Κρητική Επιθεώρησις
23 Μαϊου 1954
Με σεμνότητα και επιβλητικότητα και μεγάλην συρροήν κόσμου έγινεν προχθές ο εορτασμός της 13ης επετείου της μάχης του Ρεθύμνου.
Συμφώνως προς το καταρτισθέν επίσημον πρόγραμμα εψάλη περί ώραν 10 π.μ χοροστατούντος του Θεοφ. Επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Αθανασίου επιμνημόσυνος δέησις εις τον τόπον της εκτελέσεως των 110 πατριωτών εις τα Μυσσίρια κατά την 21ην και 23ην Μαΐου του 1941.
Εν συνεχεία έγινεν η τελετή των αποκαλυπτηρίων του Μνημείου της Μάχης εις το πολεμικόν Νεκροταφείον Μυσσιρίων, ενώπιον των αρχών, των εκπροσώπων των σωματείων και οργανώσεων και πλήθους κόσμου.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής ανεγέρσεως του Μνημείου Θεοφ. Επίσκοπος κ. Αθανάσιος παραδίδων το μνημείον εις τον κ. Δήμαρχον εξήρε την θυσίαν των ηρωικών νεκρών.
Ο Γραμματεύς της Επιτροπής Ηρώου κ. Νικ. Ανδρουλιδάκης εξέθεσε τας προσπάθειας της Επιτροπής και εξήρε την συμβολήν της κ. Μαρίας Εμμ. Τσουδερού και των Κρητών ομογενών και ιδία των κ. κ. Κυριάκου Σταυρουλάκη της Ν. Υόρκης και Γ. Σερντεδάκη της Αφρικής, εις την κατασκευήν του Μνημείου.
Ο Δήμαρχος κ. Ψυχουντάκης προσλαμβάνων το Μνημείον υπεσχέθη να το διαφυλάξη ως ιεράν παρακαταθήκη και παρεκάλεσε τον παριστάμενον Γεν. Γραμματέα της Γεν. Διοικήσεως κ. Δημ. Σακόρραφον να αποκαλύψει το Μνημείον.
Υπο τους ήχους της Μουσικής του Δήμου ο κ. Σακόρραφος απεκάλυψε το Μνημείον έργον το οποίον κατασκεύασεν ο Ρεθύμνιος καλλιτέχνης κ. Γιάννης Κανακάκης.
Τον πανυγηρικόν της ημέρας εξεφώνησεν ο Επιθεωρητής του Υπουργείου Εσωτερικών συμπολίτης κ. Γεώργιος Καλομενόπουλος όστις κατεσυγκίνησε το ακροατήριον.
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ κ. ΚΑΛΟΜΕΝΟΠΟΥΛΟΥ
« Ολόρθη μες το πέλαος
πετιέσαι Κρήτη εσύ.
Κι ας σε χτυπούν τα κύματα
κι ας δέρνει ο βοριάς.
Χώρα Ιερή της Λευτεριάς.
Και της παληκαριάς αθάνατο νησί».
Βαριά κληρονομιά για το μικρό Νησί μας αυτή η παράδοση του ηρωισμού και της θυσίας . Κληρονομιά που παραδίδεται αιώνες από γενιά σε γενιά. Από τον πρόγονο και τον προπάππου στον παππού. Από τον πατέρα στο παιδί και στο εγγόνι. Σαν ιερή παρακαταθήκη σαν ακατάλυτος Νόμος απαράβατη προσταγή, επιβλητικό καθήκον, αναπόφευκτο χρέος.
Μια αδιάκοπη ιστορία τιμής που ξεπερνάει τα όρια του πιθανού. Μια καταπληκτική συνέχεια αγώνων και θυσιών που φθάνει το απίστευτο. Και το ασύλληπτο σε ηρωισμό και σε τόλμη που παίρνει τη μαγεία του παραμυθιού και ντύνεται στη γοητεία του θρύλου. Ιστορία που θα καταυγάζει πάντοτε τον γαλάζιο ουρανό των ωραίων ιδανικών με το εκτυφλωτικό φως της και θα καθηλώνει πάντοτε την ανθρώπινη σκέψη σε στάση προσοχής με το απέραντο μεγαλείο της. Ιστορία που θα γεμίζει αιώνια το νου και τη καρδιά με δέος και ίλιγγο με φόβο και κατάπληξη.
Μπροστά στην ιστορία αυτή θα γονατίζει ευλαβικά ο πανανθρώπινος θαυμασμός όσο υπάρχουν ελεύθεροι άνθρωποι και υψηλά ιδεώδη, αδούλωτη ψυχή και σκλαβωμένη σκέψη.
Γιατι η ιστορία αυτή του νησιού μας κλείνει μέσα την πιο ζωντανή την πιο αδρή την πιο έντονη την πιο χαρακτηριστική μορφή του «όχι» που ξεκινά από τα βάθη των αιώνων απο τους Μηδικούς ακόμη χρόνους για να είναι ειπωθεί τόσες φορές με χίλιους τρόπους από τη Σαλαμίνα και δώθε πότε με το «Μολών λαβέ» του Λεωνίδα, πότε με το τραγούδι του Διάκου που με το θανάσιμο χορό της Σουλιώτισας και πότε με τη πιστόλα του Γιαμπουδάκη που είπε κι αυτός το «Όχι» με τον πιο ωμό σαρκασμό μπροστά στη βία των δυνατών.
Μετα από το 1821 άπειρες επαναστάσεις σ’αυτό το νησί. Υστερα το 12. Έπειτα το 17, τέλος το 40. Ζάλογκα και Αλαμάνες, Μεσολόγγια και Αρκάδια, Σκρά και Δοϊράνες, Πίνδοι και Τρεμπεσίνες, Ριμινι και Ελ- Αλα- Μέίν.
Και τελευταία η μάχη της Κρήτης.
Το ίδιο το «ΟΧΙ» πάντα που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ψυχή της Φυλής η δύναμη του Έθνους η πίστη του Γένους και η πιο έντονη διαμαρτυρία ενός ελεύθερου Λαού που προτιμά το θάνατο από τη σκλαβιά.
Το να επιδιώκει ο άνθρωπος να ζει αδούλωτος κάτω από τον ίσκιο της λευτεριάς είναι μια ευγενική επιδίωξη των πολλών. Το να πεθάνει όμως γι’ αυτήν είναι ένα προνόμιο των ολίγων. Και το προνόμιο αυτό το χάρισε οι Μοίρα στη μικρή αυτή χώρα που ονομάζεται Ελλάδα.
Πιστό στον όρκο το κράτησε ψηλά και το Νησί μας σαν εθνική κιβωτό και όπως τα άγια των Αγίων.
Να τι χαλύβδωσε την Ελληνική ανδρεία παντού και πάντοτε που να περιφρονεί έτσι παλικαρίσια το θάνατο.
Οι τελευταίοι υπερασπιστές του Βυζαντίου εγνώρισαν πως πολεμάνε άσκοπα μπροστά σε τόσα εχθρικά ξίφη. Και όμως δεν εγονάτησαν.
Οι 300 του Λεωνίδα ήξεραν τι τους περιμένει κι όμως δεν ελύγισαν.
Οι όμορφες Σουλιωτοπούλες έκαμαν τις τελευταίες στιγμές των χορό, ωσάν την πιο προκλητική περιφρόνηση προς το θάνατο και οι πολιορκημένοι του Αρκαδίου που έβλεπαν τον βέβαιο θάνατο και το χαμό τους στάθηκαν αλύγιστοι με όρθιο το σώμα και τη ψυχή γύρω από το μπαρούτι του Μοναστηριού.
Δοξασμένο γένος. Αθάνατη φυλή. Αδάμαστη Ελλάδα, λεβεντογένα Κρήτη. Πατρίδες των Πατρίδων.
Μα το «ΟΧΙ» δεν τελειώνει εδώ. Ουτε θα τελειώσει ποτέ οσο θα υπάρχει αυτός ο τόπος και όσο θα τον κατοικούν οι ίδιοι οι άνθρωποι.
Γιατι το ίδιο έγινε και όταν οι ορδές των Ούνων που είχαν Κουρσέψει την υπερήφανη χώρα ήλθον για να σκλαβώσουν το Νησί μας.
Το «όχι» πάλι αντήχησε αντρίκια αποφασιστικά και αδίστακτα. «Την Κρήτη μας δεν θα την παραδώσουμε». Κι ακούστηκαν τότε φοβερές οι σάλπιγγες. Μια ιαχή εσπάθισε τον Κρητικό ουρανό και κάποια Θεία δύναμη κέντρισε τις καρδιές.
Το θούριο εδόνησε τον αγέρα φοβερό
Τ’ ανάκρασμα τ’ ακούτε της Αρχαίας Πυθίας;
Νίκη στων ημίθεων τα εγγόνια.
Από την Ίδη ως της Νικαίας τ’ ακρογιάλια ξανανθίζουν αιώνες οι ελιές!
Με τ’ άρματα στα χέρια εμπρός! Τα ύψη των βουνών ας ανέβουμε τους Σαλαμίνικους αντίλαλους ξυπνώντας
Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα Θεία η δάφνη. Μια φορά κανείς δεν πεθαίνει!
Έτριξαν στους τάφους τα κόκαλα των ηρώων από αγαλλίαση και σκίρτησαν στα ουράνια οι ψυχές τόσων μαρτύρων από χαρά και συγκίνηση.
Τα χιονισμένα Λευκά Όρη τίναξαν υπερήφανα την άσπρη χαίτη τους. Από τον Ψηλορείτη αντήχησε σαν βρυχηθμός ένα τραγούδι γνώριμο:
«Από φλόγες οι Κρήτη ζωσμένη τα βαριά της τα σίδερα σπα, και σαν πρώτα χτυπιέται κτυπά και γοργή κατεβαίνει».
Ο Γιαμπουδάκης γελαστός και χαρούμενος και πλάι του ο Γούμενος με υψωμένο το δεξί χέρι ωσάν να ευλογούσε τους πιστούς! Το σύνθημα είχε δοθεί και το πανηγύρι άρχισε.
Νιάτα και γεράματα αντάμα! Γυναίκες και παιδιά . πατέρας και γιος. Νέοι και νέες. Δυνατοί και ανήμποροι μαζί!
Ασπρομάλληδες, γέροι, απομεινάρια των παλιών αγώνων και κυρτωμένες γριούλες- πιστές συντρόφισσες- πλάϊ τους. Μανάδες δίπλα στα παιδιά τους και αρραβωνιαστικιές στο πλάι του καλού των.
Ολοι σαν ένα σώμα και μια ψυχή. Με τον ίδιο πόθο με την ίδια λαχτάρα με το ίδιο ιδανικό.
Στο προσκλητήριο όλοι παρόντες. Όχι παλληκάρια μόνο της Κρήτης αλλά και λεβέντες της Ρούμελης και αετοί του Μωρηά και της Θεσσαλίας. Και από την Ήπειρο και από τη Θράκη και από τη Μακεδονία και από τα γραφικά νησιά μας κι απ’ όλα τα ματωμένα χώματα κάθε ελληνικής γωνιάς.
Ενας βασιλιάς – Θρύλος μπροστά. Ενας Πρωθυπουργός παλληκάρι ο Εμμ. Τσουδερός κι ένας Υπουργός Στρατιωτικών ο Στέλιος Δημητρακάκης με λιονταρίσια ψυχή και από ηρωική οικογένεια κι οι δύο στο πλάϊ του. Και πίσω τους ολόκληρο το Έθνος. Η μοίρα της Ελλάδος έγραφε πάλι μια σελίδα στην ιστορία της.
Και στήνονται τρόπαια, γράφονται έπη, ξυπνάνε Θερμοπύλες ξαναζούνε Μαραθώνες, ζωντανεύουν Αρκάδια, στηλόνωνται Παρθενώνες.
Πυραμίδες κοκάλων, ποταμοί αιμάτων: Μνημεία και τάφοι.
Και όμως οι λίγοι δεν τους δειλιάζουν τους πολλούς κι ας είναι μια φούχτα μπροστά στις σιδηρόφραχτες και ουρανοκατέβατες στρατιές των Σατανάδων.
Αν έχουν τούτοι σίδερο και ατσάλι, αυτοί που υπερασπίζονται την Κρήτη έχουν ψυχή.
Εδώ έχει χρέoς η σοφία και ο κανόνας του πολέμου. «Η λογική έχει κλείσει τα μάτια της και η αριθμητική το βιβλίο της» όπως έγραψε τότε κάποια περιγραφή ενός λογοτέχνη.
Και το αίμα που τρέχει άλικο χρωματίζει και πάλι τη πορφύρα του Γένους και μουσκεύει το Κρητικό χώμα από πάνω από το ύψος των υπερήφανων βουνών μας έως κάτω τα δαντελωτά ακρογιάλια μας.
Δικαίωση του ποιητή που έτσι την τραγούδησε την Κρήτη.