Όταν φυσάει θάνατος στη γειτονιά της ψυχής μας, όλα ασήμαντα φάινονται κι ανάξια. Κι απ’ όλα πιο ανάξια η γλώσσα, η φωνή, ο λόγος που καλούνται να εξορκίσουν άλλη μια φορά το ανεξόρκιστο, να ψελλίσουν μια επωδή, ήδη ηττημένη.
Δεν βρίσκω τη λέξη εκείνη που μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτή την ώρα για να αποτυπώσω με ακρίβεια τα συναισθήματα που μου προκάλεσε χθες το πρωί η πληροφορία του αρχισυντάκτη μου για τον απροσδόκητο θάνατό σου, αξέχαστη φίλη Αννίτα, και μάλιστα κάτω από τις τραγικές συνθήκες που έμαθα ότι συντελέσθηκε. Η λέξη κεραυνοβολήθηκα δεν φτάνει. Αυτή αποτυπώνει ίσως τα συναισθήματα της Ρεθεμνιώτικης κοινωνίας. Όχι όμως τα δικά μου. Τα αισθήματα ενός πραγματικού φίλου.
Τα δικά μου είχαν βαθιές ρίζες. Είχαν τις ρίζες τους στο 1979 που τρέχαμε με τον πατέρα σου στα καθολικά μοναστήρια του Βελγίου, για να σας αγοράσει τις περίφημες δαντέλες – που έπλεκαν με το χέρι τους οι καλόγριες – τις οποίες του παράγγελνε τηλεφωνικά η θαυμάσια μητέρα σου, προκειμένου να φτιάξει την προίκα τη δική σου και την προίκα των δύο αδελφάδων σου.
Θυμούμαι λίγο αργότερα με πόση χαρά ο τραγικός πατέρας Θανάσης Πώποτας – φίλος καλός και συνάδελφος διαλεκτός – μου ανήγγειλε ότι θα γίνει Ρεθεμνιώτισσα η πρωτοκόρη του.
Αυτόν τον όμορφο προσωπικό και συναδελφικό δεσμό που με συνέδεε με τους γεννήτορές της, δεν τον σεβάστηκε απλά η τρυφερή και ευαίσθητη Αννίτα, αλλά τον εμπλούτισε και τον έκαμε ακόμη πιο βαθύ και πιο στέρεο από τότε που εγκαταστάθηκε στο Ρέθυμνο.
Την αγαπούσα αυτή την πανέμορφη κοπέλα, την γεμάτη τρυφερότητα, καλοσύνη και αισιοδοξία. Και είμαι βέβαιος ότι ήταν ίδια και τα δικά της αισθήματα.
Άλλο αν δεν καταφέραμε ποτέ να βρεθούμε περισσότερο από λίγα λεπτά στο δρόμο ή τα δικαστήρια. Κάθε φορά που θελα συναντηθούμε, αυτοδεσμευόμασταν να βρούμε τον χρόνο να πιούμε ένα κρασί και να σκαλίσουμε τις μνήμες και τα συναισθήματά μας.
Αυτός ο χρόνος τελικά της μιας ευχάριστης ώρας ή της μιας βραδιά δεν βρέθηκε ποτέ, με την αξέχαστη Αννίτα, στα 15 χρόνια οπυ πολιτογραφήθηκε Ρεθεμνιώτισσα. Εμπόδιο πάντα το δικό μου ή το δικό της βαρυφορτωμένο πρόγραμμα.
Ούτε ακόμη όταν θέλησα να τη δω για να της μεταφέρω με κάποιο τρόπο της έκφραση της φιλικής μου συμπαράστασης στην άδικη δοκιμασία που περνούσε ο πατέρας της.
Θαύμασα τότε, για άλλη μια φορά, τα αισθήματα προσωπικής υπερηφάνειας και απέραντης τρυφερότητας που έτρεφε στον πατέρα Θανάση και σ’ όλη της την οικογένεια. Είχε αρχές και τιμούσε τις ανθρώπινες αξίες.
Παίζει άσχημα παιχνίδια η μοίρα στους ανθρώπους. Ένα τέτοιο διάλεξε και για μένα αξέχαστη Αννίτα. Εκεί που δεν βρίσκαμε ούτε εγώ, ούτε εκείνη, λίγο χρόνο να βρεθούμε, να πούμε λίγα λόγια για τις μικροχαρές και τις μικρολύπες της καθημερινής ζωής, διάλεξε γι’ αυτήν τον πρόωρο και τραγικό της χθεσινό θάνατο και για μένα τον πικρό και άχαρο ρόλο, να της απευθύνω με πραγματικό πόνο ψυχής το σημερινό λιγόλογο ξόδι.
Κατεβόδιο αξέχαστη Αννίτα. Αυτό που θέλω να σε βεβαιώσω είναι ότι, το Ρέθυμνο δεν θα ξεχάσει ποτέ την όμορφη, τρυφερή Βολιότισσα με τη χρυσή καρδιά, την οποίαν συμπλήρωναν οι αρετές της πραότητας, της καλοσύνης και της ηθικής ακεραιότητας. Θα σε θυμούμαστε πάντα με πολύ αγάπη και θα σου ανταποδίδουμε την τρυφερότητα με την οποία περιέβαλες τους ανθρώπους αυτής της πολιτείας.
Γιάννης Χαλκιαδάκης