Ένας πρώην έγκλειστος στο Ματχάουζεν θυμάται:
«Το μόνο που ήθελα, ήταν να πάω στην Κρήτη, να φάω μια φορά και να πεθάνω»
«Αυτό που ήθελα τότε, ήταν να πάω στην Κρήτη, στο σπίτι μου, να φάω μια φορά και να πεθάνω».
Σαν φιλμ σκοτεινής ταινίας χαράχτηκε στο μυαλό μου η φράση αυτή του Νίκου Νικητάκη, που είχα τη χαρά να συναντήσω στην Κοξαρέ και να μιλήσω μαζί του για το δικό του χθες.
Τα βαθιά του γηρατειά δεν έχουν επηρεάσει τη μνήμη του. Μιλάει για τις φρικτές του εμπειρίες στο στρατόπεδο του Ματχάουζεν, σαν να πρόκειται για έναν εφιάλτη.
Ο Νίκος Νικητάκης γεννήθηκε στα Χανιά στις 3 Νοεμβρίου 1915.
Η σχέση του με την «ανταρτομάνα» Κοξαρέ, άρχισε με το γάμο του. Παντρεύτηκε την Αιμιλία Γεωργίου Μαράκη, που ήταν κάτοικος αυτού του χωριού, που διαθέτει πλούσιο ιστορικό παρελθόν και ανθρώπους με ηρωισμό.
Έζησε κι αυτός όλες τις περιπέτειες της φυλής που δημιούργησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μόλις έφθασαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, ξεκίνησε και ο Γολγοθάς του Ελληνικού Λαού.
Κι όμως, η ψυχή των απλών ανθρώπων δεν λύγισε Τα παιδιά εκκλησιάζονταν και μάθαιναν Γράμματα, παρά τις αντιξοότητες της Γερμανικής Κατοχής, για να θωρακίσουν την εθνική τους συνείδηση και να καλλιεργήσουν την ψυχή τους.
Κάθε Έλληνας πατριώτης, μέσα από την Αντίσταση κατάφερνε να δώσει στη ζωή του λίγο φως από τον ήλιο της ελπίδας για λευτεριά.
Μέχρι τον Οκτώβρη του 1944 που οι Γερμανοί έφυγαν από την Αθήνα και ως το Μάη του 1945 που έληξε ο πόλεμος με τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας άνευ όρων, πολλά ήταν τα θύματα. Κυρίως όμως ταλαιπωρήθηκαν τα ζωντανά θύματα, που δεν τα σεβάστηκε ούτε το ίδιο τους το κράτος.
Μιλάμε γι’ αυτά με τον κ. Νικητάκη και φθάνουμε στη δική του περιπέτεια. Όταν συνελήφθη από τους Γερμανούς με 22 άτομα. Φυλακίστηκαν, μου λέει, 22 άτομα. Ανάμεσά τους κι εγώ. Ήταν μαζί μας και ο Αντώνης ο Μαράκης, που άφησαν αργότερα ελεύθερο, προφανώς επειδή είχε πολλά παιδιά.
•- Όταν σας έπιασαν, είχατε δημιουργήσει οικογένεια;
•- Ήμουνα παντρεμένος με την Αιμιλία, που ήταν έγκυος στο πρώτο μας παιδί.
•- Με ποια αιτία σας πιάσανε οι Γερμανοί;
•- Ένας προδότης μας κατέδωσε σαν κομμουνιστές. Μερικοί γλίτωσαν. Εμάς που μας πιάσανε, μας πήγαν αρχικά στην Φορτέτζα, μετά στην Αγιά στα Χανιά και αργότερα στην Αθήνα. Από κει μας μετέφεραν στη Γερμανία. Κάναμε έξι μερόνυχτα ταξίδι με το τρένο.
•- Η συμπεριφορά των Γερμανών πως ήταν;
•- ΞΥΛΟ!!! ΠΟΛΥ ΞΥΛΟ!!!
•- Τελικά πόσοι γυρίσατε από κει;
•- Οκτώ μόνον άτομα. Τώρα δεν υπάρχει κανένας. Εκτός μόνο εγώ. Πρόσφατα πέθανε κι ο Τάκης ο Νινιδάκης ο Κοξαριανός.
•- Θα ήθελα να μας περιγράψετε μια ημέρα σας στο Ματχάουζεν;
•- Το πρωί μας σερβίρανε τσάι. Τι τσάι δηλαδή; Σκέτο νερό ήτανε. Μετά μας πήγαιναν για δουλειά. Μετά τη δουλειά το φαγητό πάντα το ίδιο. Φλούδες από πατάτες. Έτρωγαν οι κερατάδες τις πατάτες και μας έδιναν τις φλούδες. Κατά τ’ άλλα… Ξύλο και δουλειά…
•- Τι δουλειά κάνατε;
•- Για να μη γίνονται αντιληπτοί από τους αντιπάλους τους οι Γερμανοί, μας έβαζαν και τρυπούσαμε τα βουνά με σκοπό να δημιουργήσουμε σπηλιές.΄Τις χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκες για να βάζουνε τα πυρομαχικά που κατασκευάζαμε. Κάποιες άλλες λειτουργούσαν και σαν συνεργεία που συντηρούσαν ελικόπτερα και αεροπλάνα.
•- Ακούμε πολλά που λέγονται για τους φούρνους. Με ποιο κριτήριο κατέληγαν οι έγκλειστοι εκεί; Ήταν τιμωρία για κάποιο παράπτωμα;
•- Όποιος αρρώσταινε, τον πήγαιναν στο γιατρό. Και πώς να μην αρρωσταίνουμε με τόσο υποσιτισμό; Κατόπιν, ανάλογα με την περίπτωση, τους φυλάκιζαν, τους άφηναν εντελώς νηστικούς, οπότε πέθαιναν από ασιτία και τέλος, τους έβαζαν στο φούρνο. Ήταν άχρηστοι πλέον για εργάτες και τους πέταγαν. Κάποια μέρα βρέθηκα και ‘γω στο φούρνο.
•- Αρρωστήσατε και άρχισε η διαδικασία;
•- Όχι. Για να δουλέψω εκεί. Να τους καθαρίζω. Κι επειδή ήταν δύσκολη και ψυχαναγκαστική δουλειά, μας τάιζαν καλά.
•- Τι θυμάστε με περισσότερη φρίκη;
•- Τη βρωμιά, παιδί μου. Να σκεφτεί κανείς, ότι κάτοικοι από χωριά που απείχαν 30-40 χιλιόμετρα από το στρατόπεδο συγκέντρωσης, κάνανε παράπονα απαιτώντας να απαγορευθούν οι φούρνοι. Γιατί η μυρωδιά του καμένου σώματος ήταν αφόρητη.
•- Και τους απαγόρευσαν;
•- Όχι βέβαια. Η διαδικασία αυτή τέλειωσε μαζί με τον πόλεμο.
•- Με τι μέσο γυρίσατε στην πατρίδα; Σας παρέλαβε ο στρατός;
•- Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Μας έβαλαν σε πλοίο και μας γύρισαν πίσω. Αφού πρώτα μας έπλυναν με βούρτσες. Σκεφτείτε. Τα ρούχα μας είχαν κολλήσει πάνω μας, γιατί που να βρούμε για ν’ αλλάζουμε; Ένα ρούχο μπορεί να φοράγαμε και έξι μήνες.
•- Πόσον καιρό αλήθεια μείνατε στο Ματχάουζεν;
•- Ενάμιση χρόνο πρέπει… Μέχρι σήμερα έχω εφιάλτες και πετάγομαι φοβισμένος στον ύπνο μου.
•- Όταν γυρίσατε πίσω, τι έκανε η Ελλάδα για σας;
•- ΤΙΠΟΤΑ!! ΤΙΠΟΤΑ!!!!!!!!!
Ενώ αντιθέτως, η Ρωσία έδωσε βοήθημα στους ανθρώπους της, όπως με ενημερώνει η κ. Στεφανία Νικητάκη, δεύτερη σύζυγος του ηρωικού συνομιλητή μας, που κατάγεται από την Ουκρανία. Η Ελλάδα μόνο υστέρησε και στον τομέα αυτό…
Μαρία Μιχαηλίδου