Τετάρτη, 16 Μαΐου 2018
Εύα Λαδιά-Μιχάλης Παπαδάκης (Δ).Ο μοναχός Γαβριήλ Κλάδος
Εύα Λαδιά – Μιχάλης Παπαδάκης (Δ)
Ο μοναχός Γαβριήλ Κλάδος.
Στις 10/6/1985 πέθανε ο μοναχός του Αρκαδιού Γαβριήλ Κλάδος. Ο Γ.Κλάδος γεννήθηκε στα Λιβάδια Μυλοποτάμου στις 5 Νοέμβρη του 1910 και από το 1934 είχε αφιερωθεί στο Θεό, μονάζοντας στο Αρκάδι.
Μπροστάρης, μαζί με τον ηγούμενο Διονύσιο Ψαρουδάκη στη Μάχη της Κρήτης, πήρε το τουφέκι με άλλους μοναχούς κι έτρεξε να υπερασπισθεί το έρημο από μάχιμο πληθυσμό νησί. Αργότερα συνέχισε τον αγώνα του, παίρνοντας ενεργά μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Σ’ όλο το διάστημα της ναζιστικής κατοχής, το κελί του στο μοναστήρι είχε γίνει κέντρο ανεφοδιασμού και βοήθειας όλων των αγωνιστών και των αναξιοπαθούντων. Και στην περίοδο όμως της ειρήνης, διεθνείς προσωπικότητες αλλά και ταπεινοί άνθρωποι βρήκαν στο κελί του Γαβριήλ μια φιλόξενη γωνιά για να ξεκουραστούν.
Το παρακάτω ποίημα που ακολουθεί, είναι ένα απόσταγμα μιας ολόκληρης ζωής και το έγραψε λίγο καιρό πριν πεθάνει. Μας το είχε εμπιστευθεί ο αγαπητός Ρεθυμνιώτης Κώστας Μανουράς, μέλος τότε της Ι.Λ.Ε.Ρ. και πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Ο Δούρειος Ίππος” των Κρητικών Γραμμάτων, Ρέθυμνο, τ.5, Αύγουστος 1985, σελ. 9-11.
Η ζωή μου.
Κλάδος Γαβριήλ, Μοναχός.
Εξέχασα όσα κάτεχα και πράμα δε θυμούμαι
στα βάσανα βραδιάζομαι και τσι καημούς κοιμούμαι.
Χρόνια πολλά πρωτύτερα κι εγώ δεν ξέρω πόσα
είχα μια σκέψη καθαρή και μια αιθέρια γλώσσα.
Μα τώρα δεν αισθάνομαι ανάγκη για να ζήσω
και το γιατί μη θέλετε να σας το εξηγήσω.
Μπορούσα δυο μερόνυχτα να τρώγω και να πίνω
τώρα μου βάνουνε φαΐ και το μισό αφήνω.
Έτρωγα ότι έβρισκα κι ότι ήθελε μου λάχει
τώρα και το κοτόπουλο καθίζει στο στομάχι.
Επίσης πρέπει να σας πω και να ομολογήσω
στα μάλλινα τυλίγομαι να μη κρυολογήσω.
Είχα μαλλιά κατάμαυρα και πρόσωπο φεγγάρι
και το κορμί μου λύγιζα με λεβεντιά και χάρη.
Πονούσα και υπέφερα για τα στραβά του κόσμου
ο ξένος πόνος ήτανε πολλές φορές δικός μου.
Όλες τις δύσκολες δουλειές τις είχα για παιχνίδια
τώρα που σαραβάλιασα με ζώσανε τα φίδια.
Εις το σημάδι έριχνα και μοίραζα τη τρίχα
τώρα μου δίνουνε ψωμί και ‘γω γυρεύω ψίχα.
Παρών εδώ, παρών εκεί, παρών απάνω κάτω
τώρα παραμερίστηκα σα ραγισμένο πιάτο.
Για τα κοινά ζητήματα δεν έμενα οπίσω
τώρα και τα παπούτσια μου δε σκύβω να γυαλίσω.
Πάνε οι συγκινήσεις μου και τα αισθήματά μου
θλιμμένα και αδιάφορα τραβώ τα βήματα μου.
Πάνε τα ξεφαντώματα αγαπητοί μου φίλοι
τώρα με το φασκόμηλο και με το χαμομήλι.
Αυτά λοιπόν εσκέφθηκα ίσως και άλλα τόσα
μα δε μπορώ να σας τα πω ξεράθηκεν η γλώσσα.