ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗΣ

 

Ο Γιώργος Κουμεντάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο

το 1959. Σε ηλικία 15 χρονών άρχισε να

δημιουργεί τις πρώτες του συνθέσεις. Πήρε τα

πρώτα μαθήματα μουσικής στο Ωδείο Ρεθύμνου και

στο Ελληνικό Ωδείο της Αθήνας. Αργότερα,

παρακολούθησε σεμινάρια σύνθεσης και μαθήματα

με τους Π. Μπουλέζ, Γκ. Λίγκετι, Γ. Ξενάκη, Α.

Γκερ. Έχει συνθέσει περισσότερα από 70 έργα για

ορχήστρα, μουσική δωματίου, ορχήστρα δωματίου,

καθώς και όπερες ορατόρια, μουσική για αρχαίο

δράμα. Οι συνθέσεις του έχουν παιχθεί σε

περισσότερες από 300 συναυλίες διεθνώς και από

σημαντικά συγκροτήματα μεταξύ άλλων: Quattor

 

 

Leonardo, ENSEMBLE INTERCONTEMPORAIN,

European Community Youth Orchestra, Oslo Sinfonietta,

Oslo Philharmonic Chamber Choir, Divertimento

Ensemble, Xenakis Ensemble,Hong Kong

Ensemble, Arraymusik Ensemble, Νέο Ελληνικό

Κουαρτέτο, Καμεράτα Μεγάρου Μουσικής Αθηνών,

Actis, Alea III, Accademia Musicale Siciliana,

Orchestre des Jeunes de la Mediterranee,

Composer’s Ensemble, The City of Oxford

Orchestra, Ορχήστρα Χρωμάτων, ΒΤ Scotish

Ensemble. Έργα του έχουν διευθύνει μεταξύ άλλων οι: Arturo

Tamayo, Gunther Schuller, Diego Masson, James

Judd, Mathias Bamert, Ingo Metzmacher, Sandro

Gorli, Olivier Cuendet,Christian Eggen, Stefan

Skold,Henry Kucharzyk,Μίλτος Λογιάδης,

Gaetano Colajanni, Νίκος Τούχλος, Meter Wiegold,

Αλέξανδρος Μυράτ, Μάριος Παπαδόπουλος, Αλκής

Μπαλτάς, Θεόδωρος Αντωνίου.

Έργα του έχουν παρουσιαστεί εκτός από την

Ελλάδα, στην Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία,

ΗΠΑ, Χόνγκ-Κόνγκ, Ολλανδία, Λουξεμβούργο,

Σουηδία, Ελβατία, Νορβηγία, Βέλγιο, Ουγγαρία

κλπ., στο πλαίσιο μεγάλων φεστιβάλ σύγχρονης

μουσικής όπως: Bienale of Venice, 1985 (Teatro la

Fenice) Φεστιβάλ Επιδαύρου, 1981, 1984, 1989,

1996 (Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου) Φεστιβάλ

Αθηνών, 1988, 1989 1985 European Year of Music

(Asolo, Bolzano, Luxembourg) Παραγγελία από την

European Community Youth Orchestra. Η επιλογή

του έγινε από τον G. Ligeti.

World Music Days Festival: 1987 (Germany), 1988

 

Hong Kong, 1990 Oslo Festival de la Musique

Grecque (Centre Georges Pompidou-Paris 1981)

Midem-International Festival in Cannes, 1987

Frankfurt Feste, 1987 IV Festival di Musica

Contemporanea, Naples 1987 Semaines Musicales

Internationales d’ Orleans, 1987 Week of Greek

Music in London (Purcell Room), 1989 Middelburg

Festival, Holland 1990 Lecce Festival, 1992 “Tage

fur Neue Musik” Festival, Zurich, 1992 “Presences

92″, Radio France, Paris 1992 Conferenza Musicale

Mediterranea, Palermo, 1992, 1997

New Musica 4, London, 1994 Φεστιβάλ Αργούς:

1995, 1996, 1997 Greece in Britain, 1998 (London

– Purcell Room, Oxford – Sheldonian Theatre) Aix

en Provence Festival, 1998, Παραγγελία από το

Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας

(Theatre de Γ Archeveche). To 1979 εκπροσώπησε

την Ελλάδα στο Unesco International Forum for

Composers (Paris).

Έχει συνεργαστεί έξi φορές με τη

χορευτική “Ομάδα Εδάφους”. Από το 1994

συνεργάζεται με το “Studio 19” προσπαθώντας να

προσαρμόσουν νέες τεχνολογίες στη μουσική

παραγωγή. Έχει πάρει μέχρι σήμερα τέσσερις παραγγελίες από

το Μέγαρο ΜουσικήςΑθηνών.

Το 1998 παρουσιάσθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

στην αίθουσα των Φίλων της Μουσικής το έργο

του “Missa Harmoniae Verbi” για τέσσερις

σολίστες, χορωδία, κουαρτέτο εγχόρδων και

ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του Αλέξανδρου

Μυράτ. Το έργο του “Μικρό κοντσέρτο για πιάνο

και επτά όργανα” παρουσιάστηκε σαν υποχρεωτικό

έργο από τον διαγωνισμό “Δημήτρης Μητρόπουλος

το 1998 για νέους μαέστρους. Έργα του

κυκλοφορούν σε πέντε CD.

Ο Γιώργος Κουμεντάκης κέρδισε την υποτροφία “Prix de Rome” και έμεινε το 1993
στην Γαλλική Ακαδημία της Ρώμης – Villa Medicis.

To 1994 τιμήθηκε με το βραβείο “Νίκος Καζαντζάκης”.

Εργάστηκε δύο χρόνια ως Composer In Residence,

συνθέτοντας δύο έργα, για το Hellenic Concert

Series στο Λονδίνο με την ευγενική υποστήριξη

του Michael Marks Charitable Trust. Ο Γιώργος

Κουμεντάκης είναι καλλιτεχνικός διευθυντής

του “Μουσικού Συνόλου Ν. Σκαλκώτας”.

 

 

Γιώργος Κουμεντάκης

 

«Ζούσαμε σε πλαστή ευημερία»

Ο συνθέτης της μουσικής των τελετών έναρξης και λήξης των

Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 έρχεται στην Αθήνα από την Τήνο για

συναυλίες στο φεστιβάλ.

Μιλάει για την οικονομική κρίση και τη θέση του καλλιτέχνη στις δύσκολες

αυτές ημέρες

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 13/06/2010 06:45

Ο Γιώργος Κουμεντάκης φωτογραφημένος στην Τήνο, όπου πλέον κατοικεί

μονίμως. Κάτω, τα μέλη του συνόλου dissonΑrt που θα ερμηνεύσουν τις «8

μουσικές διαλέξεις» υπό τη διεύθυνσή του

Εξι χρόνια έχουν περάσει από το καλοκαίρι των Ολυμπιακών Αγώνων της

Αθήνας, όταν ο Γιώργος Κουμεντάκης υπέγραψε τη μουσική στις τελετές

έναρξης και λήξης. Εκτοτε εγκατέλειψε την πρωτεύουσα και ζει μόνιμα στην

Τήνο. «Το γεγονός ότι μετακινήθηκα σε ένα νησί δεν είχε ως αποτέλεσμα

λιγότερες παραγγελίες, ούτε λιγότερη πληροφόρηση, αλλά ούτε και έλλειψη

κοινωνικών επαφών» εξομολογείται. «Το μόνο που περιορίστηκε ήταν η

κατανάλωση κοινωνικού τύπου. Θα έλεγα μάλιστα ότι, έτσι όπως έχουν

εξελιχθεί τα πράγματα, όλος αυτός ο πανελλήνιος πόνος που βιώνουμε

σήμεραμε έκανε να καταλάβω πως η απομάκρυνση από το κέντρο ήταν σαν

να με προετοίμασε, να με ατσάλωσε απέναντι στην κρίση. Η απομόνωση

κλείνει μέσα της το στοιχείο της οικονομίας.Οταν ζεις κοντά στη φύση,δεν

έχεις ανάγκη πολλά πράγματα,τα βασικά επαρκούν».

 

Για αυτή καθαυτή την κρίση τι πιστεύει; «Σε όλους μας αντιστοιχεί ένα

μερίδιο ευθύνης για την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα» απαντά. «Ηταν

σαφές ότι όλη αυτή η πλαστή ευημερία που βιώναμε τα περασμένα χρόνια δεν

θα διαρκούσε επ΄ άπειρον.Στην Ευρώπη μπήκαμε και για να έχουμε έναν

καλύτερο τρόπο ζωής. Υπήρχαν κάποια ευρωπαϊκά πρότυπα τα οποία θέλαμε

να ακολουθήσουμε. Τώρα επιστρέφουμε πίσω. Ανθρωποι που προσπαθούσαν

να ζήσουν με έναν μισθό είναι υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν αιματηρές

περικοπές.Μπαίνουμε σε μια εποχή δουλείας.Ωστόσο και μέσα από αυτή τη

διαδικασίαθεωρώ ότι θα ζήσουμε ενδιαφέρουσες καταστάσεις…» . Τι εννοεί;

 

«Είναι σίγουρο ότι το επόμενο διάστημα θα δούμε μεγάλες ανατροπές»

υποστηρίζει ο συνθέτης. «Εξαιτίας αυτών,όμως,δεν αποκλείω το να

καταφέρουμε να αλλάξουμε νοοτροπία και να περάσουμε πιο καθαροί στη

νέα εποχή. Ενα μεγάλο κομμάτι του κόσμου θα αποκοπεί από τον

καταναλωτισμό και ίσως αρχίσουμε να διαχειριζόμαστε τη ζωή μας με πιο

πνευματικό τρόπο».

 

Αισιοδοξία για το αύριο

Για την τέχνη ακούγεται αισιόδοξος: «Επειδή είναι το κατ΄ εξοχήν πεδίο

επαφής των ανθρώπων- και αυτό το λέω ιδιαιτέρως για εμάς τους Ελληνες,

που είμαστε αρκετά αποκομμένοι και εγκλωβισμένοι στην ατομικότητά μας-,

ίσως είναι μια ευκαιρία να ανακαλύψουμε τους γύρω μας, αλλά και να

δημιουργηθεί κάποια αλληλεγγύη μεταξύ των ίδιων των ανθρώπων της

τέχνης,η οποία δεν νομίζω πως υπάρχει σήμερα.Ισως μάλιστα έρθουν στην

επιφάνεια υγιείς δυνάμεις,οι οποίες ως τώρα ήταν παραμερισμένες.Υπάρχει

πνευματική ζωή στην Ελλάδα, αλλά δεν είναι αυτή η οποία προβάλλεται.

Πιστεύω ότι, αν οι άνθρωποι αυτοί καταφέρουν να αρθρώσουν λόγο ο οποίος

θα ακουστεί και παραέξω, τότε θα δρομολογηθούν κάποιες διαδικασίες».

 

Θεωρεί ότι έχουν ξεκινήσει κάποια βήματα σε αυτή την κατεύθυνση; «Ναι,και

προέρχονται από τους νέους,οι οποίοι έχουν μια τελείως διαφορετική

νοοτροπία από ό,τι στο παρελθόν» λέει και συνεχίζει: «Κατ΄ αρχάς, δεν

περιμένουν χρήματα από πουθενά,δεν θεωρούν δεδομένο ότι πρέπει να τους

στηρίζει το κράτος. Κάνουν πράγματα μόνοι τους, τα οποία δεν απαιτούν

μπάτζετ. Στην παράσταση που ετοιμάζουμε για το φεστιβάλ υπάρχουν τέτοια

άτομα:φορείς νέων ιδεών, οι οποίοι θέλουν να εκφραστούν και να ελέγξουν οι

ίδιοι το αποτέλεσμά τους.Προσωπικά με ενδιαφέρει πολύ αυτό.Συχνά τώρα

τελευταία με απασχολεί το ερώτημα τι θα μπορούσα να κάνω ο ίδιος για αυτή

την κρίση.Κατάλαβα λοιπόν ότι το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να

συνεχίσω τη δουλειάμου. Ισως καλύτερα από πριν…».

 

Με το πρώτο άκουσμα ο όρος «μουσικές διαλέξεις» ακούγεται ίσως

περίεργος, αν όχι οξύμωρος. Οταν όμως ο Γιώργος Κουμεντάκηςκαλείται να

περιγράψει την παράσταση με την οποία συμμετέχει εφέτος στο Φεστιβάλ

Αθηνών, τα κομμάτια του παζλ μπαίνουν στη σειρά με τρόπο όχι μόνο λογικό,

αλλά και ενδιαφέροντα. «Πρόκειται για οκτώ έργα τα οποία έγραψα τα

τελευταία πέντε χρόνια και το υλικό τους αντλείται από την ελληνική

παραδοσιακή μουσική» λέει ο συνθέτης και συνεχίζει: «Ανάμεσά τους

υπάρχουν οκτώ διαλέξεις, μία πριν από κάθε έργο, οι οποίες αποδίδονται

θεατρικά από τους ίδιους τους μουσικούς:σκέψεις φιλοσοφικές, κοινωνικές,

 

μουσικές, θεατρικές… Ταυτόχρονα όλα αυτά τα μουσικά έργα έχουν και κάτι

επιπλέον: ισάριθμους αποδέκτες, οι οποίοι είναι άνθρωποι- όπως ο συνθέτης

Ιάννης Ξενάκης,η σπουδαία ρεμπέτισσα Μαρίκα Παπαγκίκα και πέντε φίλοι

από το Μπουένος Αϊρες-, στοιχεία της φύσης,όπως π.χ.ο αέρας ή το

σκοτάδι,λουλούδια ή εικόνες».

 

Ο Γιώργος Κουμεντάκης ελπίζει ότι με αυτόν τον τρόπο προετοιμάζεται

κατάλληλα το άκουσμα, έτσι ώστε η καθαρή μουσική πράξη να φτάσει με όλη

της τη δύναμη στους ακροατές-θεατές. «Πάντα όταν πήγαινα σε συναυλίες

και κάποιος μιλούσε για τα έργα που θα ακούγαμε, μου δινόταν η εντύπωση

ότι το κοινό παρακολουθούσε με μεγαλύτερη ευκολία» λέει ο

συνθέτης. «Υπήρχε ένας καλός συντονισμός στη βάση του ότι είχαμε όλοι

κοινή πληροφορία.Θεωρώ ότι μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να ενώσει το

αίσθημα του θεατή».

 

Το «Unknown dialects: 8 μουσικές διαλέξεις» θα παρουσιαστεί στις

5 και 6 Ιουλίου στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, στο πλαίσιο του

Φεστιβάλ Αθηνών.Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Α. Ευκλείδης,τα

σκηνικά και τα κοστούμια ο Π. Τουλούδης.

 

Συμμετέχει το dissonΑrt ensemble και οι μουσικοί Θ. Μιλκόφ

(κρουστά), Μάρθα Μαυροειδή (λάφτα), Αγγελίνα Τκάτσεβα

(σαντούρι) και Κώστας Ράπτης (μπαγιάν).

 

ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

 

Καθώς μιλάει για την παράσταση ο Γιώργος Κουμεντάκης επανέρχεται

συχνά στο θέμα της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, η οποία τα

τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε κινητήρια δύναμη του συνθετικού έργου

του. «Επανεφευρίσκω, ανασυντάσσω και ανασυνθέτω παραδοσιακά μουσικά

θέματα, διατηρώντας την ενέργεια και τη λεπτότητά τους, την αυθεντικότητα

του αρχέγονου μοντέλου τους, τον παλμό και την ψυχή τους, ακολουθώντας

τα χνάρια των “ανωνύμων” δημιουργών των δημοτικών τραγουδιών» εξηγεί

χαρακτηριστικά. Ωστόσο ένα στοιχείο που τον ενδιαφέρει ιδιαιτέρως,

όπως λέει, είναι να ανακαλύψει και άλλες πτυχές του υλικού αυτού,

να αποκρυπτογραφήσει την αθέατη πλευρά του. «Είναι ένα στοίχημα

δύσκολο, αλλά πρόκειται για υλικό τόσο πλούσιο που ανταμείβει κάθε

έντιμη προσπάθεια» συνεχίζει. «Ταυτόχρονα, σε προκαλεί να το ερευνήσεις

περισσότερο και σου προσφέρει τη δυνατότητα της ελεύθερης προσωπικής

έκφρασης».

ΒΗΜΑ (ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ)

 

Γιώργος Κουμεντάκης 12/01/2012

 

Το multi show της αρκούδας

 

Μια ιδιότυπη και συναρπαστική μουσική αφήγηση

παραμυθιού, με την υπογραφή ενός από τους πιο σημαντικούς

συνθέτες μας της σύγχρονης γενιάς. Από τις 7/1 μέχρι τις

 

5/2 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών μικροί και μεγάλοι

ταξιδεύουν στον κόσμο της φαντασίας μέσα από μια

πρωτότυπη παράσταση αυτογνωσίας.

Η Etten και ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στην παράσταση «Το

αθόρυβο πάτημα της αρκούδας»

Βασισμένο στο παραμύθι «Μια αρκούδα» του Βρετανού σπουδαίου

τεχνοκριτικού John Berger –με κείμενα ειδικά διαμορφωμένα για τη

σκηνή κι εμπλουτισμένα από τη Γεωργία Αλεβιζάκη–, το «Αθόρυβο

πάτημα της αρκούδας» του Γιώργου Κουμεντάκη δημιουργεί το

πλαίσιο για μια συναρπαστική αφήγηση, για μια προσέγγιση προς

το «άλλο» και μια διαδικασία αυτογνωσίας. Ο ήρωας, ένας

άνθρωπος που λατρεύει τις αρκούδες, έρχεται αντιμέτωπος με την

αλήθεια τους – και την κατανοεί απόλυτα, κατανοώντας τελικά τον

ίδιο του τον εαυτό.

Αυτή η αφήγηση πραγματώνεται μέσα από την ίδια τη θεατρικότητα

του λόγου που επιχειρεί ο ευρηματικός και… πολυμήχανος

Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος «παλεύοντας» με την αρκούδα, αλλά

έχει ως βασικό όχημα την πανταχού παρούσα μουσική. Από τη

σκηνή της σύγχρονης electronica, η Etten έχει γράψει τα τραγούδια

της παράστασης κι ερμηνεύει ένα βασικό ρόλο, ενώ ο Coti K

υλοποιεί τα ηχητικά τοπία που συμπληρώνουν το εικαστικό και

διαδραστικό τοπίο/σκηνικό του Πέτρου Τουλούδη. Πρόκειται για ένα

installation που κινείται ανάμεσα στο πραγματικό και το virtual με

οδηγό τη σκηνοθεσία του Άγγελου Φραντζή. Live και σχολιαστικά σε

αυτό λειτουργούν οι μουσικοί Κωνσταντίνος Ράπτης (ακορντεόν

μπαγιάν), Guido de Flaviis (σαξόφωνο), Γεράσιμος Τσαγκαράκης

(κρουστά).

Ο Γιώργος Κουμεντάκης είναι συνθέτης ευρείας μουσικής αντίληψης.

Σε πολλά έργα του κυριαρχεί η έννοια της «παιδικότητας» και στις

 

μουσικές μορφές και δομές του καλλιεργείται η έννοια

του «παιχνιδιού». Ήδη προ ετών έκανε τα «Παραμύθια των

αδερφών Γκριμ», ενώ σε έργα του όπως η «Μεσόγειος έρημος» ή τα

πιο πρόσφατα «Πέντε ακόμα βήματα ώσπου να κοιμηθείς» και

το «Ισοκράτημα ενός παιδιού» η επιστροφή στην αθωότητα είναι το

ζητούμενο. Στο «Αθόρυβο πάτημα της αρκούδας» τα θηριώδη

βήματα γίνονται, μέσα από συνεχείς ανατροπές, πιο ελαφρά και οι

εσώτεροι (ανθρώπινοι) φόβοι καταλαγιάζουν, καθώς το «πλάσμα»

(η αρκούδα) γίνεται όλο και πιο οικείο και η γνώση μετατρέπεται σε

σιγουριά – ή έστω δημιουργική αμφιβολία.

Μέσα από τη μουσική γεννιέται η θεατρική πράξη, ενώ ταυτόχρονα

το θέατρο (ή ο λόγος) είναι που δίνει υπόσταση στη μουσική.

Στο «Αθόρυβο πάτημα της αρκούδας» οι μουσικές είναι πολλαπλές

και συνυπάρχουν δημιουργικά, δίνοντάς μας μια πρώτη μεστή

εικόνα από το «Πορτρέτο ενός συνθέτη», το πορτρέτο του

Κουμεντάκη, που θα συμπληρωθεί στο άμεσο μέλλον με άλλες

συναυλίες της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Προς το παρόν, και

για έναν ολόκληρο μήνα, σε πρωινές και απογευματινές παραστάσεις

στη Μικρή Σκηνή της Στέγης, παιδιά και μεγάλοι κάνουν ένα

συναρπαστικό μουσικό ταξίδι αυτογνωσίας.

 

 

 

Γιώργος Κουμεντάκης στο elculture

 

“Η μουσική ανοίγει τους κρουνούς της ψυχής και τότε απλώνεται

μπροστά σου ένας απέραντος ωκεανός που σε κατακλύζει”

 

 

Η καινούργια σας δουλειά «Unknown dialects: Oχτώ μουσικές διαλέξεις»

κινείται στους δρόμους της παραδοσιακής μουσικής και έχει και

θεατρικό χαρακτήρα…

 

Ανήκει στο χώρο του μουσικού θεάτρου. Είναι και θέατρο και μουσική

ταυτόχρονα. Είναι ένας διάλογος θεάτρου και μουσικής, όπου και τα δυο

συνυπάρχουν και βοηθούν το ένα το άλλο- περισσότερο το θέατρο, βέβαια,

βοηθάει τη μουσική- για να δημιουργηθεί ένα συγκεντρωμένο, θα έλεγα,

περιβάλλον, ώστε να μπορέσει να φτάσει το έργο με όλες του τις λεπτομέρειες

στον ακροατή. Υπάρχει μια συγκεκριμένη θεματολογία στα έργα, κοινή,

που είναι η παράδοση. Έχουν αυτά τα έργα από μόνα τους ένα οπερατικό

στοιχείο, μοιάζουν με γράμματα μουσικά, αλλά υπάρχουν στην παράσταση

και κείμενα μουσικολόγων, ερευνητών, θεωρητικών, μουσικών που δίνουν ένα

στίγμα για το πώς η λόγια μουσική τα τελευταία εκατό χρόνια χρησιμοποιούσε

την παραδοσιακή μουσική, για το πώς οι λόγιοι συνθέτες αντλούσαν υλικό

από την παραδοσιακή και λαϊκή μουσική. Έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό,

γιατί βλέπουμε μέσα από αυτά τα κείμενα πώς οι δημιουργοί, ανάλογα με

τις κοινωνικές συνθήκες, χρησιμοποιούσαν το ίδιο υλικό με διαφορετικούς

τρόπους. Μάλιστα υπήρχαν μεγάλες εντάσεις γύρω από αυτά τα θέματα και

οι εκάστοτε διαφορετικές απόψεις συγκέντρωναν φανατικούς υποστηρικτές.

Σε αυτά τα 8 έργα που έχουν κοινή γλώσσα, αλλά όχι κοινή αντιμετώπιση

όσο αφορά στη σχέση με την παράδοση, διαχειρίζομαι με διαφορετικό τρόπο

όλο αυτό το υλικό. Τα κείμενα μπορεί να είναι δεδομένα, αλλά η χρήση τους

καθόλου. Τα κείμενα αναπτύσσουν στο έπακρο τη θεατρικότητά τους, αλλά

όλα προετοιμάζουν τη μουσική πράξη που έρχεται σε μια προετοιμασμένη

σιωπή. Ελπίζω ότι και το κοινό θα συντονιστεί σε ένα κοινό αίσθημα και τότε

αυτό που θα συμβεί θα είναι τρομερά απελευθερωτικό και για τη μουσική.

 

Πώς ξεκίνησε όλη αυτή η ιδέα σύζευξης θεάτρου και μουσικής με αυτό

τον πραγματικά πρωτότυπο τρόπο;

 

Πολλές φορές έτυχε να βρεθώ σε συναυλιακούς χώρους, όπου κάποιοι

εμπνευσμένοι μαέστροι έλεγαν κάποια λόγια για το έργο πριν από την

παράσταση. Όταν κάποιος σου πει κάποια πράγματα για το έργο που

πρόκειται να παρακολουθήσεις, σου προσδιορίζει ένα φάσμα μεγάλης

ενέργειας, γιατί αν δεν είσαι προετοιμασμένος και δε γνωρίζεις, μπορεί να

μην αισθανθείς άνετα μέσα σε ένα μουσικό περιβάλλον. Έτσι, όταν κάποιος

σου μιλάει σε καθησυχάζει, βγαίνουν όλα τα περιττά, τα δύσκολα στοιχεία

και ο θεατής μπορεί να νιώσει ελεύθερος μέσα στο έργο που καλείται να

παρακολουθήσει.

 

Ένα έργο τέχνης δεν μπορεί να λειτουργεί από μόνο του;

 

Ναι, μπορεί, αλλά το κοινό που έχει το δαιμόνιο να προσλαμβάνει την

τέχνη από ένστικτό είναι σπάνιο. Σήμερα το κοινό έχει κουραστεί από

την υπερπληροφόρηση, οπότε το κριτικό και επιλεκτικό στοιχείο χάνει τη

δυναμική του και πρέπει να βρεθεί ένας νέος τρόπος επικοινωνίας. Αυτό

μπορεί να γίνει από τη δύσκολη οδό, ταρακουνώντας το κοινό και θέτοντάς

του προβληματισμούς, αυτό δηλαδή που κάνει η αβαν-γκαρντ τέχνη που

αντιλαμβάνεται το θεατή ως μονάδα. Και υπάρχει και ένας πιο ανοιχτός

τρόπος, όπου ανοίγεις στο θεατή ένα δρόμο, του δίνεις ένα πέλαγος για να

κολυμπήσει…

 

Τα δικά σας έργα είναι εύκολα για το μέσο θεατή;

 

Τα τελευταία χρόνια που ασχολούμαι με την παράδοση είναι. Στο παρελθόν

μπορεί όχι. Τα έργα μου πια έχουν μια γλυκύτητα, χωρίς να σημαίνει ότι είναι

απλοϊκά. Απλώς όλα τα στοιχεία στα έργα μου πια συντονίζονται με μια θετική

παρόρμηση για τη ζωή.

 

Τι σας έκανε να στραφείτε στους παραδοσιακούς δρόμους;

 

Πάντα κάνω προσωπική έρευνα και ψάχνω νέους τρόπους να εκφραστώ.

Από παιδί υπήρχε μέσα μου αυτό το κομμάτι της παράδοσης, κάπως

εγκλωβισμένο- έχω μεγαλώσει στην Κρήτη, όπου η παράδοση είναι ακόμα

πολύ ζωντανή, δηλαδή οι άνθρωποι με αυτή τη μουσική διασκεδάζουν. Η

παραδοσιακή μουσική ήταν στο κέντρο της ζωής μου. Πάντα ήθελα να βγει

αυτό το κομμάτι στην επιφάνεια ακομπλεξάριστα- δεν το έκανα ίσως επειδή

φοβόμουν μήπως με κατηγορήσουν για φολκλόρ- αλλά δεν ήξερα πώς. Το

φολκλόρ όμως είναι πολύ ζωντανό και φωτεινό στοιχείο που, ναι, κάποιες

φορές μπορεί να έχει μια «φτήνια» εντός πολλών εισαγωγικών, να φαίνεται

η κατεύθυνση της εμπορικότητας, ας το πούμε έτσι, αλλά ταυτόχρονα έχει

μια ομορφιά. Σκεφτόμουν τον τρόπο για να το κάνω, αλλά δεν τον έβρισκα,

γιατί τον τρόπο άμα τον σκέφτεσαι, δεν έρχεται. Και τελικά μέσα από τον

τρόπο ζωής μου -όταν έφυγα από την πόλη και απομονώθηκα στη φύση-

όλο αυτό ήρθε από μόνο, αυθόρμητα. Στην αρχή υπήρχε τρομερή δυσκολία

να καταγραφεί το υλικό, γιατί έπρεπε να βρεθεί η γλώσσα. Έπρεπε αυτό το

πρωτόγονο στοιχείο να βρει τη σημειογραφία του. Κι κάποια στιγμή ήρθε,

δε θυμάμαι πώς, αλλά υπάρχει μεταξύ μας μια έντιμη σχέση. Και βλέπω πια

ότι και ο κόσμος ανταποκρίνεται – το βλέπω από τα mail, τα γράμματα που

παίρνω, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτή η ανταπόκριση αποδεικνύει ότι είμαι

στο σωστό δρόμο. Είναι όμως τόσο ωραία στην ασκητική ζωή μου να βλέπω

πως επικοινωνεί αυτό που κάνω.

 

Ασκητική ζωή;

 

Ναι, γιατί η μουσική που κάνω απαιτεί να μείνεις με τον εαυτό σου, αυτό δε

σημαίνει ότι δεν είμαι μέρος της κοινωνίας που ζω, αλλά ένα έργο παίρνει

μήνες να γραφτεί. Η καθημερινότητα αλλάζει, το έργο όμως είναι εκεί και σε

περιμένει. Ένα τηλέφωνο μπορεί να με αποδιοργανώσει και να καταστρέψει

αυτό που κάνω. Δε μετανιώνω καθόλου που πήρα την απόφαση να φύγω

από την Αθήνα. Το μόνο πράγμα που μου έχει λείψει είναι η αλληλεγγύη με

τους συναδέρφους, που δε βλέπω πολλά πράγματα τα οποία θα έπρεπε –

προσπαθώ να τα αναπληρώνω, βέβαια, με άλλους τρόπους- αλλά αυτό που

έχω κερδίσει είναι πολύτιμο.

 

Το περιβάλλον δεν μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά στον καλλιτέχνη

και να επηρεάσει το έργο του;

 

Η καθημερινότητα και το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ζει ο μουσικός τον

επηρεάζει, άρα επηρεάζει και την ίδια τη μουσική, το συναίσθημά της

δηλαδή, γιατί η μουσική γλώσσα δεν αλλάζει. Παρόλα αυτά αν μου συμβεί

κάτι τραγικό, αυτό το σοκ είναι πιο ισχυρό για μένα και η μουσική μπαίνει σε

δεύτερη μοίρα. Προετοιμάζω ένα χώρο ασφάλειας και ευδαιμονίας για να

δουλέψω, αλλά σε μένα αν συμβεί κάτι άσχημο δεν μπορώ να συνεχίσω.

Κάποιοι άνθρωποι όταν στενοχωριούνται τρώνε, κάποιοι όχι. Εγώ ανήκω σε

 

αυτούς που δεν τρώνε. Αλλά μόλις επανέρθει έστω και μια αχτίνα ζωής τα

πρώτο πράγμα που έρχεται και με διεκδικεί είναι η μουσική.

 

Πώς δουλεύετε το υλικό που αντλείτε από την παράδοση;

 

Υπάρχουν δυο τάσεις που ακολουθώ. Η πρώτη και λιγότερο συχνή είναι να

παίρνω ένα κομμάτι ατόφιο από την παράδοση, να συνειδητοποιώ την αξία

του και να προσπαθώ να του δώσω μια πιο μοντέρνα όψη, να το δω από μια

διαφορετική γωνία. Αυτή η διαφοροποίηση, ξέρετε, μπορεί να είναι ελάχιστη.

Η δεύτερη είναι να παίρνω όλο αυτό το υλικό από μνήμη, σαν να είμαι μια

δεξαμενή ήχων, και να προσπαθώ να ανασυντάξω αυτό το κομμάτι της

παράδοσης μέσα από αυτό που έχει φτάσει σε μενα ως χρώμα, ως ενέργεια

μέσω της μνήμης. Είναι ένα βύθισμα αυτός ο δρόμος στην ενστικτώδη, στην

ασυνείδητη πλευρά της παράδοσης. Η καταγραφή γίνεται αβίαστα και εκεί

χρειάζεται να έχεις πολύ καλή σχέση με το χρόνο, τους ήχους… Υπάρχει

τεράστιο πλούτος και πάρα πολλές προεκτάσεις σε αυτό το υλικό, γι’ αυτό

έχω κάνει και τόσα έργα. Είναι τρομερά πολυποίκιλο ανάλογα με τις περιοχές,

ανάλογα με το πώς περνάει αυτό το υλικό από γενιά σε γενιά… Είναι μια

ιεροτελεστία που απαιτεί να βρω τα μέρη που τη συντελούν και ταυτόχρονα

το έντονο μυστικιστικό της στοιχείο. Προσπαθώ να διεισδύσω σε αυτό το

μυστικισμό, δηλαδή προσπαθώ να μην τον φοβάμαι. Και προσπαθώ να

επικοινωνήσω όλο αυτό το υλικό και με άλλες κουλτούρες.

 

Δουλεύετε μόνο με την ελληνική παράδοση;

 

Ναι, σε αυτό το έργο υπάρχει όμως και ένα τανγκό. Αλλά, ξέρετε, οι δυτικές

μου καταβολές με βοηθούν να καταγράψω αυτό το υλικό, και αυτές μου έχουν

δημιουργήσει μια τεράστια ελευθερία. Χωρίς αυτές όλα αυτά δε θα μπορούσα

να το κάνω.

 

Τι κάνει για εσάς ένα έργο καλό;

 

Η μουσική, ξέρετε, ανοίγει τους κρουνούς της ψυχής και τότε απλώνεται

μπροστά σου ένας απέραντος ωκεανός που σε κατακλύζει. Όταν αυτό

συμβαίνει είναι μαγικό. Εγώ προσωπικά συνδέομαι με έργα όταν μπορώ

να συντονιστώ μαζί τους με όλο μου το είναι. Όταν αισθάνομαι αυτό το

συντονισμό που δεν ξέρω πώς προκύπτει, νιώθω πληρότητα. Υπάρχουν

έργα που μου το δημιουργούν αυτό το αίσθημα και μάλιστα για πάρα πολλά

χρόνια. Κάποια τα ακούω και τα ξανακούω και πάντα ανακαλύπτω ακόμα

μια οπτική για να επικοινωνήσω μαζί τους και να τα απολαμβάνω. Δηλαδή

αυτή η απόλαυση δεν τελειώνει, βρίσκει πάντα τρόπους να ξαναέρχεται στη

επιφάνεια. Κι έτσι γίνεται μέρος της ζωής μου και με ακολουθεί συνεχώς, σαν

σύντροφος και συμπαραστάτης.

 

Πώς βλέπετε την πολιτιστική κατάσταση σήμερα μέσα σε αυτή την πολύ

δύσκολη κατάσταση που περνάει η χώρα;

 

Είναι ένας πολύ σημαντικός χρόνος για να γίνουν τα πράγματα διαφορετικά,

δεν ξέρω πώς. Υπάρχει έντονος υπερκαταναλωτισμός στη κοινωνία, νομίζω

ότι ήρθε η ώρα να δούμε τη ζωή κάπως αλλιώς, άρα και την τέχνη. Θα δούμε

καταρχάς αν θα υπάρχει η ανάγκη για την τέχνη. Κι αν δεν υπάρχει μήπως

είναι καλύτερα να γκρεμιστεί και να ξαναγεννηθεί; Το καινούργιο έρχεται

από τους νέους συνήθως, ή έστω από όσους αισθάνονται αυτή τη νεότητα.

 

Την τελευταία δεκαετία έχω δει βαθιά επιθυμία του κόσμου στα Βαλκάνια,

στην Κίνα, στη Λατινική Αμερική να γίνουν τα πράγματα διαφορετικά και το

πετυχαίνουν. Μπορούμε κι εμείς να το κάνουμε, δε χρειάζονται εκατομμύρια

για να γίνει μια καλή παράσταση. Έχω δει παραστάσεις χωρίς λεφτά που με

συγκίνησαν, γιατί έφερναν μέσα τους μια βαθιά αλήθεια και ανάγκη. Εμένα

δε με καταβάλλει αυτή η οικονομική κρίση, μπορώ να ζήσω με τα ελάχιστα,

έχω απεπλακεί από τον υπερκαταναλωτισμό. Το μόνο που θέλω είναι όλο

αυτό το σύστημα οργανισμών που με κόπο έγιναν στην Ελλάδα – το Μέγαρο

Μουσικής κτλ- να συνεχίσουν να υπάρχουν, ξεπερνώντας την κρίση, και

να μη σταματήσει ποτέ η μουσική παραγωγή. Όμως το σύστημα πρέπει

να αλλάξει άρδην, δε μας χρειάζονται ούτε τα εκατομμύρια, ούτε τα μεγάλα

ονόματα. Και μακάρι να βρεθούν άνθρωποι να το κάνουν αυτό. Τότε ναι, θα

είμαι αισιόδοξος.

 

Συνέντευξη στον Βασίλη Βελούδο

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗΣ

 

«Η μουσική ήταν για μένα το κέντρο του κόσμου»

 

Ο Γιώργος Κουμεντάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο της Κρήτης το 1959. Από

την ηλικία των πέντε ετών στράφηκε στη μουσική παίρνοντας μαθήματα

ακορντεόν, πιάνου και θεωρητικών με το ζεύγος Αποστολάκη, στο Ωδείο

Ρεθύμνου, ενώ σε ηλικία 15 χρονών άρχισε να δημιουργεί τις πρώτες του

συνθέσεις μουσικής δωματίου, τραγουδιών και χορωδιακής μουσικής. Το

1977 συνέχισε τις μουσικές του σπουδές στο Ελληνικό Ωδείο της Αθήνας, με

καθηγητή τον Διαμαντή Διαμαντόπουλο. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα και

σεμινάρια με τους P. Boulez, G. Ligeti, Γ. Ξενάκη, Α. Goehr.

 

Τα πρώτα δείγματα μιας πολυσχιδούς μουσικής παραγωγής εμφανίζονται

ήδη στα τέλη της δεκαετίας του ’70, κατόπιν παραγγελίας του Τρίτου

προγράμματος της Ε.Ρ.Τ. που διηύθυνε ο Μάνος Χατζιδάκις. Έκτοτε,

ακολούθησαν τα πρώτα έργα μουσικής δωματίου, η πρώτη όπερα με δικό

του λιμπρέτο, οι πρώτες εκτελέσεις έργων του στο εξωτερικό και οι πρώτες

συνεργασίες με το χώρο του θεάτρου.

 

Η εξελικτική του πορεία στη σύνθεση αρχίζει το 1976

του «Απομάκρυνσις 3». Το έργο του αυτό εκπροσώπησε

στο «Διεθνές Βήμα Συνθετών» της UNESCO το 1979

Το «Approche» είναι το πρώτο έργο του που παρουσιάζεται

συναυλίες του Τρίτου Προγράμματος στην Εθνική Πινακοθήκη.

 

Το 1981 γράφει τη μουσική για την τραγωδία «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του

Ευριπίδη που παρουσιάστηκε από το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο, απ’

όπου προήλθε και ο τίτλος του κουαρτέτου «Ανωλόλυξε και κατήδε βάρβαρα

μέλη μαγεύουσα» το οποίο παρουσιάστηκε στο Ινστιτούτο Goethe Αθηνών

από το 1982. Στο χώρο της τραγωδίας ακολουθούν η «Ηλέκτρα» με το

Θέατρο Τέχνης και τον Κάρολο Κουν που παρουσιάστηκε το 1984 στην

Επίδαυρο και ο «Ιππόλυτος» με το Εθνικό Θέατρο και τον Γιάννη Χουβαρδά

το 1989.

 

Το 1984, ύστερα από εμβάθυνσή στην αρχαία ελληνική μουσική, ξεκινάει

τη σειρά «Σύμμολπα». Το 1985, συμμετέχει με τα «Σύμμολπα 4» σε

ένα από τα μεγαλύτερα παγκόσμια φεστιβάλ με τη συμμετοχή των πιο

αντιπροσωπευτικών συνθετών του 20ου αιώνα, στην Biennale της Βενετίας.

Την ίδια χρονιά, ο Gyorgy Ligeti τον επιλέγει μεταξύ άλλων Ευρωπαίων

συνθετών και του αναθέτει τη σύνθεση του «Σύμμολπα 5» που παρουσιάζεται

από την Ορχήστρα Νέων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στο Asolo, το Bolzano,

και το Λουξεμβούργο. H ίδια ορχήστρα επιλέγει τα «Σύμμολπα 3» στα πλαίσια

της Frankfurt Feste το 1987. Το 1986 γράφει την όπερα «Έσσεται ήμαρ».

Το 1987 συνεργάζεται για πρώτη φορά με το Ensemble Intercontemporain

και τον Arturo Tamayo για την παρουσίαση του έργου «Σύμμολπα 3» στη

Φραγκφούρτη.

 

Το 1988 καταλήγει στη δημιουργία μιας νέας σειράς έργων τα «Συμφάνεια»

που εκφράζουν, αντίθετα με τα «Σύμμολπα», την απόλυτη συμφωνία των

στοιχείων. Άλλο στάδιο εξέλιξης, με κύριο στοιχείο προβληματισμού τον

χρόνο, τον οδήγησε από το έργο «Υψιπολισάπολις» (1988) στο «Έρως-

Δαίμων» (1991).

 

Το 1990 παρουσιάζεται στο Όσλο η όπερα δωματίου «Έσσεται ήμαρ»

από την Oslo Sinfonieta και τον Chr. Eggen. Την ίδια χρονιά βραβεύεται

με το β’ βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το έργο «Φύλλον ατίμητον». Το

1992 ο Jay Gottlieb παρουσιάζει το έργο του για πιάνο «Σύμμολπα I» στο

Φεστιβάλ «Presences 92» του Radio France στο Παρίσι και αργότερα στο

Φεστιβάλ του Lecce και στο «Tage fur Neue Musik» στη Ζυρίχη.

 

Είναι ο πρώτος Έλληνας που κέρδισε το βραβείο – υποτροφία της Γαλλικής

Ακαδημίας της Ρώμης «Prix de Rome» (1992), το οποίο του επέτρεψε να

ζήσει για ένα χρόνο στη Villa Medici. Την ίδια χρονιά συνεργάζεται για πρώτη

φορά με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου και το χορευτικό συγκρότημα «Ομάδα

Εδάφους» στο έργο «Φεγγάρια – Σαπφώ» και με τον Άρη Χριστοφέλλη στο

έργο του «Έρως – Δαίμων» (Φεστιβάλ Παλέρμου – 1992, Villa Medici, Ρώμη –

1993, Μουσείο Γιάννη Σπυρόπουλου – 1993).

 

Ως υπότροφος της Villa Medici για το 1993 συνέθεσε μια όπερα βασισμένη

στις «Βάκχες» του Ευριπίδη. Την ίδια χρονιά, στη Ρώμη, στο Τeatro Ghione,

το Divertimento Ensemble παρουσιάζει το «Κοντσέρτο για Πιάνο και 10

όργανα» και το «Μικρό Κοντσέρτο για Πιάνο και 6 όργανα». Το 1994 έγραψε

τη μουσική για το θεατρικό «Τρεις Αδελφές» παραγωγή του Θεάτρου του

Νότου σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά και τιμήθηκε με το Βραβείο «Νίκος

Καζαντζάκης».

 

Το 1995 παίζεται στο Μέγαρο Μουσικής από την Καμεράτα η

εισαγωγή «Βάκχες» και γράφει την «Ιφιγένεια στο Γεφύρι της Άρτας»

παραγωγή του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, για την Ομάδα

Εδάφους. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, παρουσιάζεται στο Φεστιβάλ του

Άργους, στο αρχαίο θέατρο της πόλης, η όπερά του «Έσσεται Ήμαρ» σε β’

γραφή και σε σκηνοθεσία Βίκτωρα Αρδίττη, με την Oslo Sinfonieta.

 

Τον Οκτώβριο του 1995 παρουσιάζεται το «Requiem για το τέλος του Έρωτα»

στην παράσταση «Ενός Λεπτού Σιγή», στο παλιό εργοστάσιο της Δ.Ε.Η.

στο Νέο Φάληρο, σε χορογραφία του Δημήτρη Παπαϊωάννου με την Ομάδα

Eδάφους. Η μουσική από τα έργα «Η Ιφιγένεια στο Γεφύρι της Άρτας»

και «Requiem για το Τέλος του Έρωτα» κυκλοφόρησε σε cd (Δύο έργα για την

Ομάδα Έδαφους) από το Studio 19 και την Ομάδα Εδάφους.

 

Το 1996 «Τα Παραμύθια των Αδελφών Γκριμμ» κυκλοφορούν σε cd και

τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς παρουσιάζονται από την Ομάδα Εδάφους σε

σκηνοθεσία του Δημήτρη Παπαϊωάννου, με την Όλια Λαζαρίδου.

 

Το Μάιο του 1997 ο «Δράκουλας» παρουσιάζεται από την Ομάδα

Εδάφους σε συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη

Παπαϊωάννου και κυκλοφορεί σε cd από την Ομάδα Εδάφους.

 

Την ίδια χρονιά, το «Outoftime» για ορχήστρα εγχόρδων, κουαρτέτο

εγχόρδων και δυο κλαρινέτα, που προέρχεται από τη μουσική για το

χορογραφικό έργο «Καταιγίδα», μια παραγγελία του Μεγάρου Μουσικής

Αθηνών, παρουσιάστηκε από την Ομάδα Εδάφους.

 

Το 1998 παρουσιάσθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το έργο του «Missa

Harmoniae Verbi» για τέσσερις σολίστες, χορωδία, κουαρτέτο εγχόρδων και

ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του Αλέξανδρου Μυράτ. Την ίδια χρονιά, το

έργο του «Μικρό κοντσέρτο για πιάνο και επτά όργανα» παρουσιάστηκε σαν

υποχρεωτικό έργο από τον διαγωνισμό «Δημήτρης Μητρόπουλος» για νέους

μαέστρους.

 

Την περίοδο 1998-2000 ο Γιώργος Κουμεντάκης εργάστηκε ως «composer

in residence» στην ελληνική σειρά συναυλιών του Clio Gould και του

συνόλου BT Scottish Ensemble στο Λονδίνο, με την ευγενική υποστήριξη του

ιδρύματος «Michael Marks Charitable Trust» και από το 1999 έως το 2001,

υπήρξε Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Μουσικού Συνόλου Σκαλκώτας.

 

Το 2000 κυκλοφορεί το έργο «Ο Μικρόκοσμος που Άκουγε» στο cd «Τέσσερις

Δρόμοι για τον Ερωτόκριτο».

 

Ακολουθούν σημαντικά έργα για πιάνο, όπως ο κύκλος «Μεσόγειος» (είκοσι

κομμάτια για πιάνο και/ή τσέμπαλο) και το τρίτο κοντσέρτο για πιάνο και

έγχορδα με τίτλο «Diary of confinement»(2000), έργα με διεθνή απήχηση.

 

Τον Ιούλιο του 2001 παρουσιάζεται το «Για Πάντα» από την Ομάδα

Εδάφους, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Παπαϊωάννου, όπου ακούγονται

τα έργα «Θυμάρι», «Δυόσμος», «Φασκόμηλο» και «Η προνύμφη και η

νυχτοπεταλούδα του L. van B.».

 

Το 2002 κυκλοφορούν σε cd τα «4 Έργα για τον Άρη Χριστοφέλλη».

 

Η έντονη συνθετική του δράση δεν ανακόπτεται παρά την ανάληψη

καθηκόντων Μουσικού Διευθυντή και Δημιουργού Μουσικού Σεναρίου, σε

συνεργασία με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, για τις τελετές έναρξης και λήξης

 

των Ολυμπιακών Αγώνων στα πλαίσια του «Αθήνα 2004».

 

Σε αυτή την περίοδο ανήκουν «Ο Κορμοράνος» του Ιάνη Ξενάκη (2002),

το «Ζευγάρι» (2004), αλλά και τα πρώτα μέρη του κύκλου «Typewriter

Tunes», «Μελωδίες Γραφομηχανής».

 

To 2006 κυκλοφορεί από την Ορχήστρα των Χρωμάτων το cd «Πρώτες

Εκτελέσεις» με το έργο «Ταξίδι στη Νύχτα» που προέρχεται από τη

σουίτα «Δράκουλας».

 

Η μεταολυμπιακή περίοδος σφραγίζεται εξάλλου από μια σειρά συναυλιών

στο Παρίσι, την Οδησσό, τη Γιούτα, τη Γερμανία, την Ολλανδία αλλά και

την Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και την Επίδαυρο,

ενώ πρόσφατα, κατά τον εορτασμό του πολιτιστικού έτους της Ελλάδας

στην Κίνα, παρουσιάστηκαν η παλαιότερη σύνθεση «Το ταξίδι στη Νύχτα»

από τη συμφωνική ορχήστρα του Πεκίνου και το «Amor Fati» (από τον

προαναφερόμενο κύκλο – 2007) από την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης.

 

Έργα του έχουν επιλεγεί 4 φορές για τις «Παγκόσμιες Μουσικές Μέρες»

(Βουδαπέστη 1986, Γερμανία 1987, Χονγκ-Κονγκ 1988, Νορβηγία 1990).

 

Έχει δώσει πάνω από 70 συναυλίες και έχει συνθέσει πάνω από 100 έργα

για ορχήστρα, μουσική δωματίου, ορχήστρα δωματίου, όπερες, ορατόριο,

μουσική για μπαλέτο, θέατρο και αρχαία τραγωδία. Έχει επίσης συνεργαστεί

με άλλους καλλιτέχνες σε παραγωγές με πολυμέσα (installations, video art/

animation).

 

Έργα του έχουν παρουσιαστεί παγκοσμίως σε πάνω από 300 συναυλίες και

έχουν επίσης μεταδοθεί πολλές φορές από ραδιοφωνικούς σταθμούς, όπως

το BBC 3, ο Classic FM, το Radio France και το RAI.Ολόκληρη η συνέντευξη

που μας παραχώρησε έχει ως εξής:

 

Πότε άρχισες να νοιώθεις ότι η μουσική είναι κάτι που σε φέρνει σε μια

ισορροπία;

 

Γύρω στα δεκαπέντε, έγινε μια συνειδητή αλλαγή μέσα μου. Κατάλαβα,

δηλαδή, ότι έχω τη δυνατότητα μερικά πράγματα τα οποία σκεφτόμουνα να

τα μετατρέπω σε ήχους, να μπορώ να τα επεξεργάζομαι ηχητικά και αυτό να

το αποδίδω γραπτά σε μια παρτιτούρα. Δεν ξέρω πως έγινε αυτό. Μάλλον

αυτόματα. Ήτανε μία διέξοδος στη μοναξιά ενός παιδιού, ενός εφήβου

που ζούσε σε μία επαρχιακή πόλη, όπως ήταν το Ρέθυμνο, στο οποίο δεν

ξοδευόμουνα, μην έχοντας την ευκαιρία πολλών συναναστροφών, γιατί είχα

πολύ λίγους φίλους, και περνούσα όλες αυτές τις ατελείωτες ώρες σκέψης και

προβληματισμού, με μια αγωνία για το μέλλον, μια αγωνία κάποιας αποδοχής

κάποιων ιδιαιτεροτήτων κ.τ.λ.

 

Τότε βρήκα στο «πρόσωπο» της μουσικής έναν φίλο, μια φίλη, μια συντροφιά.

Και μάλιστα μια συντροφιά που είχε πνευματικότητα, δυναμική, ερωτισμό.

Θα μπορούσε να ‘ναι αντίστοιχα το κομμάτι της πολιτικής. Η πολιτική για

μένα ήταν δευτερεύουσα εκείνη την περίοδο, αν και κάποια στιγμή μπήκα

στην Κ.Ν.Ε. Αλλά ήταν τόσο πιο ισχυρή η συντροφικότητα μέσα από την

τέχνη, που τα υπόλοιπα πέρασαν σε πολύ δεύτερη μοίρα. Αν και είναι λίγο

λυπηρό αυτό που θα σου πω, αλλά θα το πω γιατί είναι αλήθεια, ακόμα και οι

ανθρώπινες σχέσεις πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Δηλαδή η μουσική ήταν για

 

μένα το κέντρο του κόσμου. Του κόσμου μου και του κόσμου.

 

Και είναι ακόμα;

 

Ναι είναι. Έχω περάσει κατά διαστήματα να μην είναι, πολύ συνειδητά, σ’

αυτή τη μεγάλη αναζήτηση του ανθρωπισμού, του εξανθρωπισμού και της

κοινωνικοποίησης, αλλά βλέπω ότι μάλλον αυτός ο πυρήνας δεν αλλάζει.

Προσπάθησα πολλές φορές να τον αλλάξω γιατί ήταν κάτι που μ’ ενοχλούσε.

 

Δηλαδή αν κάποια στιγμή δεν μπορούσες άλλο πια να ασχοληθείς με τη

μουσική, θα ήσουν δυστυχισμένος;

 

Η μουσική για μένα δεν είναι μόνο η απόδοσή της, δηλαδή η ενεργοποίηση

όλης αυτής της σκέψης, το πέρασμα σε μια σελίδα κι η δημιουργία ενός

έργου. Έτσι κι αλλιώς η μουσική είναι πάντα παρούσα, αφού μπορώ ανά

πάσα στιγμή να ενεργοποιώ τη δεξαμενή ήχων που υπάρχει μέσα μου.

Οπότε είναι ένα είδος συνεχούς συμβίωσης, διαλογισμού, συζήτησης και

ενασχόλησης που είναι συνεχώς σε όλες μου τις πράξεις. Δηλαδή δεν θα

ικανοποιηθεί όλο αυτό το βαθύ ένστικτο μόνο αν γίνει ένα έργο. Αν δεν

μπορώ να γράφω έργα δε σημαίνει ότι η μουσική δεν υπάρχει. Υπάρχει μέσω

της μουσικής των άλλων, γιατί είμαι ένας καλός ακροατής. Ενώ συνήθως οι

δημιουργοί ασχολούνται με τα δημιουργήματά τους, εμένα είναι ένα μεγάλο

κομμάτι της ζωής μου αλλά δεν είναι το μόνο. Μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ να

δω τι κάνουν οι υπόλοιποι και μάλιστα μου αρέσουν τα πράγματα που δε

μου μοιάζουν. Αυτό από μικρό παιδί. Δηλαδή δεν θα μπω στη διαδικασία να

αναζητήσω τους όμοιους, αλλά τους ανόμοιους. Αυτοί με τραβάνε πιο πολύ.

 

Γι’ αυτό και για τα πρόσφατα «Typewriter Tunes», τις «Μελωδίες

Γραφομηχανής» επηρεάστηκες από τα σκυλάδικα της Ιεράς Οδού της

δεκαετίας του ’80;

 

Αυτό είναι μια ολόκληρη ιστορία. Η επιλογή της Τήνου είναι πολύ συνειδητή.

Κι έχω έρθει εδώ για να δουλεύω. Για να δουλεύω σε πράγματα που ήθελα

να κάνω χρόνια πριν και δεν μπορούσα να τα κάνω. Δεν μου το επέτρεπε ο

τόπος. Ο τόπος που έχω μέσα μου κι ο τόπος που φέρω το μέσα μου. Για

μένα είναι ένα πράγμα.

 

Λοιπόν, προσπαθούσα να βρω τον τρόπο, και δε γινότανε με τίποτα, να

ανατρέξω στη δική μου παράδοση μνήμης, την ελληνική δηλαδή

παραδοσιακή και λαϊκή μουσική, όχι όμως μέσα από το φολκλόρ. Σαν ένας

ζωντανός πυρήνας ν’ ανατρέξω σ’ αυτό και να μπορέσει η γλώσσα μου ν’

αποσπαστεί, να ξεκολλήσει από μία παράδοση που με συγκινεί, όπως είναι η

δυτική κουλτούρα, αλλά που δεν είναι εκατό τοις εκατό ο εαυτός μου και δεν

έχω μεγαλώσει μέσα απ’ αυτήν. Τα ακούσματά μου ήταν τελείως διαφορετικά.

Ήταν δύσκολο, γιατί συνεχώς όσοι το έχουν κάνει, μέχρι τώρα, ή παίρνουν τα

στοιχεία της παραδοσιακής μουσικής και τα δυτικοποιούν, τους δίνουν μία

χροιά περνώντας τα μέσα από τη δυτική παράδοση, όπως έκανε ο

Καλομοίρης, ο Σκαλκώτας κ.α., ή με την αντίθετη μορφή, που είναι η

φολκλορική τους διάσταση. Ούτε το ένα μ’ ενδιέφερε ούτε το άλλο. Δεν

έβρισκα τον τρόπο, είχα όμως πολύ συγκεκριμένα πράγματα στο μυαλό μου,

τα οποία, στον τόπο που βρισκόμουνα, δεν μπορούσα να τα κάνω. Ήμουνα

εκτός. Δεν γινόταν να συνυπάρξω με όλες αυτές τις ιδέες ειρηνικά και φιλικά

και να μπορούν να βγουν φυσιολογικά. Γιατί αυτό δεν μπορεί να γίνει μόνο

 

μέσα από σκέψη. Λοιπόν, είχα πάντα βαθιά στο μυαλό μου ότι η απομόνωση

σ’ έναν τόπο, θα μου έδινε πιο εύκολα τη δυνατότητα να τις εκφράσω και,

όντως, όταν βρέθηκα εδώ στην Τήνο έγινε φυσιολογικά. Μέσα σ’ όλο αυτό το

περιβάλλον είμαι ένας ανώνυμος συνθέτης. Δηλαδή δεν βάζω την

προσωπικότητά μου, δεν το προσωποποιώ. Είμαι απλώς ένας φορέας, ένας

αγωγός, που μέσα του περνάει όλη αυτή η ιστορία. Με τις δικές μου

ιδιαιτερότητες φυσικά. Ο ανώνυμος συνθέτης είχε τις σκέψεις του και την

προσωπικότητά του, αλλά δεν τον ένοιαζε να είναι πάνω απ’ αυτό το υλικό.

Όταν, λοιπόν, βρέθηκα κάτω απ’ αυτό το υλικό, σαν ανώνυμος, και το

πίστεψα πραγματικά, άρχισε να βγαίνει το κομμάτι της παραδοσιακής

μουσικής μέσα απ’ τον τρόπο που εγώ το σκεφτόμουνα, κάνοντας αυτό τον

κύκλο των «Typewriter Tune», δηλαδή τις «Μελωδίες Γραφομηχανής», που

είναι γράμματα σε διάφορους αποδέκτες, του παρελθόντος, του παρόντος και

του μέλλοντος. Ένα απ’ αυτά είναι τα σκυλάδικα. Ήρθε ως μνήμη κάτι που μ’

απασχολούσε πολύ. Η ιστορία του τσιφτετελιού σε όλη του τη διάσταση. Από

την πιο χυδαία μέχρι την πιο πνευματική. Εγώ την έζησα σε μια πνευματική

στιγμή, στο απόλυτο περιθώριο, στα σκυλάδικα της Ιεράς Οδού, δεκαετία του

ογδόντα, που κανείς δεν πήγαινε. Πηγαίναμε με τους φίλους μου γιατί μας

τραβούσε κάτι έντονα ερωτικό. Δεν καταλάβαινες ακριβώς τι συμβαίνει μέσα

σ’ όλο αυτό το περιβάλλον θολού ερωτισμού. Καταλάβαινες ότι αυτό το

ανώνυμο πλήθος, το παθιασμένο, κάπως ήθελε να εκφραστεί και γι’ αυτό και

ήταν και πολύ δραματοποιημένα τα πράγματα που γινόταν εκεί μέσα,

τρομερών εντάσεων, σχεδόν κινηματογραφικά. Έβλεπες καταστάσεις, οι

οποίες δεν πίστευες ότι μπορεί να συμβαίνουν. Με λίγο ποτό, με την έξαρση,

με αυτήν την πρωτόγονη ιεροτελεστία, βασικά μέσα απ’ το ζεϊμπέκικο αλλά

και μέσα απ’ το τσιφτετέλι και διάφορα άλλα πράγματα, έβγαινε μια πολύ

πρωτόγονη και στιβαρή ερωτική διάθεση. Κι αισθανόμουν ότι ήμουνα πολύ

τυχερός που το έζησα μέσα στη δυτικοποίηση όλων αυτών των αισθημάτων

και την καλλιέπεια. Όλα αυτά τα πράγματα χαθήκανε για πάντα και

ξαναβγήκανε ως σκέψεις παρελθόντος, τώρα αυτά τα τελευταία χρόνια.

Οπότε σαν φόρο τιμής το έκανα αυτό το κομμάτι με τα πιάνα. Είναι ένα άλλο

έργο που λέγεται «Amor Fati», η «Αγάπη για τη Μοίρα», που έγραψα για τον

Καζαντζάκη, μέσα απ’ αυτήν την ψυχαναλυτική διάθεση του Γιάλομ, του Νίτσε

και όλων αυτών των μετανιτσεϊκών φιλοσόφων. Δηλαδή τη θετική όψη της

ζωής. Ένα χαρακτηριστικό που το είχα ξεχάσει, γιατί για μένα η τέχνη ήταν η

έκφραση του απόλυτου πόνου και του απόλυτου θανάτου. Είχα ξεχάσει

λοιπόν ότι οι Κρητικοί το έχουν σαν ιδίωμα, και το είχε πολύ ο Καζαντζάκης,

να ζουν, βάσει αυτής της Νιτσεϊκής θεωρίας, μέσα από τη θετική όψη της

ζωής. Το βλέπεις πώς διασκεδάζουν, πώς σκέφτονται. Έχουνε μια τρελή

εξωστρέφεια που ορισμένοι νομίζουν ότι φτάνει τα όρια της χαζομάρας, αλλά

κάνουν λάθος. Είναι μία παράδοση πολλών χρόνων, πολύ συνειδητή, όπου

ζουν χαρούμενοι. Φαντάζομαι ότι μπορεί να προέρχεται κι από τους αρχαίους

Κρητικούς, από τη Μινωική εποχή, όπου βάφανε τα σπίτια τους με

χαρούμενα χρώματα. Ο Κρητικός σου δείχνει ότι είναι πολύ ευχαριστημένος

από τη ζωή. Έχει μία πληρότητα, κάθεται εκεί με το κομπολογάκι του και είναι

θετικός ανά πάσα στιγμή με τη ζωή. Αυτό το στοιχείο το έχει πολύ έντονα ο

Καζαντζάκης. Μετά από πολλά χρόνια μου ήρθε αυτό το θετικό συναίσθημα κι

έγραψα αυτό το έργο.

 

Είπες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ότι «ζήσαμε μια εξωστρεφή γιορτή που

ελπίζεις ότι τελείωσε με τη λήξη τους» και είναι καιρός να «δούμε κάποια

πράγματα για τον εαυτό μας και να παραδεχτούμε τη μετριότητά μας». Σε

σένα προσωπικά, πώς λειτουργούν αυτές οι σκέψεις;

 

Γεννήθηκα το ’59, δηλαδή τη μεταπολίτευση την έζησα έφηβος, πήγαινα τρίτη,

τετάρτη γυμνασίου, δε θυμάμαι. Ουσιαστικά δηλαδή απ’ την περίοδο της

επταετίας δεν ζήσαμε όλη αυτή την παραστρατημένη, σιχαμένη κατάσταση

των χουντικών, γιατί απλούστατα, στην Κρήτη δεν υπήρχε καμία πληροφορία.

Τελείωσα τις σπουδές μου στο ωδείο, έφυγα στο Παρίσι και επανερχόμενος,

γύρω στο ’85, άρχισα να καταλαβαίνω τι ήταν περίπου όλη αυτή η ιστορία. Κι

έβλεπα ανθρώπους, λυσσασμένους για ν’ αλλάξουν, προς ιδίον όφελος, όλο

αυτό το φοβερό κατεστημένο της δεξιάς. Δηλαδή έβλεπα την αριστερά, στην

οποία ανήκα ψυχή τε και σώματι, να προσπαθεί να πάρει την εξουσία, μετά

μανίας. Και τα κατάφερε. Λοιπόν μέσα σ’ όλη αυτή την πάλη του πεινασμένου

και καταπιεσμένου, πνευματικά και οικονομικά, καταλάβαινα ότι αρχίζουν

να γίνονται κάποια βασικά λάθη στον τρόπο που ήθελαν ν’ αλλάξουν το

κατεστημένο, γιατί γινόταν οι ίδιοι κατεστημένο. Γινόμαστε εμείς οι ίδιοι το

κατεστημένο. Το οποίο πάλι σιχαινόμουνα. Πάλι μ’ έβρισκε αντιμέτωπο. Και

σκεφτόμουνα πολλές φορές ότι υπάρχουν άνθρωποι που μας έχουν δώσει το

μέτρο. Καταλάβαινα, μέσα απ’ αυτούς, ότι το ζητούμενο είναι εμείς οι ίδιοι να

καταλάβουμε πώς είμαστε για να προχωρήσουμε. Γιατί δεν το ξέραμε. Ακόμα

δεν ξέρουμε πώς είναι ο Έλληνας, γιατί νομίζουμε πως είμαστε το κέντρο του

κόσμου. Μάλλον λόγω ανατροφής ή λόγω DNA ή λόγω στέρησης ή επειδή

έχουμε την τεράστια παράδοση από την αρχαιότητα, νομίζουμε ότι είμαστε οι

καλύτεροι. Και με τα χρόνια, και ιδιαίτερα όταν πας έξω, ανακαλύπτεις ότι όχι

μόνο δεν είμαστε οι καλύτεροι, αλλά δεν μας ξέρει κανείς, ότι μας αγνοούν.

Κι αυτό είναι πολύ μεγάλο σοκ. Σκεφτόμουνα λοιπόν ότι μέσα σ’ όλη αυτή

την πλήρη άγνοια τη δική μου, αλλά ταυτοχρόνως και την απομόνωση απ’

τους υπόλοιπους, ότι δεν μας έβλεπαν σαν μια φυλή που μπορεί να δίνει στο

σύγχρονο πολιτισμό κάποια σημαντικά πράγματα. Κατάλαβα τις ελλείψεις

μου και πως ήμουν μια μέγιστη μετριότητα, μέσα σ’ όλο αυτό το σύμπαν.

Προσπάθησα, λοιπόν, να συμβιβαστώ μ’ αυτό και να φτιάξω έναν κόσμο πιο

χαλαρό, χωρίς όλο αυτό το τεράστιο βάρος της ιστορίας μας. Έναν κόσμο

απλό και ανθρώπινο, χωρίς ν’ απαιτώ, ούτε απ’ τον εαυτό μου, ούτε απ’ τους

άλλους, πάρα πολλά πράγματα και μέσα απ’ αυτήν την χαλαρή αμεσότητα

να φτιάξω έναν κόσμο μέτριο. Αλλά να ‘ναι δικός μου. Ούτε αυτό που ‘χουν

κάνει οι πρόγονοί μου, ούτε ο κολλητός μου, ούτε η μάνα μου, ούτε οι γείτονές

μου. Αλλά αυτή τη λαμπρή μετριότητα που κουβαλάω όλα αυτά τα χρόνια. Κι

αν κάποια στιγμή κάτι καλύτερο γίνει, κάτι λίγο πιο σημαντικό, είναι μόνο και

μόνο γιατί τη συνειδητοποίησα. Και με στεναχωρεί όταν βλέπω ότι κάποιοι δεν

τη συνειδητοποιούν. Αισθάνομαι περίεργα όταν βρίσκομαι σ’ ένα περιβάλλον,

όπου όλοι νομίζουμε ότι ανήκουμε στην κορυφή και θα παραμείνουμε εκεί για

πάντα.

 

Εγώ σε γνώρισα μέσα από μία δουλειά που έκανες για παιδιά. Ποια είναι η

σχέση σου με τα παιδιά και πώς ένοιωσες σ’ αυτές τις παραστάσεις που ίσως

βρέθηκες δίπλα τους να τα παρατηρείς;

 

Για να είμαι ειλικρινής, ο χώρος των παιδιών μου είναι αρκετά ξένος. Έως

και με σοκάρει. Γνώρισα όλον αυτόν τον κόσμο, ως ενήλικας, μέσα απ’ τ’

 

ανίψια μου. Έχω δύο ανίψια απ’ την αδερφή μου, που είναι τα μόνα που έχω

παρακολουθήσει απ’ τη γέννησή τους μέχρι τώρα που είναι μεγάλα πια. Στα

ανίψια μου ποτέ δεν συμπεριφέρθηκα σα να ‘ναι παιδιά. Εγώ δεν έχω παιδιά

και δεν θα ήθελα να κάνω. Τα «Παραμύθια των Αδελφών Γκριμ» κι ότι άλλο

έχω κάνει, το έκανα γιατί κάποιοι άλλοι μου το ζήτησαν. Τα «Παραμύθια»

δεν τα ‘γραψα για παιδιά αλλά για μεγάλους ή, ας πούμε, για μεγάλα παιδιά.

Δηλαδή με τη σοβαρότητα που απευθύνομαι στους μεγάλους, απευθύνθηκα

και στα παιδιά.

 

Πιστεύεις ότι είναι ευνοϊκή η σχέση μ’ ένα παιδί στο να συνειδητοποιήσει

κανείς τη μετριότητά του;

 

Ναι. Γιατί στο πρόσωπο των παιδιών καθρεφτίζεις τη δική σου αλήθεια. Πριν

από κανένα μήνα μ’ επισκέφθηκε μια φίλη μου με το ανιψάκι της. Ήξερε ότι

έχω κάνει αυτή τη δουλειά, δεν της την είχα δώσει ποτέ, με παρακαλούσε

κάθε μέρα, το ξέχναγα και κάποια στιγμή της λέω «το έγραψα το cd». Λοιπόν

ο Τασούλης, τρεισήμισι χρονών, ήθελε οπωσδήποτε να τ’ ακούσει. Του το

έβαλα στο μαγνητόφωνο και είδα την αντίδραση του, που με καθήλωσε.

Το ίδιο ένιωσα και σε κάποιες από τις παραστάσεις. Τα παιδιά έρχονταν

ουρλιάζοντας, αλλά μόλις ξεκινούσαμε μούγγα όλοι. Παρακολουθούσανε

μέχρι το τέλος ακίνητα. Το ίδιο αισθάνθηκα και με τον Τασούλη. Ακούσαμε

όλο το cd. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον ξεκολλήσεις και τις επόμενες μέρες

ταυτίστηκε με δυο τρία απ’ τα παραμύθια, τα οποία άκουγε συνέχεια και

προσπαθούσε να μου τα διηγηθεί.

 

Ο αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης είχε χαρακτηρίσει κάποια

οικοδομήματα, όπως νεκροταφεία σε χωριά ή αγροικίες, «Θεόχτιστα».

Υπάρχουν «Θεόχτιστα» της μουσικής;

 

Μ’ αυτήν την ποιητική διάθεση που το λέει ο Κωνσταντινίδης, σίγουρα

υπάρχουν. Έχω την εντύπωση, ότι τη μουσική, ο λόγος που μπορεί να την

θεοποιήσει, είναι ο λόγος για τον οποίο γεννιέται. Στα χέρια του Μπαχ, ο

οποίος νιώθει αγάπη προς το Θεό, η μουσική είναι μια προσφορά προς

Αυτόν. Συνεπώς τα έργα αυτά δεν μπορείς να τα δεις ξεκομμένα από τη θεϊκή

τους υπόσταση, οπότε είναι και λίγο σαν κτίσματα του ίδιου του Θεού. Ενώ

και για μένα είναι ένας από τους βασικούς λόγους που γράφω μουσική, δε

νομίζω, δυστυχώς, ότι τα ‘χω καταφέρει η μουσική μου να είναι ένα δώρο

προς Αυτόν. Δηλαδή στα έργα μου δεν μπορώ να πω ότι υπάρχει η δύναμη

του Θεού με μια τόσο πλούσια χειρονομία.

 

Ο θάνατος υπάρχει μέσα στη ζωή σου;

 

Ο θάνατος, μέσα στη ζωή μου, υπάρχει, γιατί τον σκέφτομαι. Υπάρχει, αλλά

με μια συμφιλιωμένη διάθεση. Και είτε με την παρηγοριά ότι θα πάω σε μια

άλλη ζωή, αλλά κι αν δεν πάω, η συμφιλίωση με το θάνατο είναι δεδομένη.

 

Πιστεύω. Το κομμάτι της θρησκείας είναι δεμένο με την καθημερινότητά

μου. Είμαι συνειδητά Χριστιανός κι ένα μεγάλο μέρος της προσωπικής μου

αλήθειας το αναζητώ μέσα στη θρησκεία. Προσπαθώ να γίνω καλύτερος. Θα

ήθελα να γίνω καλύτερος. Θα ήθελα κάθε μου στιγμή, κάθε πράξη και κάθε

έργο να έχει μία εξέλιξη προς το καλύτερο.

Αφήστε μια απάντηση