Μια παράξενη εκδίκηση βραδιά Αποκριάς

ΑΠΟ ΕΝΑ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ «ΤΥΠΟΣ» ΤΟΥ 1932

Μια παράξενη εκδίκηση βραδιά Αποκριάς
• Όταν η γυναίκα δεν είχε ακόμα ελευθερία κινήσεων
Απόκριες κι είναι καιρός να φέρουμε στο φως γεγονότα άγνωστα στον άνθρωπο της σημερινής εποχής, καθώς γράφτηκαν στα τοπικά χρονικά, όταν ο κόσμος ξεφάντωνε πολύ διαφορετικά από τους νέους της εποχής μας.
Ο χρονογράφος του «Τύπου», στο αφιέρωμα της Απόκριας 1932, αναπολεί ένα γλέντι χρόνια πολλά πίσω. Αν γι’ αυτόν είναι μια αναπόληση ρετρό, για μας είναι ακόμα παλαιότερη και οπωσδήποτε πιο ενδιαφέρουσα Σ’ αυτό το απολαυστικό κείμενο ανακαλύπτουμε στοιχεία από τον τρόπο ζωής, κι άλλα ενδιαφέροντα μιας εποχής που έχει χαθεί παντοτινά. Και δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε.
Γράφει λοιπόν ο γλαφυρότατος συνάδελφος σε άκρως νοσταλγικό ύφος εκείνη την Απόκρια του 1932.
 
Μια νοσταλγική αναδρομή
«Η τελευταία στροφή ενός μοντέρνου τραγουδιού σιγόσβηνε στο δρόμο, δίνοντας την αφορμή στον πιο ηλικιωμένο της παρέας να θυμηθεί τα παλιά και να φέρει στα μάτια μας το καρναβάλι εκείνου του καιρού, γαρνιρισμένο από την ομορφιά και τη γαλήνη, που κλείνει το μικρό και τότε και τώρα Ρεθυμνάκι.
«Ήταν, το θυμάμαι, άρχισε να λέει, η τελευταία Κυριακή των Απόκρεω.
Έκανε κρύο δυνατό και ήταν σχεδόν τρέλα να βγει κανείς μ’ αυτό τον καιρό από το σπίτι του.
Κι όμως εγώ βγήκα. Κάτι μ’ έσπρωχνε και χωρίς να σκεφτώ πήρα το δρόμο της ακροθαλασσιάς μα δεν μπόρεσα να προχωρήσω. Η θάλασσα αγριεμένη κτυπούσε στους τοίχους του σπιτιού, γιατί η προκυμαία δεν είχε γίνει ακόμη. (Από το στοιχείο αυτό καταλαβαίνουμε πότε περίπου συνέβη αυτό που διηγείται ο χρονογράφος). Γύρισα πίσω και πήρα άλλο δρόμο. Ύστερα από λίγο έφτασα. Το σπίτι που ήμουν καλεσμένος ήταν κατάφωτο. Οι λιγοστοί καλεσμένοι που είχαν έλθει, μαζί με τους ανθρώπους του σπιτιού ανήσυχοι με ρωτούσαν για την κατάσταση του καιρού και φοβόταν ότι θα μας χαλάσει τα σχέδια. Γελαστήκαμε όμως γιατί σιγά σιγά ο καιρός ησύχασε και όλοι ήλθαν αψηφώντας το κρύο. Έλειψαν μερικές από τις γυναίκες της παρέας και οι ηλικιωμένοι. Όλοι οι άλλοι ξέγνοιαστοι ριχτήκαμε στο γλέντι.
 
Μια μυστηριώδης παρουσία
Κόντευαν μεσάνυχτα και δεν περιμέναμε πια κανένα όταν η πόρτα άνοιξε και μια γυναίκα τυλιγμένη σ’ ένα μαύρο φόρεμα και σκεπασμένο το πρόσωπο εκτός από τα μάτια, μπήκε στη μέση της σάλας. Έμοιαζε σαν χανούμ. Όλοι την κοίταζαν κι έκαναν διάφορες υποθέσεις, μα τα δικά μου μάτια είχαν κολλήσει στα δικά της που έλαμπαν σαν δυο αστέρια δίνοντας φως ακόμα και στο σκούρο φόντο που δημιουργούσε το ντύσιμό της.
Προσπαθούσα να καταλάβω σε ποιαν ανήκαν εκείνα τα υπέροχα μάτια. Δεν τα κατάφερα. Τις Ρεθεμνιώτισσες τις ήξερα όλες αν και τότε τα κορίτσια δεν έβγαιναν τόσο ελεύθερα όπως τώρα. Ζούσαν μέσα στο σπίτι και περίμεναν, ονειροπολώντας τις απόκριες και τις άλλες εξαιρετικές ημέρες της εξόδου.
«Όχι δεν την έχω ξαναδεί έλεγα και της ζήτησα τον πρώτο χορό. Γλεντήσαμε σχεδόν ως το πρωί, οπότε πολύ πρωτύτερα από μας, έφυγε για να μείνει στη θέση της ένα τεράστιο ερωτηματικό.
 
Απορία χωρίς απάντηση
Μα ποια είναι επιτέλους ρωτήσαμε σχεδόν όλοι μαζί την οικοδέσποινα.
Πέστε την όπως θέλετε μα το ίδιο κάνει απάντησε και άλλαζε κουβέντα.
Δεν ξαναρωτήσαμε κι εγώ όσες φορές αναφέρομαι στο γεγονός που έχει τόσο επηρεάσει μιλώ για την άγνωστη με τα ωραία μάτια.
«Και τη μαύρη καρδιά», ακούστηκε μια φωνή από το βάθος.
Ήταν μια γριά που παρακολουθούσε τη συζήτηση χωρίς μέχρι εκείνη τη στιγμή να βγάλει λέξη.
Όλοι ξαφνιαστήκαμε, ενώ ο ηλικιωμένος φίλος που μας διηγιόταν την ιστορία αυτή σηκώθηκε, την πλησίασε και τη ρώτησε νευρικά.
«Ξέρετε και ‘σεις αυτή την ιστορία;»
«Ναι» ξανάπε εκείνη. «Δεν ξέρετε όμως την τραγωδία που έκρυβε η γυναίκα αυτή».
Κι άρχισε να διηγείται.
Δεσμευμένη μ’ έναν άνδρα που διαρκώς την παρεξηγούσε, ήρθε στο Ρέθυμνο τρεις μήνες, πριν από την αποκριάτικη βραδιά εκείνη, που σας έκανε εντύπωση. Και μέχρι τότε δεν είχε πάει ούτε πάρα πέρα από τη γειτονιά της.
Ο άντρας κρατούσε σχεδόν φυλακισμένη εκείνη τη γυναίκα την τόσο τίμια μα και τόσο όμορφη που θεωρούσε μεγάλο έγκλημα και την πιο απλή ελαφρότητα. Κι εκείνη υπέφερε σιωπηλά χωρίς κανένας να το ξέρει- και ποιος ξέρει πόσο ακόμα καιρό θα κρυβόταν- αν δεν γινόταν εκείνος ο χορός που ξέρουμε. Ήταν καλεσμένη με τον άνδρα της και περίμενε με λαχτάρα να φτάσει εκείνη η βραδιά. Εκείνος όμως σαδιστικά άλλαξε γνώμη. Μάταια εκείνη τον παρακάλεσε. Σε απάντηση άκουσε τον στριγκό ήχο της κλειδαριάς και το βαρύ βήμα του που απομακρυνόταν. Την είχε κλειδώσει στο σπίτι κι εκείνος βγήκε για τη συνηθισμένη του έξοδο.
«Φτάνει πια», φώναξε εκείνη και εντελώς αυθόρμητα άρχισε να ντύνεται. Το σπίτι επικοινωνούσε με το διπλανό από ένα παράθυρο.
Έβγαλε το άχτι της
Η καταπιεσμένη ηρωίδα μας βρήκε μια δικαιολογία στην οικοδέσποινα, τη μόνη που τη γνώριζε κι έμεινε όλη την νύκτα μαζί σας. Δεν ξέρω αν πήγε και πουθενά αλλού. Είχε εκδικηθεί.
Το πρωί ξαναγύρισε στο σπίτι της και η βουβή τραγωδία εξακολούθησε. Ίσως όμως και να διεκόπη. Ποιος ξέρει. Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε…»
Εδώ τελειώνει το χρονογράφημα της εφημερίδας «Τύπος» με υπογραφή ΡΕΑ. Δεν κατάλαβα αν υπήρχε σχέση της ηλικιωμένης με τη μυστηριώδη άγνωστη. Κάποιοι μπορεί να το υποθέσουν. Η χρονογράφος πάντως δεν το διευκρινίζει.
 
Όταν η γυναίκα έκρυβε το δράμα της
Όσο το διάβαζα θυμήθηκα μια από τις τόσες ωραίες αφηγήσεις της αξέχαστης Μαρίας Παπαϊωάννου.
Η κουβέντα ήρθε όταν είχε γίνει θέμα συζήτησης στην πόλη το πρόβλημα της ενδοοικογενειακής βίας.
Θα ήταν αρχές του 1980 που είχε ξεκινήσει και το νέο φεμινιστικό κίνημα στο Ρέθυμνο.
«Ήταν μεγάλο αμάρτημα μου είπε η Μαρία Παπαϊωάννου, να αποκαλύπτει μια γυναίκα όσα της συνέβαιναν μέσα στο σπίτι. Έπρεπε να τα παρουσιάζει όλα ρόδινα.
Εκείνο τον καιρό που σου αναφέρω είχε έρθει στην πόλη μας ένας νέος εισαγγελέας που φαινόταν αξιοπρεπής και απόλυτα κατάλληλος για το κοινωνικό του λειτούργημα.
Η γυναίκα του ήταν μια ωραιότατη κυρία με την οποία είχα άριστη συνεργασία σε φιλανθρωπικό έργο. Μια μέρα η φίλη μου ήρθε στη συνάντησή μας μαντιλοδεμένη. Ήταν αγένεια να εκφράσω απορία.
Κάποια μέρα βρέθηκα στη γειτονιά της και σκέφτηκα να χτυπήσω την πόρτα. Άκουσα κλάμα και άγριες φωνές. Δεν ξαναχτύπησα. Αλλά ενώ ετοιμαζόμουν να απομακρυνθώ ανοίγει η πόρτα και βγαίνει η φίλη μου. Με καλοδέχτηκε κι όπως μου ετοίμαζε το γλυκό μου στον ασημένιο δίσκο πρόσεξα μια μαυρίλα στο λαιμό περίεργη.
Η μεγαλύτερη όμως έκπληξή μου ήταν επιστρέφοντας από το λουτρό, που ζήτησα να πλύνω τα χέρια μου την είδα με την άκρη του ματιού μου να προσπαθεί να ξαναδέσει το μαντήλι στο κεφάλι της. Με τρόμο είδα να λείπουν ένα δυο τούφες μαλλιών. Και τότε κατάλαβα. Δεν είπα τίποτα. Ένιωσα όμως μεγάλη συμπόνια για τη φίλη μου που ζούσε μια τραγωδία χωρίς να επιτρέψει σε κανένα να καταλάβει το πρόβλημά της.
Μια ακόμα θλιβερή ιστορία που ταιριάζει κάπως με την αποκριάτικη αφήγηση στο χρονογράφημα, χωρίς βέβαια να έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους τα γεγονότα.
Το συμπέρασμα είναι ότι παρά τις δυσκολίες και τις όποιες απαγορεύσεις, κάθε γυναίκα διεκδικούσε από καταβολής κόσμου, με κάθε τρόπο, το δικαίωμα να γλεντήσει μια βραδιά αποκριάς που περίμεναν όλο τον χρόνο με λαχτάρα οι διψασμένοι για ψυχαγωγία Ρεθεμνιώτες.

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση