του Σωτήρη Δογάνη*

Κάποτε η σιωπή αποκτά φωνή.
Κι αυτή η φωνή δεν ανήκει σε κανέναν, γιατί δεν ξεκινά από τα χείλη, αλλά από την καρδιά του κόσμου. Γίνεται συλλογική αναπνοή, ανασηκώνεται από το «εγώ» και διαχέεται στο «εμείς».
Είναι η ψαλμωδία. Είναι εκείνη η στιγμή όπου ο άνθρωπος δεν απευθύνεται στον Θεό, αλλά Του επιστρέφει ό,τι είναι δικό Του: Τον ήχο της ύπαρξης. Ένα άχραντο άθλημα ψυχής, ένας δρόμος όπου η κοινότητα θυμάται τον ουρανό.
Η ψαλμωδία δεν είναι τέχνη, είναι λειτουργία. Δεν είναι ομορφιά του ήχου, αλλά μορφή κοινωνίας. Όταν ο άνθρωπος ψάλλει, δεν επιδεικνύει φωνή. Απ΄ την ψυχή του καταθέτει εαυτόν. Και μαζί του κατατίθεται ο πόνος, η χαρά, η προσδοκία, η ταπείνωση, όλα εκείνα που κάνουν τη ζωή να έχει ψυχή.
Η ψαλμωδία είναι η ανάμνηση του Παραδείσου μέσα στον χρόνο. Είναι απλά η πράξη της ψυχής που θυμάται. Όταν ο ψάλτης ανοίγει το στόμα του, μεταγγίζει φως «κι αναγαλλιάζει το πέλαγος» όπως τόσο παραστατικά γράφει στην ποίηση του μυθικού «Άξιον εστί» ο μέγιστος Οδυσσέας Ελύτης.
Κάθε ίσον, κάθε ταπεινή αναπνοή, είναι μια ομολογία ότι το χώμα μπορεί να γίνει προσευχή.
Η ψαλμωδία δεν τελείται μόνο στο Ιερό Αναλόγιο.
Είναι παρούσα όπου ο άνθρωπος εργάζεται με ευγνωμοσύνη, όπου ο άνεμος φυσά ανάμεσα στα στάχυα,
όπου ένα παιδί ψιθυρίζει «δόξα σοι» χωρίς να ξέρει γιατί.
Εκεί κατοικεί η ίδια η μουσική του κόσμου, η συμφωνία των πάντων που ψιθυρίζουν:
«Εὐλογεῖτε πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας».
(ᾎσμα τῶν Τριῶν Παίδων).
Αγαπητέ μου της σκέψης συνοδοιπόρε, της κοινότητας αναπνοή είν΄ η ψαλμωδία. Στα σπλάχνα της, δεν ακούς μονάχα τη φωνή σου. Ακούς τη φωνή των ζώντων και των κεκοιμημένων, των άστρων και των δέντρων, του αγέρα, της φωτιάς και της θάλασσας, ολάκερης της φύσης που ψάλλει «ευχαριστώ» το είναι της, ένας ύμνος που δεν τελειώνει, απλώς μεταφέρεται ταξιδεύοντας με το άρμα του Αιώνα από εποχή σε εποχή, ώσπου να γίνει ανάσα του κόσμου.
Αυτή η ψαλμική ωδή γίνεται γέφυρα ανάμεσα στο είναι και στο γίγνεσθαι, στο ανθρώπινο και στο θείο.
Είναι ο τρόπος του ανθρώπου να θυμάται ότι δεν είναι απλώς ζωντανός, αλλά ζωή που καλεί σε ζωή καθώς ζητά τη σιωπή, όπου μέσα της την ώρα που όλα ενώνονται, η ψυχή βρίσκει τον τόπο της και ο άνθρωπος, πλημμυρισμένος από φως, θυμάται τον ουρανό! Κι εκεί, στο λεπτό όριο ανάμεσα στην ανάσα και στην αιωνιότητα, αντιλαμβάνεται ότι η ζωή του δεν είναι μόνο γεγονός, αλλά χορός με τον χρόνο. Αφουγκράζεται ότι κάθε σιωπή, κάθε αναπνοή, κάθε ψίθυρος φέρει μέσα της τη μυστική μουσική της ύπαρξης, μια μελωδία που συνδέει τις καρδιές, τα βλέμματα, τις ψυχές.
Η ψαλμωδία, φίλοι μου, δεν διδάσκει, δεν επιβάλλει. Σαγήνη ανοίγει μια θύρα που όποιος τολμήσει το κατώφλι της να περάσει, απαντά τον εαυτό του να κατοικεί ταυτόχρονα στον κόσμο και πέρα από αυτόν, ένα σημείο όπου ο χρόνος εξανεμίζεται σαν τις τριχιές του λιβανιού και μένει μόνο η καθαρή παρουσία του θαυμαστού.
Λαογραφική και θεολογική σημείωση
Η ψαλμωδία αποτελεί μια από τις αρχαιότερες μορφές προφορικής προσευχής του ελληνικού κόσμου.
Από τον ομηρικό παιάνα και τα ορφικά άσματα έως τους ψαλμούς της Εκκλησίας, ο άνθρωπος δεν έπαψε να συνδέει τη φωνή με το ιερό.
Η βυζαντινή ψαλτική, θεμελιωμένη στη συνέχεια της αρχαίας μουσικής κληρονομιάς, διατηρεί αναλλοίωτη τη λειτουργία της κοινότητας, μια πράξη κοινωνίας και μνήμης, όπου ο ήχος γίνεται τόπος παρουσίας του Θεού.
*Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΟΓΑΝΗΣ είναι Δρ. Κοινωνικής Θεολογίας, Μουσικολόγος και Ερμηνευτής