• Το έτος ξεκίνησε με επιδημία οστρακιάς • Ο Επίσκοπος Τιμόθεος πέτυχε να ξεκινήσει μελέτη για την αναστήλωση της Ιεράς Μονής Αρκαδίου
Της ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑ
Η ανατολή του 1920 βρήκε το Ρέθυμνο στην ίδια κατάσταση της ατέρμονης φτώχειας με όσα αυτή συνεπάγεται. Τα πολιτικά πάθη στο φόρτε τους αν κρίνουμε από τους αρθρογράφους των εφημερίδων «Βήμα» και «Κρητική Επιθεώρηση» που διασταύρωναν τα ξίφη τους με «πύρινα» άρθρα. Και μια επιδημία οστρακιάς που εξαπλώθηκε στην πόλη έγινε αφορμή και για κλείσιμο των σχολείων ακόμα. Ας δούμε όμως τα γεγονότα πιο αναλυτικά με οδηγό τον τοπικό τύπο της εποχής.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς βγήκε η Φιλαρμονική του Δήμου για να παιανίσει. Και ζητούσε τον οβολό για τις στολές των μουσικών. Άλλο που δεν ήθελε ο αξέχαστος εκδότης της εφημερίδας «Βήμα» Λυκούργος Καφφάτος, να ξιφουλκήσει και με την αδέκαστη πένα του να περάσει «γενεές δεκατέσσερις» όλους τους δημοτικούς παράγοντες…
«Ο κόσμος, έγραφε την επομένη, έκπληκτος παρηκολούθει το λαμπρόν θέαμα του διασυρμού της υπολήψεως του περιπύστου και περιπτύστου Δήμου ανά τους δρόμους της Ρεθύμνης, διερωτών πως απεφάσισαν να ιδρύσουν Φιλαρμονικήν οι εξαίρετοι περί τον Δήμον φοροχάπται αφού δεν των επερίσσευον χρήματα να ενδύσουν τους μουσικούς;
Την αυτήν απορίαν έχομεν και ημείς και ερωτώμεν πάντα δυνάμενον να μας απαντήσει:
– Δεν εντρέπονται επιτέλους οι άνθρωποι αυτοί;».
Κάλεσμα του Μητροπολίτη για προσευχή
Ο Μητροπολίτης Τιμόθεος όμως για άλλο θέμα προσπαθεί με εγκύκλιο να ευαισθητοποιήσει το ποίμνιό του. Ανήσυχος για την οστρακιά που παίρνει διαστάσεις καλεί όλους στο ναό της Αγίας Βαρβάρας για προσευχή και λιτανεία. Δεν βλέπει άλλο τρόπο πέρα της θείας παρέμβασης για να περάσει το κακό… Συνιστά στο χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησίας των Ρεθυμνίων να προσέλθει με απόλυτη προετοιμασία ψυχική και πνευματική, έχοντας νηστεύσει και απέχοντας από κάθε κοσμική απόλαυση. Η προσευχή θα ήταν διήμερος Σάββατο και Κυριακή. Και ζητούσε ιδιαίτερα την ημέρα του Σαββάτου, ενώ θα γινόταν η δέηση τα καταστήματα να παραμείνουν κλειστά…
Οι πάντες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα. Ο Τιμόθεος μετά τη θεία λειτουργία πήρε την εικόνα της Αγίας Βαρβάρας και τη λιτάνευε σε όλη την πόλη ακολουθούμενος από το εκκλησίασμα. Όλη η πόλη ακολουθούσε. Η πίστη πως θα βοηθήσει η χάρη της Αγίας Βαρβάρας και αυτή τη φορά ήταν ακλόνητη. Είχαν άλλωστε και το προηγούμενο της θαυματουργού επέμβασης όταν είχε πέσει επιδημία ευλογιάς. Αυτό που αξίζει να τονιστεί είναι ότι δεν συμμορφώθηκαν με τις οδηγίες του Τιμόθεου μόνον οι χριστιανοί της πόλης αλλά και οι Τούρκοι νήστευσαν και τις δυο μέρες και με το δικό τους τρόπο προσευχήθηκαν να περάσει η επιδημία που έπαιρνε διαστάσεις πανδημίας.
Επιστολή Ρολόγη με πολλούς αποδέκτες
Η «Κρητική Επιθεώρηση» από την άλλη προσέγγισε το θέμα με βάση το αρχαίο ρητό «Συν Αθηνά και χείρα κίνει…» δίνοντας την πραγματική διάσταση του προβλήματος. Γιατί εκείνη την εποχή που δεν περίσσευε ούτε λεπτό για αναβάθμιση της ποιότητας ζωής και οι συνθήκες υγιεινής δεν ήταν στις καλύτερες των συνθηκών που επιβάλλονται στην περίπτωση αυτή.
Ο γιατρός Ρολόγης, άνθρωπος με υπέρμετρες κοινωνικές ευαισθησίες κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και με γερή επιχειρηματολογία θέτει τις τοπικές αρχές προ των ευθυνών τους, καθώς τα κρούσματα κόντευαν να φθάσουν τα 1.000. Ζητούσε με δημοσίευμά του άμεσα μέτρα όπως απολύμανση σχολείων και άλλων κοινόχρηστων χώρων και ενημέρωση από τους γιατρούς ποιοι νοσούσαν από τη νόσο για να περιοριστούν στο σπίτι και να μη θέτουν σε κίνδυνο τους άλλους που δεν είχαν προσβληθεί. Επίσης πρότεινε να εξεταστούν όλοι ανεξαιρέτως οι μαθητές προκειμένου να προστατευθούν οι υγιείς που κινδύνευαν όμως άμεσα και αυτοί να αρρωστήσουν.
Όπως ήταν φανερό οι υγειονομικές υπηρεσίες δεν αντιμετώπισαν την επιδημία σωστά από την αρχή. Είχαν όμως ευθύνη και οι πολίτες γιατί έκρυβαν τα περιστατικά σαν να ντρέπονταν που είχαν άρρωστο με οστρακιά στο σπίτι. Παιδιά που θα έπρεπε να απομονωθούν για την ασφάλεια των άλλων πήγαιναν κανονικά σχολείο και έκρυβαν τον πραγματικό λόγο που απουσίαζαν από το μάθημα τα αδέλφια τους.
Είχε συζητηθεί και η περίπτωση μιας ταλαίπωρης χήρας που με τα ορφανά της ανήμερα την Πρωτοχρονιά, γύριζε τα σπίτια και ζητιάνευε ενώ φαινόταν πάνω στα παιδιά σημάδια της αρρώστιας. Τι να έκανε όμως η δύστυχη αφού απουσίαζε το κράτος πρόνοιας; Τι να έδινε στα παιδιά της να φάνε χρονιάρα μέρα; Έπιασε λοιπόν τους δρόμους.
Φαίνεται πως αυτή η επιστολή του γιατρού Ρολόγη, έπιασε τόπο γιατί με απόφαση του νομάρχη διετάχθη το κλείσιμο των σχολείων για 13 μέρες μέχρι να περάσει ο άμεσος κίνδυνος περαιτέρω εξάπλωσης της νόσο. Έτσι κι έγινε …Και οι μαθητές ελέω οστρακιάς παρέτειναν τις διακοπές των εορτών εκείνο το Γενάρη του 1920.
Ο ιατρός Ρολόγης επανήλθε και τις επόμενες μέρες με δημοσιεύματά του κατατοπίζοντας αυτή τη φορά τους γονείς για τις παιδικές ασθένειες και κυρίως για οστρακιά, ιλαρά και κοκίτη. Έχουμε την πρώτη ουσιαστικά ενημέρωση μέσω του τύπου, από επιστήμονα για μέτρα πρόληψης.
Δυο ατρόμητοι συνδικαλιστές
Χρονιάρες μέρες κι όμως δεν μπήκε ψωμί στο σπίτι των χριστιανών λιμενεργατών. Δεν πρόλαβαν να πάρουν τη χαρά που ήρθε πλοίο στο λιμάνι με 1.700 σακιά αλεύρι του δημοσίου και ήρθαν οι Τούρκοι συνάδελφοί τους να τους πάρουν τη μπουκιά από το στόμα.
Αυτό δεν το σήκωσαν δυο από αυτούς ο Ιωάννης Παπαδόσηφος και ο Δημήτριος Πετρακάκης και κατήγγειλαν με επιστολή τους στον τύπο τον Χουσεΐν, καπετάνιο του λιμανιού που υποστήριζε τις ενέργειες αυτές προς όφελος των ομοθρήσκων του.
Η καταγγελία αυτή δεν ήταν κάτι τόσο απλό για την εποχή που αναφερόμαστε. Ο κόσμος του λιμανιού είχε τους δικούς του νόμους γι’ αυτό ίσως και οι επιφανείς του τόπου απέφευγαν να περνούν από εκεί για να προστατεύσουν την υπόληψή τους. Φαίνεται όμως πως το έλεγε η ψυχή των δυο επιστολογράφων που πίστευαν πως αν έκαναν αυτή τη δημόσια καταγγελία ίσως να ευαισθητοποιούσαν τους αρμόδιους να πάρουν θέση.
Δικαίωση ενεργειών του Επισκόπου
Η έλευση του νέου χρόνου έφερε τον Τιμόθεο Βενέρη πιο κοντά στην εκπλήρωση ενός ονείρου που ήταν η αναστήλωση της Ιεράς Μονής Αρκαδίου. Γνωστή η λατρεία του Επισκόπου στον ιερό αυτό χώρο που εκείνη την περίοδο κινδύνευε με κατάρρευση. Τόσο το κωδωνοστάσιο όσο και οι περισσότεροι χώροι είχαν άμεση ανάγκη υποστήριξης. Ήδη από τον Ιούλιο του 1919 ο Επίσκοπος, είχε κάνει τα σχετικά αιτήματα προς κάθε αρμόδια αρχή να σταλεί μηχανικός και να γίνει μελέτη. Κι ενώ φαινόταν πως είχε βρει ανταπόκριση το αίτημά του, ωστόσο μηχανικός δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Εκεί όμως που ο Τιμόθεος άρχισε να χάνει τις ελπίδες του πληροφορείται ότι έρχονται στο Ηράκλειο για την αναστήλωση της εκεί Λότζια ο καθηγητής του Πολυτεχνείου Αναστάσιος Ορλάνδος και ο αρχιτέκτων Διονύσιος Μιχαλιακιανός. Στέλνει αμέσως τηλεγράφημα και τους καλεί να έρθουν στο Ρέθυμνο για να συζητήσουν το θέμα. Από πλευράς χρημάτων δεν υπήρχε πρόβλημα γιατί ο Τιμόθεος είχε προβλέψει να δοθεί ποσόν από την εκποίηση κτημάτων της μονής. Τελικά και με την παρέμβαση του βουλευτή Παπαμιχελάκη ο Επίσκοπος πήρε ένα πρωί τηλεγράφημα στο οποίο ευχαρίστως τον πληροφορούσαν από τη Γενική Διοίκηση ότι και οι δυο επιστήμονες διετάχθηκαν από τις αρχές να έρθουν στο Ρέθυμνο και να εξετάσουν το θέμα της Ιεράς Μονής Αρκαδίου. Καλύτερο δώρο για τη νέα χρονιά σίγουρα δεν ήθελε άλλο ο Τιμόθεος.
Πρωτοχρονιάτικο δώρο έφερε το 1920 και για τον δικηγόρο Ευθύβουλο Τσουδερό που προήχθη σε Ταγματάρχη της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης μετά από αυστηρή αξιολόγηση.
Μήνυση από τον δήμο σε εκδότη
Ο δήμος παραμένει στο στόχαστρο του εκδότη του «Βήματος» και αυτή τη φορά μάλλον δίκαια, αφού όπως καταγγέλλει ο αρθρογράφος έγιναν αυξήσεις μισθών σε όλους τους δημοτικούς υπαλλήλους πλην των οδοκαθαριστών. Φαίνεται όμως πως η σταγόνα είχε ξεχειλίσει στο ποτήρι της υπομονής των δημοτικών παραγόντων που βρήκαν ως αφορμή ένα συνεχόμενο σχόλιο όπου απεκαλείτο ο δήμος «Τεμπελχανές» και κατέθεσε μήνυση σε βάρος του εκδότη. Αν ήταν τώρα χρονιάρες μέρες ποσώς ενδιέφερε τους μηνυτές. Σημασία είχε γι’ αυτούς να μείνουν ήσυχοι πια από την σκληρή πένα του Καφφάτου. Έμειναν όμως με την πλάνη τους αυτή όπως θα δούμε σε επόμενα αφιερώματα. Γιατί ο δημοσιογράφος με τη φλογερή πένα σε λίγο θα αποκάλυπτε κι ένα μεγάλο σκάνδαλο κλοπής επίπλων από το Διοικητήριο κατονομάζοντας και τους πιθανούς δράστες, επίλεκτα στελέχη του δήμου.
Σιγά σιγά η πόλη εύρισκε τους ρυθμούς της ευελπιστώντας ότι το 1920 θα τους έφερνε τουλάχιστον καθημερινό στο τραπέζι. Και το Λύκειο των Ελληνίδων έδινε στη δημοσιότητα το πρόγραμμά του για τις προσεχείς εκδηλώσεις του που σκοπό είχαν αποκλειστικά την ανακούφιση της ανθρώπινης δυστυχίας. Άλλωστε μόνο οι κυρίες του Λυκείου και ο σύλλογος Κυριών νοιάζονταν για τους ταλαίπωρους αυτής της πόλης. Ήταν οι καλοί άγγελοι για μικρούς και μεγάλους και οι μόνοι φορείς που έφερναν τα παιδιά πιο κοντά στο πνεύμα των εορτών με τα δώρα τους και κυρίως με τη αγάπη τους.
Και τη χρονιά εκείνη θα κατάφερναν με διάφορες εκδηλώσεις αλλά και με αφάνταστα προσωπικό κόστος σε χρόνο και εργασία να φέρουν πολλά χαμόγελα στα χείλη αναξιοπαθούντων κυρίως παιδιών. Κάθε τους χοροεσπερίδα ήταν κι ένα γεγονός που η διψασμένη για ποιοτική ψυχαγωγία τοπική κοινωνία το περίμενε όπως τη βροχή το άνυδρο χώμα. Κάθε κυρία έβαζε τα δυνατά της και στην προετοιμασία του μπουφέ που χαρακτηριζόταν για την ποιότητά του και το πλήθος των εδεσμάτων του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ευχαριστημένοι οι πάντες ανταποκρίνονταν με περισσότερη διάθεση στη λαχειοφόρο αγορά δίνοντας την ευκαιρία στις κυρίες να έχουν τα έσοδα που θα τους επέτρεπαν να εκπληρώσουν στο ακέραιο τους υψηλούς στόχους τους κάθε φορά.