Πλήρωσαν με βαρύ τίμημα τον αγώνα τους για λευτεριά
Η Χωροφυλακή διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στη Μάχη της Κρήτης. Οι νεαροί χωροφύλακες αν και εντελώς άπειροι, καθώς δεν είχαν προλάβει να εκπαιδευτούν, ξεπέρασαν τις ανθρώπινες δυνατότητες και ως άλλοι 300 του Λεωνίδα θυσιάστηκαν ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς.
Κάποιος αξιωματικός όμως πέρασε στην ιστορία ως ένας τραγικός εθνομάρτυρας. Ακόμα συζητούν στην Πηγή οι ηλικιωμένοι τη ζωή και τη δράση του Νικολάου Γιαπιτζάκη.
Όταν στα 1938 πήγε ως νέος ενωμοτάρχης να καλύψει την κενή θέση της διοίκησης στο Σταθμό Χωροφυλακής Πηγής οι χωριανοί εντυπωσιάστηκαν. Ήταν ένας όμορφος, ψηλός άντρας, με θεληματικό πηγούνι και βλέμμα που σε κέρδιζε. Με τον καιρό αποδείχτηκε πόσο ευσυνείδητος και σπάνιος χαρακτήρας ήταν. Εκπροσωπούσε το νόμο και επέβαλε την τάξη με δικαιοσύνη και αμεροληψία. Οι Πηγιανοί με τον καιρό τον λάτρεψαν. Τον θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο και το έδειχναν με κάθε τρόπο.
Ο πόλεμος του ’40 τον βρήκε στις επάλξεις του καθήκοντος να συντονίζει τις ενέργειες των πατριωτών και να καταθέτει τη δική του συμβολή, όπου η πατρίδα το χρειαζόταν. Είχε άριστες διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες. Αυτό του το είχε επισημάνει εκδηλώνοντας με κάθε τρόπο τη συμπάθειά του και ο θρυλικός ηγούμενος Αρκαδίου και Πηγιανός Διονύσιος Ψαρουδάκης.
Ο Νικόλαος Γιαπιτζάκης πρωτοστατούσε σε κάθε κίνηση για να εφοδιαστούν με ζεστά μάλλινα ρούχα οι φαντάροι μας που πολεμούσαν στο μέτωπο. Συστήνει σε όλα τα χωριά της δικής του δικαιοδοσίας εθελοντικές ομάδες. Εκεί συμμετέχουν και μαθητές Δημοτικού με πίστη και ενθουσιασμό. Ακόμα και τα μικρά παιδιά είχε επηρεάσει με τον πατριωτισμό και τη φιλότιμη δράση του. Η σκέψη του ήταν διαρκώς εκεί στο Μέτωπο και θα έδινε τα πάντα να ήταν κι εκείνος εκεί στην πρώτη γραμμή.
Πενθούσε ο ίδιος πριν ανακοινώσει σε οικογένειες το θλιβερό μαντάτο για τους αγαπημένους που έπεσαν στο πεδίο της τιμής υπέρ πατρίδος. Ο τρόπος που το ανακοίνωνε βοηθούσε την περηφάνια να μετριάσει την οδύνη του φοβερού αγγέλματος στις ψυχές των χαροκαμένων γονέων. Κι όταν τέλειωνε τα ημερήσια καθήκοντά του έπαιρνε με τη σειρά τα σπίτια που είχαν συγγενή στο μέτωπο με μια καλή κουβέντα για τον καθένα. Ήξερε να εμψυχώνει και να μεταδίδει την πίστη του για την αίσια έκβαση του αγώνα. Έφευγε από κάθε σπίτι με την αίσθηση ότι άφηνε πίσω του ανθρώπους με θάρρος και δύναμη για την όποια δυσκολία ή συμφορά τους περίμενε.
Οι νικηφόρες προελάσεις του στρατού μας που έκαναν τις καμπάνες να χτυπούν χαρμόσυνα, παρέσυραν σε ξέφρενους ρυθμούς ενθουσιασμού τον ηρωικό ενωμοτάρχη. Γλέντι γινόταν στην πλατεία της Πηγής. Κι ο πόλεμος γινόταν σύννεφο που διαλυόταν σιγά σιγά.
Μέχρι που το χιτλερικό τέρας άπλωσε τα θανατερά πλοκάμια του και στο νησί.
Στις 29 Μαΐου 1941, γύρω στις 10.30 το πρωί φάνηκε στην Πηγή η πρώτη μηχανοκίνητη φάλαγγα. Πάγωσε το αίμα όσων βρέθηκαν κοντά. Ο Γιαπιτζάκης με τους άνδρες του υποχώρησε στη Μέση για να αναδιοργανωθεί. Ήταν γενναίος αλλά και συνετός. Μετρούσε στη συνείδησή του η τύχη των ανθρώπων που υπηρετούσαν την πατρίδα υπό τις διαταγές του.
Σύντομα όμως επιστρέφει στη βάση του. Είχε αρχίσει να έχει τύψεις συνείδησης όσο περνούσε η ώρα. Η θέση του ήταν στην Πηγή.
Κι όμως οι φίλοι του προσπαθούν να τον σώσουν από τον άμεσο κίνδυνο που τον απειλεί.
Ο διοικητής Χωροφυλακής Ρεθύμνης, Γεώργιος Χαλκιαδάκης, που τον εκτιμούσε ιδιαίτερα τον καλεί στο γραφείο του και του ανακοινώνει τη μετάθεσή του στην Αμνάτο. Αποφεύγει να του εξηγήσει τους λόγους που είναι εμφανείς για τους ψύχραιμους παρατηρητές.
Με πρωτοφανές πείσμα ο Γιαπιτζάκης αρνείται την ευκαιρία να σωθεί.
Τη Δευτέρα 16 Ιουνίου 1941, στις 10:00 το πρωί, γερμανικό απόσπασμα συλλαμβάνει το Νίκο Γιαπιτζάκη και τον οδηγεί να δικαστεί σε ένα πρόχειρο στρατοδικείο που είχε στηθεί στη βίλα Νικολάου Ασκούτση. Από την πρώτη στιγμή ο άτυχος ενωμοτάρχης αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη λύσσα. Οι κατηγορίες σε βάρος του σοβαρές. Εμπλέκεται σε έντονη πολεμική δράση και ευθύνεται για την απώλεια Γερμανών στρατιωτών.
Για να αποσπάσουν ομολογία καταφεύγουν στις προσφιλείς τους μεθόδους. Ο Γιαπιτζάκης κρατά το στόμα του κλειστό.
Αμέσως μεταφέρεται σε ένα ερειπωμένο σπίτι εκεί κοντά κι αρχίζουν οι ναζί να τον υποβάλουν σε απάνθρωπα βασανιστήρια. Επιμένουν να τον υποχρεώσουν να ομολογήσει ποιους όπλισε, πόσους και ποιους πολίτες οργάνωσε σε ομάδες και σε ποια σημεία του αεροδρομίου της Πηγής πολέμησε κατά των αλεξιπτωτιστών.
Το σώμα του άτυχου αξιωματικού μεταβάλλεται σε μια άμορφη μάζα από σάρκες και αίμα αλλά τα χτυπήματα σε όλο του το βασανισμένο κορμί συνεχίζονται.
Σύντομα αντιλαμβάνονται το μαρτύριό του γείτονες και παρακολουθώντας αθέατοι κλαίνε και υποφέρουν ψυχικά, αδυνατώντας να βοηθήσουν τον λατρεμένο τους φίλο.
Ο Γιαπιτζάκης παρά τους αφόρητους πόνους επιμένει να αρνείται κάθε κατηγορία.
Κάποια στιγμή κατά το μεσημέρι τον σέρνουν καθώς είναι ανήμπορος να περπατήσει πίσω στη βίλα Ασκούτση. Εκεί του απαγγέλλεται η θανατική του καταδίκη.
Για λόγους εκφοβισμού περνούν τον αγνώριστο από τα μαρτύρια ενωμοτάρχη από τον κεντρικό δρόμο της Πηγής. Τον έχουν φορτώσει με σκαπάνη και φτυάρι για να ανοίξει τον τάφο του.
Εκείνος μετά βίας προχωρά. Προσπαθεί όμως να μη χάσει την αξιοπρέπειά του ακόμα κι αυτή την τραγική στιγμή.
Φθάνουν στον τόπο της εκτέλεσης δίπλα στην όχθη του ποταμού. Τον υποχρεώνουν να σκάψει το λάκκο του ακολουθώντας μια ακόμα απάνθρωπη μέθοδο που δείχνει το μέγεθος της θηριωδίας του. Του επιβάλλουν κάθε τόσο να ξαπλώνει για να διαπιστωθεί αν το άνοιγμα τον χωρά. Ο Γιαπιτζάκης με το μεγαλείο ημιθέου υπομένει στωικά και τα νέα μαρτύρια. Ξέρει πως έφθασε στο τέλος χωρίς να ανοίξει το στόμα του να καταδώσει πατριώτες. Κι είναι περήφανος. Κάποια στιγμή που δοκιμάζει πάλι κατόπιν διαταγής τον τάφο του ο λοχίας Χόρτση τον σημαδεύει με το αυτόματο. Σε λίγο αποκολλάται το κεφάλι από το σώμα του ήρωα. Επιτέλους λυτρώθηκε. Τρεις γυναίκες που έτυχε να παρακολουθήσουν αθέατες την εκτέλεση επιστρέφουν θρηνώντας στο χωριό και ανακοινώνουν το θλιβερό μαντάτο. Η Πηγή βυθίζεται στο πένθος. Κανένας δεν ησυχάζει όσο σκέπτεται που αναπαύεται το μαρτυρικό κορμί του αγαπημένου τους ενωμοτάρχη. Και την επομένη τρεις λεβεντόψυχες Πηγιανές αποφασίζουν να πάνε να ζητήσουν το σώμα για ταφή στο νεκροταφείο της Πηγής.
Είναι οι εθελόντριες αδελφές νοσοκόμες Ευγενία Χαλκιαδάκη Κωστοκανέλλη, Ευαγγελία Μυγιάκη και Ιωάννα Τριποδιανάκη.
Ακόμα κι ο Γερμανός διοικητής ταράζεται μπροστά στο θάρρος των γυναικών. Κλονίζεται από το αίτημα που θυμίζει σε ποια χώρα βρίσκεται. Αναγκάζεται να δεχτεί απλά θέτει τον όρο να μην τον περάσουν από κεντρικό σημείο, αλλά να τον μεταφέρουν περιμετρικά στο νεκροταφείο. Τελευταίος όρος να ταφεί χωρίς επιμνημόσυνη δέηση.
Αυτό κι έγινε. Τις επόμενες μέρες φάνηκε έμπρακτα η αγάπη των Πηγιανών στον ενωμοτάρχη τους. Κάθε μέρα μια γυναίκα από το χωριό προφασιζόμενη ότι τελεί δέηση για συγγενή της έκανε το καθήκον τους απέναντι στη μνήμη του γενναίου αξιωματικού.
Αντώνης Ζωιδάκης
Από τους θρυλικούς αγωνιστές που ετίμησαν την Ελληνική Χωροφυλακή και ο Αντώνης Ζωιδάκης, που γνώρισα καλύτερα μέσα από τα δημοσιεύματα του εκλεκτού συγγραφέα και πολιτιστικού παράγοντα κ. Σταύρου Φωτάκη.
Γεννήθηκε στον Άγιο Ιωάννη Αμαρίου το έτος 1910 και ήταν ένας από τους έντεκα Κρήτες πρωταγωνιστές της απαγωγής του Στρατηγού Κράιπε. Υπήρξε από την πρώτη στιγμή ενεργό μέλος της ομάδας των απαγωγέων. Ήταν Υπενωματάρχης αλλά είχε εγκαταλείψει κατά τη Μάχη της Κρήτης το Σταθμό Χωροφυλακής που υπηρετούσε για να πολεμήσει τους επιδρομείς. Αμέσως μετά βγήκε στο βουνό και έλαβε μέρος σε πολλές μυστικές αποστολές μέχρι το Νοέμβριο 1943. Στη συνέχεια έφυγε για την Αίγυπτο για εκπαίδευση μαζί με άλλους αγωνιστές. Στην Αίγυπτο και συγκεκριμένα στην Χάιφα εκπαιδεύτηκε στη Σχολή Σαμποτάζ και κατόπιν επέστρεψε στην Κρήτη.
Ήταν ένας πραγματικά γενναίος άνδρας και ανιδιοτελής πατριώτης. Μετά την απαγωγή του Γερμανού Στρατηγού Κράιπε οι Χναράκης, Παπαλεωνίδας, Κόμης και Ζωιδάκης με τον αιχμάλωτο σοφέρ του Στρατηγού ονόματι Albert αναχώρησαν πεζοί για το ραντεβού με τους υπόλοιπους απαγωγείς που είχαν δώσει στη Νίδα του Ψηλορείτη. Τα χέρια του σοφέρ είχαν δεμένα για να μην διαφύγει. Τα μεσάνυχτα περίπου της ίδιας ημέρας είχαν φθάσει στον Άγιο Σύλλα και είδαν ότι ήταν δύσκολο να συνεχίσουν με το Γερμανό οδηγό να περάσουν τις φρουρές που ήταν στη διαδρομή γι’ αυτό αποφάσισαν για να μην προδοθούν να σκοτώσουν τον σοφέρ, αν και ο θάνατός του ήταν σκληρός.
Την απόφαση εκτέλεσε ο Ζωιδάκης με το στιλέτο του, ο οποίος αν και μετάνιωσε όπως είπε, δεν μπορούσε να κάμει διαφορετικά γιατί υπήρχε κίνδυνος ματαίωσης της απαγωγής αλλά και αποκάλυψης ότι στους απαγωγείς συμμετείχαν Κρητικοί και τα γύρω χωριά θα πλήρωναν ακριβά τη συμμετοχή τους. Μετά την εκτέλεση του σοφέρ οι απαγωγείς συνέχισαν για τη Νίδα. Η πορεία συνεχίστηκε με ανάβαση στον Ψηλορείτη και κατάβαση στις δύσβατες κατωφέρειες της δυτικής πλευράς του Ψηλορείτη για να φθάσουν σε μια σπηλιά κοντά στη Νίθαυρη. Εκεί περίμεναν νέα από τον Αντώνη Ζωιδάκη, που είχε συνδεθεί με τον ασυρματιστή Αριστείδη Παραδεισανό για να τους μεταφέρει οδηγίες του Στρατηγείου του Καΐρου. Δυστυχώς ο Αριστείδης Παραδεισανός δεν κατάφερε να φθάσει στον εφεδρικό ασύρματο της «Φανερωμένης» και έτσι οι απαγωγείς με το Στρατηγό Κράιπε με ιδιαίτερες προφυλάξεις ανιχνεύοντας και βοηθούμενοι από κατοίκους των χωριών της Αμπαδιάς Νίθαυρη – Αποδούλου – Αγ. Παρασκευή και Άη Γιάννη, σε κρυψώνες της Αγ. Παρασκευής και του Άη Γιάννη κατάφεραν να συνεχίσουν την πορεία τους. Ο Αντώνης Ζωιδάκης και Αριστείδης Παραδεισανός με τη συνεργασία κατοίκων οργανώνουν τον τρόπο τροφοδοσίας των ανταρτών και των πεινασμένων απαγωγέων που κρύβονται σε μια ρεματιά του Άη Γιάννη.
Στις δύσκολες αυτές στιγμές η Ειρήνη Ζωιδάκη, αδελφή του Αντώνη Ζωιδάκη, η Μαρία Φωτάκη και Αναστασία Μπριλλάκη αδελφές του Αριστείδη Παραδεισανού συνέδραμαν με κίνδυνο της ζωής τους στην φροντίδα των απαγωγέων και άλλων πατριωτών αγωνιστών. Η διαδρομή που ακολούθησαν οι απαγωγείς υπό την πίεση των Γερμανών, ήταν Ανώγεια – Ψηλορείτης – Κουρούτες – Νίθαυρη – Αγ. Παρασκευή – Άη Γιάννης – Γερακάρι – Πατσός – Φωτεινού – Βιλανδρέδο – Ροδάκινο, όπου στις 14/5/1944 αναχώρησαν για το Κάιρο.
Η συμβολή του Αντώνη Ζωιδάκη σ’ αυτό το θαρραλέο εγχείρημα της απαγωγής του Γερμανού Στρατηγού Κράιπε, ήταν σημαντική, η οποία όμως έμελε να έχει άδοξο τέλος. Στις 7 Αυγούστου 1944, ο Αντώνης Ζωιδάκης μαζί με άλλους δυο της υπηρεσίας πληροφοριών συνόδευαν τον Αρχηγό της Συμμαχικής αποστολής Τομ Νταμπάμπιν από το χωριό Καρέ στο λημέρι του Κυβερνητικού Επιτρόπου Εμμανουήλ Κελαϊδή και του Αρχηγού της Ε.Ο.Ρ. που βρισκόταν 6-7 χιλιόμετρα Β.Δ. του χωριού Αρμένοι Ρεθύμνου. Βάδιζαν σε αραιό σχηματισμό δυτικά των Αρμένων με προσοχή εξαιτίας της Γερμανικής Μονάδας που έδρευε στο χωριό. Ο Αντώνης Ζωιδάκης έπεσε αιφνιδιαστικά πάνω σε 3-4 Γερμανούς σε απόσταση επαφής. Πρόλαβε και σκότωσε έναν, αλλά οι υπόλοιποι τον έθεσαν εκτός μάχης.
Για το θανάσιμο τραυματισμό υπάρχουν δυο εκδοχές. Η μία αναφέρει ότι, σε συμπλοκή στην περιοχή Αρμένων Ρεθύμνης φονεύεται ο αντάρτης Αντώνιος Ζωιδάκης και τραυματίζεται ένας Γερμανός στρατιώτης. Η άλλη αναφέρει ότι, μια ομάδα πέντε ως έξι ανταρτών με οδηγό τον Αντώνη Ζωιδάκη πήγαιναν για τον Πρινέ Ρεθύμνης. Περνώντας έξω από τον καταυλισμό Γερμανών στους Αρμένους τρεις Γερμανοί άνοιξαν πυρ και τραυμάτισαν τον Ζωιδάκη στο μηρό. Η ομάδα ανταπέδωσε, σκότωσε ένα Γερμανό και τραυμάτισε τους άλλους δύο και στη συνέχεια έφυγαν πανικόβλητοι αφήνοντας τον τραυματία Ζωιδάκη. Ενισχύσεις Γερμανών που έφθασαν από τους Αρμένους παρέλαβαν τους δικούς τους και τον Ζωιδάκη έδεσαν με αλυσίδα από τα πόδια και στο πίσω μέρος ενός αυτοκινήτου και έφυγαν με ταχύτητα, τραβώντας τον χάμω μέχρι τους Αρμένους. Ό,τι απέμεινε από το σώμα του το άφησαν δυο μέρες σε ένα δρόμο του χωριού και μετά άνοιξαν ένα λάκκο και τον σκέπασαν. Η αυτοθυσία του τον τοποθέτησε στο πάνθεον των Ηρώων της Εθνικής Αντιστάσεως Κρήτης. Ο Αντώνης Ζωιδάκης ήταν γεννημένος παλικάρι με λεονταρίσια καρδιά και ατσαλένια νεύρα.
Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι, ο Αντώνης Ζωιδάκης υπήρξε μια ζωντανή μορφή του αντιστασιακού αγώνα, ένα γνήσιο παλικάρι, που αγωνίστηκε και θυσιάστηκε για τα ιδανικά της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας. Ένα παλικάρι, που τίμησε τον Άη Γιάννη και που όλοι οι νεώτεροι πρέπει να νιώθουνε υπερήφανοι για όσα έκανε. Για το λόγο αυτό μια προτομή του, μνήμης και τιμής, πρέπει να στηθεί στην πλατεία του χωριού, για να ενθυμούνται οι παλιότεροι και να παραδειγματίζονται οι νεότεροι.
Η γλαφυρή πέννα του κ. Σταύρου Φωτάκη σκιαγράφησε τόσο δεξιοτεχνικά την προσωπικότητα του ήρωα που πέρα από βαθύ σεβασμό δεν έχει κανένας να προσθέσει κανένα σχόλιο.
ΠΗΓΕΣ
ΠΗΓΕΣ Κώστα Μυγιάκη, Νίκος Γιαπιτζάκης: Τιμή στην Ελληνική Χωροφυλακή.
Εύας Λαδιά: «Νίκος Γιαπιτζάκης: Ο γενναίος αξιωματικός με το μαρτυρικό τέλος»
Σταύρου Φωτάκη: Άγιος Ιωάννης Χλιαρός Αμαρίου Ρεθύμνου και από το υπό έκδοση: Στη βορεινάδα μιας κορφής γράφω τα που θυμούμαι
Ομιλία Σταύρου Φωτάκη για τον Αντώνη Ζωιδάκη