θυμίζουν πάντα ότι πολυτιμότερο μας έχει κληροδοτήσει η πορεία μας στην επίγεια ζωή μας.Την περηφάνεια της φυλής.

Τ Ε Λ Ο Σ

Αφήστε μια απάντηση