Οι πλάκες μεταξύ μικρών και μεγάλων ήταν πάντα ένα πρόχειρο μέσον, για να περνά τον καιρό του ο Ρεθεμνιώτης .
Εκείνες μάλιστα τις χαλεπές εποχές, ήταν κι ένα εφαλτήριο για μικρή απόδραση από τη σκληρή πραγματικότητα και την εφιαλτική βιοπάλη. Εξαίρεση δεν αποτελούσαν φυσικά και οι ιερείς .Άνθρωποι κι αυτοί με μικρές ή μεγάλες αδυναμίες. Ξεχωριστοί πάντως και αξιαγάπητοι. Κάποιοι μάλιστα μας άφησαν πολλές σπαρταριστές ιστορίες, που ακόμα και σήμερα προκαλούν ,αν όχι σπαρταριστό γέλιο , τουλάχιστον χαμόγελα
Για παράδειγμα ο περίφημος Παπα Μάρκος Πλυμάκης ,ένας από τους αγαθούς λευίτες του παλιού Ρεθύμνου ,που όλοι περιγράφουν με σεβασμό και πολλά εγκωμιαστικά σχόλια .
Ο Κώστας Μαμαλάκης στις δημοσιογραφικές αναφορές του , μας τον περιγράφει άντρα θεόρατο με γενειάδα γκρίζα, γεροδεμένο ,ίδιο σχεδόν στο παράστημα του αντιβασιλέα –Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού.
ΔΕΙΝΟΣ ΚΟΛΥΜΒΗΤΗΣ
Ήταν φυσιολάτρης και κατοικούσε στην πλατεία του Αγνώστου
Πριν διαφωτίσει , αξημέρωτα, που στους δρόμους δεν υπήρχε ψυχή, τους εφτά μήνες το χρόνο ,πεταγόταν στην ερημική τότε τοποθεσία του «Φλοίσβου» (κοντά στο σημερινό ΔΕΛΦΙΝΙ) βουτούσε στη θήλασα και δεινός κολυμβητής ,στα νιάτα του, έφτανε δυο φορές ίσαμε το φάρο.
ΕΝΑΣ ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΙΕΡΕΑΣ
Για τον παπα Μάρκο κάνουν εκτενή αναφορά ο κ. Μανόλης Κούνουπας εκλεκτός συγγραφέας και λόγιος του Ρεθύμνου, σε ένα σπουδαίο κείμενο που έχει δημοσιευθεί στα ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ , ο π. Χαράλαμπος Καμηλάκης και ο θεολόγος και φιλόλογος κ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκης Τον έχει υμνήσει επίσης και ο Γιώργης Καλομενόπουλος. Κι αυτό δείχνει πως ο αγαθός αυτός λευίτης κατέκτησε την αθανασία με το βίο και το πλούσιο και πολυσήμαντο έργο του.
Ο παπα Μάρκος άφησε εποχή ,αφού πρόσφερε τόσα πολλά στην ενορία του και μάλιστα αξιομνημόνευτα, αλλά μερικές φορές ξυπνούσε ένα παιδί μέσα του
Σαν παιδί λοιπόν, όπως ένοιωθε, αστειευόταν καμιά φορά Και κανένας δεν του κρατούσε κακία , ιδιαίτερα συλλειτουργός του, αν τύχαινε να του δώσει αφορμή με τα αστεία του Άλλωστε ο Παπα Μάρκος ήταν φύση ευγενική και ποτέ τα αστεία του δεν ξεπερνούσαν το μέτρο της ευπρέπειας και της ευγένειας.
ΔΙΑ ΓΡΑΦΙΔΟΣ ΚΩΣΤΑ ΜΑΜΑΛΑΚΗ
Μια χαρακτηριστική περίπτωση θα αντιγράψουμε, σήμερα, από τη σειρά του Κώστα Μαμαλάκη « Η πόλη που δεν σβήνει» , με πρωταγωνιστή τον Παπα Μάρκο, χωρίς περισσότερα στοιχεία για τον δεύτερο ιερέα , που άλλωστε δεν έχει νόημα να παρατεθούν Σημασία έχει ότι ο Κώστας Μαμαλάκης μας δίνει μια όμορφη τοπική ιστορία που μέσα από την αστεία της πλοκή, μαθαίνουμε και πως γινόταν η περιποίηση των καλεσμένων στους γάμους, μια άλλη εποχή στο μακρινό παρελθόν ,όταν οι γάμοι γίνονταν και στα σπίτια …
ΣΗΜΕΡΑ ΓΑΜΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ
«Γάμος θα γινόταν σε ένα σπίτι απόγευμα Κυριακής.
Το μυστήριο θα τελούσαν ο παπα Μάρκος και ο παπα Γιώργης
Έψαλαν και το «Ησαία» ευχήθηκαν συγκινημένοι-ειλικρινής και ολόψυχη ήταν πάντα η συμμετοχή τους στις χαρές και στις λύπες των πιστών- στους νεονύμφους :
« Να ζήσουν , να γεράσουν και καλούς απογόνους!» κι ύστερα τους κάλεσαν να καθίσουν σε θέση τιμητική: Σε καναπέ που βούλιαζε το κορμί αναπαυτικά.
ΕΝΑΣ ΔΙΣΚΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ
Σε λίγο άρχισε η παρέλαση των δίσκων με κουφέτα, σουμάδες και κωκ.
Όταν ο δίσκος με τα κώκ έφθασε μπροστά στον Παπα Γιώργη αυτός είχε πάθει ήδη σιελόρροια Πήρε ένα κωκ.
Πετιέται από δίπλα του ο Παπα Μάρκος λέγοντάς του :
-«Παπα Γιώργη εσένα σου αρέσουν τα γλυκά, πάρε άλλο ένα !»
Του ρίχνει μια ματιά προσποιητής δυσφορίας ο Παπα Γιώργης. Το πήρε όμως το δεύτερο κωκ.
Όταν σε λίγο ξαναπερνά από μπροστά τους ο δίσκος με τα κωκ ,ξαναγεμισμένος για κείνους που δεν είχαν πάρει –ο ΠαπαΓιώργης τα είχε χωνέψει κιόλας – ο Παπα Μάρκος σταματά το δίσκο ,ευγενικά ,προς χάριν του Παπα Γιώργη και του λέει παροτρύνοντας τον :
«-Πάρε μπρέ άλλο ένα ,εγώ ξέρω πως τρελαίνεσαι για τα κωκ»
Παίρνει και το τρίτο κωκ ο ΠαπαΓιώργης κοκκινίζοντας.
Πέρασε λίγη ώρα , είχαν τελειώσει και τα «τραταμέντα» και οι καλεσμένοι σιγά –σιγά άρχισαν να αποχωρούν ..
Ο Παπα Γιώργης είχε καρφωμένο το βλέμμα τώρα στο βάθος της σάλας Τον αντιλαμβάνεται ο Παπα Μάρκος , κα προσποιούμενος τον αδιάφορο , τον παρακολουθεί.
Τι συνέβαινε;
Ένας μεγάλος δίσκος ασημένιο;, μισογιομάτος από κωκ που είχαν περισσέψει , είχε μαγνητίσει το βλέμμα του Παπα Γιώργη!
ΤΑ ΚΩΚ ΤΟΝ …ΗΠΑΤΗΣΑΝ
Σε λίγο σηκώνεται κάτι ψιθυρίζει στη μητέρα της νύφης-την άδεια ασφαλώς θα ζητά ευγενικά-και προχωρεί με τρόπο , προς το βάθος του σαλονιού , ρίχνοντας ματιές ,για να εξασφαλισθεί ότι δεν θα γίνει αντιληπτός από τρίτους .
Από τον Παπα Μάρκο είναι εξασφαλισμένος ευτυχώς. Τώρα και λίγη ώρα τον βλέπει μελαγχολικό. Αυτή τη στιγμή κοιτάζει το ταβάνι συλλογισμένος. (Για να ενισχύσει την πειστικότητα της αδιαφορίας του)
Τότε ο παπα Γιώργης δεν χάνει καιρό : Αρχίζει και εναποθηκεύει μέσα από το «αντερί» του ,στο ύψος του στήθους , κωκ αρκετά.
Τελειώνει γρήγορα και επιστρέφει «πανευδαίμων» στη θέση του καναπέ , πλάι στο Παπα Μάρκο.
ΚΙ ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΟ …ΔΟΥΛΕΜΑ
Ο Παπα Μάρκος αρχίζει το «δούλεμα»
– «Το ξέρεις πως «ξεγύρισες» Παπα Γιώργη; Μια χαρά μου είσαι τελευταία. Μου φαίνεται πως πήρες και λίγο πάχος»
Και τον ψαχούλεψε στιγμιαία στο στήθος
Ανακάθισε θορυβημένος ο Παπα Γιώργης:
«Μπρε πολύ πάχυνες» συνεχίζει το βιολί του , ο Παπα Μάρκος, και τα δάχτυλά του πιέζουν μαλακά το στήθος του Παπα Γιώργη.
Αγωνίζεται απεγνωσμένα να αποφύγει τα επικίνδυνα πασπατέματα ο Παπα Γιώργης Ιδρώνει ,ξεϊδρώνει.
Μάταια απευθύνει διαμαρτυρίες:
-«Έχε με παρατημένο Παπα Μάρκο!»
Μάταιες εκκλήσεις
« Να χαρείς τα παιδιά σου άσε με!»
Ο Παπα Μάρκος «κάνει την πάπια» και με αθώο ύφος επιμένει:
-« Μα παρα πολύ πάχυνες σου λέω» και δώς του νέο ζούληγμα ισχυρότερο.
Ο Παπα Γιώργης έχει απηυδήσει . Δεν αντέχει άλλο και «σπάει»στο τέλος.
Προκειμένου να υποστούν ολοκληρωτική καταστροφή τα γλυκά , πούχε κρυμμένα στον κόρφο του παραδίδεται άνευ όρων
Και ομολογεί με φωνή σιγανή για να μην ακουστεί παρα πέρα, αλλά τσιριχτή από την αγωνία και το κακό του :
-« Παπα Μάρκο Παπα Μάρκο …Σιγά μπρε ,μη μου ξετσιλακώσεις τσοι κώκους»
Εύα Λαδιά