O μικρότερος αντάρτης της «ομάδας Πετρακογιώργη»

07 Ιουν, 2016


spaxis

“Έφυγε” σε ηλικία 89 ετών ο πρώην δήμαρχος Ανωγείων Βασίλης Σπαχής ή Σπαχοβασίλης.

Ο Βασίλης Σπαχής ήταν ο μικρότερος σε ηλικία αντάρτης, ο οποίος εντάχθηκε την περίοδο της Κατοχής στην «ομάδα του Πετρακογιώργη».

Aναμνήσεις  Βασίλη Σπαχή από τη Γερμανική Κατοχή 

(Το παρακάτω ημερολόγιο  γράφτηκε το 2006 και βρέθηκε στο αρχείο Γρηγόρη Χρυσού)

Σε ηλικία 79 χρόνων αποφασίζω να καταγράψω σε μαγνητοταινίες τις εμπειρίες μου για μια κρίσιμη για την πατρίδα περίοδο . η συγκυρία φτώχεια και δυστυχία που βιώναμε τότε όλος ο Κρητικός χώρος, με ώθησε  να ζητήσω την τύχη μου μακριά από τα Ανώγεια όπου κατοικούσα και να πάω σε άλλο μέρος, προκειμένου να εργαστώ και να προσφέρω κάτι στην πολυμελή οικογένεια μας, γι την εποχή εκείνη τα μέσα που συντηρούμασταν όλοι οι ορεινοί πληθυσμοί ήταν πολύ πενιχρά.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Πρέπει να κάνω ένα πρόλογο και να πω ότι η τύχη με έφερε κοντά σε μια από τις μεγαλύτερες μορφές του Κρητικού Αντιστασιακού Αγώνα σ’ αυτή τη φοβερή περίοδο για την ιδιαιτέρα πατρίδα μας την Κήτη, σε μια θρυλική μορφή που έζησε και έδρασε κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής.

Πρόκειται για τον αρχηγό μου τον Γεώργιο Πετρακογιώργη, αυτόν τον γίγαντα ήθους και πατριωτισμού και όλων των αρετών που πρέπει να έχει ένας μεγάλος πατριώτης και ένας γενναίος άνθρωπος.

Είχα την ευτυχία και τη χαρά παρά τις πολύ δύσκολες εκείνες μέρες για τον Κρητικό λαό να μυηθώ και εγώ κατά ένα ποσοστό στις αξίες του.  Έχω δε την πεποίθηση ότι ποτέ δεν πρόδωσα όλες αυτές τις νουθεσίες και τα υποδείγματα που έλαβα από αυτή την σημαντική προσωπικότητα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

28η Οκτωβρίου 1940

 

Έφυγα λοιπόν από τα Ανώγεια με κατεύθυνσης το χωριό Μαγαρικάρι , στις 28 Οκτωβρίου 1940 την ημέρα που κηρύχτηκε ο Ελληνογερμανικός πόλεμος.  Θα διηγηθώ τα γεγονότα εν συντομία γιατί επιθυμώ  αυτήν την περιγραφή μου να είναι όσο μπορώ πιο πειστική και αν έχει την αξία της. Το  πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 βρέθηκα στο Ηράκλειο, τη στιγμή που χτυπούσαν οι καμπάνες και οι σειρήνες και ανήγγειλαν την κήρυξη του πολέμου από τους Ιταλούς κατά της πατρίδας μας. Προορισμός μου ήταν το χωριό Μαγαρικάρι για να εργαστώ ως βοσκάκι στον αδελφό του Γεωργίου Πετρακογιώργη, ιατρό Μιχαήλ Πετράκη.

Ο λόγος που εγώ είχα αυτόν τον προορισμό ήταν ότι ο αδελφός του Πετρακογιώργη, του οποίου μέχρι εκείνη την στιγμή δεν γνώριζα ούτε το όνομα, είχε στείλει στα Ανώγεια ένα πρώτου του ξάδελφο, τον Αγησίλαο Πετράκη, για να του βρει ένα βοσκάκι να βλέπει τα εξήντα οικόσιτα πρόβατα που διατηρούσε ο γιατρός στο Μαγαρικάρι.

Ο άνθρωπος αυτός, ο Αγησίλαος, είχε βαφτήσει μια ξαδέλφη μου και είχαμε όλοι ενδιαφερθεί να τον εξυπηρετήσουμε  να βρει παιδί για τις ανάγκες του συγγενούς του, του ιατρού Πετράκη. Επειδή λοιπόν δεν μπόρεσε να βρει προσφέρθηκα εγώ, παρά το νεαρό της ηλικίας μου, λογω και των πιεστικών οικονομιών αναγκών της οικογένειάς μου, να πάω να καλύψω αυτήν την ανάγκη, παρά το γεγονός ότι δεν είχα καμία απολύτως σχέση με την κτηνοτροφία.

Ο πατέρας μου άκουσε τις κωδωνοκρουσίες και τις σειρήνες, προσπάθησε στο Ηράκλειο που βρισκόμαστε να με αποτρέψει και να γυρίσουμε πίσω λέγοντάς μου : «Ο γιατρός που πηγαίνεις εσύ θα στρατευθεί και ποιος θα σε υποδεχθεί στο Μαγαρικάρι,  τι θα γίνεις σε ένα ξένο χωρίο;».

Εγώ λοιπόν ανήσυχη φύση από μικρός επ’ ουδενί λόγο ήθελα να γυρίσω πίσω. Τελικά μπήκα στο λεωφορείο και έφθασα στο Μαγαρικαρι το βράδυ της 28 Οκτωβρίου 1940.

Παρουσιάστηκα στον γιατρό Μιχαήλ Πετράκη τον πολύ ευγενή αυτόν άνθρωπο ο όποιος ήταν συμμαθητής με έναν άλλο συγχωριανό μου τον γιατρό τον Νικόλαο Μανούσο που κι αυτός ήταν εξίσου ευγενής και γλυκύτατος άνθρωπος.

Μόλις με αντίκρισε ο γιατρός έτσι μικρόσωμο και αδύνατο, απόρησε πως εγώ ένα μικρό παιδί , θα  μπορούσα να  ανταποκριθώ στα καθήκοντα του βοσκού, να βλέπω εξήντα πρόβατα, λαμβανομένου υπόψη ότι η περιοχή ήταν γεωργική, η γη καλλιεργήσιμη, και οι ζημιές θα μπορούσαν να είναι πάμπολλες.

Με ρώτησε λοιπόν ο γιατρός, αν θα τα κατάφερνα και του απάντησα: «Γιατρέ μη σε ξεγελά το ανάστημά μου και τα χρόνια μου, έχω μέσα μου όλο το δυναμισμό που χρειάζεται για να μη σε εκθέσω στη δουλειά που μου αναθέσεις».

Την πρώτη μέρα της παραμονής μου στο Μαγαρικάρι, δηλαδή την επαύριον, διαπίστωσα ότι στο σπίτι των Πετρακηδων είχε αρκετό προσωπικό. Είχε ζευγάδες, μαζώχτρες, όταν ήταν  οι ελιές     κλπ. Μου δίδει ο γιατρός το πρωί ένα από τους υπαλλήλους του και με πήγε σε μια περιοχή που ήταν τα δικά του χωράφια για να βλέπω τα πρόβατα.

Μόλις έφυγε ο άνθρωπος αυτός  αφού μου έδειξε την περιοχή και με άφησε μόνο, είπα στον εαυτό μου : «οτιδήποτε άλλο επάγγελμα θα κάνω στη ζωή μου εκτός  από αυτό του κτηνοτρόφου», διαπιστώνοντας ότι αυτή η εργασία ήθελε ένα άνθρωπο μέρα νύχτα  κοντά της. Έκαμα έξι μήνες και ο γιατρός με είχε πολύ αγαπήσει, που πολλές φορές ερχόταν στο δρόμο για να με προϋπαντήσει, όταν έφερνα τα ζώα για να τα βάλω μέσα . ανταποκρίθηκα  λοιπόν επάξια εκατό τοις εκατό στις προσδοκίες του γιατρού. Και να σημειώσουμε εδώ ότι η αμοιβή που θα έπαιρνα για έξι μήνες ήταν 3.500 δρχ εις χρήμα και ένα ζευγάρι υποδήματα.

Όταν έφτασε η ημερομηνία να φύγω από το Μαγαρικαρι, τον Απρίλιο  – Μάιο του 1941 και αφού είχα τελειώσει την υποχρέωσή μου, είχε αρχίσει ο καταιγιστικός βομβαρδισμός της Κρήτης, από τα φασιστικά αεροπλάνα , του Χίτλερ τα περίφημα στουκας, αεροπλάνα καθέτου  εφαρμόσεως.

Τα αεροπλάνα αυτά είχαν εμφυσήσει τέτοιο πανικό στον κόσμο, τον άμαχο πληθυσμό, που οι άνθρωποι είχαν πάρει τα γυναικόπαιδα τους και είχαν βγει στις ρεματιές κάτω από τα δένδρα για να κρυφτούν και να προφυλαχθουν από αυτή την φοβερή απειλή, η οποία είχε και ένα επί πλέον πανικό. Τα αεροπλάνα αυτά είχαν εφοδιαστεί  εκτός από τις βόμβες και με σειρήνες για να αυξήσουν τον τρόμο στον κόσμο.

Στην περιοχή που βρισκόμουνα δεν έπεσαν αλεξιπτωτιστές αλλά έγιναν βομβαρδισμοί. Τις δώδεκα μέρες που κράτησε η επίθεση για την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς, στην περιοχή του Τυμπακίου, δεν έγινε χρήση πυρών. Παρά το γεγονός ότι υπήρχε συμμαχική δύναμη, για να μη προδοθεί η θέση της επειδή γνώριζαν ότι οι επιτιθέμενοι υπερτερούσαν στις δυνάμει που δεν ήταν εύκολο να τις αντιμετωπίσουν.  Μου είπε λοιπόν ο γιατρός αυτό ο θαυμάσιος άνθρωπος: «Βασιλειό κάτσε παιδί μου μη φύγεις ακόμη μέχρι να καταλαγιάσουν τα πράγματα».  Ήταν βέβαια πολύ μεγάλος ο πανικός που επικρατούσε στον πληθυσμό της περιοχής και μεταξύ αυτού και σε εμένα.

H Γνωριμία μου με τον Πετρακογιώργη

Μια μέρα μου λέει ο γιατρός: «πάρε αυτά τα πράγματα Βασιλειό και ακουλουθάμε να τα πάμε σ’  ενα σημείο όπου θα συναντήσουμε κάποιους ανθρώπους». Εγώ μέχρι τότε δεν γνώριζα ούτε το όνομα Πετρακογιώργης ούτε ότι ο γιατρός είχε άλλο αδελφό.

Πηρά λοιπόν κάποια πράγματα, προφανώς τρόφιμα και μεταβήκαμε σ΄ ένα κτήμα της οικογένειας Πετράκηδων μεταξύ των χωριών Καμαρών και Γρηγοριάς, που λέγεται Τεμενέλι. Εκεί η οικογένεια Πετρακογιώργη έχει ένα μεγάλο κτήμα, ελιές, περιβόλι και ένα σπίτι εξοχικό για να εξυπηρετεί τις ανάγκες των εργασιών

Μόλις φτάσαμε εκεί είδα μπροστά μου ένα ωραίο εντυπωσιακό άνδρα, μια μυθική μορφή, με τα φυσεκλίκια ζωσμένο, μ’ ενα ωραίο μουστάκι και μούσι με άλλους τρεις ακόμη αν δεν με απατά η μνήμη μου. Ο ένας ήταν ο Μανόλης ο Κουκλινός, ένα πολύ σημαντικό παλικάρι από τη Γρηγοριά, ο οποίος τελικά εκτελέστηκε.  Ο άλλος νομίζω ήταν ο Γεωργιος ο Μαυράκης από το Μαγαρικάρι.

Είδα τον Πετρακογιώργη εξοπλισμένο με μια ειδική εξάρτηση. Φορούσε φυσεκλίκια και κρατούσε ένα βελγικό βραχύκαννο όπλο, όπως έμαθα εκ των υστέρων είχε πάει στα Χανιά να συναντήσει την Κυβέρνηση Τσουδερού, που είχε κατέβει από την Αθήνα με τον Βασιλιά διότι η υπόλοιπη Ελλάδα είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς.

Θα κάνω μια μικρή παρένθεση στο σημείο αυτό. Ο Πετρακογιώργης ήταν βιομήχανος. Είχε εργοστάσιο τουβλοποιίας, σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργείου. Ήταν δε συν της άλλης πολύ μεγάλος παράγοντας του κόμματος Ελευθερίου Βενιζέλου και εκπροσωπούσε στη περιοχή τον Γώργη Μαρή , υπουργό Οικονομικών της κυβέρνησης Βενιζέλου. Ήταν λοιπόν ήδη γνωστή προσωπικότητα στην περιοχή, με εντυπωσιακό κύρος, και η τότε κρατούσα κατάσταση τον υπολόγιζε σαν ένα σημαντικό Κρητικό.

Τις πληροφορίες που αναφέρω τις άκουσα εκ των υστέρων. Όταν η κυβέρνηση Τσουδερού κατέβηκε στα Χανιά μαζί με τον Βασιλιά, κάλεσε παράγοντες από τον Κρητικό χώρο μεταξύ των οποίων και τον Πετρακογιώργη για να σκεφθούν πως θα αντιμετώπιζαν την πτώση των αλεξιπτωτιστών.

Ο Πετρακογιωργης πήγε στα Χανιά με το  δικό του αυτοκίνητο ένα φορτηγό, γιατί οπως  προανέφερα ήταν βιομήχανος και είχε πάρει ως οδηγό τον πρωτότοκο γιο του τον Μανόλη, ένα χαρισματικό παλικάρι πανύψηλο και ωραίο νέο 19 ετών. Σε κάποια στιγμή λοιπόν ο Πετρακογίώργης έδωσε εντολή στο Μανόλη, αφού έμεινε αυτός για περαιτέρω συνεννοήσεις στα Χανιά και του είπε να φύγει το φορτηγό και αν γυρίσει στην έδρα τους. Ο Μανόλης όμως επιστρέφοντας έξω από το Ηράκλειο στη θέση Γιόφυρο έπεσε σε βομβαρδισμό των γερμανικών αεροπλάνων. Είδε ένα στρατιώτη του τακτικού στρατού να εγκαταλείπει το πολυβόλο του και να φεύγει. Το χαρισματικό αυτό παλικάρι, παρά το ότι ήταν αστράτευτος  και δεν είχε πολεμική πείρα, εγκατέλειψε το αυτοκίνητό του που οδηγούσε και πήγε στο πολυβόλο για το χρησιμοποιήσει, έτσι σκοτώθηκε στο πολυβόλο επάνω.

Την στιγμή που συνάντησα τον Πετρακογιώργη δεν είχε ακόμη πληροφορηθεί τον σκοτωμό του γιου του.  Το παλικάρι αυτό τάφηκε από ένα χασάπη μαζί με άλλο ένα νέο Ηρακλειώτη στον πόδα της καμάρας του ποταμού στη Γιόφυρο. Κατά την εκταφή του Μανόλη, του παλικαριού αυτού, μετά το τέλος του πολέμου, έτυχα εκεί να θυμάμαι ότι είχαν δέσει τους δύο νέους με ένα σύρμα και ο Μανόλης αναγνωρίστηκε από τη διαφορά του ύψους του αφού ήταν γύρω στο 1,90μ.

Ο πατέρας λοιπόν Πετρακογιώργης γύρισε στη Μεσαριά και πρώτη του φροντίδα ήταν να μάθει για τον γιο του Μανόλη επειδή δεν είχε εμφανιστεί ακόμη. Οι Πληροφορίες μου είναι ότι έστειλε τον Γεώργιο Χατζηδάκη πρώτο του ξάδερφο από τις Καμάρες, μετέπειτα μεγάλο τυροκόμο, να έρθει προ το Ηράκλειο και αν μάθει τα νέα για το γιο του και προφανώς ο Χατζογιώργης τον πληροφόρησε για τον θάνατο του παιδιού του.

Ο Πετρακογιώργης όταν έμαθε το τόσο θλιβερό αυτό νέο στεναχωρέθηκε πολύ. Οι προηγούμενες κινήσεις του και πριν την είδηση του θανάτου του γιου τους , αποδεικνύουν ότι ήταν αποφασισμένος να μην αναγνωρίσει τα τετελεσμένα γεγονότα και να σχηματίσει αντάρτικη ομάδα εναντίον του  κατακτητή.

Ρωτά λοιπόν ο μεγαλοπρεπής αυτός άνθρωπος τον αδελφό του τον γιατρό «Τι παιδί είναι αυτό που σέρνεις γιατρέ»;  Ο γιατρός του απαντά ότι είμαι βοσκάκι από τα Ανώγεια και ετοιμάζομαι να φύγω για το χωριό μου.  Ο Πετρακογιώργης θέλοντας προφανώς να ειδοποιήσει μερικούς γνωστούς του ανθρώπους για να’ ρθουν κοντα του για συνεννόηση, μου απευθύνει ένα κομπλιμέντο και μου λέει: «βασιλειό εσείς οι Ανωγειανοι κάνετε τσι καλούς άντρες, φοβάσαι μπρε; Θέλω να ειδοποιήσεις ορισμένους ανθρώπους για να τους συναντήσω.»

Εγώ λοιπόν συνειδητοποιώντας ότι δεν έπρεπε να φανώ κατώτερος των περιστάσεων , καιτοι νεαρός που ήμουνα, είπα στον Πετρακογιώργη : «Πιστεύω κύριε Γιώργο να το καταφέρω».

Έτσι για πρώτη φορά με έστειλε στο χωριό Καμάρες να ειδοποιήσω τον μετέπειτα μεγάλο τυροκόμο Γεώργιο Χατζάκη – χατζογιώργη, εν συνεχεία στα Βορίζα να ειδοποιήσω τον Εμμανουήλ Καργάκη.  Επίσης με  έστειλε στη Λοχριά Αμαρίου να ειδοποιήσω τον Αντώνη Κρυοβρυσανάκη και στον Πλάτανο τον Ιωάννη Εφταμηνιτάκη.

Αυτά τα πρόσωπα μαζί με τον Γεώργιο Μαυράκη και τον Μιχάλη Κουκλινό ήτα ο πρώτος πυρήνας της ο ομάδας Πετρακογιώργη, πρώτη φροντίδα του ήταν να προστατεύσει την οικογένειά του, την γυναίκα του τις τέσσερις κόρες του και τον επιζήσαντα γιο του Ηρακλή. Έστειλε πάλι τον Γεώργιο Χατζάκη από τις Καμάρες να περιμαζέψει την οικογένεια του και να τους μεταφέρει στο «Καμαριανό  βουνό» σε μια πηγή που λέγεται «η μάνα του νερού» και βρίσκεται κοντά στο Καμαραϊκό σπήλαιο, όπου έχουν βρεθεί τα Καμαραϊκά αγγεία τα οποία φυλάσσονται στο αρχαιολογικό μουσείο Ηρακλείου.

Στο σημείο αυτό έμεινε η οικογένεια του για αρκετό καιρό.

 

Η Προσωπικότητα του Ανδρός. Ο Τρόπος διαχείρισης των εφοδίων που έστελναν οι σύμμαχοι.

Η οικογένεια του Πετρακογιώργη παρέμεινε στο Καμαριανό Βουνό τους πρώτους μήνες της κατοχής, αλλα επειδή επροκειτο ο Χειμώνας και το κρύο στο βουνό είναι τσουχτερό, έπρεπε να βρεθεί στέγη και να μεταφερθούν σε κατοικημένη περιοχή.

Μεταφέρθηκε λοιπόν η οικογένεια του στο χωριό Λοχριά. Στο επάνω μέρος του χωριού ήταν μια χήρα γυναίκα η οποία λεγόταν Καλλιόπη και εκεί στεγάστηκαν η γυναίκα και τα παιδιά του  Πετρακογιώργη  μέχρι της αναχώρησης μέρους της οικογένειας δηλαδή των τριών μεγαλύτερων θυγατέρων του Μαριάνθης, Αργυρώς, και Τασούλας, και της γυναίκας του. Ο Ηρακλής με την Ηλέκτρα, που από κακή συγκυρία περιμείναν στην Κρήτη, μετά την αναχώρηση των υπόλοιπων  μελών της οικογενείας του αρχηγού για τη Μέση Ανατολή, φιλοξενήθηκαν με πολύ αγάπη και στοργή, για κάποιο χρονικό διάστημα, μέχρι να πάνε στη Μ.Ανατολή, στις Κουρούτες από την οικογένεια του Γεωργίου Πλατύραχου με την οποία είχε μακρινή συγγένεια, πολύ στενή φιλία και εκτίμηση, ο Πετρακογιώργης.

Ο αρχηγός προτίμησε δε το χωριό Λοχριά γιατί  ήταν το πιο ακραίο προ το βουνό χωριό και είχε τη δυνατότητα να το επισκέπτεται και να ανεβαίνει στη συνέχεια στο βουνό.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής της οικογένειας του αρχηγού στη Λοχριά βρέθηκα εκει  σε ένα περιστατικό το οποιο είναι λυπηρό  αλλά όμως πρεπει  να αναφερθεί. Ηρθανε δύο άνθρωποι πολύ ευπρεπώς ενδεδυμένοι με πολιτικά ρούχα, νεαροί και οι δύο, ωραίοι  Κάι την όψη άνθρωποι.  Τον ένα είχε βαφτίσει ο Πετρακογιώργης και τον λέγανε Αντώνη Καστρινάκη, ο άλλος ήταν Ελληνοαμερικάνος και λεγότανε Σαλούστρος Χάρης.

Αυτοί ζητούσανε από τον αρχηγό να τους παραχωρήσει κάποια συνέντευξη για να πείσουν προφανώς τους Γερμανούς ότι διαπραγματεύονται με τον Πετρακογιώργη να παραδοθεί.

Σκοπός τους ήταν να δώσουνε άδεια εξαγωγής λαδιού, να κάμουν τη λεγόμενη «μαύρη αγορά», δηλαδή να εξάγουνε λάδι στην Κεντρική Ελλάδα, διότι τότε ήταν δύσκολη η εξαγωγή λαδιού. Με λίγα λόγια ήθελαν να συνεργαστούν με τον κατακτητή.

Ο Πετρακογιώργης ακούγοντας τις προθέσεις τους εξάμηνη, έγινε θηρίο. απευθυνόμενος προς τον φιλιότσο του τον Καστρινάκη του λεει: «Θα φύγετε από δω ζωντανοί μόνο και μόνο διότι σε έχω κρεμάσει στο λαιμό μου». Υπονοώντας ότι διαφορετικά θα τους σκότωνε και τους δύο. Ο νέος Καστρινάκης συνειδητοποίησε τότε την πράξη του και έκανε στροφή 180 μοιρών λέγοντας στον αρχηγό. «εγώ νονέ μπορώ να σας προσφέρω πολύτιμες υπηρεσίες και αν γίνω διπλός πράκτορας»,  λαμβανομένου υποψι ότι γνώριζε γερμανικά.  Ο αρχηγός βλέποντας ότι αυτός ο ρόλος εξυπηρετούσε τους συμμάχους και τους αντάρτες, ανέφερε σε επαφή με τους Άγγλους αξιωματικούς που ήδη είχαν αποβιβασθεί και κατείφθειναν τις διαδικασίες περισυλλογής των αιχμαλώτων και τον εφοδίασαν με οδηγίες και ένα πιστόλι για να αυτοπροστατευθεί σε έσχατη ανάγκη.

Σε κάποια στιγμή οι Γερμανοί αντιλήφθησαν τον ρόλο του και τον εκτέλεσαν, πιάνοντας τον πατέρα  με τα αδέλφια του με πρόθεση να τους εκτελέσουν, όμως αυτοί κατόρθωσαν να αποδράσουν τη νύκτα από το κρατητήριο και να βγουν στο βουνό.

Ο Πετρακογιώργης ερχότανε σε επαφή με Άγγλους πράκτορες οι οποίοι μέσω του Πλωτάρχη Πουλ από ένα υποβρύχιο που είχε αποβιβάσει ένα ασύρματο στη θέση «Μονή Πρέβελης». Μέσω του ασυρμάτου αυτού υπήρχε επικοινωνία με τη Μέση Ανατολή που έδινε πληροφορίες για τους καταδιωκόμενους Κρήτες αντιστασιακούς όσο και για τους περιπλανώμενους συμμάχους που ήταν Άγγλοι , Νεοζηλανδοί, Αυστραλοί, Ινδοί, Κύπριοι, κ.α οι οποίοι στην Κρήτη ανέρχονταν σε 1200 άτομα περίπου.

Η φροντίδα των συμμάχων και των ανταρτών που είχαν συγκροτηθεί σε συντεταγμένες ομάδες, όπως αυτή του Πετρακογιώργη, ήταν και η περισυλλογή και περίθαλψη αυτών των περιπλανώμενων συμμάχων πολεμιστών Άγγλων, Αυστραλών, Νεοζηλανδών, Ινδών, και Κυπρίων, οι οποίοι γυρνούσαν στα βουνά πεινασμένοι, ξυπόλητοι, και ρακένδυτοι.

Αξίζει να αναφερθεί ότι το σύνολο των κατοίκων της περιοχής και ιδιαιτέρως του χωριού Μαγαρικαρίου προσέφεραν τα σπίτια  τους, τις αποθήκες τους και ι άλλο μέσα διέθεταν για να περιθάλψουν τους συμμάχους τους και μέχρι τότε συμπολεμιστές μας που είχαν βρεθεί στην Κρήτη να πολεμούν κατά του εχθρού απ’ όλα τα κράτη του κόσμου.

Δεν γνωρίζω τον τρόπο με τον οποίο αποβιβάσανε οι σύμμαχοι, μετά την επικοινωνία που υπήρχε με τη Μέση Ανατολή εφόδια για την περίθαλψη των περιπλανώμενων συμμάχων. Τα εφόδια αυτά πάντως προωθήθηκαν στο χωριό Μαγαρικάρι, τα οποία είχαν κρύψει σε μια κρύπτη κάτω από ένα χωριάτικο φούρνο που είχε ένα μεγάλο υπόγειο χώρο, διαστάσεων δωματίου, στο σπίτι του εξαδέλφου του Πετρακογιώργη, Αγησιλάου Πετράκη.

Προκειμένου η περιγραφή μου να είναι πειστική περιγράφω ακριβώς τα εφόδια. Ήταν παντελόνια εγγλέζικα, χρώματος χακί, άρβυλα μαύρα και σόλες από πετσί, γιατί σωστά είχαν υπολογίσει οι σύμμαχοι ότι οι περιπλανώμενοι στρατιώτες στα Κρητικά βουνά ήταν ξυπόλυτοι. Υπήρχαν ακόμα τρόφιμα , όπως κονσέρβες, κορν –μπιφ, από βοδινό κρέας.  Στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω την συμπεριφορά όσο και τη άψογη διαχείριση του αρχηγό μας σ’ αυτά τα πολύτιμα και χρήσιμα αλλά ανεπαρκή εφόδια για την περίθαλψη των συμμάχων. Θα αναφέρω ένα κλασσικό παράδειγμα του ήθους αυτού του

Η μάνα μου πέθανε στις 2-2-1941 και άφησε πίσω της εφτά ορφανά παιδιά. Μετά τον θάνατο της ζήτησα από τον αρχηγό, και το αναφέρω αυτό για να δείξω το μεγαλείο αυτής της προσωπικότητας, να μου δώσει ένα ζευγάρι αρβυλα να τα πάω στον πατέρα μου, γιατί ήταν σπάνιο είδος για την εποχή εκείνη.

Ο Πετρακογιώργης έχοντας μεγάλη ευαισθησία για το σκοπό που δόθηκαν  αυτά τα εφόδια μου λέει: «Βασιλιό , αυτά έχουνε ειδικό προορισμό, μόνο θα σου δώσω ένα σημείωμα να πάει ο πατέρας σου από τον πεθερό μου τον Ηρακλή τον Φραγκιαδάκη, να πάρει  ένα φορτίο λάδι, αν το φάνε τ’ αδέλφια σου». Δεν μου έδωσε λοιπόν ο αρχηγός αυτό το ζευγάρι τις αρβύλες, παρά το γεγονός ότι ήμουν ένα από τους διαχειριστές των εφοδίων.

Επίσης θεωρώ χρέος μου να αναφέρω άλλο ένα περιστατικό  για να γίνουν αντιληπτές οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζαμε για την περίθαλψη αυτών των συμμάχων. Σε μια αποθήκη ενός Μαγαρικαριανού είχαμε κρύψει ένα βράδυ 15 Άγγλους. Ο λόγος που τους είχαμε συγκεντρώσει σ’αυτό το σημείο ήταν για να τους φυγαδέψομε. Επρόκειτο να φύγουν  με αποστολές στη μέση Ανατολή που γινόταν κατά καιρούς με υποβρύχια ή με άλλα πλωτά μέσα από το Λιβυκό πέλαγος, στο μεταξύ όμως χρονικό διάστημα, μέχρι να σχηματιστεί η αποστολή , έπρεπε κάπου να κρυφτούν. Οι άνθρωποι όμως που διέθεταν τα σπίτια τους διέτρεχαν τρομερό κίνδυνο σε περίπτωση που ανακάλυπταν οι Γερμανοί. Παρά ταύτα δεν δίσταζαν να κάνουν τα πάντα για να περιθάλψουν και να φροντίσουν τους συμμάχους.  Έστειλε λοιπόν ένα πρωί τον Εμμανουήλ Κουκλινό να πάει στην αποθήκη που ήταν κρυμμένοι οι Αγγλοι για να διαπιστώσει σε ποια κατάσταση βρίσκονταν.

Όπως γνωρίζουμε όλοι, οι Αγγλοι αγαπούν το κρασί και πεινασμένοι όπως ήτανε, βρήκανε ένα ντενεκάκι και αρχίσανε να πίνουν όλη τη νύχτα, με αποτέλεσμα να γίνουν τύφλα στο μεθύσι. Όταν ο Κουκλινός  άνοιξε την πόρτα για να δει σε ποια κατάσταση ήταν, αυτοί μεθυσμένοι, άρχισαν να τον προκαλούνε για να παίξουνε μποξ.  Ο άνθρωπος αυτός που ήταν γενναίος και χιουμορίστας, έκλεισε την πόρτα και επέστρεψε πίσω, και είπε στον αρχηγό:» άντε να δεις πως εποδόκανε οι σύμμαχοί μας».

Αναφέρω αυτό το εύθυμο περιστατικό για να περιγράψω όσο πιο γλαφυρά γίνεται τη συμπεριφορά των συμμάχων μας αλλα και εμάς των Ελλήνων.

Στο περιστατικό με τη διαχείριση αυτή των εφοδίων είναι ανάγκη να καταχωρηθεί η προσωπική μου αύτη εμπειρία διότι μετά τη λήξη του πολέμου ο Εμμανουήλ Μπαντουβάς, από κακεντρέχεια και υπεροψία, θέλοντας να μειώσει τον Πετρακογιώργη ανέφερε ότι ο Πετρακογιώργης τα εφόδια τα πουλούσε.

Όχι μόνο δεν τα πουλούσε, άλλα ολόκληρη η συγκρότηση και η συντήρηση της ομάδα του στηριζότανε σε προσωπικές του σχέσεις ανά τον κόσμο, στο κύρος του και σε δαπάνες από το δικό του βαλάντιο από τις κατά καιρούς ρίψεις ελάχιστων εφοδίων των συμμάχων με αεροπλάνα.

Στο σημείο αυτό κατηγορώ τον Μπαντουβά διότι ενσυνείδητα ενώ γνώριζε πως ακριβώς είχαν συμβεί τα πράγματα, από ηθελημένο λόγο ήθελε να μειώσει το μεγαλείο και το ανάστημα αυτής της μεγάλης πατριωτικής φυσιογνωμίας, του αρχηγού μου Γεωργίου Πετρακογιώργη.

Η αναχώρηση μερικών μελών της οικογενείας Πετρακογιώργη για τη Μέση Ανατολή.

Η συνέχεια του αγώνα του Πετρακογιώργη κατά των Γερμανών. Ετοιμάστηκε μια αποστολή από τη θέση «Τρυπητή» που βρίσκεται στα όρη Αστερούσια, στο γυρογιάλι του Λιβυκού πελάγους.  Μ’ αυτή την αποστολή επρόκειτο να μεταβούν στη μέση Ανατολή μεταξύ άλλων προσώπων και όλα τα μέλη της οικογένειας  του Πετρακογιωργη, πλην του αρχηγού , προκειμένου εκείνος να συνεχίσει ανενόχλητος τον αγών του κατά των Γερμανών. Σημειωτέων ότι οι Γερμανοί κατά καιρούς καταδιώκοντας τον ίδιο και την οικογένειά του είχαν στοχοποιήσει το χωριό του, το Μαγαρικάρι. Η αποστολή αυτή είχε διαρρεύσει με αποτέλεσμα να συγκεντρωθεί στο γυρογιάλι, απ’ όπου επρόκειτο να εκτελεσθεί, πλήθος κόσμου. Ετσι τη στιγμή της επιβίβασης δημιουργήθηκε πανικό και μεγάλος συνωστισμός, με αποτέλεσμα ο Ηρακλής, ο γιος του, να μην αναγνωρισθεί από το πλήρωμα του μεσου να κτυπηθεί στο πρόσωπο και να βρεθεί στη θάλασσα. Επίσης η Ηλέκτρα η μικρότερή του κόρη, δεν ήταν δυνατόν να επιβιβασθεί γιατι καιγόταν στην παραλία απο τον πυρετό.

Ο Πετρακογιώργης παρ ’όλα αυτά, μετα την αναχώρηση του κυριοτέρου μέρους της οικογενείας του, συνέχισε τις δραστηριότητές του. Επέλεξε και άλλους συνεργάτες συγκροτώντας μεγαλύτερη αντάρτικη ομάδα , και έστειλε τα δυο παιδιά του, να φιλοξενηθούν στην οικογένεια του Γεώργιο Πλατύραχου όπως αναφέρθηκε παραπάνω.

Επειδή κατά τη διάρκεια του αγώνα είχαν εμφανισθεί ελάχιστοι Κρήτες πρόθυμοι να συνεργαστούν  με τους Γερμανους και είχαν προκύψει κρούσματα προδοσίας, οι Αγγλοι που κατηύθυναν τις ενέργειες μας θεώρησαν ότι έπρεπε αν παρθούν τα αναγκαία μέτρα, να τιμωρηθούν οι προδότες για να κατασταλεί το έγκλημα της προδοσίας. Έγινε σύσκεψη στο Ανωγειανό αόρη με ολες τις αντάρτικες ομάδες που είχαν ήδη σχηματισθεί και σε άλλες περιοχές της Κρήτης, με επικεφαλής τον Τομ Νταμπάμιν κατά την οποία δόθηκε εντολή στις ομάδες του Πετρακογιώργη, στην ομάδα των Ανωγειανών και του Μπαντουβά να σκοτώσουν ορισμένους δωσίλογους, που αποδεδειγμένα ήσαν συνεργάτες των Γερμανών.

Μετά από αυτή την απόφαση ο Πετρακογιώργης έδωσε εντολή στο Γεώργιο Μαυράκη, σ΄ενα από τους πρώτους  συνεργάτες αντάρτες του, να μεταβεί στις Μοίρες και να σκοτώσει ένα προϊστάμενο του ταχυδρομείου συνειδητό συνεργάτη των Γερμανών. Το χαρισματικό αυτό παλικάρι, μπήκε νύχτα στις Μοίρες ξέροντας πού έμενε ο δωσίλογος. Πήγε έξω από το σπίτι του και όταν αυτός μπήκε το πρωί στο αποχωρητήριο, άνοιξε την πόρτα και τον εκτέλεσε.  Αυτή η πράξη είχε ως αποτέλεσμα οι Γερμανοί να εκτελέσουν εννέα παράγοντες της κοινωνίας των Μοιρών σε αντίποινα.

Μετα το περιστατικό αυτό ο Πετρακογιώργης συνεχίζει να δραστηριοποιείτε με την ομάδα του στην περιοχή σε διάφορες αντάρτικες διαδικασίες, διοργανώνοντος αποστολές συμμάχων προς τη μεση Ανατολή. Και πράγματι ένα μεγάλο ποσοστό από τους περιπλανώμενους συμμάχους είχε ήδη φύγει από την Κρήτη. Μεταξύ αυτών των αποστολών ειχε οργανωθεί και μια αποστολή κατά την οποία θα γινόταν μια προσπάθεια να φύγει ο γιος του ο Ηρακλής και η κόρη του η Ηλέκτρα για τη Μέση Ανατολή, που είχαν μείνει πίσω μετά την αναχώρηση των περισσοτέρων μελών της οικογενείας του. Αυτή η αποστολή θα γινόταν από κάποιο όρμο των Αστερουσίων Ορέων, άλλα για κακή τύχη των ανθρώπων που ετοιμαζότανε να φύγουν, η αποστολή προδόθηκε. Αντιληφθήκανε ευτυχώς εγκαίρως τους Γερμανούς να πλησιάζουν στο σημείο, οπότε ματαιώθηκε η αποστολή και οι συγκεντρωμένοι που επρόκειτο να αναχωρήσουν για τη μέση Ανατολή σκόρπησαν προς διάφορα σημεία για να παραφυλαχθούν.

 

 

 

 

 

 

 

 

Η Συμπλοκή του Πετρακογιώργη με τους Γερμανούς στη τοποθεσία του

Παπά το Περαμα».

 

Μετα την αποτυχία της αποστολής στην Μέση Ανατολή των δύο παιδιών και του αδελφού του αρχηγού, ο Πετρακογιώργης με ένα μικρό τμήμα της ομάδας του περίπου 8 άντρες επέστρεψε σε ένα σημείο που λέγεται «Παπά Πέραμα», στην περιοχή Κάρταλος του χωριού Γρηγοριά. Εκεί υπήρχε ένα ρυάκι στο όποιο κατέφυγαν. Ήταν μήνας Ιούλιος και η ζέστη αφόρητη. Επέλεξαν αυτην την θέση γιατί είχε αναπτυχθεί ένας τεράστιος βάτος και είχε σχηματισθεί ένα κενός χώρος μέσα του. Ο βάτος είχε το μέγεθος μια μεγάλη οικοδομής. Επίσης με την αποστολή που ματαιώθηκε επρόκειτο επρόκειτο να φύγει και ο Δημήτρης Σταφυλαράκης από το Βατόλακκο Χανίων. Οι Γερμανοί είχαν σκοτώσει τον αδελφό του, και εκείνος πήρε ένα πιστόλι  και σκότωσε δύο αξιωματικούς, με αποτέλεσμα να τον επικηρύξουν οι Γερμανοί με μεγάλο χρηματικό ποσό για να τον συλλάβουν και να τον εκτελέσουν.

Λόγω όμως ματαιώσεως της αποστολής,  όταν γυρίσαμε πίσω, ο αρχηγός μου είπε να τον αναλάβω με την εντολή να τον μεταφέρω στο μετόχι «Τεμενέλι» ιδιοκτησίας Πετράκη, για να τον εξυπηρετήσω σε ότι χρειαστεί αλλα προπαντώς να φροντίσω για την τροφοδοσία του, μέχρι να οργανωθεί νέα αποστολή από άλλο όρμο στα νότια παράλια για να φύγει και αυτος στη Μ. Ανατολή.

Το βράδυ της 9ης Ιουλίου ενας άνθρωπος από το χωριό Καμάρες, ο οποίος άκουγε στο όνομα Μενέλαος Σαριδάκης, είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς. Οι Γερμανοί τον κακοποίησαν και μη αντέχοντας τα βασανιστήρια προφανώς για να γλιτώσει τη ζωή του, είπε στον αιμοσταγή Σούπερ Γερμανό διώκτη των ανταρτών, που είχε σχηματίσει το σώμα των Σουπεριτών:
Εγώ θα σας οδηγήσω σε κάποιο πρόσωπο που ξέρει να σας πει που είναι ο Πετρακογιωργης».  Πήγε λοιπον στο χωριό Γρηγοριά και υπέδειξε έναν από τους σημαντικούς συνεργάτες του Πετρακογιώργη, τον Εμμανουήλ Κουκλινό, ο οποίος επιμελείτο την τροφοδοσία της ομάδας. Οι Γερμανοί συνέλαβαν αμέσως τον Κουκλινό τον έβγαλαν έξω από το χωριό και τον βασάνισαν απάνθρωπα, το γενναίο όμως αυτό παλικάρι δε λύγισε με αποτέλεσμα να τον εκτελέσουν επί τόπου οι Γερμανοί.  Μαζί με τον Κουκλινό, δίπλα του, εκτέλεσαν τον Μιχαλη Σταθοράκη, απο το χωριό Καμάρες ένα εξαιρετικό παλικάρι που ήταν και αυτός συνεργάτης του Πετρακογιώργη.
Ακούγοντας τους πυροβολισμούς εκτελέσεως του Κουκλινού κα του Σταθοράκη, ο αρχηγός με τη μικρή ομάδα που κρυβότανε  στο βάτο, δίνει εντολή στο Γιώργη το Μαυράκη να εντοπίσει το σημείο από όπου προέρχονταν οι πυροβολισμοί. Ο Γεωργιος Μαυράκης και αυτός γενναίο και ατρόμητο παλικάρι προσπάθησε να βγει ψηλότερα απο το σημείο που ήταν κρυμμένοι όλοι τους για να δει την περιοχή, τον αντιλήφθηκαν όμως οι Γερμανοί και πυροβολώντας τον σκότωσαν.

Εγώ δε  με τον άνθρωπο που εξυπηρετούσα, τον Δημήτρη Σταφυλαράκη ακούσαμε τους πυροβολισμούς  και μπήκαμε επίσης σε ένα ρυάκι , που είναι δίπλα από το «Τεμενέλι» και κρυφτήκαμε μέχρι να δούμε τι θα απογίνει. Ο Πετρακογιώργης συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν σε κλοιό και έδωσε εντολή στον αδελφό του το γιατρό, ό οποίος ήταν δύσκολος στην κίνηση λογω βάρους, και στο γιο του Ηρακλή να κατευθυνθούν προς τη μεριά του Πόρτι στην κατεύθυνση των ορίων των νομών Ρεθύμνης –  Ηρακλείου. Αυτός κρατώντας το όπλο ανα χείρας, προστάτευε όσους μπορούσε , τον αδελφό του και το γιο του, αλλα ευτυχώς για τους τρεις αυτούς γενναίους ανθρώπους τους αντιλήφθηκαν οι χωροφύλακες που είχαν επιταχθεί από τους Γερμανούς που συνεργαζόταν και με τους δωσίλογους. Οι χωροφύλακες καλοί πατριώτες δεν τους εμπόδισαν να απομακρυνθούν και έτσι ο Ηρακλής με τον αδελφό του τον γιατρό Μιχάλη Πετρακη , κατόρθωσαν να διαφύγουν. Χάριν της ιστορίας και της πατριωτικής του συμπεριφοράς αναφέρω τα ονόματα αυτών των γενναίων. Ο ένας λεγόταν Κώστας Βλάσσης από το χωριό Πιτσίδια, ο άλλος Γεώργιος Χατζάκης από το χωριό Καλέσσα.

Ο Πετρακογιώργης απομακρύνθηκε οι Γεμανοί αντιλήφθηκαν ότι στο τεράστιο αυτό βάτο κρυβόταν και αλλοι αντάρτες. Περικύκλωσαν το βατο και φώναζαν «Όποιοι είστε μέσα παραδοθείτε». Ηταν ακόμα μέσα στο βατο ο Νωματάρχης Μανώλης Περάκης και ο Γεώργιος Χατζάκης (Χατζογιώργης) από το χωρίο Καμάρες, πρώτος ξαδερφος του αρχηγού και σημαντικός συνεργάτης του.  Ο Περάκης συνειδητοποιώντας το αδιέξοδο και ακούγοντας τις φωνές των αστυνομικών, προφανώς γνώριζε κάποιον αποφάσισε να παραδοθεί για να δώσει χρόνο στο Χατζογιώργη να φύγει. Πράγματι αυτό συνέβη. Ο Περάκης βγήκε έξω λέγοντας «μην πυροβολείτε, εγώ είμαι ο Μανώλης Περάκης». Οι αστυνομικοί τον δέχθηκαν με ανάμικτα συναισθήματα, γιατί ήταν και πατριώτες άλλα και συνεργάτες του εχθρού. Εκείνη τη στιγμή κάτω από αυτές τις συνθήκες δημιουργήθηκε κάποια σύγχυση.  Όταν λοιπόν  ο Μανώλης Περάκης παραδόθηκε τον ρώτησαν αν ήταν και κάποιος άλλος μέσα στο βάτο.   Αυτος υπολογίζοντας ότι ο  Χατζογιώργης είχε ήδη φύγει είπε οτι ήταν μέσα ο Χατζογιώργης. Οι αστυνομικοί φωνάζαν στον Χατζογιώργη να παραδοθεί, αλλά κανείς δεν έβγαινε από το βάτο. Αποφάσισαν να βάλουν φωτιά στο βάτο να κάψουν τα πράγματα που είχαν εγκαταλείψει οι αντάρτες μέσα στο βάτο, αλλά εν τω μεταξύ ο Χατζογιώργης  είχε κατορθώσει σερνόμενος με την κοιλιά να φύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση χωρίς να τον αντιληφθούν.

Εγώ με τον Σταφυλαρακη βρισκόμασταν στο απέναντι ρυάκι, σε απόσταση 500 περίπου μέτρων από το περιστατικό.   Κάποια στιγμή μετά την εκτέλεση των παλικαριών και το κάψιμο του βάτου, τα πηρά σίγησαν ο Σταφυλαρακης αποφάσισε να βγει από την κρυψώνα του που είχαμε στο ρυάκι, όπου είχαμε κατέβει.  Για κακή του τύχη ήταν ακόμη ένα απόσπασμα Σουπερίτες, όπως τους λέγανε, και τον συνέλαβαν μεταφέροντάς τον στο χωριό Αυγενική που ήταν η έδρα του Σούπερ όπου εκεί είχαν την επικήρυξη που είχαν αναρτήσει οι Γερμανοί για το πρόσωπο του και τον εκτέλεσαν.
Με αυτόν τον τρόπο χάθηκε ένας παρα πολύ χαρισματικός άνδρας. Μετά από λίγες Μερς οργανώθηκε και αλλη νέα αποστολή με την οποία έφυγε η υπόλοιπη οικογένεια του Πετρακογιώγη, ο Ηρακλής, η Ηλέκτρα, και ο αδελφός του ο γιατρός ο Μιχάλης Πετράκης.

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να νιώθει τώρα πιο ελεύθερο ο αρχηγός για τις δραστηριότητες και  τις κινήσεις της ομάδας του. Οι σημαντικές δε υπηρεσίες τις οποίες προσέφερε η ομάδα Πετρακογιώργη, ήταν τα πολύτιμα στρατιωτικά μυστικά που μεταδίδαμε στη Μ. Ανατολή , με αποτέλεσμα να δημιουργούμε τέραστια  προβλήματα στο εχθρικό στρατόπεδο ,τόσο στην Κρητ η όσο και στη Μ. Ανατολή. Ήταν δε η εποχή κατά την οποία ο στρατηγός Ρόμελ διεξήγαγε τις γνωστές επιχειρήσεις τη Μ.Ανατολή με το  Αφρικα Κόρπς.

Η Κρήτη εξ αυτού του λόγου  αποτελούσε το σημείο εφοδιασμού των πάντων, προφανώς τον ίδιο ρόλο να είχε και η Σικελία σ’αυτή την επιχείρηση των Γερμανών. Ο εφοδιασμό αυτός γινότανε με στρατιωτικά γερμανικά αεροπλάνα τα λεγόμενα Γιούκερς. Συσκευάζονταν δε τα τρόφιμα και τα διάφορα πολεμοφόδια στα τρία αεροδρόμια του Νομού Ηρακλείου, σύμφωνα με την εικόνα που έχω εγώ, στο Ηράκλειο, στο Καστέλι πεδιάδος και στο αεροδρόμιο Τυμπακίου. Και όταν πια ήταν έτοιμα , φεύγανε μαζεμένα σε αριθμούς της τάξεως των 80 έως 100 αεροπλάνων κάθε φορά. Αυτά τα αεροπλάνα συνόδευαν τα περίφημα για την εποχή τους καταρριπτικά αεροπλάνα Μεσερ Σμίθ σε αριθμούς 20-30 για την υποστήριξη των οπλιταγωγών.

Σε αυτή τη φάση, ο ασύρματος τον όποιο διατηρούσαμε σε μια σπηλιά, σε μια τοποθεσία μεταξύ Πλατάνου Αμαρίου, και Νιθαυρεως που τον χειρίζονταν Άγγλοι ασυρματιστές, έδινε σήμα προς το συμμαχικό στρατηγείο, με αποτέλεσμα τα συμμαχικά αεροπλάνα να περιμένουν τα εχθρικά στην Αφρική και να τα αποδεκατίζουν. Βλέπαμε εμείς κατά την επιστροφή τους να λείπουν 20 έως 30 αεροπλάνα κάθε φορά, δηλαδή υπήρξε πολύτιμη η συνεισφορά της κατασκοπείας και στην περίπτωση αυτή.  Αυτό το γεγονός το αναφέρω για να δείξω ότι δεν ήταν μόνο οι συμπλοκές και οι μάχες που έγιναν κατά του κατακτητή, με αποτέλεσμα να είναι αναγκασμένοι να διατηρούν στη Κρήτη 35-40 χιλιάδες στρατό. Στους Γερμανούς, αλλά και οι πολύτιμες πληροφορίες που δημιουργούσαν προβλήματα και ζημιές στα στρατεύματα της κατοχής.

 

Ο ΠΕΤΡΑΚΟΓΙΩΡΓΗΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ

Τέλη Απριλίου του έτους 1943 ο Πετρακογιώργης πηγαίνει στο γυρογυάλι του Λυβικού πελάγους, για να διεκπεραιώσει παλι μια αποστολή καταδιωκομένων ελλήνων και Αγγλων,  στη Μ. Ανατολή.

Όμως αυτή η αποστολή είχε παραδοθεί έτσι βρέθηκε περικυκλωμένος από τους Γερμανούς. Αντιλαμβανόμενος τους Γερμανούς να πλησιάζουν ζητά από τον πλοίαρχο του πλωτού μέσου, να επιβιβαστεί ο ίδιος και μια μικρή ομάδα ανταρτών του στο μέσον και αν φύγουν για τη Μ.Ανατολή, αφού ήταν αδύνατον να γυρίσουν πίσω.

Στη Μ. ανατολή ήλθε σε επαφή με ένα Ελληνοαμερικάνο συνταγματάρχη, ο οποίος εζήτησε από τον αρχηγό να συνεργαστεί με τους Αμερικάνους και να κάνει Αμερικάνικη υπηρεσία κατασκοπείας στην Κρήτη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι Αμερικάνοι δεν είχαν δικούς τους  πράκτορες στην Κρήτη. Ήθελαν και αυτοί να παίρνουν πληροφορίες.

Μετά από 35 ημέρες ο Πετρακογιώργης επέστρεψε πάλι στην Κρήτη. Ειδοποίησε τους αντάρτες του, οι οποίοι είχαν μείνει πίσω να συγκεντρωθούν και ξαναργανώσανε την ομάδα του τον Ιούνιο του 1943.

Αρχές Ιουλίου περιμέναμε μια ρίψη εφοδίων από τους  Αμερικάνους πια . Eδω πρεπει να αναφερθεί ότι κατά την επιστροφή του ο Πετρακογιώργης μαζί με του 5-6 άνδρες του από τη Μ. Ανατολή ήταν ενδεδυμένος με στολή του Αμερικάνικου Στρατού, πράγμα που εμάς τους υπόλοιπους μας ξένισε, γιατί δεν γνωρίζαμε τον λόγο της συνεργασίας του με τους Αμερικάνους.

Ο αρχηγός λοιπόν μας είπε ότι περιμέναμε ρήξη εφοδίων στη θέση «Αγκαθέτες» του Καμαριανού βουνού.

Ένα χαμηλότερο ύψωμα από τν κύριο όγκο του Ψηλορείτη. Πράγματι είχαμε κάνει τα σήματα με φωτιές οι οποίες συμβολίζανε ψηφία ή καποιο σταυρό, κάθε φορά διαφορετικά για να μας εντοπίσει το αεροπλάνο και να ρίξει τα εφόδια. Κάποια στιγμή ακούσαμε το αεροπλάνο  να  πλησιάζει αλλά για κακή μας τύχη είχε καλύψει ένα σύννεφο το σημείο ρίψης και δεν μπορούσε το αεροπλάνο να μας δει. Πηγαίνει λοιπόν το αεροπλάνο στην κατεύθυνση του Τυμπακίου και βάλλεται από τα αντιαεροπορικά πυρά. Και μας κυρίεψε ανησυχία μήπως δεν κατορθώσει να πραγματοποιήσει τη ρίψη.

Όμως ως δια μαγείας κάποια στιγμή το σύννεφο διάλυσε και το αεροπλάνο μας είδε. Κάνοντας μια χαμηλή πτήση έριξε άλλα 16 αλεξίπτωτα. Ξανακέρδισε ύψος και μετά από λίγο έριξε άλλα 16 αλεξίπτωτα , 32 το σύνολο των εφοδίων.

Στη ρήψη δε αυτή ήταν παρών ο αρχηγός της αγγλικής κατασκοπείας στη Κρήτη, ο Τομ Ταμπάπιν, ο οποίος δεν ήξερε ότι τα εφόδια  προέρχονται από τους Αμερικάνους. Επειδή μέχρι εκείνη την εποχή οι Άγγλοι είχαν ακόμα το όνειρο της αυτοκρατορίας, προφανώς δεν θέλανε την παρουσία των Αμερικανών στην Κρήτη για υπολόγιζαν ότι μετά τη λήξη του πολέμου το νησί θα ήταν στην σφαίρα της δικής τους επιρροής, όπως θα προκύψει από την περαιτέρω αφήγησή μου.

Πρώτη μας φροντίδα ήταν να μαζέψομε τα αλεξίπτωτα και να τα βγάλομε από το πεδινό σημείο. Θέλαμε να τα κρύψομε κάπου προσωρινά, μήπως οι Γερμανοί αντιληφθούν τη ρίψη  και βγούνε προς αναζήτηση των εφοδίων. Όταν τα μαζέψαμε διαπιστώσαμε ότι σ’ένα από αυτά υπήρχε κατάσταση του συνόλου των εφοδίων. Εμείς δεν ειχαμε κανένα αγγλομαθή και η λίστα ήταν γραμμένη στα αγλλικά όταν ο Άγγλος αξιωματικός πήρε τη λίστα και τη διάβασε κατάλαβε ότι η αποστολή αυτή ήταν Αμερικάνικη. Έγινε θηρίο, σηκώθηκε όρθιος και είπε μια φράση στον αρχηγό που θα τη μεταφέρω αυτούσια: «τι σκατά είναι αυτά καπετάν Γιώργη, ή αυτοί ή εμείς»! Σηκώνεται απάνω ο αρχηγός, προσπαθώντας να του εξηγήσει ότι κι αυτοί είναι σύμμαχοι μας και θέμε να τους εξυπηρετήσουμε. Αυτός όμως πήρε τον συνεργάτη του ένα Φαραγκουλιτάκη Γιωργη από τα Βορίζα και εξαφανίστηκε με πολύ  μεγάλο θυμό.

Εξ αιτίας αυτής της αντιδράσεως του Άγγλου αξιωματικού, ο αρχηγός Πετρακογιώργης συνειδητοποίησε, ότι η δύναμη που διέθετε το η Ιντέλιζενς σέρβις στην Κρήτη, ήταν αποφασισμένη να μην επιστρέψει επ’ ουδενί των λόγω, την εγκατάσταση των Αμερικανών στο νησί. συνειδητοποίησε δε απόλυτα ότι η ζωή του κινδύνευε. Αυτό το άκουσα να το διηγείται ο ίδιος αργότερα και παρά το ψυχικό μεγαλείο που τον διέκρινε, αναγκάστηκε να υπαναχωρήσει από τη συμφωνία που είχε κάνει με τους Αμερικάνους, και ενώ αποβιβάστηκε Αμερικανός αξιωματικός στην Κρήτη, δεν πήγε ο Πετρακογιώργης να τον περισυλλέξει, με αποτέλεσμα να ταλαιπωρηθεί και να γυρίσει πίσω στη Μ. Ανατολή, κάτι που ήταν τελείως και απολύτως αντίθετο με τις αρχές και τις αξίες αυτού του μεγάλου παλικαριού.

Τα εφόδια που μας έριξε το αεροπλάνο των Αμερικάνων πρέπει να περιγράφουν γιατί ήταν πολύτιμα για εκείνη την εποχή σ σύγκριση με τις ρίψεις των Άγγλων που είχαν ελάχιστα ρούχα και σφαίρες που  συνήθως δεν ταιριάζανε στα όπλα μας.

Παραθέτω μια περιγραφή των εφοδίων της Αμερικανικής ρίψης.

Πετσί, δέρματα , μπουφάν, παντελόνια, ταχυβόλα, πιστολια, 50 Γκοτς, περίστροφα, τρόφιμα, για χρήση σε πορείες των ανταρτών όταν συμμετείχαν σε διάφορες αποστολές. Το περιεχόμενο του πακέτου για τη διατροφή του ενός ατόμου μια η μέρα υπηρεσίας περιείχε; 6 τσιγάρα, ένα κομμάτι τυρί, μπισκότα, μια σοκολάτα , καφέ ζάχαρη σε κύβους. Επίσης στα εφόδια υπήρχαν καρούλια με κλωστή που είχε χιλιάδες γιάρδες. Όλα τα εφόδια ήταν χρήσιμα για εκείνη τη εποχή.

 

Η ΑΙΜΑΤΗΡΗ ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΤΡΑΧΗΛΙ

Ιούλιος 1943

 

Τον Ιούλιο του 1943 επίκειται να γίνει η αποβίβαση των συμμάχων στη Σικελία. Για το λόγο αυτό στέλνουνε τρεις ομάδες κομάντος στην Κρήτη για τα τρία αεροδρόμια, του ηρακλείου, τα Καστελίου και του Τυμπακίου.

Είχαμε λημέρι στην περιοχή Βοριζίων σε μια σπηλιά που  λέγεται «Αγκουτσάκι», και μου λέει ο αρχηγός: «Βασιλειό, θα πας στη θέση «Σανίδα» να συναντήσεις 5  Αγγλους κομάντος και ένα Έλληνα συνοδό και θα τεθείς στη διάθεση του. Ότι σου ζητήσουν θα το κάμεις. Θα τους τροφοδοτήσεις από το χωριό Μαγαρικάρι, από ξάδερφο μου τον Αγησίλαο Πετράκη». Ο Αγησίλαος ο Πετρακης υπήρξε πολύ σημαντικός συνεργάτης του Πετρακογιώργη. Πήγα πράγματι στο σημείο που μου επέδειξε ο αρχηγός, με μια πρωτόγνωρη ενδυμασία για την ηλικία μου, και συνάντησα εκει τα έξι άτομα τους πέντε Αγγλους και τον Ελληνα.

Ο Ελληνας ήταν ο Γιώργης Βοσκάκης, από το χωριό Νίθαυρη Αμαρίου, ο οποίος είχε έλθει εθελοντής, οδηγός των κομάντος. Μου εξήγησε ο Βοσκάκης ότι προορισμός των κόμματος ήταν να μπουν κρυφά στο αεροδρόμιο του Τυμπακίου τρία συνεχή βράδια. Το Τυμπακι εκεινη την εποχή ήταν μια φοβερή στρατιωτική βάση, περιβαλλόμενη από συρματοπλέγματα και νάρκες, και το νεανικό μυαλό μου δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι υπήρχε δυνατό ηταν να διεισδύσουν μέσα στο αεροδρόμιο οι κομάντος. Έμενα με αφήνανε στη βάση εκκινήσεως και φύλαγαν τα πράγματά τους και αυτοί με μια ειδική εξάρτηση και κατάλληλο εξοπλισμό έμπαιναν στο αεροδρόμιο επι τρία συνεχή βράδια, γεγονός απίστευτο και όμως αληθινό.

Όπως έμαθα μετά την απελευθέρωση σκοπός των κομάντος ήταν να αχρηστεύσουν το αεροδρόμιο του Τυμπακίου για ένα βράδυ.  Αυτό βέβαια θα γινόταν στην περίπτωση που οι Γερμανοί αντιλαμβάνονταν την νηοπομπή που θα έκανε  απόβαση στη Σικελία και χρησιμοποιούσαν τα Κρητικά αεροδρόμια.    Όμως οι Γερμανοί στο αεροδρόμιο του Τυμπακίου δεν έδειξαν καμιά κινητικότητα κι ετσι οι κομάντος που εγώ φιλοξενούσα, δεν προέβησαν σε καμια δολιοφθορά σε αντίθεση με τους κομάντος του Καστελίου και Ηρακλείου, που κάψανε κατά τις πληροφορίες μου, βενζίνες και αεροπλάνα. Την Τρίτη μέρα λοιπον συνέβηκε ένα περιστατικό που δεν υπέπεσε στην αντίληψη μας αμέσως.

Κάποιος Μιχαλης Σαλούστρος από το Ζαρό είχε σκοτώσει ένα συνεργάτη των Γερμανών ονόματι Δουράλα. Οι Γερμανοί ειχαν κυκλώσει την περιοχή και βρισκόμασταν μες τον κλοιό χωρίς να το γνωρίζουμε. Για λογους πρόνοιας ο Βοσκάκης είπε «Βασιλιό παρε τα κιάλια και βγες στο ύψωμα «Σανίδα». Το ύψωμα αυτό 300 περίπου μέτρα ήταν το ορμητήριο μας.  Εγώ με την αφέλεια της ηλικίας μου κρέμασα τα κιάλια στο λαιμό μου και βγήκα σ’ αυτό σαν τουρίστας. Φτάνοντας στην κορυφή συνάντηση μπροστά μου τους Γερμανούς. Δεν είναι ανάγκη να πω πολλές λεπτομέρειες για το πόσο φοβήθηκα. Γύρισα πίσω ολοταχώς. Για καλή μου τύχη υπήρχαν μεγάλα «κατσοπρίνια» και δεν με είδανε. Είπα στους κομάντος ότι οι Γερμανοί ήταν λίγο παραπάνω. Εντυπωσιάστηκα δε με την αταραξία και την ψυχραιμία αυτών των γενναίων ανθρώπων. Κατω απ’ αυτή την κατάσταση ο Βοσκάκης μου λεει: «βασίλη φύγε εσύ γιατι εισαι με τα πολιτικά κι αν πιαστείς θα εκτελεστείς». Αλλα εγώ εν ήθελα να δείξω ότι φοβήθηκα και δεν έφυγα. Καθώς κουβεντιάζαμε και παρακολουθούσαμε  την κατάσταση πέφτει μια φωτοβολίδα δίπλα μας. Τοτε ο γενναίος αυτός άνθρωπος ο Βοσκάκης, νομίζοντας ότι μας εντόπισαν και μας υποδεικνύουν για να μας χτυπήσουν, πιάνει το ταχυβόλο και κατευθύνεται προς τη μεριά των Γερμανών. Αλλα ο απόλυτα ψύχραιμος επικεφαλής άγγλος του λέει «Γιώργη εγώ εχω την ευθύνη της επιχείρησης» και τον συγκρατεί.  Εντύπωση μου έκανε ο αυθόρμητος τρόπος που αυτό το παλικάρι πήγε να θυσιαστεί. Όταν λοιπόν ο επικεφαλής διέγνωσε ότι η θέση μας δεν ηταν ασφαλής, έδωσε εντολή να αποχωρήσουμε. Και το κάμαμε με απόλυτη προφύλαξη χωρίς να ανταλλαγεί κανενας πυροβολισμός και χωρίς καμία απώλεια. Αναφέρω δε αυτή την περίπτωση του σαμποτάζ για να δείξω ότι ο γενναίος Πετρακογιώργης ρύθμιζε σχεδόν το σύνολο των δραστηριοτήτων , τόσο των ανταρτών του όσο και των Αγγλων συμμάχων κομάντος, οσάκις αποβιβάζονταν στην Κρήτη και  είχαν αποστολές να εκτελέσουν.

 

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1943

Το Καλοκαίρι εκείνο του 1943 τον μήνα Αύγουστο μεσολάβησε και ένα άλλο σημαντικό γεγονός. Η ομάδα Πετρακογιώργη βρισκόταν στη περιοχή Βορίζα στη θέση «Πριγιός» και είχε αυξηθεί  μάλιστα, εξ αιτίας μιας πληροφορίας που είχε διαρρεύσει, σύμφωνα με την οποία επρόκειτο αποβατική ενέργεια των συμμάχων στην Κρήτη.   Αυτή η πληροφορία είχε επιπλέον ως αποτέλεσμα οι κινήσεις των ανταρτών της ομάδας να μην είναι πολύ προσεκτικές .. κάποιος δοσίλογος μετέφερε στους γερμανούς την πληροφορία σχετικά με τη θέση της ομάδας Πετρακογιώργη με αποτέλεσμα την 15η Αυγούστου του 1943να κάμουν κλοιό στην ομάδα και να βρεθεί από παντού περικυκλωμένη από τους Γερμανούς.

Τα πράγματα εξελίχθησαν ως εξης: ξημερώνοντας της Παναγίας φτάνει στο λημέρι ο Διονύσης Φραγκιαδάκης από τα Βορίζα και φέρνει τν πληροφορία ότι ο ι Γερμανοί κινούνται προς το βουνό.  Και πραγματικά με το ξημέρωμα η ομάδα παρατηρεί με τα κιάλια ότι είναι κυκλωμένοι παντού. Λεει λοιπον ο αρχηγός ο οποίος ειχε και πολεμική πείρα και σχετική μόρφωση διότι είχε βγάλει το Σχολαρχείο στην Πομπηία και ειχε πολεμήσει στο Μπιζάνι στο 10ο Σύνταγμα Πλαστήρα, και ήταν σε θέση επομένως να εκτιμήσει την κατάσταση καλύτερα απ’ ολους: «είμαστε κυκλωμένοι πανταχόθεν, θα κρατήσουμε τη θέση μας, θα πολεμήσουμε και το βράδυ θα χτυπήσομε από ένα σημείο και θα φύγομε».  Στην ομάδα όμως υπήρχαν αρκετοί κάτοικοι των Βοριζίων και αντέδρασαν λέγοντας στον αρχηγο: «Αρχηγέ να αποφύγομε τη συμπλοκή, γιατι θα κάψουν το χωριό μας και θα σκοτώσουν τους ανθρώπους μας».  Αναγκάστηκε λοιπόν ο αρχηγός, να μην εφαρμόσει το δικό του σχέδιο και να ακολουθήσει τις υποδείξεις των ανταρτών από τα Βορίζα, που γνώριζαν την περιοχή ισχυριζόμενοι οτι μπορούσαν να αποφύγουν τη συμπλοκή και να καταφύγουν στο δάσος του Ρούβα.

Μετά από αυτές τις υποδείξεις ακολούθησε τη διαδρομή που οι γνώστες της περιοχής υπέδειξαν και κάποια στιγμή βρίσκονται σ’ ένα σημείο που λέγεται «τραχήλι» σε μια φοβερή χαράδρα και επιπλέον απέναντι στην ομάδα των Γερμανών. Μπροστά σ’ αυτο το αδιέξοδο ένας από εκείνους που είχε την πρωτοβουλία να προτείνει αυτή τη λύση λέει στον αρχηγό: «Αρχηγέ χαθήκαμε». Εκείνη όμως τη στιγμή, αμέσως η γενναία αυτη φυσιογνωμία αντιδρά ψύχραιμα λέγονας: «τώρα λετε χαθήκαμε»; Αέραα, επάνω τους παλικάρια μου»!  Με την ιαχή ΑΕΡΑ βγαίνουν το φοβερό ανήφορο βαλλόμενοι από μπροστά. Ο αρχηγός εντυπωσιάζεται απο τη δυνατή φωνή αλλά και το εντυπωσιακό θάρρος του Σκουρομανώλη (Εμ. Τσικριτζή), που με την ιαχή αέρα προσπαθεί να καταλάβει τη δύσβατη χαράδρα. Οι πιθανότητες να επιζήσουν από τα πυρά είναι ελάχιστες αλλα για καλή τύχη αυτής της μικρής ομάδας 21 άτομα ένας καλός σκοπευτής ο Γεώργιος Χαραλαμπάκης ή Μπαλάσκας από το Ζαρο, κατορθώνει να σκοτώσει τον πολυβολητών Γερμανών με αποτέλεσμα να αραιώσουν τα πυρά και να κατορθώσει το μισό τμήμα της ομάδας να βγει στο ύψωμα «Τραχήλι».  Το ύψωμα αυτό είναι μια φοβερά δύσβατη περιοχή για να τη διανύσεις βαλλόμενος, είναι κίνδυνος θάνατος. Ετσι το τμήμα της ομάδας που ακλούθησε αυτό το σημείο δέχθηκε τα πυρά και σκοτώθηκαν 4 από αυτούς τους γενναίους πατριώτες. Επίσης τραυματίζεται και ο Διονύσης Φραγκιαδάκης στην κοιλιακή χώρα ή στο θώρακα. Τον τραυματία αναλαμβάνει να μεταφέρει ο Ανυφαντάκης ο Αλέξανδρος από το χωριό Πλάτανος σε ασφαλή χωρο για να έχουν και οι δύο τους κάλυψη από τα καταιγιστικά πυρά. Για κακή τους τύχη όμως, μετά από λιγο ,ο Ανυφαντάκης,  καθώς κρατά τον Φραγκιαδάκη, δέχεται μια σφαίρα στο κεφάλι και  σκοτώνεται επι τόπου, αλλα και ο Φραγκιαδάκης πεθαίνει από αιμορραγία. Ο αρχηγός και οι άλλοι πέντε ακόμη αντάρτες ο Γεώργιος Τζίτζικας ή Μπαχρής, από το Ανω Μέρος, ο Γεώργιος Καργάκης ή Ψαρογιώργης από τα Βόριζα, ο Μανόλης Βεισάκης ή Βεισομανώλης από τα Βόριζα, ο Μανόλης Τσικριτζής από το Ανω Μέρος, ο Διονύσης Φραγκιαδάκης από Βορίζα που τραυματίστηκε και μετά από λίγο εξέπνευσε από την αιμορραγία. Εχουν βγει σ’ ενα μεγάλο βράχο και βάλλονται καταιγιστικά.  Παρά το γεγονός ότι όλοι έχουν τραυματιστεί κρατούνε τις θέσεις τους μέχρι το βράδυ. Ηταν δε τόσο απελπιστική η ζέστη του Αυγουστιάτικου ήλιου που βάζανε στο στόμα τους, χαλίκια κατω από τις σκιές των βράχων και φύλλα από πουρνάρια, για να αντιμετωπίσουν τη δίψα. Οι μερικοί από την ομάδα μαζί με τον Γεώργιο Καζάκη από το χωριό Πιτσίδια που μετέφερε το πολυβόλο, πήρανε λανθασμένη κατεύθυνση με αποτέλεσμα να μη μπορέσουν να βγούνε στο ύψωμα που ηταν οι υπόλοιποι. Φεύγουν λοιπόν από άλλη κατεύθυνση για να γλιτώσουν εκτός από τον Λιανουδάκη τον Πολύδωρα  από τα Σκούρβουλα που γίνεται αντιληπτός από τους Γερμανούς και τον σκοτώνουν σε άλλο σημείο. Επτά παλληκάρια σκοτώθηκαν σ’ αυτή τη μάχη επτά ανδρείοι έδωσαν τη ζωή τους για να ζούμε εμείς ελεύθεροι σήμερα:

Ο Φραγκιαδακης Διονύσης από τα Βορίζα,

Ο Σαρτζετάκης Γεώργιος από την Κρύα Βρύση Αμαρίου

Ο Αποστολάκης Κωνσταντίνος από τη Μιαμού,

Ο Ανυφαντάκης Αλέξανδρος από τη Λοχριά Αμαρίου,

Και ο Λιανουδάκης Πολύδωρας από τα Σκουρβουλα.

Εγώ δε που αφηγούμαι αυτήν τη μάχη, γλίτωσα από θεία πρόνοια τη ζωή μου, διότι ο αρχηγός μου είχε τη συνήθεια ν’ ανεβάζει κάθε 15 Αυγούστου ένα παπα στο βουνό και να μεταλαμβάνει τους άντρες.

Η μάνα του λοιπόν, θρησκευόμενη και φιλόξενη οικοδέσποινα ,η   οποία ζούσε ακόμα φρόντιζε κάθε φορά και ζύμωνε κάτι ξεχωριστό για να το στείλει στο βουνό. Εγώ λοιπόν που ο ρόλος μου ήταν να μεταφέρω τα εφόδια στο λημέρι, προορισμό ειχα να πάω από βραδύς  δηλ. την παραμονή της Παναγίας στο βουνό τοτε που έγινε ο κλοιός.     Αλλά για καλή μου τύχη γινόταν ένα πανηγύρι πάνω από το χωριό Μαγαρικάρι στην Κερά και η μάνα του Πετρακογιώργη μου είπε: «Βασιλιό θα κάτσεις να μεταλάβεις οπωσδήποτε κι εσύ». Πράγματι ετσι και έκανα και τελικά με εφόδια φορτωμένα σ’ ένα μαύρο μουλάρι, επειδή τότε δεν υπήρχε άλλο μέσο, αού και η περιοχή ήταν απρόσιτη για τους γερμανούς, βρίσκομαι στη θέση «Πορτί» και βλέπω μπροστά μου τη διάταξη  του φοβερού κλοιού, που ήδη είχε αρχίσει να βάλλει κατά των ανταρτών της ομάδας μας.

Είμαι δε ο μόνος άνθρωπος που είδε από μακριά, ολόκληρη την εικόνα, την πλήρη διάταξη αυτής της δύσκολης θέσης, που βρέθηκε η ομάδα μας, διότι από το σημείο «Πορτι» που βρισκόμουν ήταν ορατή όλη η περιοχή που έγινε η επιχείρηση. Όπως ηταν φυσικό γύρισα πίσω τα εφόδια, διοτι δεν υπήρχε πιθανότητα να προχωρήσω.

Οι επιζώντες με τον αρχηγό κρατήσανε τη θέση τους μέχρι το βράδυ και εκτός από τα τραύματα είχαν και απελπιστική δίψα.  Απέναντι από το σημείο που διεξαγόταν η μάχη υπάρχει μια πηγή που λέγεται «Αγκουτσάκι», και αφού νύχτωσε είπε ο αρχηγός στους τραυματίες αντάρτες του: θα παμε να πιούμε νερό από τη βρύση ακόμα κι αν είναι  ολοι οι Γερμανοί της Κρητης εκεί» . Τετοια ήταν η απελπισία των αντρων από τη φοβερή δίψα του Αυγούστου που την επιδείνωναν τα τραύματα και η αιμορραγία τους. Εδώ δικαιώθηκε ο αρχηγός που ζήτησε αν μείνουν στην προηγούμενη θέση, που ήταν το λημέρι και προσφερόταν για αποτελεσματική άμυνα.

Ακουσα αργότερα τον ίδιο τον αρχηγό να αφηγείται ότι: «αναγκάστηκα να υποχωρήσω στην απαίτηση των ανδρών μου διοτι, αρκετοί ήταν από τα Βορίζα και εν ήθελα να σκεφτούνε ότι εγώ ειχα εξασφαλίσει τα παιδιά μου στη Μ. Ανατολή και αδιαφορούσα για τα δικά τοςυ παιδιά που ήταν στο διπλανό χωριό.»  Ο άνθρωπος δε αυτός είχε κυρίαρχη αποψη σεβαστή από την ομάδα, διοτι η ανταρτικη ομάδα ήταν έργο αποκλειστικά δικό του, και ήταν απολυτος κυρίαρχος των αποφάσεων και των ενεργειών της ομάδας. Ολοι οι άντρες σ’αυτή τη φάση , έδειξαν εξαιρετική γενναιότητα και θα εξάρω περισσότερο το Γιώργη Χαραλαμπάκη (Μπαλάσκα), τον Μανώλη Τσικριτζή (Σκουρομανώλη), τον Γιώργη Τζίτζικα (Μπαχρή ), τον Γεώργιο Καργάκη και τον Εμμανουή Βεϊσάκη (Βεϊσομανώλης) που έδειξαν εξαιρετική γενναιότητα και επέζησαν από αυτή τη μάχη. Ολες αυτές τις αυθεντικές λεπτομέρειες, για τη συμπεριφορά της ομάδας , και τις απώλειες των παλικαριών, τις ακουσα από το στόμα του αρχηγού, στο επόμενο λημέρι μετά τη μάχη του Τραχηλιόύ, όπου εγκαταστάθηκε η ομάδα στη θέση «Κοπράνες».

 

Νικητές στο απόσπασμα..Το Αμάρι στις Φλόγες» σελ. 350- 354 Μανόλης Παντινάκης Ρεθυμνο 2008.  Οι Αποστολές μου κατά τη διάρκεια της κατοχής.

 

Μετά τη συγκρότηση της ομάδας  στην περιοχή «Κοπράνες» στο Αμάρι, εγώ συνέχισα αν μεταφέρω εφόδια στο λημέρι, παρα τις δύσκολες  συνθήκες. Οι συνθήκες ήταν  δύσκολες διοτη πάντα οι κινήσεις γίνονταν την νύκτα, και κατά καιρούς μάλιστα κυκλοφορούσαν περιπολίες των Γερμανών, έτσι ώστε ο κίνδυνος να είναι καθημερινός. Συγχρόνως δεν είχα και κάποια άλλη αποστολή που εκτελούσα κατά καιρούς , την αποστολή του οδηγού.

Μικρές ομάδες ανδρών αποβιβάζονταν στα Αστερούσια Ορη και τη νύχτα διέσχιζαν τον κάμπο της Μεσσαράς μεταφέροντας εφόδια στην πλάτη τους μέχρι το χωριό Γαλιά. Άκρως επικίνδυνο εγχείρημα . εγώ με τα ζώα, λόγω και του νεαρού της ηλικίας μου δεν κινούσα υποψίες. Για το λόγο αυτό, συχνά κατέβαινα μέχρι το χωριό Γαλιά, σ’ένα ασφαλές ύψωμα, όπου φορτώναμε τα εφόδια που έφερναν από το γυρογυάλι οι άντρες, και τα πηγαίναμε στο Αμάρι. Από τη Γαλιά με κίνδυνο της ζωής  μας, πηγαίναμε στο Αμάρι παιρνώντας κάτω από μια γέφυρα, μέσω του χωριού  Γρηγοριά. Στο Αμαρι ήταν ανετότερες        οι κινήσεις  των Αγγλων συμμάχων και των ανταρτών διοτι δεν υπήρχαν αρκετοί Γερμανοί, Ελλείψει συγκοινωνίας, εξαιρουμένου του χωριού Φουρφουρά στην περιοχή Αμαρίου, δεν ήταν εύκολος ο αιφνιδιασμός των ανταρτών από τους Γερμανούς. Θα αναφέρω δύο από τις απ’ όλες περιπτώσεις που εκτέλεσα αυτού του είδους τις αποστολές: Η πρώτη αφορά στην μεταφορά του Πατρικ Λη Φερμορ, του απαγωγέα του γερμανού Στρατηγού  Κράϊπε, με ομάδα από 20 περίπου άτομα.  Ολοι αυτοί αποβιβάστηκαν σε γυρογυάλι των Αστερουσιων. Τους συνάντησα όπως παντα στη Γαλιά όπου φορτώσαμε εφόδια για να τα μεταφέρουμε στο χωριό του Εμμανουήλ Παπαδογιάννη , στον Αγιο Ιωάννη. Ο Παπαδογιάννης ήταν πολιτικός εκπρόσωπος της Μέσης Ανατολής.

Άλλη μια παρόμοια αποστολή και αυτή  με μεγάλο κίνδυνο ήταν η μεταφορά του Βαγγέλης Χαιρέτη. Ο Χαιρέτης έφερε το βαθμό του ταγματάρχη. Καταγόταν από το χωριό Αυγενική,  και ήλθε από τη Μέση Ανατολή με ειδική αποστολή να ενισχύσει τους μηχανισμούς των ασυρμάτων. Τον Χαιρέτη   εγώ από τη Γαλιά και τον μετέφερα  στο Αμάρι. Όλα αυτά που αναφέρω παραπάνω έχουν σκοπό να δείξουν το ρόλο μου και τη συνεισφορά μου ως παιδιού κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, κατω από δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες.

 

Η ΔΡΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΔΟΤΗ ΓΕΝΕΡΑΛΗ

Την 1η Ιανουαρίου του 1944 πέθανε η μάνα του αρχηγού Πετρακογιώργη.  Η Αντιόπη Πετράκη. Ανέβηκα λοιπόν εγώ στο βουνό στην περιοχή «Κουρούπητό» πάνω από το χωριό Λοχριά για να μεταφέρω στον αρχηγό μου  τη δυσάρεστη είδηση, του θανάτου της μητέρας του. Ο αρχηγός μου δίδει εντολή να πάω στο χωριό  «Αγία Γαλήνη». Στο χωριό αυτό ήταν παντρεμένη η αδελφή του η Χρυσάνθη με τον έμπορο λαδιού τον Μιχάλη τον Βασιλάκη.  Έπρεπε να ειδοποιήσω τον Μιχάλη τον Βασιλάκη να επιμεληθεί την Κηδεία της πεθεράς του. Αυτή η αποστολή βέβαια είχε ρίσκο. Ο Μιχάλης, έπρεπε να φροντίσει τα της ταφής της, επειδή ο αρχηγός αδυνατούσε να κάνει οτιδήποτε ενέργειες από το βουνό, αφού ήταν καταζητούμενος και επικηρυγμένος.   Μετά αφού τον ειδοποίησα ήλθε ο Μιχάλης ο Βασιλάκης στο Μαγαρικάρι. Λόγω της επιρροής και του κύρους της οικογένειας Πετράκη ήρθαν οι περισσότεροι παπαδες της περιοχής και κάνανε μια πολύ εντυπωσιακή κηδεία στη γριά τη Πετραομανώλαινα. Μου έκανε εντύπωση τότε γιατι το σπίτι του Πετρακογιώργη ήταν αρχοντόσπιτο. Ο πατέρας του ηταν ευκαταστατος. Μετα το τέλος της νεκρώσιμης ακολουθίας και ενώ ετοιμάζονται να βγάλουν τη νεκρή έξω από την εκκλησία, εμφανίζεται ένας άγνωστος κύριος που φορεί ένα Κρητικό γιλέκο και κιλότα και σταματά μπροστά στο Φερετρο. Εμποδίζει να σηκώσουν το λείψανο της Πετρακομανώλαινας και λεει «Σταματήστε».

Κανείς δεν μπορεί να αντιληφθεί ποιος είναι, ενώ αρχίζει να βγάζει ένα επικήδειο με πύρινα λόγια εναντίον των Γερμανών, πράγμα που εκείνη την εποχή ήταν πολύ δύσκολο να επιχειρήσει κάνεις δημοσίως, εκτός αν ήταν συνεργάτης τους. Ο ομιλητής δε αυτός έκαμε το λάθος, να πει ότι έρχεται να αποχαιρετήσει τη νεκρή, εκ μέρους του γιου της, αρχηγού Πετρακογιώργη και ότι ήταν απεσταλμένος του. Ολοι οι παρόντες θορυβηθήκαμε όταν άρχισε τον επικήδειο λέγοντας: «εισαι η μάνα του νέου δασκαλογιάννη, και έρχομαι εκ μέρους του γιού σου να σ’ αποχαιρετήσω» Ο γαμπρός λοιπόν του Πετρακογιώργη, ο Μιχάλης ο Βασιλάκης, στρέφει το βλέμμα του προς εμένα ερωτηματικά και με νόημα για νατου πω αν γνωρίζω ποιος είναι ο ομιλητής. Και εγώ του νεύω κεκαλυμμένα, ότι δεν γνωρίζω αυτόν τον  άνθρωπο. Ότι μου είναι τελείως άγνωστος, αυτός ο ομιλητής ειχε δε αυτός ο άνθρωπος ένα σημάδι στο αριστερό του μάτι που ήταν χαρακτηριστικό και αποτυπώθηκε στη μνήμη μου.

Γυρνώντας το επόμενο βράδυ στο λημέρι του αρχηγού, αναφέρω στον Πετρακογιώργη το περιστατικό. Εκεινος αμέσως αναγνωρίζει από την περιγραφή μου τον Γεωργιο Γενεράλη, από το χωριό Γερακάρι, ο οποίος είναι γνωστός των Γερμανών. Εμφανίστηκε δε στη κηδεία της μητέρας του αρχηγού και μίλησε, με σκοπό να  καταδώσει τον αρχηγό στους Γερμανούς.

Ειχε πρόθεση να βολιδοσκοπήσει τους ανθρώπους που παρευρίσκονταν στην κηδεία, να ει ποιοι αντιπροσώπευαν τον Πετρακογιώργη, και να αντλήσει καμιά πληροφορία για τον τόπο, που είχε το λημέρι του, ετσι ώστε να τον αιφνιδιάσουν οι Γερμανοί.  Ολο δε αυτό το γεγονός το μετέφερε ο ελεϊνός αυτός δοσίλογος στου Γερμανούς. Αυτό εχει επιβεβαιωθεί από τα σύμβαντα που ακολούθησαν μετά την κηδεία της Πετρακομανώλαινας.  Μετά από δύο ή τρεις μέρες από την κηδεία πηγαίνει στο σπίτι του γαμπρού του, Μιχάλη Βασιλάκη, στην Αγία Γαλήνη όπου είχε ένα ωραιότατο σπίτι, ενας ελληνομαθής Γερμανός αξιωματικός ο οποίος αξίωσε απο τον Βασιλάκη να τον Φιλοξενήσει.

Κατά τη διάρκεια της  εκει παραμονής του, αρχισε να ανακρίνει τον Μιχάλη, και να τον ρωτά για τον Πετρακογιώργη. Ο Βασιλάκης συνειδητοποιώντας ότι κινδυνεύει να συλληφθεί και να εκτελεστεί από τους Γερμανούς, χειρίστηκε το θέμα με ευφυΐα και διπλωματικότητα.

Περιποιήθηκε περίσσια τον Γερμανό  και άρχισε να του λεει με πολύ πιστικό τρόπο, ότι δεν έχει σχέσεις με τον Πετρακογιώργη. Αντιθέτως του είπε ότι έχει  πολλές διαφορές  και αντιρρήσεις για την δραστηριότητά το, αλλα επειδή η μητέρα του ήταν και μάνα της γυναίκας του της Χρυσάνθης, ειχε την υποχρέωση, το ηθικόν καθήκον να επιμεληθεί  τα της κηδείας. Ο Γερμανός αυτός, προφανώς από την περιποίηση και απο  τα λόγια του Μιχάλη του Βασιλάκη, φαίνεται να πείστηκε, με αποτέλεσμα να γλιτώσει ο άνθρωπος αυτός τη ζωή του.

Ο Γεώργιος Γενεράλης είχε και μια μεγάλη ιστορία κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Οι Γερμανοί κάψανε επτά χωριά στο Αμάρι και το σπίτι του δεν το άγγιξαν. Όχι μονο  δεν εκαψαν το σπίτι του, αλλα και τα δικά του πράγματα τα μεταφέρανε στο Ρεθυμνο, δηλαδή οι Γερμανοί τον προστάτεψαν απολύτως.

Όταν αποχώρησαν ο Γερμανοί, οι Αμαριώτες αντάρτες, κινηθήκανε προς τη καταδίωξη του δωσίλογου Γενεράλη, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε μεταμφιεστεί και είχε αναχωρήσει από τα μέρη του, προς άγνωστη κατεύθυνση. Τοτε συνέβη μια παράξενη σύμπτωση της μόρια που    θα τη χαρακτήριζα θεία δίκη. Οι Γερμανοί δεν είχαν αποχωρήσει παντελώς από τη Κρήτη. Αποχώρησαν τμηματικά. Από το Ηράκλειο έφυγαν στις 12-10-1944 και από τα Χανιά τέλη Μαΐου του 45. Φρούραρχος Ηρακλείου με αστυνομικά και στρατιωτικά καθήκοντα ήταν  ο αρχηγός μου  Γεώργιο Πετρακογιώργης. Η αντάρτικη ομάδα του που μετρούσε τότε περί του εξακόσους άντρες, καθώς και οι ομάδες άλλων αρχηγών είχαν αναλάβει την τήρηση της τάξεως στη πολη και στο νομό Ηρακλείου. Στα Χανιά μάλιστα είχε αποσταλεί κλιμάκιο ανταρτών του Πετρακογιώργη για την προστασία των Χανίων απο τούς τελευταίους Γερμανούς που βρίσκονταν εκεί.

Μια ομάδα ανταρτών στην οποία συμμετείχα και εγώ με επικεφαλής τον Μιχάλη Κραούνη, από το χωριό Μέρωνα Αμαρίου, είχαμε αναχωρήσει από το Ηράκλειο και κατευθυνόμαστε προς τις Μοίρες, κατόπιν εντολής του Φρούραρχου Ηρακλείου, του αρχηγού μας Γεωργιου Πετρακογιώργη.  Ο δοσίλογος αυτός , ο Γενεράλης, ειχε βρει άσυλο στο καφενείο ενός  χωριανού του, που ειχε παντρευτεί απο το χωριό Βενεράτο. Πηγαίνοντας προς τις Μοίρες σταματήσαμε στο συγκεκριμένο καφενείο στο Βενεράτο, για να πιουμε κάτι. Μεσα στο καφενείο αυτό βλέπω λοιπόν ένα κύριο με ψάθινο καπέλο, να κόβει καπνό πάνω στο ξύλο. Μόλις με είδε σήκωσε το βλέμμα του , η παιδική μου μνήμη αυτομάτως αναδεύτηκε.  Το όλο παρουσιαστικό του ανθρώπου μου θύμιζε κάτι από τον ομιλητή, που έβγαλε τον επικήδειο λόγο στη κηδεία της μακαρίτισσας   της Πετρακομανώλαινας που φορούσε τότε Κρητική στολή.  Τον ρώτησα αμέσως και επιμόνως τρεις φορές από πού είναι , αλλα ο ίδιος δεν έβγαζε μιλιά. Πετάχτηκε τότε ο καφετζής και μου απάντησε αντι γιαυτό: «δεν τονε γνωρίζεις κουμπάρε, γιατι είναι από ένα χωριό που βρίσκεται στο Ρέθυμνο». Εγώ τον ξαναρώτησα από ποιο χωρίο του Ρεθύμνου είναι και τοτε ο καφετζής πάλι μου είπε: «Από το Γερακάρι».  Αμέσως βεβαιώθηκα ότι ο άνθρωπο με το ψάθινο καπέλο ήταν ο προδότης Γενεράλης , γαιτι αν και ειχε μεταμφιεστεί ειχε το χαρακτηριστικό σημάδι στο αριστερο μάτι του. Βγαίνω αμέσως έξω και φωνάζω τον Κραούνη το Μιχάλη: «Μιχάλη εδώ είναι ο φίλος σου». Τον πιάσαμε και ενώ πηγαίναμε στις Μοίρες, γυρίσαμε πίσω στο Ηράκλειο και τον κατεβάσαμε στη Χανιόπορτα, μέχρι τη Νομαρχία και φωνάζανε: «αυτός είναι ο κατάπτυστος προδότης που έκαψε επτά χωριά του Αμαρίου».  Ο Προδότης βογκουσε από τα χτυπήματα του κόσμου. Εγώ πάλι παρα την κακή ιστορία του, τον λυπήθηκα! Αξιοσημείωτο είναι ότι η παιδική μου μνήμη κατόρθωσε να ανασύρει τις εικόνες του παρελθόντος και να θυμηθεί το πρόσωπο του προδότη.

Σέβομαι , την ιστορική οικογένεια των Γενεράληδων. Δεν μπορεί η πράξη και οι συμπεριφορές ενος μέλους τους να βαρύνουν ολόκληρη την οικογένεια. Από κει περα δεν έμαθα τι έγινε με τον προδότη αυτόν  που με τις πληροφορίες που έδωσε στους κατακτητές Γερμανούς, ισοπεδώθηκαν εφτά οικισμοί στην επαρχία Αμαρίου και το χωριό Κρύα βρύση στην επαρχία Αγ. Βασιλείου και εκτελέστηκαν εκατοντάδες κάτοικοι τους.  Ακουσα όμως από τον Αρχηγό μου, τον Πετρακογιώργη μετα ότι του έστειλε επιστολες από τις φυλακές Αβέρωφ που ήταν έγκλειστος , που του ζήτούσε να του φανεί χρήσιμος, και ισχυριζοταν ότι οι κατηγορίες δεν είναι σωστές.  Ο Πετρακογιώργης όμως τον περιφρόνησε και δεν έδωσε καμια συνέχεια..
Στα μέσα του Δεκεμβρίου του ’44 παραπεμφθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο ο Γιώργης Γενεράλης, γνωστότερος ως Σηφογιώργης  ή Στραβός, με τις παραπάνω κατηγορίες. Το ειδικό δικαστήριο αποτελούσαν οι Γιάννης Γιαννουράκος, πρόεδρος, Γιάννης Σακκάς  και Μανόλης Μαστρογαμβράκης, τακτικά μελη και οι Αριστείδης Κορωνάκης και Ιωάννης Σαρρρής λαϊκοί δικαστές. Ειδικό επίτροπος  παρέστη ο εισαγγελέας Πουλάκος και γραμματέας της έδρας  ήταν ο Αντώνιος Δασκαλάκης .   Συνήγοροι πολιτικής παρέστησαν οι Μανόλης Τσιριμονάκης, Μιχ. Παπαδάκης, Νικ. Ανδρουλιδάκης και Μίνως Καλαιτζάκης και υπερασπισης ο Πέτρος Μανουσάκης. Μάρτυρες στη δίκη κατέθεσαν , η διερμηνέας της Γκεστάπο Νίνα Κουκλινού, ο νομομηχανικός χανίων Γιάννης Γενεράλης, ο Απόστολος Μαρνιέρος, ο Κων. Παλιεράκης, ο Νι. Φυντίκης. Η Μαγδαληνή Ταταράκη, ο χωροφύλακας Γεώργιος Αγγελάκης, ο Βεώργιος Βρανάς και η Αγγελική Κοκονά. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο μερικές από τις κατηγορίες που του απήγγειλε ο εισαγγελέας:

«Κατά το διάστημα της Κατοχής παρέσχεν συστηματικώς πληροφορίας εις την Αστυνομία του εχθρού, περί κινήσεων ατόμων και οργανώσεων λαμβάνων διαφόρους χρηματικάς αμοιβάς, πρόβατα και τρόφιμα..

-το σοβαρότερον όμως ολων ήταν, ότι κατέδωσε εγγράφως τους κατοίκους των χωριών Γερακάρι, Γοργούθων, Καρδάκι, Βρυσών, Σμιλέ δρυγιών, Ανω Μέρους και Κρύας Βρύσης, οίτινες συνελήφθησαν και εξετελέσθησαν, τα δε χωρία των κατεστράφησαν εκ θεμελίων .  κατέδοσεν  ότι τα χωρία αυτά εβοήθησαν εις την σύλληψιν και διαπόμπευσιν του Γερμανού Στρατηγού Κράιπε..»

Αν και εγινε  η δίκη του και καταδικάστηκε δις εις θάνατον, δυστυχώς όπως και οι άλλοι δοσίλογοι, δεν εκτελέστηκε.

 

Η ΑΠΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ  ΚΡΑΪΠΕ

«Στση 26 του Απριλιού μια πρωινή δροσούλα

Τον Κράϊπε τονε πηρανε σα νατανε νυφούλα

Μέσα στ’ αμάξι μπήκανε μ’ένα ντου ιπποκόμο

Αγγλοι και αντάρτες των βουνών στων Αρχανών το δρόμο».

 

Όπως λέει και ο δημοτικός στίχος στις 26 Απριλίου 1944, Αγγλοι κομάντος με Κρητικούς Αντάρτες της αντίστασης κατά της γερμανικής κατοχής, απήγαγαν τον Γερμανό στρατηγό Κράϊπε, διοικητή Κρήτης, από την περιοχή των Αχαρνών. Τον μετέφεραν στον Ψηλορείτη με σκοπό να φυγαδευτεί στη Μ. Ανατολή προκειμένου να τρωθεί το γόητρο και να κλονιστεί το ηθικό των Γερμανικών στρατευμάτων.

Υπάρχει όμως και μια άλλη εκδοχή που δεν είναι ευκαταφρόνητη, αυτή της περισυλλογής πληροφοριών, μές ω των κατάλληλων ερωτήσεων προς τον Στρατηγό από τους Άγγλους  συμμάχους ή της εξαγωγής διαφόρων συμπερασμάτων για την πολεμική τακτική των γερμανικών στρατευμάτων της κατοχής από τις αντιδράσεις του  προκειμένου να είναι επιτυχέστερη η αντίδραση των Κρητών αγωνιστών. Αυτή βέβαια η ενέργεια στοίχισε βαρύ τίμημα στον Κρητικό Πληθυσμό. Είχε ως συνέπεια την καταστροφή πολλών χωριών και την εκτέλεση πολλών ανδρών ΄.

Ο αρχηγός μου ο Πετρακογιώργης πήγαινε να συναντήσει τους απαγωγείς του στρατηγού την επόμενη 27 Απριλίου στην περιοχή «Πετραδολάκια» στο Ανωγειανό Αόρι. Ειχε εντολή να στείλει άντρες του, να ελέγχουν τη διαδρομή από τον Ψηλορείτη μέχρι την Μονή Πρέβελης.  Εκεί είχε προαποφασιστεί να προσεγγίσει το μέσον , που θα έπαιρνε τον απαγχθέντα στρατηγό  με τους ΄Αγγλους αξιωματικούς και τους Ελληνες αντάρτες.

Πηγαίνοντας ο αρχηγός στη συνάντηση των απαγωγέων πήρε μαζί του έναν από τους αντάρτες του τον Γιώργη το Χρυσό από Λιβάδια και τον υποφαινόμαινο. Τι με ήθελε εμενα που ήμουν μόλις 17 χρόνων θα προκύψει στη συνέχεια .  Αφήνει λοιπόν εμένα σ’ένα σημείο για να συναντηθούμε κατά την επιστροφή του από τα   Πετραδολάκια. Από το σημείο εκείνο θα περνούσαν οι απαγωγείς, εγώ όμως δεν γνώριζα τον προορισμό μου, ούτε την πορεία του αρχηγού..

Στο σημείο λοιπόν που με αφήσαν κοιμήθηκα διοτι ήμουν πολύ κουρασμένος, υπολογίζω ότι θα κοιμήθηκα 2-3 ώρες. σε κάποια στιγμή ονειρεύτηκα ένα τρομακτικό όνειρο, ότι μπροστά μου ξεφορτώνει ένα αυτοκίνητο Γερμανούς στρατιώτες. Και όπως ήταν φυσικό τρόμαξα πολύ στον ύπνο μου και ξύπνησα.  Κατά σύμπτωση εκείνη τη στιγμή περνούσαν από μπροστά μου οι απαγωγείς μαζί με τον αρχηγό μου. Το αναφέρω αυτό διότι αν δεν ξυπνούσα  από το όνειρο θα έχανα τα ίχνη των υπολοιπων και δεν θα ήξερα πώς αν κινηθώ.

Εντάχθηκα λοιπόν και εγώ στην ομάδα που συνόδευε τον στρατηγό Κράϊπε. Διανύοντας μια μικρή απόσταση γύρω στα 2 χλμ.   Φτάσαμε  σ’ένα σημείο που οδηγεί στην περιοχή που λέγεται «Ακόλλητα» προς τη βόρεια πλευρά της  «Μαύρης Κορφής».  Στην αρχή της ανηφόρας  είναι μια χαράδρα ονομαζόμενη «ο πόρος του βοσκερού». Όταν βρεθήκαμε στο σημείο αυτό ο Πάτρικ λη Φέρμορ, ((Μιχάλης) γνωστός και ως φιλεντέμ, πρωτεργάτης της απαγωγής του στρατηγου Κράϊπε, ρώτησε τον αρχηγό μου, εάν είναι σίγουρο ότι οι απαγωγείς στην πορεία τους προς το Αμάρι δεν θα συναντήσουν Γερμανούς. Αυτή την ερώτηση την  απεύθυνε στον αρχηγό μου, διότι ο Πετρακογιώργης είχε αναλάβει την υποχρέωση να προφυλάξει την πορεία των απαγωγέων του στρατηγού Κράϊπε από ενέδρες των Γερμανών, μέχρι το σημείο που θα γινόταν η επιβίβαση του Κράϊπε στο μέσον που θα τον μετέφερε στη Μ. Ανατολή.

Ο Λη Φέρμορ ανησυχούσε βεβαίως για την επιτυχία της αποστολής αυτής και  ρωτώντας τον Πετρακογιώργη εξέφραζε την ανησυχία και την αγωνία του, αλλα κατά τρόπον που ο αρχηγός θεωρούσε ότι δεν τον εμπιστευόταν και ότι αμφισβητούσε  την ικανότητά του να εξασφαλίσει την επιτυχία της αποστολής  τοτε λοιπον ο αρχηγός μου υψώνει το χέρι του σε μια χαρακτηριστική χειρονομία και απευθυνόμενος στον Πατρικ Λη Φερμορ, η Φιλεντέμ, απαγωγέα του στρατηγού Κράϊπε του λεει: «Αφού βρε αδελφέ στο λέω εγώ». το χέρι του αρχηγού μου στιβαρό και σταθερό, υψώνεται τεταμένο σε ορθή γωνία προς τον ουρανό, με ανοιχτή την παλάμη του προς τον ορίζοντα, εις τρόπον ώστε να δίνει την εντύπωση ότι οδηγεί

και εμψυχώνει τους αντάρτες του. Η εικόνα αυτή απαθανατίζεται σε γνωστή φωτογραφία του Πετρακογιώργη, από μια στιγμή του αγώνα. Είναι φυσική στάση και δεν είναι ποζα και είναι καταχωρήμενη σε παρα πολλά έντυπα και βιβλία.  Εχει μάλιστα γίνει πίνακας από τον ζωγράφο Μπότη Θαλασσινό. Η φωτογραφία αύτη τραβήχτηκε εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σε φυσική στάση του Πετρακογιώργη, από τον δεύτερο αξιωματικό της απαγωγής του στρατηγού Κράϊπε, τον Στανλεϋ Μος, που προφανώς εντυπωσιάστηκε από αυτή την αποφασιστική κίνηση του αρχηγού μου.

Μετα από αυτή την αντίδραση του Πετρακογιώργη, διαχωρίζεται ο αρχηγός από την ομάδα των απαγωγέων παίρνοντας μαζί του ένα διαλεκτό παλικάρι, τον Γρηγόρη τον Χρυσό από τα Λιβαδια, και τον υποφαινόμενο. Πηγαίνομε προς συνάντηση ενος πράκτορα με το όνομα Ιωάννης Νικολούδης (Νικολουδογιάννης) από το χωριό Γαλιά. Ο άνθρωπος αυτός είχε κατορθώσει να βραχυκυκλώσει τον πιο φοβερό συνεργάτη των γερμανών στην Κρήτη, τον Νίκο Μαγιάση, που καταγόταν από τον Πειραιά. Αυτό ο προδότης, ήταν ο πιο κατάπτιστος Έλληνας που κυκλοφόρησε κατά τη Γερμανική κατοχή στη Κρήτη.

Βλέποντας λοιπόν αυτό το υποκείμενο, ο (Μαγιασης) ότι η πλάστιγγα του πολέμου γέρνει προς τα συμμαχικά όπλα, θέλει να διαδραματίσει το ρόλο του διπλού πράκτορα, και επικοινωνώντας με το δικός μας πράκτορα Νικολουδογιάννη εχει κατ’ επανάληψη δώσει πληροφορίες προς τον Πετρακογιώργη, ο οποίος ήταν ο ηγέτης της αντίστασης στην Κρήτη.

Το λεω δε αυτό διοτι η κυβέρνηση της Μ. Ανατολής ειχε εξουσιοδοτήσει τον Πετρακογιώργη να αποφαίνεται για πολύ σημαντικά θέματα, που αφορούσαν την Κρητική αντίσταση, διοτι τον εμπιστευόταν λόγω του μεγάλου κύρους του.

Πήγαμε λοιπον προς συνάντησή του Νικολουδογιάννη στην περιοχή των Σκουρβούλων και μέχρι εκείνη τη στιγμή εγω δεν γνώριζα γιατί προτίμησε ο αρχηγός μου να παρει το 17 Βασιλειό μαζί του, από το λημέρι . συναντήσαμε τον πράκτορά μας, και προφανώς έδωσε πληροφορίες στον αρχηγό μου, τον Πετρακογιώργη, για τις κινήσεις των Γερμανών λόγο της απαγωγής του στρατηγού Κράϊπε που οι γερμανοί θεώρησαν μεγάλη προσβολή για το κύρος τους και κινητοποίησαν παρα πολλές δυνάμεις.  Περίπου 2000 Γερμανοι περικύκλωσαν τα βουνα και τα παράλια , που υπήρχε όρμος για να προσεγγίσει πλωτό μέσον.

Ο αρχηγός λοιπόν μόλις πήρε τις πληροφορίες έγραψε ένα σημείωμα και μου το έδωσε με την εντολή να σπεύσω εις την πορεία των απαγωγέων προς το Αμάρι, και να δώσω το σημείωμα εις τον Αντώνη τον Κρυοβρυσανάκη τον Ηλιαντώνη, από το χωριό Λοχριά. Την ώρα που έφευγα εγώ προς την κατεύθυνση αυτή πλησίαζε να βασιλέψει ο ήλιο. Με τη συνέπεια που με διεκρινε πάντοτε έτρεχα ολοταχώς για να παραδώσω το μήνυμα κατ’ εντολή του αρχηγού. Στη θέση «Αγιος Γεώργιος» στην περιοχή Καμάρών, οι γερμανοί ειχαν τοποθετήσει ένα αντίσκηνο και φυλάκιο για να ελέγχουν την δίοδο προς  και από τον Ψηλορείτη. Αυτή η κίνηση του ελέγχου ειχε γίνει σε παρα πολλές θέσεις γύρω από τον Ψηλορείτη χωρις να το εχουμε αντιληφθεί εμείς.  Όταν πλησίασα προς το αντίσκηνο εγώ, χωρίς να εχω αντιληφθεί τους Γερμανούς, συνάντησα κάποιο  που ονομαζόταν Νεονάκης Αντώνης από το χωριό Καμάρες, που ήταν κουφός και βουβός..

Ο δυστυχής αυτός άνθρωπος προσπάθησε να με προειδοποιήσει ότι στην πορεία που πηγαίνω κινδυνεύω. Εγω επειδή τον συναντούσα πολλές φορές και μου ήταν αδύνατον να καταλάβω τι ήθελε να  μου πει.

Συνέχισα τον δρόμο μου, κατά κάποιο τρόπο σνομπάροντας τον.  Αυτος όμως παρα το ο,τι έπρεπε να μ’αφήσει να αντιμετωπίσω τον κίνδυνο άρχισε να χτυπιέται περισσότερο, κάνοντας το σχήμα της σκόπευσης και τελικά μετά από πολλές  προσπάθειες του κατάλαβα οτι κινδυνεύω. Εντείνοντας την προσοχή μου είδα πως κατευθυνόμουν προς τους Γερμανούς. Ειχε αρχίσει ήδη να νυχτώνει. Ο δυστυχής Αντώνης λαλούσε τα ζώα του. Του φώναζαν οι Γερμανοί αλλα αυτός επειδή ήταν κουφός δεν άκουγε. Τον γάζωσαν με το ταχυβόλο. Ετσι σκότωσαν το σωτήρα μου.

Καταθέτω λοιπόν αυτή  την απέραντη ευγνωμοσύνη  μου αυτόν τον άνθρωπο τον Αντώνη Νεονάκη, που παρα τις φυσικές  ελλείψεις του γλίτωσε εμένα από τον εχθρό και σκοτώθηκε αυτός.

 

Μετά από αυτό το θλιβερό συμβάν εγώ συνέχισα την αποστολή μου, πήγα το μήνυμα στον άνθρωπο που μου είχε υποδείξει ο αρχηγός.

Οι απαγωγείς με τον Γερμανό στρατηγό συνεχίζουν την πορεία τους με προορισμό τη Μονή Πρέβελη. Εκεί βρίσκεται ένας ευνοϊκότατος όρμος προσέγγισης πλωτού μέσου.  Ήταν σχειασμένο να φύγουν οι απαγωγείς την επάυριο, αμέσως μετα την απαγωγή του στρατηγού Κράϊπε.

Δυστυχώς για την ολη επιχείρηση οι Γερμανοί παράλληλα με το βουνό, ειχαν κυκλώσει και τα παράλια, με αποτέλεσμα να αναβληθεί η αποστολή και να πραγματοποιηθεί μετά από 18 μέρες από την περιοχή «Ροδακίνου» Σφακίων. Ο αρχηγός επιστρέφει μετα την προώθηση των απαγωγεων προς το Αμάρι και εγκαθίσταται πάλι στο Καμαριανό Βουνό.

 

Η ΣΥΝΈΧΙΣΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΑΓΩΓΉ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΚΡΑΪΠΕ

Ο κλοιός των Γερμανών στα χωριά της ρίζας του Ψηλορείτη και η περιπέτεια μου εξ αιτίας της συλλήψεως μου

 

Μετά την απαγωγή του Κράϊπε μια μέρα στις 3 Μαϊου του 1944 ο αρχηγός μαζί με άλλους 10  άνδρες πήγε στη γενέτειρά του στο Μαγαρικάρι. Στο χωριό αυτό υπήρχε ένας ράφτης ο Στυλιανός Καναβάκης στο οποίο είχε αναθέσει ο αρχηγός να μεταποιήσει μακριά χακί παντελόνια του στρατού σε κρητικές κυλότες. Προφανώς υπηρχε και άλλος λογος που επισκεφτήκαμε τη γενέτειρά του Πετρακογιώργη το Μαγαρικαρι, τον οποίον εγώ δε γνώριζα.

Αφού μας περιποιηθήκανε οι συγγενείς του αρχηγού στο χωριο, το βράδυ μας είπαν να ξωμείνουμε στο Μαγαρικάρι.  Ο σώφρων όμως αρχηγός εχοντας υπόψη του το περιστατικό που είχε συμβεί στο Γιάννη το Δραμουντάνη ή Στεφανογιάννη πριν τρεις μήνες και έχοντας προφανώς λάβει μήνυμα από τον κατάπτυστο δοσίλογο, που ανέφερα, για τις κινήσεις των Γερμανών αρνήθηκε ευτυχώς για όλους λέγοντας:

«δεν θα μείνομε μέσα στο χωριό γιατί έχουμε την πληροφορία αυτού του βρώμου, να μην παθομε ότι έπαθε ο Στεφανογιάννης. Θα βγούμε να μείνομε στην Κερά (σημειο πάνω από το Μαγαρικάρι) και θα μείνει ο Αγησίλαος ο Πετράκης, (πρώτος του εξαδελφος), ο Κωστής Καναβάκης και το νεαρό Βασιλειό (εγώ) για να πάρουν τα πράγματα το πρωί, και να φύγουμε για το λημέρι». Για να ξυπνησουμε λοιπόν το πρωί πρωί κοιμηθήκαμε και οι τρεις σένα δωμάτιο το οποόιο χρησιμοποιούσε ο αδελφός του Πετρακογιώργη ο Πετράκης ο γιατρός, ως ιατρείο.  Η πληροφορία του προδότη Μαγιάση αποδείχτηκε πράγματι θετική .  τη νύχτα οι Γερμανοι περικύκλωσαν τρία χωριά το Μαγαρικάρι, τις Καμάρες και τη Λοχριά. Εμείς οι τρεις εν αντιληφθήκαμε  τον Κλοιό, και τα ξημερώματα ήρθε η μάνα του Καναβάκη χτυπώντας επίμονα την πόρτα του ιατρείου για να μας ειδοποιήσει. Σηκώθηκα  και της άνοιξα. Μου είπε λοιπον η γυναίκα περίσσια φοβισμένη: «Βασιλειό σηκωθείτε απάνω γιατι εχει κυκλωθεί το χωριό απο τους Γερμανούς». Φώναξα τους άλλους να ξυπνήσουν αλλα αυτοί δεν θεώρησαν ότι ο κλοιός των Γερμανών ήταν μεγάλη απειλή και κίνδυνος, επειδή νομιζαν ότι ειχαν έρθει να μαψέψουν ανθρώπους για αγγαρεία..

Θεώρησαν δηλαδή  ότι επρόκειτο για ένα δύο  ή το πολύ τρεις γερμανούς και δεν εκφράσανε περίσσια ανησυχία. Εγώ όμως ανοίγοντας  το παράθυρο, ξημέρωνε 4 Μαϊου και είχε κρύο ακόμα, είδα να ανάβουν φωτιά σε πολλά σημεία κατά διαστήματα. Συνειδητοποίησα ότι ο κλοιός ήταν τεράστιος και φώναξα επίμονα στους άλλους δύο που ήμασταν μαζί.  Και αυτοί που και οι δύο τους ήταν γενναίοι άνδρες και μ’ αγαπούσαν έκαμαν  κάτι που δεν μπορώ ακόμα  να το εξηγήσω. Χωρίς να μου δώσουν καμιά συμβουλή, χωρίς να μου απευθύνουν καμια κουβέντα, ο ενας μπήκε κατω από ένα κούμο του φούρνου και ο άλλος άνοιξε μια μεγάλη πορτα ενος σταβλου και μπήκε πίσω από αυτή.  Εγώ εμεινα μετέωρος. Κατά τη διάρκεια της ημέρας βλέποντας πως οι Γερμανοί αοιχτα το σταβλο και τη μονόφυλλη πόρτα δεν έκαναν έλγχο με αποτέλεσμα να γλυτώσουμε.

Εγώ φορούσα χακί στρατιωτικό μπουφάν και μια κυλότα του ιππικού,  στιβάνια, από αδιάβροχο, υλικό που δεν υπήρχε σ’ολη την Κρήτη.  Ηταν εμφανέστατο ότι αυτό το υλικό προερχόταν από αποστολή των συμμάχων. Χωρις να χάσω καιρό, άνοιξα ένα μπαούλο και βρήκα εάν σακάκι πολιτικό, μεγάλου μεγέθους, πέταξα το στρατιωτικό σακάκι, και νομίζοντας ότι εχω τη δυνατότητα να διαφύγω έτρεξα προς τη νότια πλευρά του χωριού Μαγαρικαρίου, όπου υπάρχει ένα ρεμα γιατι πίστευα ότι από εκεί θα διεφευγα.

Φθάνοντας σε απόσταση 350 -400 μέτρων έξω από το χωριό, οι Γερμανοί που είχαν κάνει ολοκληρωτικά κλοιό της περιοχής, εμφανίζονται μπροστά μου. Σηκώθηκαν από μια κουκιδιά και με στόχευαν με τα ταχυβόλα. Με συνέλαβαν και με γύρισαν πίσω, στο κέντρο του χωριού. Εκεί ήταν σταματημένο ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο μάρκας Volks wagen και δεμένο δίπλα ένα γερμανικό σκυλί. Οι Γερμανοί με έβαλαν δίπλα στο σκυλί και με την παραμικρή μου κίνηση εκείνο αντιδρούσε επιθετικά. Φοβήθηκα περισσότερο το σκυλί από τους Γερμανους. Με κράτησαν σ’ αυτό το σημείο μέχρι που μαζέψανε όλους τους άντρες του χωριού. Μέτα μας κατευθύνανε εξω από το χωριο για να συναντηθούμε και μ ε τους άλλους αιχμαλώτους από τα χωριά που καίγανε  τις Καμάρες και τη Λοχριά. Σχηματίσαμε , μια φάλαγγα κατ’ εντολή των Γερμανών συνολικά η φάλαγγα απαρτιζόταν από 305 άτομα. Μας έβαλαν κατά τριάδες και οι Γερμανοί ήταν σε απόσταση από μας κρατωντας στα χέρια τα  πολυβόλα και ταχυβόλα. Οι Γερμανοί ήταν περίπου 20. Ο αριθμός τους δεν ηταν μεγάλος αλλα οι διαθέσεις τους απέναντι μας φαινόταν πολύ άσχημες.

Ένας πρώτος εξάδελφος του Πετρακογιώργη ονόματι Πετράκης Νίκος, βλεπόντας τον κίνδυνο για τη ζωή του και των αλλων, άλλαζε τη σειρά και μετέφερε ενα σύνθημα, να αντιδράσουμε κατά των Γερμανών αφού ο αριθμός του ηταν μικρός και να τους παρουμε τα όπλα.  Αν γινόταν αυτό θα σκοτονώτανε πολλοί από μας αλλα σίγουρα θα ειχε κάποιο αποτέλεσμα για τους υπόλοιπους που θα επιζούσαν. Οι πιο ηλικιωμένοι όμως αντέδρασαν επουδενι λόγο δεν δεχοταν την προταση του Πετράκη, με το επιχείρημα ότι μετα από αυτήν την αντίδραση, θα καιγότανε τα χωριά μας.

Μας οδήγησαν λοιπον, χωρίς να επιτρέψουν σε κανένα να παρακάμψει την σειρά  με τα πόδια στις Μοίρες. Η Πορεία διήρκησε περίπου 2,5 ώρες, και μας έβαλαν  σε μια μεγάλη αποθήκη της Αγροτικής Τράπεζας. Στην είσοδο της αποθήκης τοποθέτησαν σκοπούς με ταχυβόλα κι επειδή είμασταν αρκετοί και υπήρχαν σωματικές ανάγκες, βάλανε μερικούς από μας τους κρατούμενους και έσκαψαν μπροστά στην είσοδο της αποθήκης ένα λάκκο στο οποίο πλησιάζαμε και αφοδεύαμε ενας- ενας με τα οπλα προτεταμένα.

Στην αποθήκη αυτή μείναμε περίπου 12 μερες χωρίς τροφή. Δεν επετρεψαν σε κανένα να μας φέρει τρόφιμα. Μονο ο Πετρόπουλος ο Αρίστος – έμπορος Μοιρών- και ο Μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος, μας έφεραν δέσπολα και χλοροκούκια, με αποτέλεσμα να μας πιάσει ευκοίλια και να πολλαπλασιαστεί το δράμα μας. Αναγκαστήκανε οι άνθρωποι να κατουράνε σε βουργιες ακομα και στις τραγιάσκες  τους.

Καθ’ολο το διάστημα που βρισκόμαστε σ’ αυτή την  αποθήκη οι Γερμανοί δεξήγαναν ανακρίσεις. Επιδίωκαν να εντοπίσουνε γνωστα καταδιωκόμενα προσωπα. Αρχίσανε λοιπον κατά οικογένειες να ανακρίνουνε και να κρατάνε όσους νομίζανε υπόπτους, με αποτέλεσμα αν ξεχωρίσουνε 45 άτομα, τα οποια  ειχαν δυστυχώς άσχημο τέλος. Πνίγηκαν στο γνωστό ναυάγιο που συνέβη στο Κρητικό Πέλαγος με το πλοίο «Δανάη».

Σ’ αυτή τη φάση λοιπόν, ο αρχηγός μου αγωνιώντας για παρα πολλούς ανθρώπους και έχοντας τη δυνατότητα να προσεγγίσει αυτόν τον δοσίλογο που έπαιζε σημαντικό ρόλο στα γεγονότα της κρατήσεως μας, ειχε στείλει μια κατάσταση και του ειχε υποδείξει ποιους να παρει τη νύχτα και να φύγει. Σ’ αυτή την κατάσταση συμπεριλάμβανε και εμένα, εγώ φυσικά δεν γνώριζα τίποτε. Ειχε συμφωνήσει ο Πετρακογιώργης με τον προδότη Μαγιάση σε αντάλλαγμα ότι θα τον έδιωχνε στη Μέση Ανατολή. Ο Μαγιάσης απάντησε ότι θα εκανε το παν για όσους δεν έφεραν το ονομα Πετράκης, γιατι το όνομα αυτό δήλωνε συγγένεια με την οικογένεια Πετρακογιώργη, ισχυριζόμενος ότι αν αυτό το αντιλαμβανότανε οι  Γερμανοί θα τον σκότωναν. Πράγματι λοιπον σε εμενα φέρθηκε ευεργετικά.  Το μεγάλο πρόβλημα των συγκρατούμενων μου ήμουν εγώ για τον εξης λόγο: ημουν ο άνθρωπος ου γνώριζε το σύνολο των δραστηριοτήτων για την αντίσταση και των 305 συγκρατούμενων μου, για τον λόγο ότι ειχα το ρόλο του προμηθευτή, του συνδέσμου και το διεκπεραιωτή των μηνυμάτων ολων των δραστηριοτήτων και κινήσεων της ομάδας. Ολοι ήταν προβληματισμένοι με ποιο τρόπο θα αντιμετώπιζα την ανάκριση, διότι δεν ειχα ούτε ταυτότητα, ουτε άνηκα σε κάποια οικογένεια από το Μαγαρικάρι.

Πρότεινα λοιπόν εγώ σε τρεις ανθρώπους οι οποίοι πνιγήκανε με το πλοίο «Δανάη» οι οποίοι ανησυχούσαν και περισσότερο, διότι αυτοί είχαν ενεργό συμμετοχή στην αντίσταση και ειχαν επίγνωση του κινδύνου, και το λέω αυτό με απόλυτη αίσθηση ευθύνης χωρίς να θεωρηθεί ότι πουλάω παλικάρια, – το εξής-: να παω στον λάκκο που αφοδεύανε οι κρατούμενοι και να τρεξω  πέρα από αυτόν για να με σκοτώσουνε οι Γερμανοί. Την πρόταση αυτή την έκανα με το σκεπτικό, να μην ντροπιάσω την καταγωγή μου και να μη γίνω κατάπτυστος προδότης, στην περίπτωση που δεν θα άντεχα τα μαρτύρια στα οποία θα με υπέβαλε ο κατακτητής.

Όταν τελείωσαν οι ανακρίσεις των οικογενειών, ο διερμηνέας αυτός ο φοβερός άνθρωπος που όταν φώναζε ολοι πάγωναν, έχοντας υπ’οψη του το δικό μου όνομα , το οποίο δεν είχε εμφανιστεί ακόμα φώναξε: «Μήπως είναι ακόμη κάποιος άλλος που δεν έχει ακούσει το όνομά του»; Κατά τη διαρκεια των ανακρίσεων ήταν ενας άνθρωπος που το ονομά του είναι Γιάννης Μπουρλής, τσαγκάρης στο επάγγελμα από το χωριό Βόρρους, που ήταν ετεροδημότης και πιάστηκε κι αυτός στον κλοιο. Του προτειναν λοιπόν όσοι ενδιαφερότανε να βρεθεί λύση για μένα να πούνε ότι ήμουν παραγιός του, ότι ήμουν παραγιός του τσαγκαρη του Γιάννη Μπουρλή.

Καθώς ο Μαγιάσης επέμενε να αναζητά το όνομα κάπου που δεν είχε ακούσει το όνομά του, σηκώθηκα πανω και του είπα «Εγώ είμαι ακόμα». Αυτός επειδή γνώριζε την ύπαρξή μου, και περίμενε αρκετό διάστημα για να εξαφανιστώ, μου λέει εκνευρισμένος «Γιατί βρε γαϊδούρι δεν παρουσιαζόσουν τόση ώρα;» του απάντησα ότι εγώ κοιμόμουν, αν και το επιχείρημα δεν ήταν πειστικό αφού η ανάκριση ειχε κρατήσει αρκετές μέρες. Πήραν λοιπόν τους ετεροδημότες που ήμασταν περίπου εξι και μας πήγαν στα κεντρικά γραφεία της Γκεστάπο, όπου διεξάγονταν οι ανακρίσεις.  Εκεί έπρεπε να παραδοθούν οι ταυτότητες. Ολοι  είχαν ταυτότητα εκτός από εμένα.  Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί είχαν απομονώσει τον πρόεδρο του Μαγαρικαρίου, τον Βαγγέλη Μαυράκη σε ένα κρατητήριο. Αυτός έπρεπε να έλθει και να επιβεβαιώσει , να πει ποιος ήταν ο καθένας από τους κρατούμενους. Αυτό λοιπόν που εμείς είχαμε συμφωνήσει για μένα και τη σχέση μου με τον Γιάννη  Μπουρλή έπρεπε να το μάθει ο Πρόεδρος που ήταν στην απομόνωση.

Έκανα λοιπόν εκείνη τη στιγμή μια μ κίνηση , που για μένα ήταν απίστευτη και απροσδόκητη. Φώναξα έναν έλληνα αστυνομικό και του είπα: «Εσύ είσαι πατριώτης όπως κι εμείς, και θα κάνεις  μια σπουδαία πράξη. Να μεταφέρεις στον πρόεδρο που είναι στην απομόνωση την πληροφορία ότι το Βασιλειό, έιναι παραγιός του Γιάννη του Μπουρλή».

Πραγματι αυτός ο σπουδαίος Ελληνας μετέδωσε την πληροφορία αυτή.  Ήρθε ο Προεδρος για να καμει την αναγνώριση.

Με πολύ φόβο περίμενα εγω τη αντίδραση του, γιατι δεν ήξερα αν ειχε πάρει το μήνημα. Ομως ο άνθρωπος ενημερωμένος και μόλις ομολόγησε ότι του χα ζητήσει μέσω του αστυνομικού, ένιωσα ανακούφιση. Δώσανε τότε εντολή να ανεβαίνομε δυο, δυο στην ανάκριση.

Κι από καθαρή σύμπτωση την ώρα που άνοιξε η πόρτα του κρατητηρίου βρέθηκα εγώ κοντά στην είσοδο με τον  υποτιθέμενο αφεντικό μου τον τσαγκάρη Μπρουλή. Μας εβγαλαν σ’ένα άλλο γραφείο και ανέκριναν τον καθένα μας χωριστά. Εγώ βεβαίως ειχα ενα σενάριο να διηγηθώ για τον Πετρακογιώργη, ότι δηλαδή οι χωριανοί του τον μισούσαν γιατι φοβόντουσαν τα αντίποινα του κατακτητή, και προφανώς τα ίδια θα πρέπει να είπε ο Μπρουλής.

Αυτός λοιπόν ο Μπρουλής,για καλή μας τύχη, είχε  έναν αδερφό που αν είναι οι πληροφορίες μου σωστες ήταν Πρόεδρος στο χωριό Βόρρους. Ο αδελφός του ειχε κάνει διάφορες παρακλήσεις και ενέργειες για να αφεθεί  ο αδελφός του ελεύθερος,  με τον ισχυρισμό ήταν ο τι ήταν ετεροδημότης και συνεπώς δεν είχε καμια ευθύνη για τα γεγονότα στην  περιοχή του Μαγαρικαρίου. Οταν τελείωσε λοιπόν η ανάκριση είπε ο διερμηνέας στο Γερανό μια φάση που έχει γραφτεί ανεξίτηλα στη μνημη και δεν θα τη ξεχάσω όσο ζω: «Σουστεν πάρτι»; Δηλαδή «Να φύγει ο τσαγκάρης»; 

Ο Γερμανός απάντησε : «για». Όταν έφευγε το δήθεν αφεντικό μου, ρωτάρει πάλι ο διερμηνέας τον Γερμανό: «το κλάιν σουστεν;» δηλαδή «τι θα γίνει  με τον μικρό τσαγκάρη, να φύγει κι αυτός» τα τρία λεπτά που διήρκεσαν μέχρι να απαντήσει ο Γερμανός , μου φάνηκαν αιώνας. Κάποια στιγμή λοιπον τον άκουσαν να ξεστομίζει τη λέξη «για » Ναι δηλαδή.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί μια λεπτομέρεια , για να αποδειχθεί ότι ο φοβερός αυτός άνθρωπος ο Μαγιάσης φέρθηκε σ’ εμενα ευεργετικά, για να αποδείξει στον αρχηγό μου ότι το μήνυμα του το εκτέλεσε, οσο μπορούσε καλύτερα. Δε  με γύρισε στο κρατητήριο, αλλα με κράτησε από το γιακά του πουκαμίσου μου και με τράβηξε γύρω στα 350 μέτρα εκει που ήταν οι συγκρατούμενοι μου νομίζοντας ότι ειχα πράγματα δικά μου για να  τα πάρω.  Εγώ βεβαια δεν είχα απολύτως τίποτε μαζί μου, αλλα τον ακολούθησα μέχρι τον χώρο της συγκέντρωσης. Αλλα μόνο και μόνο με την αίσθηση της ελευθερίας , διότι είχα καταλάβει την απάντηση του Γερμανού, με είχε κυριέψει μια ευφορία και το πρόσωπό μου έλαμπε από χαρά. Όταν εξαφανίστηκα στην πόρτα του χωρου όπου κρατούντο οι συγκρατούμενοι μου χαμογελαστός, εκείνοι νομίζαν οτι με είχαν βασανίζει  τόσο οι Γερμανοί, ώστε είχα παραφρονήσεις και τους είχα καταδώσει. Αμα τη εμφανίσει μου ολοι στην αίθουσα παγώσανε. Μπροστά σε όλους λοιπόν μου είπε ο Μαγιάσης: «Να πάρεις τα πράγματά  σου και να  φύγεις».  Και για να δείξει την αυστηρότητα του μου έδωσε μια κλωτσιά . εγώ εξαιτίας αυτής της αγαλλίασης, έδωσα ένα πήδο και πέρασα πανω από το λάκκο που αφοδεύαμε ολοι οι κρατούμενοι. Αλλα και ο Γερμανός φρουρός πρέπει να ένιωσε κάποια ευχαρίστηση , που με αφήσανε λόγο του νεαρού της ηλικίας μου γιατι μετά από το άλμα μου, μου είπε στα Γερμανικά:  «Τεμπο τέμπο πάρτι»! δηλαδή: «Φυγε σιγά σιγά, μη βιάζεσαι».

Με την μεγάλη αγαλλίαση και χαρά έφυγα και πήγα στο χωριό κλίμα όπου ήταν παντρεμένη η αδερφή του Πετρακογιώργη, η Αργυρώ, με έναν άνδρα ονοματι Κωνιωτάκη.  Μολις με είδε επειδή είχε πεθάνει η μάνα μου, η Αργυρώ με αγκάλιασε και δεν θα ξεχασω όσο ζω αυτήν την αγκαλιά.

Γυρισα στο λημέρι και ο αρχηγός μου, μου έκανε πατρική υποδοχή, διοτι δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα γλίτωνα απ’ αυτήν την περιπέτεια.

 

 

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΜΑΔΑΡΗΣ

Ο Στάνλει Μος θέλοντας και αυτός να κάνει μια αναλογη ηρωική πράξη και να παρει τα αντίστοιχα εύσημα και παράσημο, πήρε μια ομάδα αυτόνομων ρώσων αιχμαλώτων που είχαν διαφύγει από τα στρατόπεδα και  αντάρτες της ομάδας Ανωγείων και πήγε στο χωριό Δαμάστα, όπου έκανε το γνωστό σαμποτάζ της Δαμάστας που είχε ως αποτέλεσμα να καεί το χωριό της.

Την επόμενη μέρα 7 Αυγούστου 1944, μια ομάδα κομουνιστές του ΕΛΑΣ απήγαγαν το φυλάκιο των Γερμανών που ήταν εγκατεστημένο στο Γενί Γκαβέ στη σημερινή Δροσιά.  Οι Σύμμαχοι λοιπόν που κατήυθηναν  σε μεγάλο ποσοστό τις δραστηριότητες των ανταρτών και στην προκειμένη περίπτωση ο συνταγματάρχης Τομ Νταμπάμπιν, έδωσε  εντολή στον αρχηγό μου να  διενεργήσει σαμποτάζ στην περιοχή της Μεσσαράς για να  μην κάνουν  οι Γερμανοί ειδικά αντίποινα στ’ Ανώγεια, που είναι και το χωριό μου.

Ο γενναίος λοιπόν αρχηγός μου με τα παλικάρια του πραγματοποίησε τα εξής σαμποτάζ:

Χτυπησε τους Γερμανούς νύχτα στο χωριό Ζαρός με μια μικρή δύναμη ανταρτών, χτύπησε τους Γερμανούς  στο χωριό Γέργερη, με μια ομάδα από επίλεκτα παλικάρια (6 στον αριθμό) που είχε επικεφαλής τον Γιώργη τον Τζίτζικα (Μπαχρή) από το Ανω Μέρος του Αμαρίου. Η ομάδα αυτή στη θέση «Ξερόκαμπος» που βρίσκεται μεταξύ Κοκκινου Πύργου και Αγιάς Γαλήνης ανατίναξε ένα γερμανικό φυλάκιο. Επίσης ανατίναξε ένα γερμανικό αυτοκίνητο με στρατιώτες στο δρόμο Τυμπακίου- Ηρακλείου.

Η κύρια δύναμη της ομάδας στην οποία συμμετείχα και εγώ πήγαμε στο χωριό
φανερωμένη και χτυπήσαμε τη δύναμη των Γερμανων.

Επιστρέφοντας προς το βουνό, παρέμειναν στο χωριο «Κισσούς» τρία άτομα, ένας εκ των οποίων ήταν από το χωριό αυτό δηλ. από τους «Κισσους» ο Αντώνης Χουστουλάκης, για να φάνε ένα κοκορα που εψηνε η μανα του.  Ακούγοντας οι Σκουρβουλιανοί τα πυρά τη νύχτα είχαν ενθουσιαστεί και το πρωί όταν πήγαν οι Γερμανοι να πάρουν άτομα για την αγγαρεία, όπως το παθαίνουμε παντα οι έλληνες και ενθουσιαζόμαστε γρήγορα, επειδή ειχαν ακούσει τη μάχη στη Φανερωμένη νομίζανε ότι ήταν η ευκαιρία να πάρουν κι αυτοί δική  τους εκδίκηση.

Πήγαν λοιπόν και ζήτησαν τα όπλα των ανταρτών για να σκοτώσουν αυτούς τους δύο Γερμανους . οι αντρες της ομάδας μας, καταρχήν αρνήθηκαν, λογω του ότι δεν ειχαν τετοια εντολή από τον αρχηγό. Αλλά κατόπιν της μεγάλης επιμονής των Σκουρβουλιανών, επισθησαν και πήγαν και σκότωσαν του δυο Γερμανούς, με αποτέλεσμα να κινηθουν την επάυριον οι  Γερμανοί και να εκτελέσουν 35 γυναίκες – άνδρες, τον μεγαλύτερο αριθμο γυναικών που σκοτώσανε σε εκτέλεση.

Η ομαδα ξανασυγκροτήθηκε στο βουνό. Για το σύνολο των δραστηριοτήτων (Σαμποτάζ και μαχών) που έχει κάνει  η  ομάδα μας με την προηγούμενη απόφαση και σε συνεννόηση μεταξύ των Αγγλων και του Αρχηγού μου, προκειμένου να θεωρηθεί γενικευμένη η κινητοποίηση των ανταρτών , οι Γερμανοί στέλνουν μια δύναμη 200 περίπου ανδρών για να καταδιώξουν τους αντάρτες.

Έρχονται λοιπον και κατασκηνώνουν σε πρώτη φάση στο χωριό «Καμάρες». Ο αρχηγος αντιλαμβάνεται τις προθέσεις τους και μας λεει, τοτε ήμαστε συνολικά 84 ανταρτες. «Οι Γερμανοί έρχονται προς καταδίωξή μας και θα τους χτυπήσουμε παση θυσία». Εχει δε περάσει ένας χρόνος παρά μια μέρα που η ομάδα του Πετρακογιώργη εβίωσε το θανάσιμο κλοιό στη θέση «τραχήλι» όπου σκοτώθηκαν επτά άντρες του. Η γενναία αυτή μορφή μπορεί να πει κανείς ότι ήθελε να εκδικηθεί το θάνατο των συμπολεμιστών του.  Γίνεται εν τω μεταξύ στο Ανωγειανό βουνό εις θέση «ΠΕΤΡΑΔΟΛΑΚΙΑ» μια σύσκεψη όπου αποφασίζουν οι Ανωγειανοί με τον Άγγλο επικεφαλής Τομ Νταμπάμπη να κτυπήσουν και αυτοί τους Γερμανούς, που υπολογίζανε ότι λογω του σαμποτάζ θα κινούνταν προς την καταδίωξή των. Στείλανε λοιπόν 3 άτομα στο λημέρι του Πετρακογιώργη εις θέση «Κουτσουνάρες» και χαριν της πιστότητας των γεγονότων αναφέρω τα ονόματα τους Νικόλαος Δραμουντάνης, Οδυσσέας Καλομοίρης, Γεώργιος Αερακης ή Πολιός. Σε αυτά  τα πρόσωπα δώσαμε 12 αμερικάνικα όπλα για να τους ενισχύσουμε λόγω του ότι ήταν μεγάλος ο αριθμός των Ανωγειανών στο Βουνό. Ο Πετρακογιώργης ετοιμάζει την ενέδρα του, και στέλνει έναν αντάρτη Κωστή Σαριδάκη να παρακολουθεί τις κινήσεις των Γερμανών το πρωί, έχοντας μαζί τους άλλους τρεις  αντάρτες. Επίσης προορισμό τους Σαριδάκη είναι να μας δίνει πληροφορίες για τις κινήσεις και τον τρόπο που κινούνται οι Γερμανοί, προκειμένου να είμαστε βέβαιοι ότι θα πέσουν στη δική μας ενέδρα. Τα ξημερώματα όμως συνέβη ένα περιστατικό που μας αποθάρρυνε. Οι Γερμανοί κινούνται και από την κατεύθυνση των Ανωγείων, με πολύ μεγάλη δύναμη και η πρώτη κίνηση που κάνατε ήταν να αιχμαλωτίσουν στ’ Ανώγεια 1500 γυναικόπαιδα. Ξαναέγινε σύσκεψη μεταξύ Άγγλων και Ανωγειανών ανταρτών και αποφασίστηκε να μην κτυπηθούν οι Γερμανοί, διότι είχαμε τεράστιο αριθμό θυμάτων αμάχου πληθυσμού, γυναικόπαιδων.

Ειδοποιούν λοιπόν την ομάδα μας τα ξημερώματα για την απόφαση τους αυτή. Και ο Αρχηγός μας απαντά στο σύνδεσμο: «Εμείς θα πολεμήσουμε το πρωί,  μεινει και ενας μας ζωντανός».

Τέτοια ηταν η γενναιότητα αυτού του παλληκαριού που πράγματι ό,τι έλεγε το εννοούσε χωρίς να λογαριάζει τον κίνδυνο.

«Γιατι θα μου πούνε οι χωριανοί μου οι Μεσσαρίτες, έρχεσαι στα σπίτια μας και κάνεις παλικαριές δηλαδή σαμποτάζ – και όταν βγαίνουν οι Γερμανοί στο βουνό κρύβεσαι». Σχηματίσαμε ένα κλοιό πράγματι θανάσιμο, διοτι διαθέταμε μεγάλο αριθμό αυτόματων όπλων.  Εάν το σχέδιο απέβαινε  όπως το ειχαμε προβλέψει, όλα θα πανε κατ’ ευχήν, αλλα δυστυχώς   για μας το πρωτού οι Γερμανοί άρχισαν να ανεβαίνουν στο βουνό αντι για μια φάλαγγα ανέβαινε σε δυο, και η μικρή μας δύναμη  των 84 ανδρών δεν ειχε τη δυνατότητα να καλύψει τις δύο φάλαγγες.

Αναγκάστηκε τοτε ο Αρχηγός να αλλάξει τη διάταξη της μάχης.  Κοψαμε το βουνό εγκάρσια για να μπορέσουμε εμείς, η λιγότερη δύναμη των ανταρτών να αντιμετωπίσουμε τους Γερμανούς που ήταν πολλαπλάσιοι από μας. Παρατηρήσουμε  την ανάβαση των Γερμανων χωρίς αυτοί να μας αντιληφθουν. Εγώ με τον αντάρτη Γιώργη Παπαδουράκη, από το χωριο Γρηγοριά,  ήμασταν προμηθευτές στο πολυβόλο του πολυβολητή Γρηγόρη Χρυσού, και κατέχομε ένα πολυβολείο. Ο αρχηγός ειχε δώσει σύμφωνα με την προηγούμενη διάταξη εντολή να βάλομε εμείς  πρώτοι, αλλα επειδή άλλαξε η διάταξη της μάχης εμείς ήρθαμε σε μειονεκτική θέση. Μου λέει λοιπόν ο πολυβολητής Χρυσός: «Βασιλειό πήγαινε να πεις στον Αρχηγό να μεταφερόμε το πολυβόλο στην παραπάνω θεση».

Από τη θέση αυτή ήταν πιο εμφανής ο εχθρός. Πήγα λοιπόν να εκτελέσω αυτήν την εντολή και την ώρα που ήμουν κοντα στον Αρχηγό, για να μεταφέρω την πληροφορία , μια προσθοφυλακη περίπου 30 γερμανών εχει κάνει αναγνώριση προς το «Καμαριανό» βουνό και επιστρέφοντας πίσω πέρφγτει πανω στα πυρά των πολυβόλων μας κάπου άρχισαν να κροταλίζουν και να χαλαει  ο κοσμος από τις ριπές. Εμείς όμως δεν είχαμε υπολογίσει εναν αστάθμητο παράγοντα . Είχαν σκοπεύσει στη θέση της πορείας των γερμανών που ανέβαιναν στο βουνό, από το αεροδρόμιο του Τυμπακίου με το ενδεχόμενο μήπως δεχθούν επίθεση οι Γερμανοί που ανέβαιναν από τους αντάρτες. Ετσι μόλις άρχισε η συμπλοκή καταιγιστικές οβίδες από το αεροδρόμιο έπεφταν στο λημέρι μας, με αποτέλεσμα στην πρώτη φάση να  φοβηθούν  οι άνδρες γιατι ηταν κατι αναπάντεχο. Ετσι σίγησαν τα πυρά.

Ο Πετρακογιώργης  λοιπόν, αυτή η ηγετική και ηρωική φυσιογνωμία, όπως είπα προηγουμένως  βρισκόμουν πλάι του , πετάγεται όρθιος και θέλοντας να εμψυχώσει τους άνδρες του αρχίζει  να πυροβολεί ακατάπαυστα  λεγοντας μια φράση που ζητώ συγγνώμη από αυτόυς που θα τη διαβάσουν: «Απάνω τους  ρε, γαμώ τη σημαία τους και όσο κοντά τόσο μη φοβάστε τις οβίδες».

Εγώ δε που του είχα απέραντο θαυμασμό αλλα και σεβασμό βλέποντας τον να είναι εκτεθειμένος στα χιλιαδες θραύσματα των οβίδων και οι πετρες να σπάνε και να εξοστρακίζονται  προς αυτόν του φωνάζω: «Προς θεού Αρχηγέ, θα σε σκοτώσουνε». Αυτός αμέσως μου απαντά: «Σιωπή Βασιλειό». Και κάθισε κάτω παρά όταν άκουσε να γενικεύονται τα πυρά των ανταρτών μας εναντίων των Γερμανών.

Πρέπει να αναφέρω ότι το σύνολο της προσθοφυλακής των γερμανών, περίπου 30 άνδρες, σκοτωθήκανε με την πρώτη σύγκρουση, διοτι ήταν άκρως ευνοϊκή η θέση των ανταρτών εν αντιθέσει με τη θέση αυτών, δηλαδή των Γερμανών, που ανέβαιναν στον ανήφορο του βουνού.

Από τους τριάντα Γερμανούς , επέζησαν έξη άνδρες.  Σ’αυτους  που επέζησαν συμπεριλαμβάνεται και ένας Πολίτης Ελληνας. Προλάβανε και μπήκανε σ’ένα μητάτο (σπίτι που χρησιμοποιούσαν οι βοσκοί για κατάλυμα), όπου με τον καταιγισμό των δικων μας πυρών δεν ειχαν την δυνατότητα να κινηθούνε.

Ο πολίτης δε που’ ταν μαζί με τους Γερμανους δεν ειχε καμιά σχεση μαζί τους. Τον ειχαν επιταξει για τους δείξει το δρόμο προς τη Νίδα.  Αυτός ο δυστυχής φώναζε τα ονόματα που ήξερε ότι ειχαν ενταχθεί στην ομάδα του Πετρακογιώργη, και ζητούσε έλεος, αλλα εμεις αφ’ενός δεν ξέραμε ότι δεν ήταν συνεργάτης των Γερμανών και αφ’ ετερου δεν μπορούσαμεν να κάνομε τίποτε. Τελεκά φωναξαν οι Γερμανοί μέσα απο το μητατο ότι θελανε να παραδοθούνε. Ειχαμε λοιπον ένα γερμανομαθή αντάρτη τον Λευτέρη τον Καστρινάκη, ο οποίος φώναξε στο Αργηγό: «Αρχηγέ ζητούν να παραδοθούνε». Απαντά ο αρχηγός: «πές τους να βγουν έξω με τα χέρια ψηλά».

Σ’αυτή τη φάση όμως πλησιάζει στο μητάτο ο Κρυοβρυσανακης ο Αντώνης για να ρίξει μια χειροβομβίδα μέσα.  Φαίνεται οτι οι γερμανοί ακούσανε θόρυβο του Κρυοβρυσανάκη, και πετάγεται ένας από αυτούς εξω υψώνοντας το ταχυβόλο για να τον πυροβολήσει. Για καλή τύχη όμως του Αντώνη τον ακολούθησε ενας πολύ γενναίος αντάρτης ο Μιχάλης ο Κραουνάκης, από τον Μερονα Αμαρίου και προτού πυροβολήσει ο Γερμανός πρόλαβε και του έριξε μια ριπή σκοτώνοντάς τον.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι το  πυροβολικό από το Τυμπάκι βάζει συνεχώς καταιγιστικά πυρά με οβίδες καθ’ολη τη διάρκεια της μαχης με τη διαφορά ότι εχει κάνει επιμήκυνση βολής , διοτι στις πρώτες βολές έπεσαν οβίδες και μέσα στους Γερμανούς με αποτέλεσμα να εκτοξεύσουν οι Γερμανοί φωτοβολίδες για να γίνει επιμήκυνση της βολής και κατά συνέπεια ήμασταν και μεις τον περισσότερο χρόνο προστατευμένοι από τα πυρά του γερμανικού πυροβολικού, καθότι βρισκόμασταν σε πολύ κοντινή απόσταση από τους Γερμανούς.
Μετά το σκοτωμό του Γερμανού εξω από το μητάτο, επικράτησε πανικός. Το Μητάτο βρισκότανε ακριβως πάνω στην κορυφογραμμή και ο χώρος που έπρεπε να διανύσουν οι Γερμανοί για να γλυτώσουν  από τα α δικά μας πυρά ήταν ελάχιστος. Επιχείρησαν λοιπον έξοδο με άλματα και σκοτωθήκανε και οι υπόλοιποι έξι  με τον

Ελληνα πολίτη, το δυστυχή αυτόν άνθρωπο, που δεν ειχε καμια ενοχή  αφού βρισκότανε εκεί επιταγμένος για αγγαρεία.

Η Μάχη κράτησε περίπου 8 ώρες , από το πρωί μέχρι το απόγευμα. Καποια στιγμή οι γερμανοί αρχισαν να συμπτύσσονται προς τα κάτω. Τοτε λοιπον πύκνωσε τις βολές του το πυροβολικό από το Τυμπάκι και η κατάσταση ειχε γίνει αφόρητη από τα θραύσματα των βράχων, και τα βλήματα των οβίδων. Είχαμε ένα γενναίο αντάρτη, λοχία του πυροβολικού τον Παναγιώτη Μανωλεσάκη από το Καβούσι Ρεθύμνου . Αυτος ο άνθρωπος μας έδινε οδηγίες  πώς να προφυλασσόμαστε από τις οβίδες.  Ενώ έδινε οδηγίες σε  όλους μας, κάποια στιγμή βρέθηκε όρθιος με αποτέλεσμα η οβίδα να του πάρει ολόκληρο το αριστερό λαγόνι.

Βρεθήκαμε κοντά του, μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του, ο Λευτέρης ο Αλεξάκης από το χωριό Πατσό, ο Γιώργης ο Αναστασάκης  από την Κυριάννα, ο Αρτέμης ο Νταμπάκης από τον Ανώπολη Σφακίων και εγώ, ό   Βασίλης Σπαχής.

Η κατάσταση  του ήταν κρίσιμη. Λενε λοιπόν οι μεγαλύτεροι από μένα στον Παναγιώτη «αυτός ο γενναίος άνδρας σαν να έλεγε το πιο φυσιολογικό,  το πιο κοινό πράγμα, και ενώ έσβηνε , πέθαινε μας απαντά: «φύγετε εσείς, δεν εχω καμιά ελπίδα».  Μεσα σε λίγα λεπτά πεθανε. Αιωνία η μνήμη του.

Τον αφήσαμε και αρχίσαμε κι εμείς να συμπτυσσόμαστε προς τα «Ακόλλητα», μια τοποθεσία του Καμαριαννού βουνού και εκεί διανυκτερεύσαμε. Το πρωί μας είπε ο Αρχηγός: «να κατέβετε να θάψετε τον Παναγιώτη». Το μοναδικό θύμα που είχαμε. «Να παρετε τα πράγματά μας και να αποφύγετε στη συμπλοκή με τους Γερμανούς διοτι έχουν λιγοστέψει τα πυρομαχικά μας».

 

Πράγματι αυτό κάναμε. Ειχαν βγει και οι γερμανοι να συλλέξουν τους νεκρούς τους. Εμεις σχηματίσαμε αμυντική γραμμή μεταξύ των Γερμανών και της ομάδας μας, μέχρι να τελειώσουμε τις διαδικασίες ταφής του αειμνήστου Παναγιώτης Μανωλεσάκη, και μετά, αρχίσαμε πάλι τη σύμπτυξη  προς τα πάνω και φύγαμε. Απομακρυνθήκαμε από την περιοχή  κατευθυνόμενοι προς την περιοχή Αμαρίου, πάνω από το χωριό «πλατανια». Εκει παλι ο Αρχηγός, γνωρίζοντας ότι θα βγει μεγάλη δύναμη των γερμανών στο βουνό, προτείνει να κρατήσομε ένα αμυντικό ύψωμα στο σημείο αυτό, λέγοντας αμς ότι 80 τοσοι, άνδρες, δεν μπορούν να κρυφτουν πουθενά, αλλα θα κρατήσομαι τη θέση μας και οι Γερμανοί πέσουν επανω μας θα πολεμήσουμε ολη τη μέρα και το βράδυ θα φύγομε.

Πράγματι κρατήσαμε τη θεση μας χωρίς να μας αντιληφθούν οι Γερμανοί, και το πρωί βλέπουμε απέναντι να καίγονται τα επτά χωριά του Αμαρίου και πληροφορούμαστε ότι εκτελούνται οι 350 συμπατριώτες μας, χωρίς εμείς δυστυχώς να μπορούμε να προσφερουμε καμια βοήθεια, διότι η δυναμή μας ήταν μικρή.

Τις σημειώσεις αυτές αφιερώνω στη μνήμη του αρχηγού μου Γεωργίου Πετρακογιώργη κατά την άποψή μου σημαντικότερου αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης,’ με υψηλό ήθος και γενναιότητα.

Βασίλειος Σπάχης.

Το ημερολόγιο σε  δακτυλογραφημένες σελίδες ενωμένες σε σπιράλ  ήταν στο αρχείο του επίσης μεγάλου αγωνιστή Γρηγόρη  Χρυσού Το επιμελήθηκε για την ιστοσελίδα η Νέλλη Λαδιά

Αφήστε μια απάντηση