Το λιμάνι του Ρεθέμνους και το χαμένο βίωμα

του Στρατῆ Ψάλτου
Δρ Κοινωνικῆς Ἀνθρωπολογίας καὶ Ἱστορίας
*

Στὶς ἡμέρες μας τὸ λιμάνι τοῦ Ρεθέμνους λειτουργεῖ κυρίως ὡς χῶρος τουριστικῆς ἑστίασης κι ἐμπορίου τουριστικῶν εἰδῶν. Ὡστόσο, κατὰ τὰ χρόνια τοῦ Μεσοπολέμου κι ἕως τὴ δεκαετία τοῦ 1970, συγκροτοῦσε μιὰ πολύπλοκη κοινωνικὴ καὶ οἰκονομικὴ πραγματικότητα, τῆς ὁποίας ἡ διαμόρφωση καθοριζόταν σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀπὸ τὴν πρακτικὴ τοῦ ἀρόδο. Ἡ λέξη ἐτυμολογικὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἰταλικὴ λέξη rado καὶ σημαίνει ρόδα, τροχός, καὶ ἡ φράση a rodo ἢ a rado μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ μὲ τὸ «ἐδῶ γύρω» ἤ, ἀναφερόμενη στὴ θάλασσα, σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν ἀκτή. Μὲ τὴ σημασία αὐτὴ ἡ λέξη ἔγινε ναυτικὸς ὅρος καὶ σημαίνει τὴ σύντομη παραμονὴ τοῦ πλοίου ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι.

Τὸ μέγεθος τοῦ Ἑνετικοῦ λιμανιοῦ τοῦ Ρεθέμνους μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα μποροῦσε νὰ ἐξυπηρετήσει τὶς γαλέρες καὶ τὰ μπρίκια ποὺ ἔφθαναν σὲ αὐτό. Τὰ πράγματα ἄλλαξαν ἐντὸς τοῦ 19ου αἰῶνος. Βεβαίως, δὲν εἴχαμε τὴν ἄμεση ἐξαφάνιση τῶν ἱστιοφόρων. Γιὰ μιὰ σειρὰ ἀπὸ λόγους, ὅπως τὰ χαμηλὰ ναῦλα, τὸ χαμηλὸ κόστος κατασκευῆς καὶ κίνησης, τὰ ἱστιοφόρα συνέχισαν νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ μπαίνουν στὸ λιμάνι μέχρι τὰ χρόνια τοῦ Μεσοπολέμου. Ὡστόσο, ἡ μεγάλη ἀλλαγὴ συνίσταται στὴν ἐμφάνιση τῶν ἀτμόπλοιων.

Τὸ 1836 ἱδρύθηκε ἡ Osterreichischer Lloyd καὶ στὶς 16 Μαΐου 1837 τὸ πρῶτο τροχήλατο ἀτμόπλοιο Arciduca Ludovico ἀναχωροῦσε ἀπὸ τὴν Τεργέστη γιὰ Ἀγκώνα, Κέρκυρα, Πάτρα, Πειραιά, Σύρο, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη. Ἔκανε τὸ δρομολόγιο αὐτὸ δύο φορὲς τὸν μήνα καὶ στὴ Σύρο εἶχε ἀνταπόκριση μὲ ἄλλο πλοῖο τῆς Lloyd, τὸ Conte Kolowrat, τὸ ὁποῖο ἔκανε τὴ γραμμὴ Σύρου-Ἀλεξάνδρειας μὲ προσέγγιση στὰ Χανιά, τὸ Ρέθυμνο καὶ τὸ Ἡράκλειο τῆς ὑπὸ αἰγυπτιακὴ διοίκηση τότε Κρήτης.

Ἀπὸ τὸ 1857 τὰ τρία αὐτὰ λιμάνια τῆς Κρήτης ἐξυπηρετοῦνταν καὶ ἀπὸ ἀτμόπλοια τῆς ἑλληνικῆς ἀτμοπλοϊκῆς ἑταιρείας, ποὺ ἱδρύθηκε στὴν Ἐρμούπολη τῆς Σύρου, ἐνῶ ἀπὸ τὸ 1870 καὶ ἡ τουρκικὴ ἀτμοπλοϊκὴ ἑταιρεία ἐνέταξε τὴν Κρήτη στὴ γραμμὴ τῆς Κωνσταντινούπολης, Σμύρνης, Ἀλεξάνδρειας, Βεγγάζης καὶ Μάλτας (Manos Perakis, “Structural Shipping Transformation under Radical Political Changes on the Island of Crete, 1877-1913” in International Journal of Maritime History, 25/1, pp.127-148).

Τὰ ἀτμόπλοια ποὺ ἦταν κάτω τῶν πενήντα τόνων, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ Ἄφοβος, μποροῦσαν νὰ μποῦν στὸ λιμάνι. Ὅμως τὸ Conte Kolowrat, ὅπως καὶ ὅλα τα ἄλλα ἀτμόπλοια — ἐπιβατηγὰ καὶ ἐμπορικά — ποὺ ξεπερνοῦσαν τοὺς πενήντα τόνους, δὲν εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ εἰσέλθουν. Ἔτσι, σταματοῦσαν ἀρόδο, δηλαδὴ ἔριχναν τὴν ἄγκυρα σὲ ἀπόσταση 200–300 μέτρων ἀπὸ τὴν ἀκτή, ὅπου παρέμεναν ὅσο χρειαζόταν, προκειμένου νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ἐπιβίβαση καὶ ἀποβίβαση τῶν ταξιδιωτῶν, καθὼς καὶ ἡ φόρτωση ἢ ἐκφόρτωση τῶν ἐμπορευμάτων.

Ἡ κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο προσέγγιση ἔφερε στὰ λιμάνια τῆς Κρήτης νέα οἰκονομικὰ καὶ κοινωνικὰ δεδομένα. Ἀπὸ αὐτὰ ἀναχωροῦσαν ἢ ἔφθαναν προϊόντα γεωργίας καὶ ἁλιείας — λάδι, χαρούπια, κίτρα, φιστίκια, ψάρια — ἀλλὰ καὶ προϊόντα μεταποίησης καὶ βιοτεχνίας, ὅπως σαπούνια. Στὸ λιμάνι συναντοῦσες καὶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ συνδέονταν μὲ αὐτὲς τὶς δραστηριότητες: ἐμπόρους, ταξιδιωτικούς πράκτορες, λεμβούχους, λιμενεργάτες, καραγωγεῖς, ψαράδες. Ἔτσι, διαμορφωνόταν ἕνας σύνθετος κοινωνικὸς ἱστός, ὁ ὁποῖος συνδεόταν μὲ τὴν ἀντίστοιχη ὀργάνωση καὶ λειτουργία τοῦ λιμανιοῦ.

Γιὰ νὰ ἀποδοθεῖ μία σαφέστερη εἰκόνα, ἀκολουθεῖ ἡ τοπογραφικὴ περιγραφὴ τῶν κτιρίων που σχετίζονταν μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς δραστηριότητες τοῦ λιμανιοῦ μέχρι καὶ τὴ δεκαετία τοῦ  ᾿60. Ἡ ἀποτύπωση αὐτὴ τῆς τοπογραφίας ἔγινε μὲ βάση κάποιες γραπτὲς πηγές, κυρίως ὅμως ἒγινε χάρη στὴ βοήθεια ποὺ μοῦ προσέφεραν μὲ τὶς προφορικές τους μαρτυρίες κάποιοι Ρεθεμνιῶτες, ὅπως ὁ Μανώλης Θ. Καρνιωτάκης, ὁ μακαρίτης ὁ Σταῦρος Τσουμενῆς, ὁ Ἀλέξανδρος Λιουδάκης, ὁ Δημήτρης Καλαϊτζιδάκης, ὁ Στέλιος Κουμιώτης, ὁ Λευτέρης Κουμιώτης καὶ ὁ Μανώλης Γαλανάκης, τοὺς ὁποίους εὐχαριστῶ ἀπὸ καρδιᾶς.

Γραφεία, αποθήκες, εργαστήρια κι εργοστάσια

Ἡ κύρια παραγωγικὴ δραστηριότητα τῆς περιοχῆς τοῦ Ρεθύμνου τὴν περίοδο τοῦ Μεσοπολέμου ἦταν ἡ παραγωγὴ τοῦ λαδιοῦ καὶ ἡ ἐπεξεργασία του, κυρίως γιὰ τὴν κατασκευὴ σαπουνιοῦ. Ἔτσι, τὰ κύρια προϊόντα ποὺ ἐκτελωνίζονταν στὸ λιμάνι ἦταν λάδι καὶ σαπούνια. Ὡστόσο, μαζὶ μὲ αὐτὰ διακινοῦνταν καὶ ἄλλα ἀγροτικὰ προϊόντα μικρότερης παραγωγῆς, ὅπως χαρούπια, κίτρα καὶ φιστίκια. Τὸ σύνολο τῶν ἐπιχειρηματιῶν τοῦ Ρεθύμνου ποὺ σχετίζονταν μὲ τὴν παραγωγὴ καὶ τὴν ἐμπορία αὐτῶν τῶν προϊόντων περιγράφεται ἀπὸ τὸν Δημήτρη Π. Ποθουλάκη στὸ βιβλίο του Τὸ Ρέθυμνος ποὺ ἔφυγε (2008). Ἡ δική μου ἀναφορὰ περιορίζεται στοὺς ἐπιχειρηματίες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν σχέση μὲ τὸ λιμάνι.

Διαφήμιση Πρακτορείου Γοβατζιδάκη

Στὸ λιμάνι εἶχαν πρακτορεῖα καὶ ἀποθῆκες ἐμπορευμάτων ἀρκετὲς οἰκογένειες. Γιὰ παράδειγμα, στὴ νότια πλευρὰ τοῦ λιμανιοῦ, ξεκινώντας ἀπὸ τὸ στόμιο πρὸς τὰ μέσα, τὸ πρῶτο κτίριο εἶναι ἕνα διώροφο, στὸ ἰσόγειο τοῦ ὁποίου στεγαζόταν τὸ ταξιδιωτικὸ πρακτορεῖο τοῦ Γοβατζιδάκη, ἐνῶ στὸν ὄροφο βρισκόταν ἡ κατοικία τῆς οἰκογένειλας του (ἀρ. 1). Ἐπίσης, στὴ νότια πλευρά, τὸ τριώροφο κτίριο ποὺ εἶναι τέταρτο ἀπὸ τὸ στόμιο πρὸς τὰ μέσα ἀποτελεῖ ἰδιοκτησία τῆς οἰκογένειας Δελήμπαση καὶ τὸ ἰσόγειό του χρησιμοποιήθηκε τὰ μεταπολεμικὰ χρόνια ὡς ἀποθήκη τσιμέντων καὶ ξυλείας (ἀρ. 4).

Ὡστόσο, παρὰ τὴν παρουσία ἀρκετῶν οἰκογενειῶν ποὺ συνδέονταν μὲ τὴν ἐμπορικὴ δραστηριότητα τοῦ λιμανιοῦ, δύο ξεχώριζαν: ἡ οἰκογένεια Γαγάνη καὶ ἡ οἰκογένεια Χαμαράκη. Γενάρχης τῆς οἰκογένειας Γαγάνη, τὴν ἐποχὴ τῆς οἰκονομικῆς της ἰσχύος, ἦταν ὁ Παντελῆς Γ. Γαγάνης, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὸ Ἀτσιπόπουλο τὸ 1855. Ἦταν φτωχὸς βιοπαλαιστὴς καὶ τὸ εἰσόδημά του δὲν ἦταν ἀρκετό, γιὰ νὰ θρέψει τὴν πολυμελὴ οἰκογένειά του. Ἔτσι, μετακόμισε στὸ Ρέθυμνο καὶ ἄνοιξε ἕνα κατάστημα λιανικοῦ καὶ χοντρικοῦ ἐμπορίου στὴν ὁδὸ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ἀπ᾿ ὃπου ἄρχισε νὰ ἐμπορεύεται διάφορα προϊόντα καὶ κυρίως ἐλαιόλαδο καὶ χαρούπια. Ὅταν τὸ 1920 πέθανε, τὴν οἰκογενειακὴ ἐπιχείρηση τὴν ἀνέλαβε ὁ πρωτότοκος γιός του Γεώργιος, ποὺ εἶχε γεννηθεῖ τὸ 1892, μαζί μὲ τὰ ἀδέλφια του Βασίλειο, Δημοσθένη, Ἀντώνη καὶ Ὀδυσσέα, συστήνοντας τὴν ἑταιρεία Παντελῆς Γαγάνης καὶ Υἱοὶ Ο. Ε.

Γεώργιος Π. Γαγάνης

Ἡ οἰκογένεια Γαγάνη εἶχε στὴν ἰδιοκτησία της καὶ πρακτορεῖο στὸ λιμάνι, τὸ ὁποῖο λειτουργοῦσε ὁ Γιῶργος Δημητρακάκης (ἀρ. 2). Καθὼς ἡ ἑταιρεία χρειαζόταν ἀποθῆκες στὸ λιμάνι, ἀγόρασε τὴν περίοδο τοῦ Μεσοπολέμου σταδιακὰ τρία κτίρια. Συγκεκριμένα, στὴ νότια πλευρὰ τοῦ λιμανιοῦ ἀγόρασε τὸ πέμπτο, τὸ ἕκτο καὶ τὸ ἕβδομο κτίριο ἀπὸ τὸ στόμιο πρὸς τὰ μέσα καὶ τὰ μετέτρεψε σὲ ἀποθῆκες, ἐνῶ οἱ ἐπάνω ὄροφοί τους χρησιμοποιήθηκαν ὡς οἰκίες (ἀρ. 5, 6 & 7). Σύμφωνα μὲ τὴν μαρτυρία τοῦ ἀπογόνου τῆς οἰκογένειας, τοῦ σχεδὸν ἐνενηντάχρονου σήμερα Παντελῆ Γαγάνη, τὰ κτίρια αὐτὰ πρὶν περάσουν στὴν ἰδιοκτησία τῆς οἰκογένειας ἦταν καρνάγια καὶ στὰ δωμάτια τῶν ἐπάνω ὀρόφων ἔμεναν οἱ τεχνίτες ποὺ ἔρχονταν στὸ Ρέθυμνο γι’ αὐτὴ τὴ δουλειά.

Ἡ οἰκογένεια Γαγάνη, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀποθῆκες της, διέθετε στὸ λιμάνι καὶ δύο ἐργοστάσια. Τὸ πρῶτο βρισκόταν στὸ οἰκοδομικὸ τετράγωνο ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Ἀρκαδίου, ἀπὸ τὴ γωνία τῆς Νεάρχου ἕως τὴ γωνία τῶν Ψαρῶν, καὶ παρήγαγε ζυμαρικά, φυστίκια καὶ χαλβὰ (ἀρ. 15). Τὸ δεύτερο, σαπωνοποιεῖο, βρισκόταν στὴν ἄκρη τῆς Ἀρκαδίου πρὸς τὸ Κιουλούμπαση· λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν πόλεμο καταστράφηκε ἀπὸ πυρκαγιά. Τὸ οἰκόπεδο ἀγοράστηκε ἀπὸ τὸν Χρῆστο Τζιφάκη, τοῦ ὁποίου ἡ κόρη παντρεύτηκε τὸν γιατρὸ Νικόλαο Κοκονά. Μετὰ τὸν πόλεμο ἀνεγέρθηκε στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ κλινικὴ ποὺ ἔγινε γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ τελευταίου (ἀρ. 32). 

Γεώργιος Ε. Χαμαράκης

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν οἰκογένεια Γαγάνη, σημαντικὸ ρόλο στὴ διαμόρφωση τῆς ἐμπορικῆς ζωῆς τοῦ λιμανιοῦ τὰ χρόνια τοῦ Μεσοπολέμου καὶ τὰ πρῶτα μεταπολεμικὰ χρόνια διαδραμάτισε καὶ ἡ οἰκογένεια Χαμαράκη. Γενάρχης τῆς οἰκογένειας, τὴν ἐποχὴ τῆς οἰκονομικῆς της ἰσχύος, ἦταν ὁ Εὐάγγελος Χαμαράκης, ἕνας εὔπορος ἔμπορος, ποὺ εἶχε ἐλαιουργεῖο στὴν Πηγὴ τῆς περιοχῆς Ἀρκαδίου. Ὁ γιὸς του Γεώργιος Χαμαράκης, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε τὸ 1880, εἶχε ἀνάμιξη στὰ πολιτικὰ δρώμενα τῆς ἐποχῆς, καθὼς στὶς 19 Μαΐου 1912 ἦταν ἀνάμεσα στοὺς Κρῆτες ἀντιπροσώπους ποὺ μετέβησαν στὴν Ἀθήνα, πιέζοντας γιὰ ἕνωση τῆς Κρήτης μὲ τὴν Ἑλλάδα. Διετέλεσε πρῶτος πρόεδρος τοῦ Ἐπιμελητηρίου τοῦ Ρεθύμνου ἀπὸ τὸ 1935 ἕως τὸ 1947.

Παντρεύτηκε καὶ τὸ 1916 ἀπέκτησε δύο δίδυμους γιούς, τὸν Εὐάγγελο καὶ τὸν Κωνσταντῖνο. Μέχρι τὸν θάνατό του τὸ 1962 ἐπέκτεινε τὶς ἐμπορικὲς δραστηριότητες τοῦ πατέρα του, ἀποκτώντας μιὰ σειρὰ ἀπὸ ἀποθῆκες, μαγαζιὰ καὶ γραφεῖα στὸ λιμάνι. Στὸ ἰσόγειο τοῦ κτιρίου ποὺ βρίσκεται στὴν ἀριστερὴ γωνία τῆς Ψαρῶν, καθὼς τὴν βλέπουμε ἀπὸ τὴ θάλασσα, ἦταν ἡ ἀποθήκη τῆς οἰκογένειας Χαμαράκη τὰ πρῶτα μεταπολεμικὰ χρόνια. Στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ’50 ὁ Μανώλης Λιουδάκης νοίκιασε τὸν χῶρο καὶ τὸν ἔκανε καφενεῖο. Στὴν ἀρχὴ εἶχε μόνο τὸν γωνιακὸ χῶρο (ἀρ. 22), ἀλλὰ στὴ συνέχεια ἐνσωμάτωσε καὶ τὸν χῶρο τῆς διπλανῆς ἀποθήκης (ἀρ. 21). Ἐπίσης, στὴ νότια πλευρὰ τοῦ λιμανιοῦ, ἡ οἰκογένεια Χαμαράκη (ἀρχικῶς ὁ Γεώργιος, καὶ στὴ συνέχεια ὁ Κώστας καὶ ὁ Χριστόφορος Χαμαράκης – Παπαϊωάννου)εἶχε στὴν ἰδιοκτησία της τὸ κτίριο, στὸ ἰσόγειο τοῦ ὁποίου βρισκόταν τὸ καφενεῖο τοῦ Ἠλιάδη (ἀρ. 3).

Ἡ οἰκογένεια Χαμαράκη εἶχε καὶ ἄλλη ἀποθήκη στὸ λιμάνι καὶ συγκεκριμένα στὴν δυτικὴ πλευρά του, στὴν τέταρτη καμάρα δεξιά τῆς Ψαρῶν, ὅπως βλέπουμε τὰ κτίρια ἀπὸ τὴ θάλασσα. Μέχρι τὰ χρόνια του Μεσοπολέμου ἡ καμάρα αὐτὴ μαζὶ μὲ τὶς δύο προηγούμενες ἦταν διαμπερεῖς κι ἑνιαῖες, καὶ ἀποτελοῦσαν τὸν λιμανιώτη καφενὲ τὸν μουσουλμάνων τοῦ Ρεθέμνους. Τὰ χρόνια ὕστερα ἀπὸ τὸν πόλεμο οἱ δύο προηγούμενες καμάρες ἔγιναν ξεχωριστοὶ καφενέδες, ἐνῶ αὐτὴ μετατράπηκε σὲ ἀποθήκη λαδιοῦ τῆς οἰκογένειας Χαμαράκη (ἀρ. 28).

Στὴν ἀμέσως ἑπόμενη καμάρα, δεξιὰ ἀπὸ τὴν ἀποθήκη τοῦ Χαμαράκη, μέχρι τὴ δεκαετία τοῦ ’60 λειτουργοῦσε τὸ γραφεῖο ἐκτελωνισμοῦ τοῦ Μιχάλη Καλαϊτζιδάκη (Μπομπόλα) καὶ τοῦ Γιώργου Ζαμπετάκη. Ὅταν τὸ γραφεῖο μεταφέρθηκε τὴ δεκαετία τοῦ ’60, ὁ χῶρος λειτούργησε γιὰ λίγο διάστημα ὡς καφενεῖο ἀπὸ τὴ χήρα τοῦ Χαράλαμπου Τσουντάνη, Γλυκερία (ἀρ. 29).

Το βαρελάδικο του Βερνάδου

Στὴν ἑπόμενη καμάρα βρισκόταν ἡ ἀποθήκη ποὺ χρησιμοποιοῦσε ὁ συνεταιρισμὸς τῶν ἁλιέων τοῦ Ρεθέμνους, ὁ ὁποῖος εἶχε στὴν ἰδιοκτησία του τὴν τράτα Ποσειδῶν (ἀρ. 30). Δίπλα ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ βαρελάδικα τοῦ λιμανιοῦ, τὸ βαρελάδικο τοῦ Κλειδῆ. Στὴ συνέχεια ὁ χῶρος ἔγινε ἀποθήκη τῆς τράτας Ζωοδόχος Πηγὴ τοῦ Λευτέρη Λιονῆ, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὸ Ἀτσιπόπουλο (ἀρ. 31).

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ βαρελάδικο τοῦ Κλειδῆ στὸ λιμάνι ὑπῆρχε καὶ τὸ βαρελάδικο τῆς οἰκογένειας Βερνάδου, ἀρχικῶς τοῦ Μύρωνα καὶ στὴ συνέχεια τοῦ γιοῦ του Ποθητοῦ (ἀρ. 17). Τὸ κτίριο εἶναι διαμπερὲς μὲ τὴ μιὰ πόρτα νὰ βλέπει στὸ λιμάνι, κάτω ἀπὸ τὴ σκάλα ποὺ ἀνέβαζε στὸ σωματεῖο τῶν λιμενεργατῶν, καὶ τὴν ἄλλη στὴ Νεάρχου, ἀνάμεσα στὸ μαγέρικο τοῦ Λάριου (ἀρ. 16) καὶ σ’ ἕνα μικρὸ μαγαζί, στὸ ὁποῖο τὰ πρῶτα μεταπολεμικὰ χρόνια στεγαζόταν τὸ μαγαζὶ τοῦ Παυλῆ, γιοῦ τοῦ Γιώργου Κανελλάκη, στὸ ὁποῖο πουλοῦσε εἴδη ἁλιείας καὶ πετρέλαιο γιὰ τὰ καΐκια (ἀρ. 19).

Στὸ λιμάνι ὑπῆρχε καὶ τὸ ξυλουργεῖο ἢ ἀλλιῶς κορδέλα τῶν ἀδελφῶν Λαγουδάκη, τὸ ὁποῖο εἶχαν οἱ γιοὶ τοῦ γέρο Λαγοῦ, ὁ Δῆμος, ὁ Γρηγόρης, ὁ Γιάννης καὶ ὁ Δαμιανός. Βρισκόταν στὸ ἰσόγειο τῶν κτιρίων ἀριστερά, πρὶν μποῦμε στὸ στενό τῆς Νεάρχου (ἀρ. 8, 9). Ἐδῶ οἱ κορμοὶ τῶν δέντρων μετατρέπονταν σὲ τάβλες καὶ σανίδες, προκειμένου νὰ χρησιμοποιηθοῦν γιὰ διάφορες κατασκευές. Ἡ δουλειά τοῦ ξυλουργείου ἦταν μεγάλη κυρίως τὴν ἐποχὴ ποὺ δούλευε καὶ ὁ ταρσανάς, καθὼς τὰ ξύλα ποὺ κόβονταν τὰ ἔπαιρναν στὸν ταρσανὰ οἱ καραβομαραγκοί, ὅπως ὁ Ἄγγελος Πατάτας ἢ ὁ Στέλιος Γαλανάκης, προκειμένου νὰ τελειώσουν τὸ χτίσιμο κάποιου πλεούμενου.

Τα καφενεία και τα μαγέρικα

Ἀφήνοντας τοὺς χώρους ποὺ συνδέονταν μὲ τὴν ἐμπορικὴ δραστηριότητα, ἡ περιγραφὴ τώρα μπορεῖ νὰ στραφεῖ στοὺς χώρους, στοὺς ὁποίους ἡ ζωή τοῦ λιμανιοῦ περνοῦσε σὲ στιγμὲς ἀνάπαυλας, συμποσιασμοῦ καὶ γλέντιοῦ· στὰ καφενεῖα καὶ τὰ μαγέρικα. Ὁ πιὸ παλιὸς καφενὲς τοῦ λιμανιοῦ ἦταν ὁ καφενὲς τῶν μουσουλμάνων τοῦ Ρεθέμνους ἢ ἀλλιῶς ὁ καφενὲς τοῦ Ταλίπ. Βρισκόταν στὴ δυτικὴ πλευρὰ τοῦ λιμανιοῦ, ἔχοντας τρεῖς συνεχόμενες διαμπερεῖς καμάρες μὲ τὴ μιὰ ὄψη τους στὸ λιμάνι (ἀρ. 26, 27 καὶ 28) καὶ τὴν ἄλλη στὴν τότε ὁδὸ Πηγῆς (σήμερα Ἀρκαδίου). Γιὰ τὸν καφενὲ αὐτὸ ὑπάρχει ἕνα ποίημα τοῦ Γιώργη Καλομενόπουλου (1964) μὲ τὸν τίτλο Τοῦ Ταλὶπ ὁ καφενές – Οἱ Τοῦρκοι λιμανίτες τοῦ παλιοῦ Ρεθύμνου, ὡστόσο ἡ πιὸ σημαντικὴ περιγραφὴ τοῦ καφενὲ εἶναι αὐτὴ τοῦ Παντελῆ Πρεβελάκη, ἡ ὁποία περιλαμβάνεται στὸ βιβλίο του Τὸ Χρονικὸ μιᾶς Πολιτείας (1938).

Οἱ μουσουλμάνοι Κρῆτες ἔφυγαν ἀπὸ τὸ Ρέθεμνος τὸ 1924, ὕστερα ἀπὸ τὴ συνθήκη τῆς Λωζάννης. Στὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν ἔγιναν ἐπεμβάσεις στὸ κτίριο καὶ οἱ καμάρες του ἔπαψαν νὰ ἔχουν πρόσβαση στὴν Ἀρκαδίου. Ταυτόχρονα, ὁ καφενὲς χωρίστηκε σὲ τμήματα. Στὴν αριστερή καμαρόπορτα ὕστερα ἀπὸ τὸν πόλεμο ἐγκαταστάθηκε ὁ Λευτέρης Δασκαλάκης ἢ Δασκάλιος (ἀρ. 26). Ὁ Δασκάλιος ἀρχικῶς ἦταν λιμενεργάτης. Ὑπάρχει καὶ μιὰ φωτογραφία τοῦ Συνδέσμου Λιμενεργατῶν Ρεθύμνης τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿50, ἔξω ἀπὸ τὸ γραφεῖο τους, στὴν ὁποία ἀνάμεσα στοὺς λιμενεργάτες φαίνεται καὶ ὁ Δασκάλιος. Τὴ δεκαετία τοῦ ’50 ἄνοιξε αὐτὸ τὸ καφενεῖο στὴ δυτικὴ πλευρὰ τοῦ λιμανιοῦ καὶ τὸ λειτούργησε μέχρι τὸ 1965.

Σήφης (Σήφακας) Μανούσακας, καφετζής, είχε το καφενείο που στη συνέχεια το πήρε ο Αχιλλέας Τσομπανάκης

Στὴ μεσαία καμαρόπορτα τοῦ τουρκικοῦ καφενὲ (ἀρ. 27) στεγάστηκε ὁ καφενὲς τοῦ Σήφη (Σήφακα) Μανούσακα, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀργυρούπολη Ρεθύμνου. Γράφει ὁ Δημήτρης Π. Ποθουλάκης στὸ βιβλίο του Τὸ Ρέθυμνος ποὺ ἔφυγε γιὰ τὸν καφενὲ αὐτόν: «φάνταζε μὲ τὸν ἐντυπωσιακὸ ψηλοτάβανο θόλο του. Στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας στὸν καφενὲ αὐτὸ σύχναζαν μόνο ἀγάδες καὶ μεγαλοκαραβοκύρηδες Τοῦρκοι, γιὰ νὰ πάρουν τὸν ναργιλέ τους» (σ. 156). Ὁ Σήφακας βάφτισε τὸν Δημήτρη, γιὸ τοῦ Ἀχιλλέα Τσομπανάκη, ὁ ὁποῖος ἐργαζόταν στὸ μαγαζί. Ἀπὸ τὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿60 ὁ Αχιλλέας ἀνέλαβε τὴ λειτουργία τοῦ καφενείου, ἐπεκτείνοντας παράλληλα τὴ δραστηριότητά του καὶ στὸν γειτονικὸ χῶρο (ἀρ. 26), ποὺ εἶχε μείνει κενὸς ὕστερα ἀπὸ τὴ μετακίνηση τοῦ Δασκάλιου, φτιάχνοντας τὴν ταβέρνα Ζέφυρος.

Δίπλα σε αὐτὰ τὰ καφενεῖα, ἀκριβῶς πάνω στὴ δεξιὰ γωνία τῆς Ψαρῶν, ὅπως τὴ βλέπουμε ἀπὸ τη θάλασσα, βρίσκεται ἕνα διώροφο κτίριο. Τὰ μεταπολεμικὰ χρόνια στὸνδεύτερο ὄροφο αὐτοῦ τοῦ κτιρίου βρισκόταν τὸ γραφεῖο τοῦ Σωματείου τῶν λεμβούχων μὲ πόρτα καὶ σκάλα πρόσβασης ἀπὸ τὴν ὁδὸ Ψαρῶν. Στὸ ἰσόγειό του ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿60 ὁ Μανώλης Λιουδάκης ἄνοιξε τὸ πρῶτο καφενεῖο του στὸ λιμάνι (ἀρ. 23). Ὅταν ἔφυγε καὶ πῆγε στὴν ἄλλη γωνιὰ τῆς Ψαρῶν (ἀρ. 22), τὸ καφενεῖο τὸ πῆρε ὁ Πανάγος Παρασύρης ἀπὸ τὸν Πάνορμο Ρεθέμνους. Τὴ δεκαετία τοῦ ᾿70, ὅταν ὁ Πανάγος μετακινήθηκε στὴν ὁδὸ Χειμάρρας, τὸ καφενεῖο πέρασε στὰ χέρια τοῦ Σήφη Σταυρουλάκη, ποὺ εἶχε ἔρθει στὸ Ρέθυμνο ἀπὸ τὸ χωριὸ Καλονύκτι. 

Ο Κρικόρ Κασαπιάν παίζει μαντολίνο στο μαγέρικό του μαζί με τον Καρεκλά στη λύρα

Πίσω ἀπὸ τὸ κτίριο ποὺ στεγαζόταν τὸ καφενεῖο τοῦ Σταυρουλάκη (ἀρ. 23) καὶ πίσω ἀπὸ τὰ δύο καφενεῖα τοῦ Δασκάλιου καὶ Σήφακα (ἀρ. 26 καὶ 27) βρισκόταν ἡ ἰδιοκτησία τοῦ Βαρδαμίδη, ὁ ὁποῖος εἶχε ἱστιοφόρο κι ἔφερνε στὸ Ρέθυμνο πήλινα τσουκάλια καὶ ἄλλα παρόμοια εἴδη (ἀρ. 24). Ἀκόμη πιὸ πίσω, στὴ γωνία τῆς Ψαρῶν μὲ τὴν Ἀρκαδίου βρίσκεται ἕνα διώροφο κτίριο (ἀρ. 25). Στὸν πρῶτο ὄροφό του ἔμενε ἡ οἰκογένεια τοῦ Σάββα Πατάτα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔρθει πρόσφυγας ἀπὸ τὴ Νέα Φώκαια. Ὁ ἴδιος, ὅπως καὶ ὁ ἀδελφός του Νίκος, ἦταν πλανόδιοι πωλητὲς στὸ Ρέθυμνο καὶ πουλοῦσαν ψάρια. Στὸ ἰσόγειο τοῦ κτιρίου τὸ 1961 ἄνοιξε τὸ μαγέρικό του ὁ Ἀρμένιος Κρικὸρ Κασαπιάν.

Τὸ ἰσόγειο τοῦ κτιρίου ποὺ βρίσκεται στὴν ἀριστερὴ γωνία τῆς Ψαρῶν, καθὼς τὴν βλέπουμε ἀπὸ τὴν θάλασσα, τὰ πρῶτα μεταπολεμικὰ χρόνια ἦταν ἀποθήκη τῆς οἰκογένειας Χαμαράκη (ἀρ. 21 καὶ 22). Ἡ ἐξωτερικὴ σκάλα στὰ ἀριστερά τοῦ κτιρίου, περνάει πάνω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ διπλανοῦ βαρελάδικου ποὺ εἶχε ὁ Βερνάδος, καὶ ὁδηγοῦσε στὸν ὂροφο, στὸν πρῶτο χῶρο τοῦ ὁποίου τὴ δεκαετία τοῦ ’50 καὶ τοῦ ’60στεγαζόταν τὸ γραφεῖο τοῦ Σωματείου τῶν λιμενεργατῶν Ρεθύμνης, ἐνῶ στὸν διπλανὸ χῶρο βρισκόταν τὴ δεκαετία τοῦ ᾿50 ἡ οἰκία τῆς οἰκογένειας Θοδωρῆ Καρνιωτάκη. Στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿50 ἦρθε ἐδῶ ὁ Μανώλης Λιουδακης, νοικιάζοντας ταυτόχρονα καὶ τὸ ἰσόγειο, τὸ ὁποῖο ἔκανε καφενεῖο. Ἀρχικῶς εἶχε μόνο τὸν γωνιακὸ ἰσόγειο χῶρο (ἀρ. 22), ἀλλὰ στὴ συνέχεια ἐνσωμάτωσε καὶ τὸν χῶρο τῆς διπλανῆς ἀποθήκης τοῦ Κώστα Χαμαράκη (ἀρ. 21).

Ο καπετάν Νικόλας Κουμιώτης ή Βράκας στο λιμάνι

Ἡ πόρτα δίπλα στὴν ἀποθήκη τοῦ Χαμαράκη ἦταν ἡ πόρτα τοῦ βαρελάδικου τοῦ Βερνάδου (ἀρ. 17). Πάνω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ βαρελάδικου περνάει μία ἐξωτερικὴ σκάλα καὶ ἀπέναντι σὲ αὐτὴ ὑπάρχει μία ἄλλη. Ἀνάμεσα σὲ αὐτὲς τὶς δύο ἐξωτερικές σκάλες εἶναι ἕνα παραθύρι. Σὲ αὐτὸ τὸ παραθύρι ἔβλεπες τὴ δεκαετία τοῦ ’60 νὰ κάθεται ὁ καπετάν Νίκος Κουμιώτης (Βράκας), γέρος πια, καὶ νὰ ἀγναντεύει τὸ λιμάνι. Ὅταν τὸ σπίτι του στὴν ὁδὸ Μακεδονίας καταστράφηκε ἀπὸ βομβαρδισμὸ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πολέμου, ἀναγκάστηκε νὰ φύγει καὶ νὰ ψάξει γιὰ καινούργιο σπίτι. Ἡ ἀγάπη του γιὰ το λιμάνι τὸν ὁδήγησε νὰ νοικιάσει αὐτὸ τὸ σπίτι. 

Ὅταν καμιά φορά τὸ ἔφερνε ἡ κουβέντα, ὁ καπετὰν Κουμιώτης ἔλεγε: «Ἦταν γραφτό μου τὸ δικό μου τὸ σπίτι νὰ τὸ χαλάσουν οι Γερμανοί, γιὰ νὰ ἔρθω νὰ πεθάνω ἐδὼ στὸ λιμάνι». Στὸ ἰσόγειο αὐτοῦ τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ ἡ κύρια πόρτα του βλέπει στὴν ὁδὸ Νεάρχου, ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’60 καὶ μέχρι τὴ δεκαετία τοῦ ’80 ὁ Μιχάλης Κουμιώτης, γιὸς τοῦ καπετὰν Βράκα, λειτούργησε τὴν ταβέρνα Ἄλμπατρος (ἀρ. 18).

Δίπλα σὲ αὐτὸ τὸ σπίτι, στὴ γωνία καθὼς μπαίνουμε στὴν ὁδό Νεάρχου ἀπὸ τὸ λιμάνι ὑπάρχει ἕνα διώροφο κτίριο (ἀρ. 20). Τὰ τελευταῖα χρόνια τοῦ μεσοπολέμου καὶ τὰ πρῶτα μεταπολεμικὰ χρόνια ἦταν τὸ καφενεῖο τοῦ Ἀμπατζῆ. Τὴ δεκαετία τοῦ ’60 τὸ ἰσόγειό του τὸ πῆρε ὁ Γιάννης Χελιδώνης, λιμενεργάτης, καὶ μαζὶ μὲ τὸν Θοδωρὴ Καρνιωτάκη τὸ λειτούργησαν ὡς καφενεῖο, ἐνῶ στὸν πρῶτο ὄροφοστεγάστηκε ὁ λεμβοῦχος Ἀνδρέας Καρνιωτάκης μὲ τὴ σύζυγό του Τασία, τὸ γένος Παρασύρη.

Στὰ τέλη τῆς δεκαετίας του ’60 τὸ κτίριο ἀγοράστηκε ἀπὸ κάποιον ἀπὸ τὰ Χανιὰ καὶ ταυτόχρονα νοικιάστηκε ἀπὸ τὸν Μανώλη Λιουδάκη, ὁ ὁποῖος ἄνοιξε ἐδῶ τὴν ταβέρνα Κακαβιά, ἐνῶ ταυτόχρονα ἐγκαταστάθηκε στὸν πάνω ὄροφο. Σ’ ἕναν μικρὸ χῶρο ποὺ διαχωριζόταν ἀπὸ τὴν ταβέρνα, πρώτη πόρτα δεξιὰ μέσα στὸ στενὸ τῆς Νεάρχου, ἦταν τὸ μπαρμπέρικο τοῦ Γαρδούπη (ἀρ. 19). 

Μπαίνοντας στὸ στενό της Νεάρχου, ἀριστερὰ, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ καφενεῖο τοῦ Ἀμπατζῆ καὶ δίπλα στὸ ξυλουργεῖο τοῦ Λαγοῦ, ὑπάρχει ἕνα διώροφο, διαμπερὲς κτίριο. Στὸ ἰσόγειο αὐτοῦ τοὺ κτιρίου μεταπολεμικὰ καὶ μέχρι τὴ δεκαετία τοῦ’60 στεγαζόταν τὸ καφενεῖο τοῦ Χαράλαμπου Τσουντάνη, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὸ Ἀμπελάκι Ρεθύμνου (ἀρ. 10). Στὸ ἰσόγειο τοῦ ἑπόμενου κτιρίου στεγαζόταν τὸ καφενεῖο τοῦ Θεμιστοκλῆ Καρνῆ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὴ Νέα Φώκαια κι ἐργαζόταν ἀρχικῶς ὡς λιμενεργάτης (ἀρ. 11). Στὴ συνέχεια τὸ καφενεῖο αὐτὸ τὸ λειτούργησε ὁ Ἀναστάσης Σαραντίδης, τοῦ ὁποίου ἡ μητέρα καταγόταν καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὶς Φώκαιες. Τὰ μεταπολεμικὰ χρόνια τὸ καφενεῖο αὐτὸ ἀποτελοῦσε στέκι τῶν λιμενεργατῶν, οἱ ὁποίοι ἔρχονταν ἐδῶ τὰ ξημερώματα, γιὰ νὰ πιοῦν ἕνα τσάι πρὶν ἀρχίσουν τὸ μεροκάματο. Ὡστόσο, ὅταν τὰ ξημερώματα ἄνοιγε ὁ καφενές, στοὺς λιμενεργάτες ἔρχονταν νὰ προστεθοῦν συχνὰ γιὰ τσάι καὶ οἱ διάφοροι ξενύχτηδες ἀπὸ τὰ γλέντια τῆς πόλης.

Φωτογραφία μπροστά στο μαγέρικο του Λάριου. Ο Λάριος είναι ο πρώτος από δεξιά, στη μέση ο Μανούκ ο Αρμένης και δεύτερος από αριστερά ο Μιχάλης Καλαϊτζιδάκης (Μπομπόλας)

Μέσα στὸ στενό τῆς Νεάρχου, ἀπέναντι ἀπὸ τὰ καφενεῖα ποὺ μόλις ἀναφέραμε καὶ ὕστερα ἀπὸ τὸ βαρελάδικο τοῦ Βερνάδου ἦταν τὸ μαγέρικο τοῦ Ζαχαρία Λάριου μὲ τὸ ὄνομα Ὁ Λιμήν (ἀρ. 16). Ἐδῶ σύχναζαν ἐργένηδες ὑπάλληλοι, ἀλλὰ καὶ λιμανίτες. Τὸ μενοὺ συνήθως περιελάμβανε μακαρόνια μὲ κιμά, κρέας μὲ πατάτες, μπαρμπουνοφάσουλα, ἀλλὰ καὶ κάποιες φορὲς ροφὸ μὲ μπάμιες ἢ συναγρίδα πλακί. Σὲ ὅλα αὐτὰ ἔβαζε τὴ σφραγίδα του ὁ Λάριος ἢ Ζαχάρης, ὅπως συνήθιζαν νὰ τὸν λένε, μὲ τὴν πληθωρικὴ παρουσία καὶ τὰ χορατά του. Ἀκριβῶς ἀπέναντι καὶ δίπλα στὸ καφενεῖο τοῦ Σαραντίδη ὑπάρχει ἕνα κτίριο, τὸ ὁποῖο ἔχει τὸ σχῆμα γωνίας μὲ τὴ μία του ὄψη στὴν Νεάρχου καὶ τὴν ἄλλη στὴν Πετυχάκη μέχρι καὶ τὴν Ἀρκαδίου (ἀρ. 12). Στὸ μικρὸ ἰσόγειο αὐτοῦ του κτιρίου ἐπὶ τῆς Νεάρχου βρισκόταν ἡ μικρὴ ἀποθήκη, τὴν ὁποία χρησιμοποιοῦσε ὁ Λάριος.

Στὴν ἀριστερὴ γωνία τῆς Νεάρχου, καθὼς βγαίνουμε γιὰ τὴν Ἀρκαδίου, ἦταν τὸ καφενεῖο τοῦ Θωμᾶ Θωμᾶ, τὸ ὁποῖο στὴ συνέχεια τὸ πῆρε ὁ γιὸς του Ἀντώνης Θωμᾶς ἢ Μαντουβίνι (ἀρ. 13). Στοὺς τοίχους αὐτοῦ τοῦ καφενείου κρεμόταν μία φωτογραφία τοῦ Θοδωρῆ Βαρδινογιάννη, ὁ ὁποῖος ἦταν συμμαθητὴς τοῦ Ἀντώνη στὸ Ρέθυμνο, ἐνῶ σὲ μία ἄλλη κορνίζα ὑπῆρχε ἡ ἐπιγραφή: «τὰ λίγα λόγια ζάχαρη καὶ τὰ καθόλου μέλι». 

Ἀπέναντι, στὴ γωνιὰ τῆς Ἀρκαδίου μὲ τὴν Παλαιολόγου, ἦταν τοῦ μαγέρικο τοῦ Βασίλη Σιμιτζῆ, ποὺ ἦταν πρόσφυγας ἀπὸ τὴ Νέα Φώκαια. Ἀπασχολοῦσε σὲ αὐτὸ καὶ τοὺς γιοὺς του, Μιχάλη, Χρῆστο καὶ Γιάννη. Στὸ μαγέρικο αὐτὸ σύχναζαν λιμενεργάτες, ἀλλὰ καὶ χωρικοί ποὺ ἔφταναν ἀπὸ τὰ χαράματα στὸ λιμάνι, προκειμένου νὰ ταξιδέψουν. Εἶχε τὴ φήμη τοῦ φθηνότερου μαγέρικου, διαθέτοντας ταυτόχρονα καλὴ κουζίνα μὲ ἀρκετὰ μικρασιάτικα φαγητὰ (ἀρ. 14).

Ἄφησα τελευταῖο τὸ καφενεῖο τοῦ Ἠλία Ἠλιάδη, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔρθει πρόσφυγας ἀπὸ τὴ Νέα Φώκαια. Τὸ καφενεῖο στεγαζόταν στὸ ἰσόγειο τοῦ τρίτου κτιρίου τῆς νότιας πλευρᾶς τοῦ λιμανιοῦ, ὅπως πᾶμε ἀπὸ τὸ στόμιο πρὸς τὰ μέσα (ἀρ. 3). Ὅπως καὶ τὰ περισσότερα καφενεῖα, τὸ πρωὶ εἶχε καφέδες καὶ ἀναψυκτικά, ἐνῶ τὸ βραδάκι κρασὶ καὶ οὖζο μὲ μεζέδες, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ μοσχοχτάποδα στὸ ξύδι. Πολὺ γνωστὴ εἶναι μία φωτογραφία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεσοπολέμου, καὶ συγκεκριμένα τὸ 1935, ἡ ὁποία τραβήχτηκε μπροστὰ στὸ καφενεῖο τοῦ Ἠλιάδη. Σὲ αὐτὴ φαίνονται ὁ Φουσταλιέρης ποὺ κρατᾶ τὸ μπουλγαρί του (πρῶτος ἀπὸ δεξιά), ὁ ἲδιος ὁ Ἠλιάδης (δεύτερος), ὁ Θεμιστοκλῆς Καρνῆς (τρίτος) καὶ ὁ λεμβοῦχος Ἀνδρέας Καρνιωτάκης (πέμπτος ἀπὸ δεξιά).

Ὁ Δασκάλιος τὸ 1965 ἂφησε τὸ καφενεῖο ποὺ εἶχε στὴ δυτικὴ πλευρὰ τοῦ λιμανιοῦ καὶ πῆρε αὐτὸ τὸ καφενεῖο τοῦ Ἠλιάδη, τὸ οποίο κράτησε περίπου γιὰ πέντε χρόνια, μέχρι νὰ  φύγει γιὰ τὴν Ἀθήνα. Ὅταν ὁ λυράρης Ἀντώνης Παπαδάκης ἢ Καρεκλὰς κατέβαινε γέρος πιὰ στὸ λιμάνι, καθόταν συχνὰ σὲ αὐτὸν τὸν καφενέ. Ὁ Δασκάλιος γνώριζε μπουζούκι καὶ πολλὲς φορὲς τὰ βράδυα συνόδευε τὸν Καρεκλὰ κι ἔπαιζαν μαζί. Μάλιστα, ὅταν ἦταν νὰ ξεκινήσουν, ὁ Δασκάλιος συνήθιζε νὰ φωνάζει: «Καὶ λέει…».

Ἐδῶ ὁ Werner Herzog ἀνακάλυψε τὸν Καρεκλὰ τὸ 1967 καὶ τοῦ ζήτησε νὰ ὑποδυθεῖ τὸν ἥρωα σὲ μία μικροῦ μήκους ταινία του, τὴ Letzte Worte (Τελευταῖες Λέξεις). Ἥρωας εἶναι ἕνας χανσενικὸς λυράρης, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀφήσει ἀναγκαστικὰ τὴ Σπιναλόγκα κι ἔχει γυρίσει στὸν κόσμο. Ἡ ταινία ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις ἔχει πειραματικὸ καὶ πρωτοποριακὸ χαρακτῆρα. Δὲν παίζουν ἐπαγγελματίες ἠθοποιοί, ἀλλὰ ντόπιοι ποὺ ὑποδύονται τὰ πρόσωπα τῆς ἀφήγησης. Ὁ Καρεκλὰς ὑποδύεται τὸν λυράρη καὶ παίζει λύρα μπροστὰ στὸ καφενεῖο τοῦ Δασκάλιου. Ἡ σκηνὴ διακόπτεται ἀπὸ σκηνές, στὶς ὁποῖες ὁ Καρεκλὰς καὶ ὁ Δασκάλιος στέκονται μπροστὰ στὸν φακὸ καὶ μιλοῦν. Ὁ Δασκάλιος λέει ὅτι ὁ λυράρης ἀρνεῖται νὰ μιλήσει καὶ τὸ μόνο ποὺ κάνει εἶναι νὰ παίζει λύρα. Ὁ ἴδιος ὁ λυράρης μπροστὰ στὸν φακὸ ἐπαναλαμβάνει «δὲν λέω τίποτα», «δὲν λέω τίποτα», «τελευταία μου λέξη, δὲν λέω τίποτα».

Αντώνης Παπαδάκης (Καρεκλάς) – Λευτέρης Δασκαλάκης (Δασκάλιος)

Ὅταν πρὶν κάποια χρόνια πῆγα γιὰ πρώτη φορὰ στὸ λιμάνι τοῦ Ρεθέμνους, προσπαθοῦσα νὰ βρῶ τὸ καφενεῖο τοῦ Δασκάλιου. Ἔβλεπα ξανὰ καὶ ξανὰ τὴ σκηνὴ καὶ κοίταζα τὰ μαγαζιά. Δὲν μποροῦσα νὰ βρῶ τίποτα. Ἐνῷ τὰ κτίρια ἦταν τὰ ἴδια, ἡ νέα ἐποχὴ εἶχε ἐξαφανίσει τὶς ὄψεις τοῦ παρελθόντος. Τὰ τραπεζοκαθίσματα καὶ οἱ ὀμπρέλες ποὺ ἦταν τοποθετημένα μπροστά τους, ἄφηναν ἕνα στενὸ διάδρομο πρὸς τὴ μεριὰ τῆς θάλασσας, στὸν ὁποῖο ἡ ροὴ τοῦ τουριστικοῦ πλήθους δὲν σοῦ ἐπέτρεπε νὰ σταθεῖς καὶ γιὰ πολύ. Σὲ μιὰ δυὸ περιπτώσεις πλησίασα τοὺς νεαροὺς ὑπαλλήλους τῆς ἑστίασης, οἱ ὁποῖοι ἦταν πρόθυμοι νὰ ἀκούσουν τί ζητάω. Περίμεναν νὰ τοὺς ρωτήσω κάτι σχετικὰ μὲ τὸ μενοῦ τῶν μαγαζιῶν. Ὅταν ἄκουγαν ὅτι ψάχνω τὸ καφενεῖο ποὺ εἶχε κάποτε ὁ Δασκάλιος στὸ λιμάνι, δύσκολα ἔκρυβαν τὴν ἔκπληξή τους.

Ο μετασχηματισμός του λιμανιού

Ο Πύργος του Ρολογιού

Τὸ λιμάνι του Ρεθέμνους δὲν παρέμεινε ἀμετάβλητο κατὰ τὸ πέρασμα τοῦ 20οῦ αἰῶνα. Ἕνα δεῖγμα αὐτῆς τῆς μεταβολῆς σχετίζεται μὲ τὰ μνημειακὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα συνιστοῦσαν σημεῖα ἀναφορᾶς γιὰ τὴν τοπικὴ κοινωνία, ἑνοποιῶντας τὴ μνήμη τοῦ παρελθόντος μὲ τὴν καθημερινὴ ἐμπειρία. Ὡστόσο, δύο ἀπὸ αὐτὰ τὰ κτίσματα, παρὰ τὴ διαχρονική τους σημασία, κατεδαφίστηκαν. 

Τὸ πρῶτο ἦταν ὁ βενετσιάνικος Πύργος τοῦ Ρολογιοῦ· ὑψωνόταν ἐπιβλητικὸς ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Loggia, μὲ τὴ μία πλευρά του νὰ ἐφάπτεται στὴ γωνία τῶν ὁδῶν Ἀρκαδίου καὶ Παλαιολόγου, καταλαμβάνοντας τὸ μισὸ πλάτος τοῦ δρόμου. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1945, λίγο μετὰ τὴν ἀποχώρηση τῶν γερμανικῶν δυνάμεων κατοχῆς ἀπὸ τὸ Ρέθυμνο, τὸ Δημοτικὸ Συμβούλιο τῆς πόλης ἀποφάσισε τὴν καταστροφὴ τοῦ Πύργου, μὲ τὸ αἰτιολογικὸ ὅτι ἔπρεπε νὰ διευκολυνθεῖ ἡ κυκλοφορία τῶν ὀχημάτων πρὸς τὸ λιμάνι. 

Τὸ δεύτερο μνημεῖο ποὺ δὲν διασώθηκε εἶναι ὁ προμαχῶνας τοῦ λιμανιοῦ καὶ ὁ πύργος, ὁ λεγόμενος Σοῦ Κοὺλὲς ἢ Πύργος τοῦ Νεροῦ. Οἱ Ἐνετοὶ καὶ οἱ Τοῦρκοι χρησιμοποίησαν τὰ ὑπόγεια τοῦ πύργου «ὡς ἀποθῆκες ὑλικοῦ πολέμου καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον φυλακὲς διὰ τὸὺς διαφόρους καταδίκους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Καὶ ἐλέχθη τότε παρὰ τῶν Τούρκων ὁ Πύργος τοῦτος “Σουκουλές”, ἐπειδὴ ἡ τοποθεσία καὶ τὸ μέρος τούτου εὑρίσκεται καὶ περιστοιχίζεται ἐκ τριῶν μερῶν παρὰ θαλάσσης. (Σὸὺ ἴσον ὕδωρ, Κοὺλὲ ἴσον Πύργος)» (Ἐπιστολὴ τοῦ Τουρκοκρητικοῦ Μουχαρὲμ Νουμανάκι, 23-5-1955).

Ὁ Ρῶσος διοικητὴς Ρεθύμνου Θεόδωρος Δεχιοστὰκ τὸ 1898  ἔδωσε ἐντολὴ «πρὸς ἐξωράϊσιν τῆς πόλεως νὰ φυτευθεῖ κῆπος ἐπὶ τῶν προχωμάτων τῆς ὀχυρώσεως τοῦ λιμένος…». Ἔτσι, δίπλα στὸν προμαχώνα φτιάχτηκε κῆπος ποὺ ἔμεινε γνωστὸς ὡς Γκιοὺλ Μπαξὲς (ὡραῖος κῆπος), γιὰ τοὺς Ρεθεμνιῶτες Γκιουλούμπασης, ἀπὸ τὸν ὁποῖο πῆρε τὴν ὀνομασία της καὶ ἡ περιοχή. Ὁ προμαχώνας καὶ ὁ πύργος γκρεμίστηκαν τὸ 1930, προκειμένου στὴ θέση τους νὰ φτιαχτεῖ τὸ κτίριο τοῦ Τελωνείου.

Τὸ 1899, ὅταν τὸ Ρέθυμνο βρισκόταν ὑπὸ ρωσικὴ διοίκηση, δημιουργήθηκε μὲ ἐπιχωμάτωση, λίγο πρὶν τὴν εἴσοδο τοῦ λιμανιοῦ, καὶ μία πλατεία, ἡ ὁποία πῆρε τὸ ὄνομα τοῦ διοικητῆ Θεοδώρου Δεχιοστὰκ· σήμερα εἶναι γνὼστὴ ὡς πλατεία Λυκείου τῶν Ἑλληνίδων, ἐνῶ ταυτόχρονα πλακοστρώθηκε μὲ μεγάλες πέτρινες πλάκες ἡ προκυμαία τοῦ λιμανιοῦ. Ὡστόσο, τὴ δεκαετία τοῦ 1970, οἱ πλάκες ἀφαιρέθηκαν καὶ ἀντικαταστάθηκαν μὲ τὴν πλακόστρωση πὸὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα.

Τὸ μνημεῖο ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀντιστέκεται στὸν χρόνο, προσδίδοντας ἀκόμη καὶ σήμερα ἕνα ἰδιαίτερο στίγμαστὸ λιμάνι, εἶναι ὁ φάρος στὴν ἄκρη τοῦ μώλου. Πὸλὺ παλιὰ ἦταν ἕνα κωνικὸ κτίριο, τὸ ὁποῖο ἔδωσε τὴ θέση του στὴν παρούσα κατασκευὴ ἀπὸ λεὺκὴ πέτρα, ἡ ὁποία ἔχει ὕψος ἐννέα μέτρων και τὸ σχῆμα μιναρὲ. Ἡ ἀνακατασκευὴ αὐτὴ ἔγινε τὸ 1838 ἐπὶ Αἰγυπτιοκρατίας. Ὅπως καὶ αὐτὸς τῶν Χανίων, ὁ φάρος τοῦ Ρεθύμνου ἀποτελεῖται ἀπὸ τρία τμήματα: εἶναι τετράγωνος στὴ βάση, ὀκταγωνικὸς στὸ μεσαῖο τμῆμα καὶ κυλινδρικὸς στὸ τελευταῖο τμῆμα πρὶν ἀπὸ τὸ μπαλκόνι. Ὁ φωτισμὸς του γινόταν στὴν ἀρχὴ μὲ τὴ χρήση φωτιστικοῦ λαδιοῦ, ἐνῶ τὸ 1864 τοποθετήθηκε σὲ αὐτὸν μηχανισμὸς μὲ πετρέλαιο. Τὸ 1933 τὸ φωτιστικὸ ἀντικαταστάθηκε καὶ μποροῦσε νὰ ἐκπέμπει σταθερὸ ἐρυθρὸ φῶς μὲ φωτοβολία ἕξι μιλίων. Τὸ 1962 σταμάτησε ἡ λειτουργία του καὶ στὴν ἄκρη τοῦ μώλου τοποθετήθηκε αὐτόματος ἠλεκτρικὸς φάρος, μεταλλικῆς κατασκευῆς.

Τὴ δεκαετία τοῦ ’60 δὲν ἦταν μόνο ὁ φάρος ποὺ πέρασε σὲ μιὰ νέα ἐποχὴ, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρο τὸ λιμάνι. Τὴν περίοδο αὐτὴ ἀποπερατώθηκαν τὰ λιμάνια τῆς Σούδας καὶ τοῦ Ἡρακλείου, στὰ ὁποῖα μποροῦσαν νὰ μποῦν τὰ μεγάλα ἐπιβατηγὰ καὶ ὀχηματαγωγὰ πλοῖα, ποὺ εἶχαν ἐμφανιστεῖ. Ἀπὸ τὸ 1964 ἡ ἐταιρία τοῦ Κώστα Εὐθυμιάδη δρομολόγησε τὸ Μίνως καὶ τὸ Φαιστός, ἐνῶ ἡ ἑταιρεία τοῦ Τυπάλδου τὸ 1965 δρομολόγησε τὸ Ἡράκλειο. Τὸ 1967 ἱδρύθηκε ἡ ΑΝΕΚ καὶ τὸ 1972 ἱδρύθηκαν οἱ Μινωικὲς Γραμμές. Ἡ κατάσταση αὐτή σε συνδυασμὸ μὲ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς ἐθνικῆς ὁδοῦ Χανίων-Ἡρακλείου ἔκανε ὀχήματα καὶ ἐπιβάτες, προκειμένου νὰ ταξιδέψουν, νὰ κατευθύνονται στὴ Σούδα καὶ στὸ Ἡράκλειο. Τὴν ἴδια ἐποχὴ στὸ Ρέθυμνο τὰ ἔργα σχετικὰ γιὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ νέου λιμανιοῦ ἀνατολικά του ἑνετικοῦ, ἐνῶ εἶχαν ἀρχίσει ἀπὸ τὸ 1956, δὲν εἶχαν ἀποπερατωθεῖ.

Τὴν ἴδια ἐποχὴ τὰ μεγάλα πλοῖα παλαιοῦ τύπου, τὰ ὁποῖα δὲν ἦταν ὀχηματαγωγά, σταματοῦσαν ἀρόδο ὅλο καὶ πιὸ ἀραιά. Τὸ 1971 τὸ Ἀρκάδι τῆς ἐταιρίας Εὐθυμιάδη ἦταν τὸ τελευταῖο πλοῖο ποὺ σταμάτησε ἀρόδο. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν σημαντικὴ ἀλλαγὴ τῆς φυσιογνωμίας τοῦ λιμανιοῦ. Οἱ λεμβοῦχοι, οἱ λιμενεργάτες καὶ οἱ καραγωγεῖς δὲν μποροῦσαν πιὰ νὰ σταθοῦν στὸ λιμάνι. Οἱ ἀποθῆκες ἄρχισαν νὰ κλείνουν. Τὸ ἴδιο καὶ τὰ καφενεῖα.

Τὴν ἴδια ἐποχὴ ἡ ἐμφάνιση τοῦ τουρισμοῦ ἄρχισε ν’ ἀγγίζει σὰν μαγικὸ ραβδάκι τὸ λιμάνι, μεταβάλλοντας τὴ φυσιογνωμία του. Οἱ ἀποθῆκες καὶ τὰ καφενεῖα μετατράπηκαν σὲ ταβέρνες καὶ τουριστικὰ καταστήματα. Στὴ νότια πλευρὰ τοῦ λιμανιοῦ, στὸ ἰσόγειό τοῦ πρώτου κτιρίου ποὺ ἦταν τὸ πρακτορεῖο τοῦ Γοβατζιδάκη, ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’80 καὶ ὕστερα λειτούργησε ἡ ταβέρνα τοῦ Κώστα Μπαρμπουνάκη (ἀρ. 1). Στὸ ἀμέσως ἑπόμενο ἰσόγειο, στὸ ὁποῖο στεγαζόταν τὸ πρακτορεῖο τοῦ Δημητρακάκη, ἄρχισε νὰ λειτουργεῖ ἡ ψαροταβέρνα Χελώνα τοῦ Βενιζέλου Ἀσπρομάτη, ὁ ὁποῖος τὸ 1971 ἄφησε τὸ Ἀστήρ, τὸ καφενεῖο ποὺ εἶχε στὴν ὁδὸ Ἀργυροπούλων, καὶ κατέβηκε στὸ λιμάνι (ἀρ. 2). Τὸ ἰσόγειό του τρίτου κτιρίου, ποὺ βρισκόταν τὸ καφενεῖο τοῦ Ἠλιάδη (ἀρ. 3), ὕστερα ἀπὸ ἕνα σύντομο πέρασμα τοῦ Δασκάλιου ἀπὸ αὐτὸ τὴν περίοδο 1965 μὲ 1970, πέρασε τελικῶς στὴν οἰκογένεια Καργάκη, στεγάζοντας τὸ ἑστιατόριο Μουράγιο, τὸ ὁποῖο σταδιακὰ ἐπεκτάθηκε καὶ στὶς διπλανὲς ἰσόγειες καμάρες: τῆς οἰκογένειας Δελήμπαση (ἀρ. 4) καὶ τῆς οικογένειας Γαγάνη (ἀρ. 5 καὶ 6).

Στὸ ἰσόγειο τοῦ ἑβδόμου κτιρίου, ἐνῶ ἦταν ἀποθήκη καὶ αὐτὸ τῆς οἰκογένειας Γαγάνη, ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1976 καὶ γιὰ τριάντα περίπου χρόνια λειτούργησε σὲ αὐτὸ ἡ ταβέρνα Vassilis τοῦ Βασίλη Πατεράκη. Ὅταν ὁ Βασίλης Πατεράκης, ὁ ὁποῖος πέθανε τὸ 2020, μετακινήθηκε στὴν ὁδὸ Ἀργυροπούλων, ἔγινε καὶ αὐτὸ ἑστιατόριο. Ἑστιατόρια ἤ κλαμπ ἔγιναν καὶ οἱ διπλανοὶ χώροι, στοὺς ὁποίους κάποτε στεγαζόταν τὸ ξυλουργεῖο τοῦ Λαγοῦ (ἀρ. 8 καὶ 9), ἀλλὰ καὶ τὰ καφενεῖα τοῦ Χαράλαμπου Τσουντάνη καὶ τοῦ Θεμιστοκλῆ Καρνῆ (ἀργότερα τοῦ Ἀναστάση Σαραντίδη), ὅπου λειτουργεῖ σήμερα τὸ Metropolis Society Bar (ἀρ. 10 καὶ 11).

Τὸ ἑστιάτοριο τοῦ Λάριου τὶς δεκαετίες τοῦ ’70 καὶ τοῦ ’80, διατηρώντας τὸ ἴδιο ὄνομα, πέρασε στὰ ἀδέλφια Σάββα καὶ Στέλιο Μανιατάκη (Μανιάτογλου), ἐνῶ τὴ δεκαετία τοῦ ’80 ἔγινε χρυσοχοεῖο ἀπὸ τὸν Χρῆστο Οἰκονομίδη (ἀρ. 16). Ἡ μικρὴ ἀποθηκούλα ποὺ εἶχε στὴν ἀπέναντι πλευρά, δίπλα στὸ καφενεῖο τοῦ Σαραντίδη, εἶναι σήμερα μαγαζὶ Hot Dog, ἐνῶ στὴ γωνία τὸ καφενεῖο τοῦ Μαντουβίνι ἔχει γίνει παγωτατζίδικο (ἀρ. 13). 

Το λιμάνι μέσα από την πόρτα ενός καφενείου, την εποχή που το είχε ο Μανώλης Λιουδάκης. Στη συνέχεια και μέχρι σήμερα το έχει η οικογένεια Σταυρουλάκη

Οἱ ἰσόγειοι χώροι τοῦ ἐργοστασίου τοῦ Γαγάνη ἐπὶ τῆς Ἀρκαδίου ἔχουν μετατραπεῖ σὲ καταστήματα ρούχων καὶ κοσμηματοπωλεῖα (ἀρ. 15). Μέσα στὸ στενό τῆς Νεάρχου, τὸ βαρελάδικο τοῦ Βερνάδου, δίπλα στὸ μαγέρικο τοῦ Λάριου, τὴ δεκαετία τοῦ ’80 μετατράπηκε σὲ ντισκοτὲκ μὲ τὴν ὀνομασία Ζυγὸς ἀπὸ τὸν Ἀντώνη Πατεράκη καὶ στὴ συνέχεια ἔγινε τὸ μπὰρ Extreme (ἀρ. 17). Καθὼς ἡ Νεάρχου βγαίνει στὸ λιμάνι, στὸ καφενεῖο τοῦ Ἀμπατζῆ, ποὺ κατόπιν ἦταν ἐκεῖ ἡ ταβέρνα Κακαβιὰ τοῦ Λιουδάκη, λειτουργεῖ τὸ ἑστιατόριο Ἀχινὸς (ἀρ. 18), ἐνῶ ὁ μικρὸς χῶρος ποὺ ὁ Παυλῆς Κανελλάκης πουλοῦσε εἴδη ἁλιείας καὶ πετρέλαιο γιὰ τὰ καΐκια εἶναι σήμερα τὸ μαγαζὶ Tattoo (ἀρ. 19).

Στὸ ἰσόγειο τοῦ κτιρίου ποὺ βρίσκεται στὴν ἀριστερὴ γωνία τῆς Ψαρῶν, καθὼς τὴν βλέπουμε ἀπὸ τὴν προκυμαία, ἐκεῖ ποὺ ἦταν ἡ ἀποθήκη τοῦ Χαμαράκη καὶ τὴ δεκαετία τοῦ ’60 εἶχε γίνει ἡ ταβέρνα τοῦ Μανώλη Λιουδάκη, σήμερα λειτουργεῖ τὸ ἑστιάτόριο Seven Brothers τῆς οἰκογένειας Μαρκουλάκη (ἀρ. 21, 22). Στὴν ἄλλη γωνία τῆς Ψαρῶν, τὸ ἰσόγειο ποὺ ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’70 ἄνοιξε καφενεῖο ὁ Σήφης Σταυρουλάκης, παραμένει στὴν οἰκογένεια Σταυρουλάκη καὶ λειτουργεῖ τὸ ἑστιατόριο Knossos (ἀρ. 23).

Οἱ δύο διπλανὲς καμάρες, μέρος τοῦ παλιοῦ τουρκικού καφενέ, στὶς ὁποῖες μεταπολεμικῶς σταγάστηκαν τὰ καφενεῖα τοῦ Δασκάλιου καὶ τοῦ Σήφακα, βρίσκεται σήμερα τὸ ἑστιατόριο Zefyros τῆς οἰκογένειας Τσομπανάκη (ἀρ. 26 & 27). Οἱ δύο διπλανὲς στὸν Zefyro καμάρες, ποὺ ἡ μιὰ ἦταν ἀποθήκη λαδιοῦ τῆς οἰκογένειας Χαμαράκη καὶ ἡ ἄλλη τὸ γραφεῖο ἐκτελωνισμοῦ τοῦ Μιχάλη Καλαϊτζιδάκη (Μπομπόλα) καὶ τοῦ Γιώργου Ζαμπετάκη, ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’80, ὁ Βασίλης Παρασύρης, ἀδελφός τοῦ Πανάγου, ἔφτιαξε τὸ ἑστιατόριο Cavo Doro, τὸ ὁποῖο λειτουργεῖ μέχρι σήμερα (ἀρ. 28 & 29). Ἡ ἑπόμενη καὶ ἡ μεθεπόμενη καμάρα, στὶς ὁποῖες βρισκόταν ἡ ἀποθήκη τοῦ συνεταιρισμοῦ ἁλιέων τοῦ Ρεθύμνου Ποσειδῶν καὶ ἡ ἀποθήκη τῆς τράτας Ζωοδόχος Πηγὴ τοῦ Λευτέρη Λιονῆ, ἔχουν σήμερα ἑνοποιηθεῖ καὶ ἀποτελοῦν τὸ ἑστιατόριο Erotokritos τῆς οἰκογένειας Περακάκη (ἀρ. 30 καὶ 31).

Τὸ χαμένο βίωμα

Στὸ κείμενο αὐτὸ ἐπιχείρησα νὰ ἀποδώσω τὴν τοπογραφία τοῦ λιμανιοῦ τοῦ Ρεθέμνους καὶ τὸν μετασχηματισμό της μέσα στὸν χρόνο, ἀπὸ μία ἐποχὴ σὲ μίαν ἄλλη. Ἕνας Γάλλος θεωρητικὸς, ὁ Henri Lefebvre, ἔχει ἀναδείξει τὴ σημασία τοῦ βιωμένου χώρου (espace vécu), δηλαδὴ τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι νοηματοδοτοῦν καὶ βιώνουν τὸν χῶρο (Henri Lefebvre, La production de l’espace. Paris: Éditions Anthropos, 1974).

Ἡ νέα ἐποχὴ ποὺ ἀναδύθηκε ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1970 χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ τουρισμοῦ. Οἱ παλιὲς ἀποθῆκες καὶ τὰ πρακτορεῖα μετατράπηκαν σταδιακὰ σὲ ταβέρνες, ἑστιατόρια καὶ καταστήματα τουριστικῶν εἰδῶν. Οἱ χῶροι ποὺ ἄλλοτε φιλοξενοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους τῆς παραγωγῆς, τοῦ ἐμπορίου καὶ τῆς καθημερινῆς ζωῆς τῆς πόλης μετατράπηκαν σὲ σκηνικὸ κατανάλωσης γιὰ τὸν τουρίστα.

Μὲ τὴν κυριαρχία τοῦ τουρισμοῦ, ἡ βιωμένη ἐμπειρία τοῦ χώρου ἄλλαξε φορεῖς καὶ περιεχόμενο. Οἱ πρωταγωνιστὲς πλέον εἶναι οἱ ἐπισκέπτες, ποὺ προσλαμβάνουν τὸ λιμάνι ὄχι ὡς τὸν τόπο τῆς καθημερινῆς τους ζωῆς καὶ ἐργασίας, ἀλλὰ ὡς σκηνικὸ τουριστικῆς κατανάλωσης· ἡ ἐμπειρία τους συγκροτεῖται ἀπὸ τὸ γεῦμα στὰ ἑστιατόρια, τὸν περίπατο στὴν προκυμαία καὶ τὴν ἀγορὰ ἀναμνηστικῶν. Γιὰ τὴν τοπικὴ κοινωνία, ἡ βιωμένη ἐμπειρία τοῦ λιμανιοῦ περιορίζεται στὴν αἴσθηση τοῦ χώρου ὡς χώρου ἐργασίας στὸν τουρισμό.

Τὴν παλιὰ ἐποχὴ τὸ λιμάνι δὲν ἦταν ἔτσι. Τὸ λιμάνι ἦταν ὀργανικὸ τμῆμα τῆς παραγωγικῆς, ἐμπορικῆς καὶ καθημερινῆς ζωῆς τῆς πόλης. Ἡ οἰκονομική του λειτουργία στηριζόταν στὴν ἐξαγωγὴ καὶ εἰσαγωγὴ προϊόντων ‒ἀγροτικῶν, ἁλιευτικῶν καὶ βιοτεχνικῶν‒ ἀλλὰ καὶ στὴ συνεχὴ κίνηση καὶ ἐργασία τῶν ἀνθρώπων τῆς πόλης: ἐπιβατῶν, ἐμπόρων, λιμενεργατῶν, λεμβούχων, καραγωγέων, ψαράδων. Ταυτόχρονα, τὸ λιμάνι ἀποτελοῦσε καὶ χῶρο ἀνάπαυλας γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ μόχθου. Οἱ καφενέδες καὶ τὰ μικρὰ στέκια του λειτουργοῦσαν ὡς τόποι συνάντησης, γλεντιοῦ καὶ μουσικῆς, πλέκοντας τὴν καθημερινὴ ἐργασία μὲ τὴν τελετουργία τῆς συλλογικῆς ψυχαγωγίας. Ὁ χῶρος τοῦ λιμανιοῦ γιὰ τὴν τοπικὴ κοινωνία βιωνόταν μέσα ἀπὸ τὸν μόχθο τῶν λεμβούχων ποὺ μετέφεραν ἐπιβάτες, τῶν λιμενεργατῶν ποὺ φόρτωναν καὶ ξεφόρτωναν προϊόντα, τῶν καραγωγέων καὶ τῶν ψαράδων, ἀλλὰ καὶ μέσα ἀπὸ τὶς στιγμὲς ἀνάπαυλας καὶ συμποσιασμοῦ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων στὰ καφενεῖα τοῦ λιμανιοῦ. Τὸ βίωμα αὐτὸ χάθηκε. 

Τί παραπάνω εἶχε αὐτὸ τὸ χαμένο βίωμα; Τὸ βίωμα αὐτὸ εἶχε βάθος. Τὸ βάθος αὐτὸ τοῦ τὸ ἔδινε ἡ σύνδεση τῆς καθημερινῆς ἐργασίας μὲ τὶς στιγμὲς τοῦ συμποσιασμοῦ, στὶς ὁποῖες οἱ ἄνθρωποι τῆς κοινότητας ἐπεξεργάζονταν τὴ σκληρότητα τῆς ζωῆς καὶ τὴ μετασχημάτιζαν σ’ ἕνα κοινὸ βίωμα συμφιλίωσης μεταξύ τους καὶ ταυτόχρονα συμφιλίωσης μὲ τὸ πεπερασμένο τῆς ὕπαρξής τους. Κι ἂν σταθήκαμε καὶ περιγράψαμε μὲ τόση λεπτομέρεια τὸν χῶρο τοῦ λιμανιοῦ καὶ τὶς ἀλλαγές του, ἦταν γιὰ νὰ φτάσουμε σὲαὐτὴ τὴ στιγμὴ τῆς τελευταίας πινελιᾶς: νὰ θυμίσουμε ξανὰαὐτὸ τὸ χαμένο βίωμα τοῦ λιμανιοῦ καὶ νὰ τὸ ἐπαναφέρουμε ὡς μνήμη ποὺ μπορεῖ νὰ φωτίσει τὸ παρόν μας.

*Ψάλτου, Στρατής

O Στρατής Ψάλτου γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1970. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και διδάκτωρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Από το 2001 και εξής έχει εργαστεί ως καθηγητής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης σε δημόσια σχολεία της Ηλείας, της Λέσβου, της Αθήνας, καθώς και στην Αθωνιάδα Εκκλησιαστική Ακαδημία του Αγίου Όρους για μία διετία (2012-2014). Από το 2017 έως το 2020 διετέλεσε σύμβουλος θρησκευτικών του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Έχει διδάξει ως ακαδημαϊκός υπότροφος Ανθρωπολογία της Θρησκείας στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού στο Τμήμα Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Αφήστε μια απάντηση