ΑΡΚΑΔΙ!

Το κλάμα του μωρού (Στη Μεγάλη Θυσία)

Ο θόλος, μισοσκόταδο, φοβίζει,

το λάδι στο λυχνάρι λιγοστεύει,

η σκλώπα δε μιλεί, δε μουρμουρίζει,

μια νύχτα φοβερή, ψυχές παιδεύει.

Μια νύχτα του Νοέμβρη εκεί στ’ Αρκάδι,

εκεί, που ήταν όλα σιωπηλά,

στο θόλο να σωθούν τρέχουν ομάδι,

γυναίκες, νέοι, γέροι και παιδιά.

Μια μάνα ακουμπά το μάγουλό της,

στο μάγουλο του άκακου μωρού,

δε σκέφτεται αυτή τον εαυτό της,

το τέκνο της που ειν’ λίγου καιρού.

Και τότε, να! σαν φτάσανε τ’ ασκέρια,

κι ακούγονται φωνές, κι αλαλαγμοί,

κυρίευσαν οι άπιστοι λημέρια,

κι εμπήκανε οι Τούρκοι στη Μονή.

Οι πόρτες αμπαρώνουν και δεν τρίζουν,

οι φλόγες κι οι φωτιές το θόλο ζώνουν,

φωνές και ουρλιαχτά όλους φοβίζουν,

καρδιές, μα και ψυχές, τότε ματώνουν.

Η λάμψη, το τρομάζει το κοπέλι,

το φέρει και αυτό στη σιγαλιά,

κι η μάνα, αιμορροούσα, τότε λέει:

«ΠΑΙΔΙ μου, ΣΥ χαρίζεις ΛΕΥΤΕΡΙΑ»

Συ, Νέε, που δεν έζησες το δράμα,

γονάτισε και τ’ άναψε κερί,

και κάμε, στο μωρό αυτό, το «Τάμα»,

«πως θα’ χεις τη σημαία μας στολή».

Και βάλε στο μυαλό σου αυτό το θέμα,

και δώσε ένα χρέος στα παιδιά,

σ’ αυτά που τότε χάρισαν το αίμα,

και ζούμε τώρα εμείς «τη λευτεριά».

Ιωάννης Σ. Μοσχονάς

Αφήστε μια απάντηση