Η Στέλλα-Ροζίτα Κωνσταντίνου-Κοχράκημέσα από το λογοτεχνικό έργο της.*

του Γιώργου Φρυγανάκη:

Ρέθεμνος, Ρέθυμνο ή Ρίθυμνα, όπως και να ’σαι
σ’ αγαπάω, πάντα σ αγαπούσα… (Αυτ/κά)
ΣΤΕΛΛΑ-ΡΟΖΙΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ-ΚΟΧΡΑΚΗ

(1920-2012)

Κυρίες και κύριοι,
Ας μου επιτραπεί η συμπεριληπτική αυτή προσφώνηση, για να σας καλωσορίσω
και να σας ευχαριστήσω από καρδιάς για την τιμητική παρουσία σας στην αποψινή
τιμητική εκδήλωση.
Όμως, ας μου επιτραπεί να ευχαριστήσω ιδιαίτερα για τα καλά της λόγια και την
εμπιστοσύνη που επέδειξε στο πρόσωπό μου τη δραστήρια πρόεδρο του ιστορικού
Συλλόγου του Λυκείου Ελληνίδων Ρεθύμνου (Λ.Ε.Ρ.), της πολιτιστικής αυτής
κυψέλης με την πολύπτυχη και πολύτροπη, εύφορη και αειφόρα προσφορά…
Η αναφορά αυτών των χαρακτηριστικών στοιχείων του χώρου που μας φιλοξενεί
έγινε «μετά λόγου γνώσεως», αλλά και προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η άποψή
μου ότι δεν θα υπήρχε καταλληλότερος χώρος απόδοσης τιμής στην πανάξια
κόρη του Ρεθύμνου Στέλλα-Ροζίτα Κωνσταντίνου, το γένος Κοχράκη, με την
πολύτροπη προσφορά της. Θα πω και αειφόρα, γιατί οι δημ-ιουργοί εξακολουθούν να
προσφέρουν και μετά θάνατον μέσα από το έργο τους. Αρκεί να μην παραδίνονται
στη λήθη, που είναι ο δεύτερος θάνατος, ο τελεσίδικος.
Σ’ αυτήν την τελεσιδικία είναι έκδηλο ότι αντιστέκεται η σημερινή εκδήλωση, που
ο γενικός τίτλος της -όχι τυχαία- είναι «Σπονδή μνήμης». Μνήμης σε τελική
ανάλυση της τοπικής λογοτεχνίας και τοπικής ιστορίας… Μνήμης χωρίς την
οποία ο άνθρωπος μοιάζει με καλλωπιστικό φυτό που οι ρίζες του περιορίζονται
στη γλάστρα του…
Περνώντας, μάλιστα, πριν από λίγο μπροστά από την προτομή της βιγλατόρισσας
του Λυκείου Ελληνίδων- της Καλλιρρόης Παρρέν Σιγανού 1 εννοώ-, μου προκλήθηκε
η αίσθηση -ψευδαίσθηση ή παραίσθηση, δεν ξέρω- ότι το πρόσωπό της… άστραπτε
από χαρά.! Όμως γι’ αυτό θα δοθεί παρακάτω μια πιθανή εξήγηση.
Κυρίες και κύριοι,
Λένε ότι ο καλός ομιλητής εξαντλεί το θέμα του χωρίς να εξαντλεί τους ακροατές
του. Έχω επίγνωση ότι είναι αδύνατο το πρώτο, υπόσχομαι όμως το δεύτερο. Ούτως
ή άλλως όμως, μείνετε στις θέσεις σας, διότι τα καλύτερα έπονται μετά από εμένα…

1 (Πρωτεργάτρια του ελληνικού φεμινιστικού κινήματος κατά τα τέλη του 19 ου και τις αρχές του 20 ου
αιώνα, ιδρύτριας του Λυκείου των Ελληνίδων στην Αθήνα και εμπνεύστριας της ίδρυσης του
Παραρτήματός του στο Ρέθυμνο),

2

ΕΡΓΟ-ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 2 της Σ.- Ρ. Κ.
«Η Στέλλα-Ροζίτα Κωνσταντίνου-Κοχράκη γεννήθηκε στο Ρέθυμνο Κρήτης.
Σπουδές: Απόφοιτος Σχολής Λημοσιογραφίας, Δημοσιολόγων και Δημοσίων
Σχέσεων. Απόφοιτος Ακαδημίας Κινηματογραφικών Σπουδών. Σπουδές θεάτρου και
χορού. Επί διετία διετέλεσε πρωτοχορεύτρια του Λαϊκού Μπαλλέτου της Ντόρας
Στράτου, ταξιδεύοντας σε πολλά μέρη της Ευρώπης, Αμερικής, Κούβα κ.α.)
Συγγραφέας, ποιήτρια, διηγηματογράφος, αρθρογράφος, δημοσιογράφος.
Συνεργάτιδα εφημερίδων και περιοδικών («Πνευμαιική Ζωή» τoυ Μιχάλη Σταφυλά,
«Ελεύθερο Πνεύμα» του Λάμπρου Μάλαμα και στον «Περιπλανητή» του Κωστή
Ρούτη). Μόνιμη συνεργάτιδα του περιοδικού «Λογοτεχνική Δημιουργία», έκδοσης
της Ένωσης Ελλήνων Δογοτεχνών (Ε.Ε.Λ) επί εικοσαετία.
Ταχτικό μέλος της Ε.Ε.Λ στην οποία είχε υπηρετήσει επί 16 χρόνια ως Γενική
Γραμματέας και κατοπινά ως Πρόεδρος.
Εξέδωσε 17 βιβλία, με ποίηση ή διηγήματα. (Επίσης, 1 με την αυτοβιογραφία της
και άλλα δύο, θετρικού ή μελετητικού περιεχομένου). Έργα της έχουν μεταφραστεί
σε Αγγλία, Γαλλία και Κίνα. Είναι μέλος της Academie International de Lutece των
Παρισίων κι έχει βραβευτεί μ’ ένα αργυρό κι ένα χρυσό μετάλλιο μετά διπλώματος
στην ποίηση, στο διήγημα και θεατρικό έργο.
Από την Ε.Ε.Λ έχει βραβευτεί με χρυσό μετάλλιο διπλώματος για το βιβλίο της
«Συμπορευόμενοι» και με βραβείο πνευματικής αξίας Α΄ τάξεως για το βιβλίο της
«Αναδρομή – Άνθρωποι και Ζώα». Συνολικά έχει βραβευτεί με 43 βραβεία, επαίνους,
διακρίσεις και τιμητικά διπλώματα.
Ποιήματα της Σ.-Ρ. Κ. από το βιβλίο της «Ή Φωνή απ’ το Βρύσσινα», έχουν
μελοποιηθεί από τον μουσικοσυνθέτη Μπάμπη Πραματευτάκη και τη Μαριάννα
Ρίκου, από τα βιβλία «Διαμαρτυρίες» και «Δίνη και Οδύνη». Κυκλοφορούν σε
δίσκους και κασέτες».
ΕΚΔΟΘΕΝΤΑ ΕΡΓΑ
-Δίνη και Οδύνη (Ποιήματα) 1980
-Διαμαρτυρίες (Ποιήματα) 1981
-Τα Εναπομείναντα (Ποιήματα) 1982
-Αναδρομή – Άνθρωποι και ζώα (Διηγήμαια) 1982
-Φωνή απ’ τον Βρύσσινα (Ποίηση) 1983
-Περάσματα και Περαστικοί (Διηγήματα) 1984
-Θεατρικά έργα 1984
-Ο Πεζογράφος Ν. Στασινόπουλος (Μελέτη) 1984
-Της ζωής και του θανάτου (Ποιήματα) 1985
-Δρόμοι και Σταθμοί (Διηγήματα) 1985
-Γνώση κι Απόγνωση (Ποιήματα) 1986
-Συμπορευόμενοι (Διηγήματα Α΄ Τόμος) 1987
-Φωνή απ’ τον Βρύσσινα (Ποιήματα Α΄ Τόμος) 1988
-Καθ’ Οδόν (Διηγήματα Β’ Τόμος) 1991
-Βροχή και Δάκρυα (Ποιήματα) 1994
-Το Βορεινό Παράθυρο (Διηγήματα Τ’ Τόμος) 1994

  • Π Ποίηση που αγάπησα (2001)
    -Άπαντα Διηγήματα, δύο τόμοι (2001)
    -Άπαντα Ποιήματα (2001)
    -Άπαντα Αυτοβιογραφικά (2002)
    (Πηγή: Στέλλα-Ροζίτα Κωνσταντίνου: Αυτοβιογραφικά, Αθήνα 20
    2 Στέλλα-Ροζίτα Κωνσταντίνου: Αυτοβιογραφικά, Αθήνα 2002, σελ. 5

3

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ Σ.-Ρ. Κ. «ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ»

και αυτοβιογραφικά διηγήματά της

Μέσα από το σύντομο αυτό βιο-εργογραφικό σημείωμα αναδεικνύεται η
πολυτάλαντη προσωπικότητα της Στέλλας-Ροζίτας Κωνσταντίνου ως
δημοσιογράφου, δοκιμιογράφου, σεναριογράφου θεατρικών έργων, ηθοποιού,
τραγουδίστριας και, χορεύτριας παραδοσιακών τραγουδιών και χορών και
πολυβραβευμένης διηγηματογράφου και ποιήτριας, η οποία μάλιστα χρημάτισε και
πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Επειδή, όμως, ο κάθε δημιουργός και ειδικότερα συγγραφέας έρχεται από ένα
κόσμο τον οποίο ενσωματώνει στο έργο του και ειδικότερα το γραπτό και όπως
επισημαίνει ο Παντελής Πρεβελάκης «O συγγραφέας δεν είναι άτομο, είναι
λεγεών» 3 , είναι απαραίτητη η πρόσθετη αναφορά σε κάποια «πρόσωπα και
πράγματα», κάποια στοιχεία από την τοπογραφία και την ανθρωπογραφία του
κόσμου της -κυρίως του μικρόκοσμού της- Σ-Ρ. Κ. που καθόρισαν τη ζωή της
εμφατικά -ή κάποτε αντιφατικά- και τροφοδότησαν την έμπνευσή της άλλοτε με
ρεαλιστικούς και συμβατικούς και άλλοτε με υπερβατικούς τρόπους. Η άγνοια ή
παραμέληση του βιογραφικού και ιστορικού υπόβαθρου συνεπάγεται μείωση του
αναγνωστικού βάθους ενός έργου και ειδικότερα καλλιτεχνικού ή λογοτεχνικού.
Σ’ αυτό μας βοηθάει η ίδια η -απούσα σωματικά αλλά παρούσα με το έργο της-
τιμωμένη μέσα από τα αυτοαναφορικά διηγήματά της και προπαντός με το
προτελευταίο βιβλίο της «Άπαντα Αυτοβιογραφικά» (2002).
Λέει, λοιπόν, κάπου σ’ αυτά:
«Στη ζωή μου, παρ’ όλες τις αναποδιές της, στάθηκα τυχερή, πρώτον γιατί
γεννήθηκα στην Κρήτη, δεύτερο γιατί είχα πατέρα έναν άνθρωπο όπως τον ήθελε η
ψυχή μου και τρίτο γιατί οι δάσκαλοι και καθηγητές μου δεν με δίδαξαν μόνο την
γνώση με τις διδαχές τους, αλλά και την ανθρωπιά, την καλοσύνη και την
αξιοπρέπεια, με παραδείγματα της ίδιας της ζωής τους». (σελ. 103)
Η Σ-Ρ. Κ. γεννήθηκε το 1920 και μεγάλωσε στο Ρέθυμνο, που τότε είχε τη
θλιβερή προσωνυμία «Παντέρμο Ρέθεμνος». Πατέρας της, ο Κωστής Κοχράκης,
από το Αστέρι Ρεθύμνου, λεπιδοχωματάς (επίστρωση δωμάτων με λεπίδα). Μητέρα
της, η Μαρία Μαθιουδάκη από τα Χανιά (αδελφή του τυπογράφου Αλέκου
Μαθιουδάκη). Το σπίτι της βρισκόταν στις δυτικές παρυφές της πόλης του Ρεθύμνου
επί του λόφου του Τιμίου Σταυρού, που μπροστά του και τότε απλωνόταν το
χριστιανικό νεκροταφείο…
Αναθυμάται στα αυτοβιογραφικά της:
«Το σπίτι μας βρισκόταν κοντά και δίπλα σ’ ένα τεράστιο βράχο. Κάτω απ’ τον
βράχο ήταν μια σπηλιά (που μέσα κρυβόμαστε τις πρώτες ημέρες της Γερμανικής
κατοχής, όταν έπεφταν οι βόμβες.) Από τα παράθυρα του σπιτιού μας βλέπαμε του
βουνού την απεραντοσύνη κι από κάτω βλέπαμε την θάλασσα, την “ερωμένη των
βράχων” ν’ αγκαλιάζει το θαλασσοφιλημένο Ρεθυμνάκι, όταν ήταν ήρεμη και
γαληνεμένη, και θαλασσοδαρμένο, όταν χτυπιόταν αγριεμένη και φουρτουνιασμένη
πάνω στα βράχια του. Πάνω απ’ τον βράχο, κοντά στο σπίτι μας (που τώρα είναι
3 «O συγγραφέας δεν είναι άτομο, είναι λεγεών. Ποιος διαμόρφωσε την προσωπικότητά του, παρά ο
κόσμος που τον αγάπησε; Οι γονιοί του, οι δάσκαλοί του, οι ήρωες που θαύμασε ως μυθικά πρότυπα
και οι άγιοι που λάτρεψε ως μεσάζοντες μεταξύ Θεού και ανθρώπων: μ’ ένα λόγο, οι ζωντανοί και οι
νεκροί. Η φωνή που βγαίνει από τα χείλη του προέρχεται από ουράνιο και υποχθόνιο κόσμο». Παντελή
Πρεβελάκη: Το Ρέθεμνος ως ύφος ζωής, Αθήνα 1977, σελ. 17.

4
πολυκατοικία) είναι κτισμένο το εκκλησάκι του Τίμιου Σταυρού. Παλιά ο χώρος αυτός
επί Ενετοκρατίας ήταν τόπος εκτέλεσης Ρεθεμνιωτών Επαναστατών. (σ.σ.
«Φουρκοκέφαλο») Η γύρω περιοχή λέγεται Μεσαμπελίτισσα από το όνομα της
εκκλησιάς της Παναγιάς του Νεκροταφείου. Πολύ παλιά η περιοχή ήταν κατοικία
λεπρών και λεγόταν «Μεσκηνιά» (σ.σ: από το τούρκικο miskin =λεπρός). Το
εκκλησάκι του Τίμιου Σταυρού χτίστηκε με τι φροντίδα και τις προσπάθειες -όπως
έμαθα κατοπινά- της Αικατερίνης Βασιλάκη της ευσεβεστάτης κι αγαπητής κυρίας
Στεφάναινας, όπως την έλεγαν, που είχε έναν Σταυρό με τίμιο Ξύλο και έκανε πολλά
θαύματα. Πήγαινα κι εγώ συχνά στο σπίτι της, ή ερχόταν εκείνη στο δικό μας για να με
σταυρώσει όταν πονούσε ο λαιμός μου. Οι αμυγδαλές μου ήταν υπερτροφικές, μεγάλες
σαν μικρά καρύδια που μου έκοβαν την αναπνοή, όμως κανένας γιατρός δεν δεχόταν να
με χειρουργήσει. Ίσως φοβόταν»… Ευτυχώς γεννήθηκα σε κείνη τη φτωχογειτονιά. Το
“ευτυχώς” μη σας παραξενεύει… Ήταν άνθρωποι καλόκαρδοι κι ευγενικοί. πάντα με
το χαμόγελο και πάντα έτοιμοι για προσφορά αγάπης και καλοσύνης προς τους άλλους.
(σελ.33) Ανάμεσα στις κρητικές οικογένειες υπήρχαν και οικογένειες Αρμενίων και
Μικρασιατών (σ.σ.: προσφύγων της Καταστροφής του ’22). Η πραγματική ζωή δεν
βρίσκεται πάντα στα σαλόνια, μήτε σε κείνους τους χώρους που κυκλοφορούν
άνθρωποι με μάσκες. Τους είναι άλλωστε απαραίτητες. Μάσκες υπέροχες»
(Αυτοβιογραφικά, σελ. 34)
Ας απολαύσουμε και ένα σχετικό απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό διήγημά
της: «Ο Χαρίδημος ο νεκροθάφτης» (Σ/γή: Αναδρομη Άνθρωποι και ζώα,
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ Τόμος Α΄, Αθήνα 2001, σελ. 128-138), ενδεικτικό του ανήσυχου
χαρακτήρα της:
«Ακριβώς δίπλα και πίσω από το σπίτι μας ήτανε νεκροταφείο. Τα φώτα που
τρεμόσβηναν μέσα στα καντηλάκια, πάνω στους τάφους των νεκρών, φάνταζαν τόσο
όμορφα μέσα στη σκοτεινιά που απλωνόταν, κι άρχισα να τα μετρώ: ένα δύο τρία. (…)
Περίεργη κι ανήσυχη, έβλεπα κι επεξεργαζόμουνα στο παιδικό μου το μυαλό τις
εντυπώσεις της ημέρας. Παρά τους φόβους της μάνας μου, τίποτα δεν με τρόμαζε.
Εξακολουθούσα να μετρώ τ’ αναμμένα καντήλια των νεκρών,(και) απορούσα για τους
τάφους που δεν είχαν αναμμένο καντήλι…(…) Τρύπωνα στο νεκροταφείο κρυφά σαν
έπαιρνε να νυχτώσει, να δω αν είχε δίκιο η μάνα μου σαν έλεγε, πως οι νεκροί γίνονται
φαντάσματα τις νύχτες. Ποτέ μου δεν αντάμωσα κανένα και της το είπα. Έφαγα το ξύλο
της χρονιάς μου.
-Αν ξαναπάς στο νεκροταφείο νυχτιάτικα αλίμονο σου. Και φαντάσματα έχει, και ο
νεκροθάφτης ο Χαρίδημος δεν αστειεύεται. Δεν έχεις δει και τα καλάμια που
κουνιούνται χωρίς να τα φυσάει ο αγέρας;
Με τούτο, μ’ έπεισε. Σίγουρα τα φαντάσματα κουνούσαν τα καλάμια του
νεκροταφείου. Έπρεπε να ξαναπάω να δω».
Εκτός από τον απόηχο του θλιβερού παρελθόντος της περιοχής κατοικίας της, την
επηρεάζουν το ανοιχτό πέλαγος και το «κλειστό» νεκροταφείο που αντικρύζει
καθημερινά, προκαλώντας την και τα δύο για ζωή και υπέρβαση του θανάτου μέσα
από τη δημιουργία. Πόσο δίκιο είχε ο Γιάννης Ρίτσος λέγοντας: «Αν δεν υπήρχε
θάνατος//ποιος γλύπτης, ποιος ποιητής//θα δούλευε για την αθανασία» 4
Για τον πατέρα της λέει: «Μ’ άφησε ακριβή κληρονομιά, τη γνώση και την αγάπη
για το δίκιο και την αλήθεια» 5 . «Χαιρόμουνα ακούγοντας τραγούδια του πατέρα μου και
τα παραμύθια του με τις μυστικές διδαχές και αδιαφορούσα για τις συνεχείς γκρίνιες

4 Γιάννης Ρίτσος, «Δευτερόλεπτα»-απόσπασμα. Σ/γή: Αργά, πολύ αργά τη νύχτα, 1991.
5 Αυτοβιογραφοκά, αφιέρωση

5
της μητέρας μας για τις αταξίες και τις αποκοτιές μου». Αναφέρεται στην τιμιότητα 6
και τις αγαθοεργίες 7 του πατέρα της (τη συμμετοχή του στη Μικρασιατική
Εκστρατεία και τις σχετικές αφηγήσεις του, τις πολιτικές πεποιθήσεις του και τις
διώξεις του ή στη φτώχια της οικογένειας κατά τη φυλάκισή του). Από τον πατέρα
της επίσης» κληρονόμησε» και την αγάπη της για τα ζώα και ιδιαίτερα στα πουλιά,
φτάνοντας στο σημείο να τα αγοράζει για να τα ελευθερώνει 8 . (Έχει κι αυτό τη
σημειολογία του).
Αναφέρεται, επίσης, με νοσταλγία στη γιαγιά της, την οποία έφηβη επισκεπτόταν
στο χωριό Αστέρι και στον καλόγερο θείο της, που επισκεπτόταν στη Μονή
Αρσανίου.
Από τους δασκάλους της ξεχωρίζει την πρώτη της δασκάλα την καλοσυνάτη και
με πλήρη παιδαγωγική σκευή Μαρία Βιτσιγκουνακη-Παπαϊωάννου (Ποιήτρια) που
τη δέχτηκε στο Δημοτικό της Αγίας Βαρβάρας, αν και δεν ήτανε ακόμη σε ηλικία για
να πάει σχολείο, μετά από παράκληση της μάνας της «μπας και συμμορφωθώ και
μάθω τρόπους καλής συμπεριφοράς».(σελ.25) Σταματά όμως με ιδιαίτερη συγκίνηση
στο φιλόλογό της το Γιώργη Μαθιουδάκη «τον πιο όμορφο και τον πιο τέλειο
άνθρωπο απ’ όσους συνάντησε και γνώρισε στη ζωή της», αυτόν που «τους μάθαινε
ανθρωπιά», τον «αρχηγό της Αντίστασης και του ΕΛΑΣ, που θανατώθηκε από τους
Γερμανούς έξω από τη Σπηλιά Κιουμπριά την 31/3/44» (σελ.98).
Στους δασκάλους της συμπεριλαμβάνει το Νίκο Καζαντζάκη που γνώρισε
μετακατοχικά σε μια από τις περιοδείες της με το συγκρότημα της Δώρας Στράτου
στην Ευρώπη (μεταξύ πολλών άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων της εποχής).
Γράφει: «Αργότερα, όταν διάβασα τα βιβλία του και σε κάποια άλλα κείμενά του τις
σκέψεις και τα δικά του τα “πιστεύω”, τον αγάπησα, γιατί ένιωσα πως βρήκα την
αδελφή της δικής μου της ψυχής». (σελ. 172) «Δεν τον ξαναείδα. Αλληλογραφήσαμε
όμως. Αγαπώ πολύ το έργο του και ξεχωρίζω την “Ασκητική” και την “Αναφορά στον
Γκρέκο”. Η ψυχή μου τον προσκυνά και θα τον προσκυνά πάντα…» (σελ. 182). Η
εκτίμησή της προς τους ανθρώπους επηρεαζόταν από την κριτική τους προς το Ν.Κ.
και το έργο του. Δεν είναι τυχαίο ότι το τελευταίο βιβλίο που εξέδωσε ακόμη και
μετά τα «Άπαντα Αυτοβιογραφικά» της (2002) ήταν το «Νίκος Καζαντζάκης, ο
οραματιστής μιας εξαγνισμένης ανθρωπότητας» (2004).

6 «Τα λόγια του κυρ-Γεράσιμου μου θύμισαν τα λόγια του πεθαμένου από χρόνια πατέρα μου: “Το χέρι
του ανθρώπου μπορεί να γίνει γροθιά, χτύπημα θανατερό και φονικό όπλο. ‘Όμως ένα χέρι απλωμένο μ’
αγάπη μπορεί να γίνει χαιρετισμός καρδιάς, ψυχής κουράγιο, ανημπόριας στήριγμα και βοήθεια ζωής.
Χρέος του κάθε ανθρώπου είναι να δίνει ελπίδες στους άλλους, ακόμα κι όταν για κείνον τον ίδιο είναι
ολότελα χαμένες”». Αυτοβιογραφικό διήγημα: «Άνθρωποι και σκουπίδια», Σ/γή: 17 διηγήματα (Από τα
ανέκδοτα), Τόμος Α΄, σελ. 388.
7 «Σ’ ένα δωμάτιο στο ισόγειο με τζάκι, ο πατέρας μου κατά καιρούς φιλοξενούσε ανθρώπους που δεν
είχαν χρήματα για να πληρώνουν ενοίκιο. Άλλοτε φιλοξενούσε νέους ανθρώπους εργάτες, βοηθούς της
δουλειάς του, που τους χρειαζόταν για τα δώματα της πόλης, γιατί τα περισσότερα σπίτια της και τις
στέγες τους δεν τις σκέπαζε το κεραμίδι ή το τσιμέντο, αλλά το λεπιδόχωμα, που ήταν αδιαπέραστο απ’ τη
βροχή και που την τεχνική του την γνώριζε μονάχα ο πατέρας μου. Θυμάμαι ένα αντρόγυνο, φυματικοί
και οι δύο. Ο άντρας τυφλός έπαιζε ακορντεόν στους δρόμους της πόλης. Κατοικούσαν σ’ ένα
ερειπωμένο σπίτι, που έμπαζε από τη στέγη του το νερό της βροχής. Τους έφερε στο σπίτι μας στο ισόγειο
δωμάτιο με το τζάκι και έμειναν εκεί ώσπου ο πατέρας μου έστειλε τους εργάτες του και του έφτιαξαν τη
στέγη. Κάποια μέρα χειμωνιάτικη ο πατέρας μου ήρθε στο σπίτι μας φορώντας ένα ζευγάρι παπούτσια
σχισμένα και τρύπια. “Τι είν’ αυτά που φορείς; Που είναι τα δικά σου τα παπούτσια; τον ρώτησε
θυμωμένη η μητέρα μου. “Τα ’δωσα σε κάποιον κακομοίρη. Τον λυπήθηκα”. “Τι θα γίνει με σένα; Θα
βάλεις μυαλό;”. “Ο έχων δύο ιμάτια, Μαριώ μου… Φέρε μου τα άλλα τα καινούργια μου παπούτσια να
τα φορέσω”». (Αυτοβιογραφικά, σελ. 34)
8 Η φιλοζωία της αναδεικνύεται και μέσα από πολλά αυτοβιογραφικά της διηγήματα.

6
Αναφέρεται, επίσης, στην αντιστασιακή της δράση στα χρόνια της
Γερμανοκατοχής ως πληροφοριοδότριας (Συνδέσμου) των ανταρτών του ΕΛΑΣ κατά
την αναγκαστική υπηρεσία της ως διερμηνέα στην Τοπική Γερμανική Αστυνομία
(Χανίων) λόγω γνώσης των γερμανικών, στα βασανιστήρια που υπέστη στις φυλακές
της Αγιάς, όταν αποκαλύφθηκε ο ρόλος της, και τη σωτηρία της την ύστατη στιγμή
από ένα Αυστριακό στρατιώτη αλλά ποιητή και τον «ευγνώμονα» σκύλο του που
αυτή τάιζε.
Αναφέρεται και στην τραγωδία του Εμφύλιου αλλά και στο γάμο της, παρά τις
αρχικές αντιδράσεις των δικών της- με το δημοσιογράφο και ζωγράφο Θεόδωρο
Κωνσταντίνου, πολύ μεγαλύτερό της σε ηλικία και με τραγική οικογενειακή ιστορία
(:Στα «Δεκεμβριανά» οι αγγλικές οβίδες σκότωσαν τον πατέρα και την αδελφή του
και κατέστρεψαν το εργαστήριό του με το σύνολο των πινάκων του).
Αναφέρεται, φυσικά, στα βιώματα της ως χορεύτριας και πρωτοχορεύτριας του
Λαϊκού Μπαλέτου της Ντόρας Στράτου, ταξιδεύοντας σε όλο τον κόσμο και
καταπλήσσοντας τα πλήθη με τον αέρινο, «υπερβατικό» χορό της και την
κορμοστασιά της που παρέπεμπε σε… ενσαρκωμένη Καρυάτιδα.
Αξιοσημείωτο, όμως, το παρακάτω απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό διήγημά
της «Η κούκλα»-περσόνα της συγγραφέα:
«Η κούκλα, έτσι την έλεγαν γνωστοί και φίλοι, κι αργότερα όσοι την αγάπησαν, κι
εκείνη την μίσησε στην αρχή τούτη την λέξη, ύστερα την συνήθισε… Καμιά φορά σαν
κοίταζε τον εαυτό της στον καθρέφτη. τον έφτυνε. Δεν ήθελε ν’ ασχολούνται μαζί
της. Δεν ήθελε αγάπες, μήτε θαυμαστές, μήτε χαμένες ώρες. Ήθελε να τελειώσει τις
σπουδές της, να μάθει και να γνωρίσει ξένους τόπους κι ανθρώπους. Της καρδιάς της
το λουλούδι δεν άνθισε ποτέ για κανέναν, μήτε το ’θελε. Ήξερε πως αν άνθιζε κάποτε,
θα ’ταν η ώρα της τέλειας παραδοχής, έτσι καθώς ήταν απόλυτη κι ασυμβίβαστη. Η
κούκλα όμως – όπως την έλεγαν – μπορεί να μην είχε καρδιά για τον έρωτα, είχε όμως
καρδιά για κείνους που υπέφεραν, και συμπαράσταση για όσους είχαν ανάγκες ζωής και
χαράς. Έτσι περνούσε ο καιρός της με σπουδές, ταξίδια και με φίλους που την σέβονταν
και την αγαπούσαν, κι αν κάποιος φίλος ξεπερνούσε κάποια όρια, εκείνη ήξερε να δίνει
στον καθένα την ανάλογη θέση του με ανάλογο πάντα τρόπο». (Από το αυτοβιογραφικό
διήγημα «Η κούκλα», 17 διηγήματα από τα αδημοσίευτα, ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ Α΄ Τόμος,
σελ. 396).
Αξιωσημείωτο είναι και το πώς βλέπει το χορό στο διήγημά της «Η γύφτισσα»
(σ/γή: Συμπορευόμενοι, ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ Α΄ Τόμος σελ. 42):
«Ο χορός… Η πιο γνήσια έκφραση του πόνου ή της χαράς τ’ ανθρώπου δοσμένη με
το ρυθμό των αισθήσεων κι οδηγό της ψυχής τη μυστική φωνή, που οδηγεί τα βήματα
σε ξέσπασμα χαράς ή πόνου, απόγνωσης ή λύτρωσης… Αγάπη και μίσος, ζωή και
θάνατος…».
Αναφέρεται επίσης στο κινηματογραφικό της ξεκίνημα δίπλα στον Μάνο
Κατράκη, όπως και το ξεκίνημά της ως συνεκδότριας της εφημερίδας «Ελεύθερος
Δημοσιογράφος», που και τα δύο δεν ευωδόθηκαν λόγω επώδυνων συγκυριών
(κυρίως θάνατοι προσφιλών της προσώπων).
Τέλος, αναφέρεται στην απώλεια του άντρα της από καρκίνο (1984), όπως και του
αδελφού της, των γονέων της και φιλικών προσώπων αλλά και στην οδυνηρή μοναξιά
της, καθώς δεν είχε αποκτήσει παιδιά. Γράφει:
«Μήτε ένας ώμος παρηγοριάς μ’ απόμεινε για να ακουμπήσω, γιατί ό,τι αγάπησα, το
σκεπάζουν οι ταφόπετρες… “Κι όταν το μεροκάματο της ζωής τελειώνει”, δικά σου
είναι τούτα τα λόγια, Ν. Καζαντζάκη, κι έρχονται οι δύσκολες μέρες και ο καιρός της
οδύνης, αναθυμούμαι και πάλι τα λόγια σου και παίρνω κουράγιο και δύναμη. “Χρέος

7
σου είναι, απελπισμένε, ήσυχα με γενναιότητα να βάλεις πλώρη κατά την άβυσσο”» 9 .
(σελ. 23)
Και κλείνει: «Είμαι πλήρης ημερών πόνου, αγωνίας, γνώσης κι απόγνωσης για του
καιρού το πισωγύρισμα, και των ανθρώπων την αλλοφροσύνη». (σελ. 250). «Η σοδειά
μου; Γνώση κι απόγνωση, μα και γαλήνη, γιατί ποτέ δεν πρόδωσα την ψυχή μου, μήτε
την ψυχή των άλλων… (Αυτοβιογραφικά, σελ. 251)
Γενικά στα 117 διηγήματά της διαβαίνει με τα προσωπικά της βιώματα ως
«περσόνα» αλλά και τα υπερβαίνει, αγγίζοντας τα συλλογικά θέματα και
ιδιαίτερα τα τραύματα της πατρίδας της και της ανθρώπινης μοίρας. Με λόγο
σμιλεμένο και δραματικό, με συμβολικά στρώματα και ρεαλιστικά
υποστρώματα η διηγημα-τογραφία της αποπνέει βαθιά στοχαστικότητα και
οικουμενικότητα. 10
Δεν είναι τυχαίο ότι μεταξύ των αξιολογικών χαρακτηρισμών που της
αποδίδουν οι κριτικοί σχετικά με τα θέματα και την τεχνοτροπία περιλαμβάνεται
και αυτοί ως «θηλυκού Παπαδιαμάντη» ή «Κονδυλάκη» 11 .

ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ Σ.-Ρ. Κ

Άρχισε να γράφει ποιήματα, όπως λέει σε μια συνέντευξή της, σε ηλικία δώδεκα
χρόνων, το οποία και πετούσε και ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα μετά από
ενθάρρυνση φιλικών προσώπων έβγαλε το πρώτο της βιβλίο.
Το σύνολο τού ποιητικού έργου της (445 ποιήματα) απλώνεται στις παρακάτω
εννέα ποιητικές συλλογές της:
-Δίνη και Οδύνη (Ποιήματα 83), 1980
-Διαμαρτυρίες (Ποιήματα 42) και Συλλογισμοί (11), 1981
-Τα Εναπομείναντα (Ποιήματα, 29), 1982
-Φωνή απ’ τον Βρύσσινα (Ποιήματα 36), 1983
-Της ζωής και του θανάτου (Ποιήματα 54), 1985
-Γνώση κι Απόγνωση (Ποιήματα 53 και Συλλογισμοί 16), 1986
-Συλλογισμοί (Ποιήματα 88)
-Φωνή απ’ τον Βρύσσινα (Ποιήματα Α΄ Τόμος), 1988
9 Τα ίδια αυτά λόγια του Ν. Καζαντζάκη χρησιμοποιεί ως Προμετωπίδα στην πρώτη ποιητική συλλογή
της «Δίνη και Οδύνη»: «Χρέος σου είναι απελπισμένε / ήσυχα με γενναιότητα
να βάζεις πλώρη / κατά την άβυσσο…» Ν. Καζαντζάκης
10 «Μελετώντας τα θέματα και την τεχνοτροπία των διηγημάτων της κ. Σ.-Ρ. Κωνσταντίνου, άλλοτε
νομίζεις πως διαβάζεις Παπαδιαμάντη (και δεν έχουν άδικο όσοι την έχουν αποκαλέσει “θηλυκό
Παπαδιαμάντη”), Καρκαβίτσα ή Χρηστοβασίλη. Τα περισσότερα όμως θυμίζουν Κονδυλάκη και
Καζαντζάκη. (…)».Στέλλα-Ροζίτα Κωνσταντίνου: ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, Α΄ , ό.π., Προλογικό σημείωμα του
εκδότη Χάρη Πάτση, σελ. 10-11.
11 «Όλα τα διηγήματά της είτε προέρχονται από τον περίγυρο κόσμο του χτες και του σήμερα, είτε είναι
ακτίνες φωτός από το δικό της ψυχικό κόσμο ανήκουν σαν αλήθεια και ομορφιά και πνευματικό
δημιούργημα στην οικουμενικότητα, στην ανθρωπότητα, γιατί μιλάν για αλήθειες, δίνουν μηνύματα,
προσφέρουν την ομορφιά και γίνονται λαμπρές ψηφίδες στο πορτραίτο της ανθρωπότητας, σε φριχτές ή
ειδυλλιακές στιγμές.(…) Η Στέλλα Ροζίτα Κωνσταντίνου κάνει τέχνη για τον άνθρωπο κι ο άνθρωπος ο
απλός της καθημερινότητας με τις χαρές και τα πάθια του είναι η πυξίδα της πορείας της. Μιας πορείας
πνευματικής που οδηγεί σε πανύψηλες κορφές».Στέλλα-Ροζίτα Κωνσταντίνου: ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, Α΄, ,ό.π.,
Νίκος Στασινόπουλος, τεχνοκριτικός-ποιητής, Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών: Στέλλα –
Ροζίτα Κωνσταντίνου Διηγηματογράφος, σελ. 442-446

8

-Βροχή και Δάκρυα (Ποιήματα, 49), 1994

  • Η Ποίηση που αγάπησα,(+8 δημοσιευμένα ποιήματά της), 2001
    Οι τίτλοι των συλλογών συνθέτουν ένα ευδιάκριτο περίγραμμα της ποίησής
    της, φανερώνοντας άμεσα τη βασική θεματολογία της αλλά και τα αισθήματα που
    διακατέχουν την ευαίσθητη ψυχή της ποιήτριας ως αντανάκλαση πικρών εμπειριών,
    επώδυνων βιωμάτων θανάτου, αντίξοων καταστάσεων, εθνικών και διεθνών
    γεγονότων. (Παρελκόμενα Μικρασιατικής. Καταστροφής, ιδεολογικά ρεύματα
    Μεσοπολέμου, Β΄ Παγκ. Πόλεμος, Εθνική Αντίσταση, Εμφύλιος Πόλεμος,
    Δικτατορία, Ψυχρός Πόλεμος, Γεωπολιτικές Αλλαγές, Μεταπολίτευση…)
    Γενικά, στοχάζεται και συν-αισθάνεται πάνω στην ιστορική στρωματογραφία του
    20 ου αι. και στη μικροϊστορική αυτοβιογραφία της.
    Η ποίησή της ως προς τα θεματικά της μοτίβα χαρακτηρίζεται: Ποί- ηση για
    την ποίηση και τον ποιητή, ποίηση της απώλειας και μοναξιάς, ποίηση Φιλοσοφική,
    Παραινετική, Θεολογική, Υπαρξιακή, Ερωτική, Φεμινιστική, Αντιπολεμική,
    Πολιτική, Σατιρική-Καταγγελτική ή κ.α.
    Ως προς τον τίτλο του βιβλίου «Φωνή απ’ τον Βρύσσινα», που αποτελεί
    επανέκδοση όλων των προηγούμενων ποιητικών συλλογών της, επιλέγει αυτό το
    βουνό, γιατί ήταν συνδεδεμένο με τους αγώνες για την αποτίναξη του Οθωμανικού
    ζυγού. Χαρακτηρίστηκε και «βιγλάτορας» του Ρεθύμνου». Είναι η φωνή της
    ιδιαίτερης πατρίδας της που τις παρακαταθήκες της κουβαλάει μέσα της η ποιήτρια.
    Είναι η φωνή της ίδιας, που η κρητική ιδιοσυγκρασία της, όπου δεν «πλημμυρίζει»
    ρητά, διαπερνά υπόρρητα το έργο της σαν…υγρασία. Ακόμη και ετυμολογικά ο
    Βρύσινας υπηρετεί το συμβολισμό του σχετικά με τα πηγαία, τα αναβρυστικά
    ποιημάτά της.
    Σχετικά με την ποίηση επισημαίνει σε μια συνέντευξη 12 της:
    «Υπάρχει ποίηση και ποίηση. Ποίηση που δυστυχώς την καταλαβαίνουν μόνο
    εκείνοι που τη γράφουν και ποίηση στρωτή και αληθινή δίχως εντυπωσιακά
    πετάγματα και εξάρσεις. Η πραγματική ποίηση πείθει, ανασταίνει, συγκινεί, έχει
    αισθητικό αποτέλεσμα και δεν έχει σημασία αν είναι παραδοσιακή ή ελεύθερος
    στίχος» 13 .
    Με άλλα λόγια, θέλει η ποίησή της να είναι γοητευτική, επιδραστική, ευρέως
    επικοινωνήσιμη και όχι ποίηση που περιχαρακώνεται σ’ ένα στενό αναγνωστικό
    κύκλο. Θέλει μια ποίηση που υπερβαίνει το βολικό κοινότυπο ψευτοδίλημμα: «Η
    τέχνη για την τέχνη ή για τη ζωή;» και συνδυάζει αρμονικά, τον αισθητικό με τον
    κοινωνικό/πολιτικό στόχο της τέχνης. Δεν θέλει, άλλωστε, ο ποιητής να είναι μόνο
    σεισμογράφος ή σεισμολόγος της εποχής του, αλλά κάποιες στιγμές να γίνεται και…
    σεισμός της. Και μπορεί βέβαια με την ποίησή της να μην έσωζε ζωές, όπως αν ήταν
    γιατρός -που ήταν το απραγματοποίητο και απωθημένο νεανικό της όνειρο -μέσω
    αυτής όμως νοηματοδοτούσε και τροχο-δρομούσε τη ζωή της και κάποιων άλλων.
    Ας την αφήσουμε όμως να μας αυτοσυστηθεί//αυτοσκιαγραφηθεί με λίγες
    ποιητικές πινελιές:
    Είμαι του ήλιου το παιδί//τ’ ανέμου η γυναίκα.
    Είμαι σκιά τ’ απόβραδου//και η σιωπή της νύχτας.
    Είμαι το δάκρυ της αυγής//της μέρας η κατάρα.
    12 Συνέντευξή της Σ-Ρ Κ. για τον Καζαντζάκη με την Αγγελική Αρβανιτάκη, που δημοσιεύτηκε στα
    «ΚΡΗΤΙΚΑ ΕΠΙΚΑΙΡΑ» τον Ιούνιο του 1998 και αναδημοσιεύτηκε στα «Αυτοβιογραφικά» της (σελ,.
    186).
    13 Φυσικά η ποίηση, από τη φύση της, δεν επιδέχεται «κλειστές» συνταγές και ο κάθε ποιητής
    διαμορφώνει το αναγνωριστικό χαρακτηριστικό της γραφής του ύφος.

9

Είμαι του πόνου το κορμί//κι η πίκρα της αλήθειας.
«Είμαι» (Σ/γή: Φωνή απ’ το Βρύσσινα)
Ας ακούσουμε και κάποια ποιήματά της (ολόκληρα ή αποσπασματικά) που
αναφέρονται στον ποιητή και στην ποίηση, αντικαθρεπτίζοντας και τις δικές της
αρχές και τα δικά της πάθη και παθήματα ως ποιήτριας.
Ο δ ε ύ ο υ ν οι ποιητές του κόσμου
με το βάρος της αμαρτίας του,
οδοιπόροι μοναχικοί πληγωμένοι.
Ο δ ε ύ ο υ ν με την οδύνη της μοίρας
των εμψύχων και με των ταπεινών
των πράξεων την ανελέητη γνώση…
Ο δ ε ύ ο υ ν οι ποιητές του κόσμου
καλημερίζοντας ευγνώμονες το φως του ήλιου…
[«Οι ποιητές του κόσμου», απ/σμα (Συλλογές: Βροχή και δάκρυα και Η ποίηση που
αγάπησα, «Αντί προλόγου»)]
Μ’ ένα μολύβι πολεμά,//με τα χαρτιά μαλώνει…
Τις έγνοιες και την πίκρα του/τις κάνει μοιρολόι.
Η σκέψη του η πολύπαθη, //π’ αναπαμό δεν έχει,
στοιχειό τη νύχτα γίνεται,// θεριό που δεν μερεύει.
Αγάπη και θρησκεία του //το δίκιο κι η αλήθεια,
[«Ο Ποιητής», απ/σμα (Σ/γή: Φωνή από το Βρύσινα)]
Στους επόμενους στίχους η ποιήτρια ομολογεί το σωτήριο, τον υπαρξιακό γι’ αυτή
ρόλο της ποίησης.
…Μόνο η ποίηση//αιωρούμενη με κρατάει
στο σχοινί, πάνω απ’ το βυθό.
Η ποίηση στα έργα του θεού.
H ποίηση στα έργα ανθρώπων.
[«Τώρα πια», απ/σμα (Σ/γή Δίνη και Οδύνη, 1980)]
Ήδη έχουν εμφανιστεί αρκετά βασικά γνωρίσματα της ποίησής της ως
σημαίνοντος και σημαινομένου:

  • Ο μεταφορικός και αυτοαναφορικός λόγος, αλλά και η λιτή κι ευθύβολη «κοινή
    νεοελληνική» χωρίς ξενολεκτικές ή διαλεκτικές «παραφωνίες».
  • Οι δύο μορφές στιχουργίας:
    α. Ο καθαρά ελεύθερος στίχος (χωρίς ομοιοκαταληξία και μέτρο, που λειτουργούν
    δεσμευτικά ως προς το σημαινόμενο) και
    β. Ο παραδοσιακός στο ρυθμό αλλά ανομοιοκατάληκτος ιαμβικός
    δεκαπεντασύλλαβος, ολόκληρος ή διασπασμένος σε δύο ημιστίχια.
  • Η επανάληψη της ίδιας λέξης ή φράσης στην αρχή στίχων ή στροφών («Είμαι»,
    «Οδεύουν»). Και αυτό, προφανώς για ρητορική-δραματική έμφαση. Η ηχητική αυτή
    επανάληψη παρατηρείται σε περισσότερα από 60 ποιήματά της (σε σύνολο 445).
    Ας δούμε κάποια ποιήματα/κονωνικής κριτικής, καταγγελτικά για τα άτοπα
    και δυστοπικά, τις «άκοσμίες» και «κακοσμίες» που εντοπίζει στον κόσμο που την
    περιβάλλει σε αντιπαράθεση με τις ηθικές αξίες της.
    Πήραμε τις πολιτείες / και τις κάναμε τεκέδες.

10

Πήραμε τις θάλασσες / και τις κάναμε χαβούζες.
Πήραμε τα πουλιά / και τα βαλσαμώσαμε.
Πήραμε τα παιδιά / και τα ξεστρατίσαμε.
Ώ, τα παιδιά/ με τούς βιασμένους εγκεφάλους!. . .
Πήραμε τα δάση / και τους βάλαμε φωτιά
κι’ άγριο στήσαμε κυνήγι/στα έναπομείναντα ζώα,(…)
Πήραμε την ομορφιά, / και της αλλάξαμε το πρόσωπο
με χίλια τόσα ψεύτικα στολίδια.
(Πού χρόνος για της ψυχής μας / την ανάσταση,
πού χρόνος για των χεριών μας/ τα καθαγιασμένα έργα!)
Πήραμε τα όνειρα /και τα κάναμε εφιάλτες.
Πήραμε την ανθρωπιά μας/ και την πετάξαμε στ’ άχρηστα,
μαζί με την αλήθεια.
Πήραμε την απάτη / και την κάναμε επιστήμη.
Πήραμε το ψέμα / και το κάναμε
απαραίτητη αναγκαιότητα επιβίωσης . . .
Πήραμε τον έρωτα/και τον εξευτελίσαμε (…),
Οι «σωτήρες» επιστήμονες
με τους φονιάδες βαδίζουνε αντάμα,
και οι Χίτλερ της Εποχής μας
χίλιους μεθοδεύουν τρόπους εξόντωσης,
για της παραφροσύνης τους την ικανοποίηση. . .
Είμαστε κυρίαρχοι /ουρανού και θάλασσας.
Καμάρι και έργο μας,/οι τσιμεντένιες πολιτείες,
οι «καταθέσεις» και οι «θέσεις» μας(…)
Είμαστε οι συφοριασμένοι μελλοθάνατοι
ενός θανάτου ντροπιασμένου!…
[«Κόσμος 1980», απ/σμα (από τη συλλογή Διαμαρτυρίες)].
Η κριτική ματιά της μας παραδίδει καταγγελτικά ένα πανοραμικό πλάνο για
την κρίση στην εποχή της, αποφεύγοντας τις παγίδες της εύκολης δαιμονοποίησης
και της ανέξοδης ηθικολογίας…λες και συνθέτει παραλλαγές της ατομικής και
συλλογικής κατάπτωσης του δικού μας, του σημερινού κόσμου…
Ο καταγγελτικός της τόνος συνυφαίνεται με τον εξομολογητικό, καθώς η
ετεροκριτική της συνδυάζεται με αυτοκριτική, όπως μας δηλώνει η χρήση του
«εμείς» («Πήραμε», Είμαστε), στο οποίο ενσωματώνει η ποιήτρια και τον εαυτό της.
Από το γενικό «Κόσμος» εστιάζει στο ειδικό «Η πολιτεία των θαυμάτων», που
αναφέρεται καταγγελτικά στη γενέθλια πόλη της. Διαβάζω απόσπασμα:
Στην πολιτεία ταξιδεύω των θαυμάτων.
Τ’ όνομά της, «τόπος ανοχής» 14 .
Τις νύχτες σε καιρό καλοκαιριάς κι ανέμων,
κάποια παιδιά του Νέρωνα,
που όνομα δεν έχουν,
με πυρκαγιές φωταγωγούν τα δάση της(…)
14 Δάνειο από το βιβλίο του Ρεθυμνιώτη Γιάννη Δαλέντζα: «Ντάρα Μανέλα-«Πολιτεία της
Ανοχής», Αθήνα 2065. Ο συγγραφέας επεξηγεί στην εισαγωγή: «Το όνομα τούτο θα πει: απόβαρο και
το μακρύ ξύλο που κρέμαγαν οι παλιοί ζυγιστάδες το καντάρι (καμπανό) στους ώμους. Στα γραφτά
μου τούτο το ζύγιασμα κάνω μαζί και το απόβαρο βγάζω της Πολιτείας της Ανοχής».

11

Οι ντελάληδες έξω απ’ τις βιτρίνες
με λόγια πειθούς διαλαλούν το εμπόρευμα(…)
Η κεντημένη πουκαμίσα της γιαγιάς μου στο σφυρί
κι η εικόνα των χεριών της στη φαντασία μου,
χιλιοτρυπημένα απ’ τις βελόνες κεντήματος.(…)
Λογιών λογιών πραμάτειες στο ξεπούλημα.
Λάμπες παλιές, κεντήματα,
κι ανάμεσά της Παναγιάς τα μάτια
να με κοιτούν απορημένα απ’ την εικόνα της.
Στα μάτια, που το χέρι τ’ αγιογράφου
όλου του κόσμου εζωγράφισε την ομορφιά,
όλου του κόσμου είδα το παράπονο.
(Σ/γή: «Της Ζωής και του Θανάτου», 1985)
Η ποιήτρια εδώ μιλά με βαθύψυχο πόνο για την παράδοση, τα ιερά και τα όσια,
τον ταυτοτικό λαϊκό πολιτισμό μας που δεν υπερασπίστηκαν ή σύλησαν τα ίδια τα
παιδιά της πόλης μας παρασυρμένα από το συρμό και τις Σειρήνες της εποχής.
Στα «Αυτοβιογραφικά» της η ποιήτρια κάνει αργότερα πιο φανερή την πικρή
διαπίστωση: «Ρεθυμνάκι μου, νεόπλουτή μου αρχόντισσα, πόσο έχεις αλλάξει… Η
θωριά σου μια όμορφη στολισμένη βιτρίνα με τρομάζει… Ο κερδώος Ερμής, σου έχει
κατατροπώσει το Λόγιο». Διαπίστωση, που δεν θα επηρεάσει όμως την αγάπη της:
«Ρέθεμνος, Ρέθυμνο ή Ρίθυμνα,//όπως και να ’σαι. σ’ αγαπάω.//Πάντα σ’ αγαπούσα».
(«Αυτοβιογραφικά, 2002» σελ. 22).
Στο «Πολιτικοί και θεατρίνοι», εστιάζει στην ασυνέπεια των πολιτικών
(πολιτικάντηδων)
Κι οι θεατές χειροκροτούν/πολιτικούς κι ηθοποιούς
π’ έχουν θαρρώ/κοινή τη μοίρα/με διαφορά μονάχα μία.
Τους ηθοποιούς σκεπάζει η λήθη…
/Τους πολιτικούς/τους ξεσκεπάζει η ιστορία…
(Απ/σμα Σ/γή: Τα Εναπομείναντα, 1982)
Στο ποίημα «Συνηθίσαμε» θίγει το θέμα της παραπλάνησης, της μιθριδατικής
εξοικείωσής του κοινού με τα ανοίκεια και μη κανονικά, της ανοχής της διαφθοράς:
Συνηθίσαμε ν’ ακούμε //το τραγούδι της λευτεριάς,
που πληγώνεται//στων βασανιστηρίων τα μπουντρούμια(…)
Συνηθίσαμε να βλέπουμε//(…)τ’ ακέφαλα πτώματα
//τ’ ακρωτηριασμένα κορμιά…
Κατάντησε εμπαιγμός το μοιρολόι
πάνω στους τάφους των θυμάτων
της ειρήνης και της ανθρωπιάς.
(Απ/σμα. Σ/γή: Τα Εναπομείναντα)
Στο ποίημα «Συνύπαρξη» θίγει το συμβιβασμό, την προσαρμογή, την αλλοτρίωση,
την απανθρωποποίηση:
Προσαρμοστήκαμε με κάθε χώρο.//Γίναμε χαμαιλέοντες.
Προφυλαχτήκαμε με τo δηλητήριό μας.//Γίναμε σκορπιοί.
Κλειστήκαμε μέσα στο καβούκι μας.//Γινήκαμε χελώνες.
Συνυπάρχουμε άφοβα μέσα στη ζούγκλα.//Γινήκαμε θηρία.
Συμβιώνομε με τις μάσκες μας τις ποικιλόχρωμες. //Γινήκαμε μασκαράδες.
Κι η πενθηφορούσα Αγάπη πριν φύγει κατά τη δύση…
τo τελευταίο της μας έστειλε «αντίο».

12

(Σ/γή:Φωνή απ’ τον Βρύσσινα)
Στο ποίημα «Πρόβατα και λύκοι» αναφέρεται στον επώδυνο απολογισμό ενός
αδικαίωτου αγώνα και το θλιβερό συγχρωτισμό θυμάτων και θυτών.
Για τ’ άδικο φωνάξαμε,//για τ’ άδικο παλέψαμε,
για τ’ άδικο οι φίλοι μας χαθήκαν,//και τ’ άδικο απόμεινε
για να ντροπιάζει πάντα την αλήθεια.
Για μια πηγή,//π’ όλο και ξεμακραίνει,
πάντα ξεγελασμένοι, διψασμένοι
ακολουθούμε ως το τέλος την αγέλη,
πρόβατα και λύκοι ανακατεμένοι.
(Απ/σμα. Σ/γή: Φωνή απ’ τον Βρύσσινα)
Η Ροζίτα γνωρίζει καλά ότι για μια πόλη, μια κοινωνία, μια κοινωνική ομάδα
ή μονάδα δεν είναι μόνο χρήσιμοι αυτοί που ασκούν θετική κριτική. Χρήσιμοι
είναι και αυτοί που ασκούν αρνητική κριτική, με θετική εννοείται αντιπροσφορά
κατά το παράδειγμα του Σωκράτη. Όπως καλά γνωρίζει και το… κώνειο –
τίμημα γι’ αυτούς που δεν ξέρουν να κολακεύουν τους ισχυρούς…Παρόλα αυτά
τα χέρια της Ροζίτας δεν έπαψαν να βγάζουν ρόζους γράφοντας την αλήθεια και
ο λαιμός της να βγάζει όζους φωνάζοντάς την…


Η ποιήτρια ταλαντεύεται μεταξύ ελπίδας και απελπισίας, αισιοδοξίας και
απαισιοδοξίας, χωρίς να φτάνει στον πεισιθάνατο πεσιμισμό ούτε στη αφελή
αισιοδοξία μιας απρόσκοπτης γραμμικής προόδου, καθώς έχει μπολιάσει τη σκέψη
της με την ενδεχομενικότητα ως προς την υλοποίηση του ι δ ε ο λ ο γ ι κ ο ύ τ η ς ο
ν ε ί ρ ο υ που σε αρκετά ποιήματά της συμβολοποιείται ως «π ο λ ι τ ε ί α»,
πυρηνικό στοιχείο της ποίησής της.
Πρόκειται για την «ιδανική πολιτεία» της, θα έλεγα, που τα ταυτοτικά της
στοιχεία της προσδιορίζει με ηθικοπνευματικά προτάγματα, με προεξάρχοντα τη
δικαιοσύνη και την ανθρωπιά, και που παρά τα τόσα «ράματα» δεν παύει να
παραμένει όραμα, που δεν κατακτιέται με όπλα αλλά με την καρδιά και το νού. 
Κάποτε είμαστε //γεμάτοι αγκάθια. . .
Σήμερα είμαστε// γεμάτοι πληγές.
Αύριο τ’ ανεξίτηλα ίχνη τους
θα μας θυμίζουν //πόσο μάταια παλαίψαμε.
Κι’ όμως . . .
Πάντα την ίδια θα ονειρευόμαστε// Πολιτεία.
Μια πολιτεία, που οι Θεοί της
λέγονται άνθρωποιμε σάρκα και αίμα.
[«Διαπίστωση» (σ/γή: Διαμαρτυρίες και Συλλογισμοί)]
Κάποτε ο ήλιος //της πολιτείας των ονείρων μας,
την ολοπόρφυρη «Ιδέα» θα ζεσταίνει,//την αναίμακτη.
[«Ιδέες και γαρύφαλλα», απ/σμα. (Σ/γή: Διαμαρτυρίες και Συλλογισμοί)]
Την αφύσικη -ή αλλιώς- παραφυσική μετατροπή της απουσίας της σε παρουσία
εναποθέτει στη… μεταφυσική 15 :
15 Η Σ-Ρ Κ μοιάζει να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη γνώση και τον αγνωστικισμό, δίνοντας ίσως την
εντύπωση ότι… «πατάει σε δυο βάρκες»: α) θρησκευτικά βιώματα (οικογενειακά, σχολικά,
εκκλησιαστικά, καθημερινότητας) και χριστιανική λατρεία και β) μεταφυσικές ανησυχίες. Στο ποίημα
«Επίκληση» (Σ/γή: Γνώση και Απόγνωση) λέει
Θεέ μου… Θεέ μου…//Πώς τα νοήματα να συλλάβω των αντινομιών;(…)

13

…Όταν εκείνη θα ’ρθει η εποχή//που οι ηρωικές και σπουδαίες
πράξεις των ανθρώπων//δεν θα ΄ναι δαχτυλοδειχτούμενες
σα κάτι σπάνια κι όμορφα πουλιά//που σπαθίζουν τον αγέρα,
τότε, Θεέ μου,//δώσε μου μιας ημέρας ζωή,//μιας ημέρας Ανάσταση!…
[«Παρουσία δεύτερη»/απ/σμα (σ/γή: Διαμαρτυρίες και Συλλογισμοί)].


Το ίδιο συναισθηματικό εκκρεμές παρατηρούμε ειδικότερα στο θέμα της
διαχρονικής εκρεμότητας της ανισότητας των δύο φύλων, που την επίλυσή του και
πάλι συνδέει με την «Πολιτεία».
…Στον κόσμο ετούτο της παραφροσύνης
άθελά σου, το δικό σου βάνεις μερτικό,
ώσπου η ώρα να ’ρθει της αλήθειας
που η δική σου η λεύτερη η δύναμη
σωστά θα διαιωνίζει // το γένος των ανθρώπων
μιας καινούριας π ο λ ι τ ε ί ας!
[«Το παραμύθι της γυναίκας», απ/σμα Σ/γή: Διαμαρτυρίες και Συλλογισμοί]
Σημειώνω εδώ ότι με το βλέμμα πάντα ανοιχτό στον κόσμο, η ευαίσθητη
στους κραδασμούς του γυνακείου ψυχισμού Ροζίτα Κωνσταντίνου, στην ποίησή
της και στην πεζογραφία της (τα «Αυτοβιογραφικά» της και τα «Διηγήματά»
της) προβάλλει ως «λόγω και έργω» στάση ζωής της τον αγώνα κατά των
εδραιωμένων ανδροκρατικών αντιλήψεων της εποχής της και υπέρ της
αυτοσυνείδησίας και αυτοπραγμάτωσης της γυναίκας, ώστε να πάρει τη θέση
που της αξίζει: από res σε ρήγισσα του σπιτιού και της κοινωνίας. Αντιτίθεται στη
στερεοτυπική υποαπεικόνιση της γυναίκας ως κατώτερου όντος και ως σεξουαλικού
αντικειμένου και «κανονιοβολεί» την κανονικοποίηση των έμφυλων διακρίσεων.
Αλλά και μόνο η πολύπτυχη και πολυδύναμη παρουσία της στο δημόσιο χώρο έχει
από μόνη της μια φεμινιστική διάσταση. Ίσως σ’ αυτά να οφείλεται το αστραφτερό
χαρούμενο πρόσωπο της προτομής της Καλλιρρόης Παρέν που προανέφερα…


Στο παρακάτω ποίημα με τον τίτλο «Εξομολόγηση» δηλώνει ξεκάθαρα και με
μετριοπάθεια ως πρώτη προτεραιότητα στη ζωή της την ειρηνική, δημοκρατική και
αντιμεσσιανική υλοποίηση του ιδεολογικού της ονείρου, μεταθέτοντας σε δεύτερη
μοίρα τα ερωτικά της :
Τότε που θα ’μαστε οι πολλοί
Πώς των αποριών μου να διώξω τους ίσκιους,//που έγιναν φαντάσματα,/ στην ερημιά της κάμαρης;
Στον επιλογικό απολογισμό της στα «Αυτοβιογραφικά» της (σελ.248-249) γράφει: «Από παιδί
ήθελα να μάθω τα μυστικά των τάφων κι άλλα πολλά μυστικά ανεξήγητα, της ζωής και του
θανάτου. Κάποτε, σε κάποιες ερωτήσεις μου μια γερμανίδα, μακρινή συγγενή του πατέρα μου που είχε
παντρευτεί Κρητικό, μου απάντησε γελώντας: “Είσαι ένας Cottsucher, Αναζητητής του Θεού”.(…) Κι
όμως, ακόμα με βασανίζει ο αγώνας κι η αγωνία για το άγνωστο. Πέρα απ’ της ψυχής μας τον μικρό
Θεό, ο Αρχηγός ποιος είναι; Μονάχα η αόρατη Δικαιοσύνη του μας ακουμπάει. Κι όταν τ’ ατέλειωτα τα
γήινα προβλήματα των ανθρώπων λιγοστεύουν, κι η πείρα ζωής κι η μάθηση, αγγίζουν τα όρια της
Γνώσης και της αποκάλυψης, έρχεται ανελέητη η απώλεια της μνήμης σαν κάποιος να μας διατάζει: ως
εδώ:… Κι ύστερα το τέλος, κι ο θάνατος». Μάλλον… ορθοπατάει στις πλευρικές κουπαστές της ίδιας
βάρκας

14

και το καθαγιασμένο το «όχι» μας
σε νόμους και παρανομίες
το λόγο θα ’χει και το έργο(…),
τότε που το βλέμμα μας
γαλήνιο θα ’ναι και ξάστερο
σαν των παιδιών το ξάστερο το βλέμμα,
τότε θα ’χω τη δύναμη
να σου πω πόσο σ’ αγάπησα!. . .
(Σ/γή: Διαμαρτυρίες και Συλλογισμοί)


Τα ερωτικά ποιήματα τελικά δεν τα απέφυγε 16 , και ευτυχώς, γιατί αποπνέουν
διακριτικότητα, ευγένεια, σεμνότητα, αξιοπρέπεια σε όλες τις εκφάνσεις του έρωτα,
από την αγνή αγάπη και τον «Πλατωνικό έρωτα», μέχρι τον ίμερο (θερμό πόθο) και
τη συνεύρεση…
Επιλέγω το «Άλλη μια μέρα» από τη συλλογή Της ζωής και του θανάτου, που
είναι αφιερωμένη «Στη μνήμη του αγαπημένου της και στη μνήμη όλων των νεκρών
του 1984»:
Αλλη μια μέρα δίχως εσένα…// Αλλη μια μέρα δίχως σκοπό,//
άλλη μια μέρα που ξημερώνει,// και θα βραδιάσει…/
Πες μου για ποιον;//
Περνούν οι ώρες, χτύπος και πόνος για την καρδιά μου// που τις μετρά…//
Κι όλο γυρίζουν κι όλο με σέρνουν// και με τραβάνε στ’ αλλοτινά…//
Άλλη μια μέρα δίχως εσένα…// Κύμα το κύμα σε καρτερώ…//
Κανένα κύμα δεν θα σε φτάσει//δεν θα το μάθεις, δεν θα τ’ ακούσεις//
πως σ’ αγαπώ…»
…αλλά και το «Αγάπη μες το χειμώνα» 17
Κλαίει η βροχή στο παραθύρι
σκεπάζει την αυλή το χιόνι/ μήνας Γενάρης…
Μα ξεφαντώνει η γύφτισσα η ψυχή μου (…)
κατάγυμνη στο χιόνι και χορεύει.
Με της βροχής τον ήχο τραγουδάει:
Αγάπη μου, αγάπη μου, αγάπη…
[Α/σμα. (Σ/γή: Γνώση και απόγνωση)]


Βασικό θεματικό μοτίβο της ποίησής της είναι η «ποιητική της απώλειας». Της
απώλειας όχι μόνο με την τυπική/συνήθη έννοιά της τη σχετική με το θάνατο
16 «Με είχαν «κατηγορήσει», ότι δεν ασχολούμαι καθόλου με τον έρωτα ούτε στην ποίηση, ούτε στην
πεζογραφία. Από μια εποχή και ύστερα αποφάσισα να τους κάνω το χατίρι. Κυρίως όμως, μ’
ενδιαφέρουν τα κοινωνικά θέματα, ο άνθρωπος και τα προβλήματά του. Έτσι κι αλλιώς ο έρωτας
υπάρχει στη ζωή μας» Συνέντευξή της για τον Καζαντζάκη με την Αγγελική Αρβανιτάκη, που
δημοσιεύτηκε στα «ΚΡΗΤΙΚΑ ΕΠΙΚΑΙΡΑ» τον Ιούνιο του 1998. «Αυτοβιογραφικά», σελ. 183.
17 Ίσως σχετίζεται με την παρακάτω πρόβλεψη του Μάνου Κατράκη προς την ποιήτρια:
«-Κι εσύ θ’ αγαπήσεις κάποτε Θεά μου. (Έτσι με ’λεγε). Θα αγαπήσεις αργότερα σε μεγάλη ηλικία, και να
μου το θυμηθείς. Βάζω το κεφάλι μου στοίχημα, κάτω απ’ τις ράγες του Τραίνου.
-Μην βάζεις, Μάνο, το κεφάλι σου στοίχημα, γιατί θα το χάσεις.
Προφητικά, εκείνα τα λόγια του Κατράκη, όταν ύστερα από κάποια χρόνια θα την αντάμωνα κι εγώ
εκείνη την μεγάλη αγάπη… Την αγάπη που πριν την γνωρίσω, δεν την παραδεχόμουν, γιατί νόμιζα πως
ήταν μονάχα μια παγίδα μεγάλη, της ζωής κι ένα δικό μας λάθος. Κι ήρθε ξαφνικά κι απρόσμενα, μιαν
άνοιξη λουλουδιασμένη κι ελπιδοφόρα, κι ένα χειμώνα, μήνα Δεκέμβρη κι ημέρα γιορτινή, μου την
στέρησε ο θάνατος. Κι εκείνος, μ’ αποχαιρέτησε με λίγα λόγια, -χαρακιές ματωμένες, για πάντα πάνω
στην καρδιά μου-.”Καλή νύχτα Αγάπη μου!…”» («Αυτοβιογραφικά», σελ. 215)

15
προσφιλών προσώπων, όπως είδαμε, αλλά με μια ευρύτερη έννοια που
συμπεριλαμβάνει πολύ περισσότερα, απ’ την απώλεια υλικών αγαθών, στόχων,
ιδανικών και ελπίδων μέχρι την απώλεια του ίδιου μας του εαυτού που είναι και το
τραγικότερο. Μια απώλεια-καλούπι με αυξομοιούμενα τοιχώματα, ώστε να μπορεί να
προσαρμοστεί στην προσωπική περίπτωση και ματιά του αναγνώστη.
Αξιοσημείωτο είναι το προτελευταίο ποίημα της τελευταίας της συλλογής «Βροχή
και Δάκρυα» (1994) και ουσιαστικά του όλου δημοσιευμένου έργου της, με τον
τίτλο «Κι όμως», απευθυνόμενη προς το «φευγάτο» πατέρα της, λέει:
…¨Εχω πλούτη κι όμως πεινώ.
Είμαι γυμνή απ’ όνειρα και κρυώνω,
κι η σημαία στα χέρια μου της ομορφιάς
ένα κουρέλι απόμεινε της απανθρωπιάς…
Στο μυαλό μου εξισώσεις άχρηστες,
στη σκέψη μου ανώφελοι πολλαπλασιασμοί,
η ψυχή μου αηδόνι κοψοφτέρουγο,
κι η καρδιά μου μια πληγή…
Κι όμως πίσω από βιτρίνες απατηλές
και μάσκες περίτεχνες αποκριάς
ψάχνω τον ά ν θ ρ ω π ο/
και για κείνα τα παραμύθια σου πατέρα
Ψάχνει να βρει τον άνθρωπο σαν άλλη εκδοχή του Διογένη. Πόσο διαχρονική,
πόσο επίκαιρη!…


Η ποίησή της είναι και φιλοσοφική, παραινετική, παρηγορητική, φρονηματιστική
και παράλληλα αποφθεγματική. Όλα «παρασκευ-άσματα» της βαριάς φιλοσοφικής
(προπαρα)σκευής της και της βιωματικής εμπειρίας της. Και όχι μόνο αναφορικά με
άλλα πρόσωπα αλλά και αυτοαναφορικά, σαν θεατρικός ή εσωτερικός μονόλογος.
Έτσι, θα λέγαμε ότι πιο άμεσα εδώ υπηρετεί μια… «ωφέλιμη λογοτεχνία»:
-Κάνε κουράγιο…
Το λυγμό ας κάνουμε τραγούδι.
[«Πάροδος» (σ/γή: Διαμαρτυρίες και Συλλογισμοί)]
-Η μεγαλύτερη νίκη του ανθρώπου
δεν είναι στη ζωή. Είναι στο θάνατο.
-Σαν πάρεις την απόφαση να ξεκινήσεις
για του Λαβύρινθου την είσοδο
και τις εξερευνήσεις των δαιδάλων,
το μίτο της Αριάδνης μην καταδεχτείς.
Ολόρθος να φτάσεις ως την έξοδο,
χωρίς ν’ αναμετρήσεις τις πληγές
του Μινώταυρου που δεν ενίκησες.
[«Ο Λαβύρινθος» (Σ/γή: Φωνή από το Βρύσινα)]
«Φίλε κι αδελφέ μου,/
αν τη νιότη σου την πέρασες// δίχως να τη νιώσεις,(…)
αν η αγάπη σου άπιαστο εστάθη όνειρο/(…)
αν τ’ αδελφού σου την πικρή μαχαιριά επήρες,

16

αν τους φρικτούς εδέχτηκες// τους πόνους της αρρώστιας//
αν…// Στάσου ολόρθος μ’ ανοιχτά τα στήθη στον αγέρα.//
Αντίκρυσέ τον τον Σταυρό// εις του βουνού την άκρη//
περήφανα χωρίς να κλαις,// μη σκύψεις το κεφάλι.//
Μας μένει η νύχτα// κι οι ερημιές,// μας μένει και η ψυχή μας!..»
[«Αν…», απ/σμα. (Σ/γή:Δίνη και Οδύνη)]
Την άνθρωπιά σου/ /μην εξαργυρώσεις
με κανενός είδους νόμισμα.(…)
Έτσι μού ’γραφε στη Διαθήκη του// ο πατέρας μου. . .
Κι’ απόμεινα ολομόναχη//εγώ καί το είδωλό μου!…
[«Διαθήκη», απ/σμα. (Σ/γή:Δίνη και Οδύνη)]
…Με πείσμα ν’ ακολουθείς//τη δική σου στράτα
και τη δική σου να χαράζεις//ως το τέλος την πορεία (…)
Πάντα με συντροφιά την ψυχή σου
και πάνω από το ύψος του κορμιού σου//να σταθείς…(…)
«Να περνάς»/απόσπασμα (Σ/γή: Φωνή απ’ τον Βρύσσινα)
— Μη σταματάς,//ακόμη κι όταν τα πόδια σου
— πληγώνουν οι αλυσίδες.(…)
[«Μη σταματάς», απ/σμα (Σ/γή: Φωνή απ’ τον Βρύσσινα)]
Σαν πάρεις την απόφαση/ /τον χώρο να διαβείς των λύκων
και είσαι ά ν θ ρ ω π ο ς,//πρέπει να περιμένεις το σπαραγμό.
Σαν το αποφασίσεις , //στα λυκόσκυλα να δείξεις την ψυχή σου,
κατάγυμνη, και άοπλος,// -μια και ποτέ τη χρήση
δεν παραδέχτηκες των όπλων -// να είσαι έτοιμος (…)
Όχι για το θαύμα / που μπορεί και να ’ρθει,
μια και για τούτο πάλαιψες, //μια και γι’ αυτό παλεύεις,
μα για να δεχτείς την επίθεση// χωρίς καμμιά μετάνοια.
[«Οι λύκοι» (σ/γή: Διαμαρτυρίες και Συλλογισμοί)]
Σαν πάρεις τον ανήφορο/και το δικό σου δρόμο/
μην παραπονεθείς/μήτε για προδότες μήτε για καρφιά.
Στην κορυφή του Γολγοθά σου//όλοι οι δρόμοι ανταμώνουν…
[Απ/σμα (Σ/γή: Συλλογισμοί)]
Η καζαντζακική συγγένεια με πολλά από τα παραπάνω είναι εμφανής.


ΓΕΝΙΚΑ η ποιήτριά μας βρίσκεται σε μια διαρκή διερώτηση για τα πάντα. Για
τον εαυτό της, για τη ζωή, για τις συμπεριφορές, για την εποχή που ζει. Με βλέμμα
περισκοπικό (και λόγο σκωπτικό) βλέπει και κρίνει με άκρα ευθύτητα «πρόσωπα και
πράγματα», χωρίς να αφήνει στο απυρόβλητο της κριτικής της κανένα κοινωνικό
πρόβλημα όπως: οικολογική καταστροφή-κακοποίηση ζώων, ανισότητα δύο φύλων,
εκμετάλλευση παιδικής εργασίας, υποκρισία (πολιτικάντηδων/δημοκόπων, σεμνότυφων,
ηθικολόγων, ψευτοοικολόγων κ.ά.), υπερκαταναλω-τισμός, προκαταλήψεις, πόλεμος,
βία γενικά. Μιλάει για τη μοναξιά, τα γηρατειά, το θάνατο, τον φόβο, τις ματαιωμένες
προσδοκίες, τις καταρρέουσες βεβαιότητες, τους επίμονους «μνησιπήμονες» πόνους…
Στο πολυσέλιδο και πολυποίκιλο ποιητικό έργο της δεν παραλείπει να αντιπαραθέτει
αντιστικτικά σ’ όλα αυτά αρετές και θετικές συμπεριφορές και πρότυπα: η ειρήνη, η
πραγματική ελευθερία, η τιμιότητα, η αξιοπρέπεια, η ανθρωπιά, ο υψηλός ρόλος

17
πνευματικού ανθρώπου και ιδιαίτερα του εκπαιδευτικού και του ποιητή, όλα εκείνα που
συνδέονται με μια ζωή που αξίζει να λέγεται ζωή.
Πρόκειται για μια ποίηση ποίηση με καθαρό, λαγαρισμένο βλέμμα και όχι
παραποιητικό -ωραιοποιητικό ή κακοποιητικό- της πραγματικότητας.
Αυτή είναι μέσαις-άκραις η ποιήτρια Σ.-Ρ. Κ. που με τo σύνολο του ποιητικού της
έργου πρόσθεσε τους δικούς της πολύτιμους λίθους στο θησαυροφυλάκιο της
γυναικείας ποίησης της Νεοελληνικής μας Λογοτεχνίας και από πολλούς αυτοδίκαια
τοποθετείται πλάι στη Μυρτιδιώτισσα (Δρακοπούλου Θεώνη), τη Μελισσάνθη (Ήβη
Κούγια-Σκανδαλάκη), ή την Πολυδούρη).
Συνοψίζοντας θα έλεγα ότι η Στέλλα Ροζίτα Κωνσταντίνου γενικά μέσα από το
λ ο γ ο τ ε χ ν ι κ ό τ η ς έ ρ γ ο αναδεικνύεται ως:
-Αγωνίστρια υπέρ πάτρης και όχι υπέρ πάρτης.
-Θρησκευόμενη αλλά κατά της θρησκοληψίας.
-Θεοφοβουμνη αλλά κατά των θεομπαικτών.
-Σεμνή αλλά κατά της σεμνοτυφίας.
-Φεμινίστρια αλλά όχι υπέρ της γυναικόκρατίας στη θέση της ανδροκρατίας.
Φιλάνθρωπος, αλλά κατά της επιδεικτικής φιλανθρωπίας.
-Υπέρ της Δημοκρατίας, αλλά κατά της δημοκοπίας και της οχλοκρατίας.
-Κατά των πολιτικάντιδων πολιτικών αλλά και κατά των απολιτικών πολιτών,
των πολιτών των εξοικειωμένων με τα ανοίκεια λόγω μιθριδατισμού ή
συνενοχής.
-Υπέρ της αντικειμενικής δημοσιογραφίας, προτιμώντας να βουτά την πένα της
στο αίμα της παρά στου γυμνοσάλιαγκα το σάλιο.
-Υπέρ της Κοινωνικής Αλλαγής αλλά με την πυγμή του δικαίου και όχι
με το «δίκαιο της πυγμής».
-Υπέρ της ισότητας αλλά όχι υπέρ της ισοπέδωσης.
-Υπέρ του ωραίου αλλά όχι ως κούφιου περιτυλίγματος, όχι υπέρ της
ωραιοποίησης.
-Υπέρ της παράδοσης άλλα κατά της παλαιομανίας.
-Υπέρ της παγκοσμιοποίησης της ηθικής και όχι της υλοκρατίας.
-Υπέρ της προόδου αλλά κατά της προοδοπληξίας.
-Υπέρ του νέου αλλά κατά της νεομανίας.
-Υπέρ της «τέχνης για την τέχνη και για τη ζωή», και όχι ως αυτοσκοπού.


Κλείνω με ένα από τα τελευταία ποιήματά: «Πάθη και λάθη» (Σ/γή:Βροχή και
δάκρυα)
Εγώ τον θάνατο τον αποδέχομαι(…)
Ο τάφος μου είναι έτοιμος.
Έχω γράψει και το δικό μου επιτάφιο:
«Ζυγαριά της Δικαιοσύνης
και μαχαίρι της αλήθειας ο θάνατος».
Μονάχα τούτο συνοδοιπόροι μου με βαραίνει:
Άραγε θα με χωρέσει ο χώρος «εν θανάτω»,
μια και κανένας χώρος δε με χώρεσε «εν ζωή»;

18
Θα έλεγα ότι το ερώτημα είναι μάλλον ρητορικό, αφού οι ψυχές των
δημιουργών-και στην προκείμενη περίπτωση των λογοτεχνών- ζουν στο έργο
τους και αέναα ταξιδεύουν…Αρκεί, βέβαια, να μην τους κλείνει τους δρόμους με
τους λίθους της η Λήθη.
Εδώ ακριβώς προβάλλεται ο ρόλος της τοπικής Λογοτεχνίας και των φορέων που
έχουν χρέος να την υπηρετήσουν και πρώτιστα της Παιδείας.

  • Κεντρική ομιλία του κ. Γιώργου Φρυγανάκη σε τιμητική εκδήλωση για την ποιήτρια από το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνου ( Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025)

Αφήστε μια απάντηση