«Η συλλογή» ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ» εκδόθηκε στο Ρέθυμνο με την επιμέλεια της ΜΑΡΙΑΣ ΛΙΟΔΑΚΗ και ΧΑΡΟΥΛΑΣ ΠΡΙΝΙΩΤΑΚΗ. ΡΕΘΥΜΝΟ 1981
Το εξώφυλλο και τα σκίτσα έκανε η ΜΑΡΙΑ ΛΙΟΔΑΚΗ.
Στον σεβαστό μου καθηγητή κ. Διονύσιο Μπατιστάτο και στη ΣΧΟΛΗ
ΣΤΕΓΚΑ
«Γιατί τόσα μνημεία στον Άγνωστο
Στρατιώτη κι ούτε ένα στον Άγνωστο
Άνθρωπο;
Κ. ΜΟΝΤΗΣ (Αλφαβητικά)
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ
Τόσοι αγώνες και δεν φέραν λευτεριά
ποτάμια αίμα δεν ξεπλύναν συνειδήσεις
σκληρούς τυράννους τελικά θ’ αναγνωρίσεις
σ’ αυτούς που ήταν με των σκλάβων τη μεριά
Όσο για εκείνους τους αγνούς Λευτερωτές
πάντα τους στέλνουν στο σταυρό για ν’ αργολιώνουν
μόνο νεκρούς τιμές και δόξα τους φορτώνουν
αυτοί που ήταν μέχρι χτες οι Σταυρωτές
Και μεις δοξάζουμε «Σωτήρες» του Συρμού
πόσα δεν έχει η ιστορία να διδάξει
γι’ αυτό η μοίρα μας δεν μπόρεσε ν’ αλλάξει
και άβουλοι πάμε για το δρόμο του χαμού
ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ
Τα όνειρά μου σαν τα νούφαρα
αρμενίζουν
στις γκριζοπράσινες λιμνούλες
των ματιών σου
που της αγάπης μας τον ήλιο
αντιφεγγίζουν
Και τη ζωή μου τώρα πια
μου τη γεμίζουν
μόνον οι θύμισες που μέσα τους
σε κλείνουν
αυτές που αιώνια στην ψυχή μου
θ’ απομείνουν
Ο ΣΤΡΑΤΗΣ
Κάθε που βλέπω το Στρατή
θα με ρωτήσει, μα γιατί
ακόμα πολεμάνε;
Μήπως δεν φτάνουν οι σεισμοί
πλημμύρες κι άλλοι χαλασμοί
τη Γη μας που χτυπάνε;
Μήπως δεν είναι αρκετό
το αίμα που κάθε λεπτό
στην άσφαλτο κυλάει;
Γιατί ο άνθρωπος ζητά
με νέα όπλα δυνατά
αντίστροφα τ’ αφανισμού
την ώρα να μετράει;
Δεν είσαι μόνος σου Στρατή
όλους μας τρώει το γιατί
τι βγαίνει που ρωτούμε;
Σ΄ αυτής της Γης το Γολγοθά
φαίνετ’ Ανάσταση καμμιά
ποτέ μας δεν θα δούμε
Ο ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ
Έχουν να πουν για τον Λουκά
πως μόνο για πολιτικά
ποτέ του δεν μιλάει
κι όταν ακούσει βαρετά
κάθε συζήτηση γι’ αυτά
πάντοτε αλλού κοιτάει…
Μόνο ένα βράδυ ξαφνικά
εκεί στα πρόθυρα καβγά
ανάμεσα σε δύο
γύρισε κι είπε σιγανά
στο διπλανό του το Μηνά
– Τάχα δεν είν’ αστείο;
Για ένα κόμμα δηλαδή
δύο φίλοι τόσο καρδιακοί
να λεν πικρές κουβέντες.
Κι αν πεις και για τα φονικά
που φέρνουν το κομματικά
και χάνονται λεβέντες
Λίγα διαβάζουμε εδώ να
στον τόπο καθημερινά
για φόνους σ’ άλλους τόπους
– κι αιτία τα πολιτικά-
Δεν τα χωνεύω βρε Μηνά
χωρίζουν τους ανθρώπους
ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ
Να γυρίσει ζητά τη σελίδα
για ν’ ανθίσει και πάλι η ελπίδα
κάτι νέου μεγάλου κι αγνού
πιο πηγαίου και αληθινού
Να ξεφύγει γυρεύει μα κάτι
την κρατά στο στενό μονοπάτι
κάποιου ΠΡΕΠΕΙ και κάποιας ΤΙΜΗΣ
που δεν δέονται πράξεις ορμής
Κι έτσι εδώ απομένει μονάχη
για να δέχεται ότι της λάχει
κάποιου λάθους τρυγά τον καρπό
μια ζωή τώρα δίχως σκοπό
Η ΒΕΡΑΝΤΑ
Θε μου και νάταν μπορετό
σε κείνη τη βεράντα
που τις βραδιές το γιασεμί
απλόχερα μυρώνει,
μέσα σ’ εκείνου π’ αγαπώ
να φώλιαζα για πάντα
στην αγκαλιά του πούγινε
η πεθυμιά μου η μόνη…
ΣΑΛΠΙΣΜΑ
Σημαίες του πάθους ξεδιπλωθείτε
της ελπίδας επαίτες ξεσηκωθείτε
τα συμφέροντά σας τάζουν λευτεριά.
Δύσμοιρα νειάτα ετοιμασθήτε
στο βωμό του μίσους να σφαγήτε.
Αργεί ακόμα των ψυχών η ξαστεριά.
ΧΩΡΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Βασίλεψε η ελπίδα στη σιωπή σου
κι απλώθηκε σκοτάδι στην καρδιά μου
τώρα δεν λάμπουνε τα’ αστέρια όπως πρώτα
και νυχτοπούλια κατοικούν στα όνειρά μου
Χωρίς εσένα είναι άδεια η ζωή μου
και τώρα πώς μ’ ελπίδες, τ’ αύριο να κτίσω;
όμως αν ήταν να σε χάσω τότε πες μου
γιατί το θέλησ’ η ζωή να σε γνωρίσω;
ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ
Παιδί που κλαις μονάχο στη σιωπή
ποθώντας της μητέρας σου το χάδι,
και ψάχνεις να βρεις όψη χαρωπή
να γίνει των ονείρων σου υφάδι
Μικρό βλαστάρι πούχασες γοργά
του φύλακα αγγέλου σου τη σκέπη
και νοιώθεις την ψυχή σου να λυγά
την απονιά τριγύρω καθώς βλέπει…
Φτωχό μου νοιώθεις μοναχό μα πες
ποιος έρημος εχάθηκε στην πλάση;
Γύρνα με πίστη και τον κόσμο δες
μια μέρα η ζωή θα σου γελάσει…
ΚΙ ΟΜΩΣ…
Κι ήρθ’ η αγάπη να γιατρέψει
όλους τους πόνους της ζωής μου
της μέρας της αυριανής μου
ήλιο χαράς να προφητέψει
Με βρήκε όμως σαν τον πλούτο
που πάει σ’ άνθρωπο σακάτη
κι αν μούχει μείνει τώρα κάτι
να περιμένω είναι τούτο:
Πώς η αγάπη σαν μαχαίρι
θα κόψει τούτο το κομμάτι
που κλείνει της ζωής τα πλάτη
και μόνον πίκρες μούχει φέρει…
ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ
Τη νύχτα τούτη το φανάρι δεν θ’ ανάψει
κι αυτή πελάτες δεν θα ψάξει στη γωνιά
μόνο στης πίστης τη φωτιά το χτες θα κάψει
και θα γυρέψει μες στο δάκρυ λησμονιά
Σε μια γωνιά της εκκλησιάς θα πάρει θέση
αδιαφορώντας στις περίεργες ματιές
όπου οι τίμιες και κείνη μες στη μέση
για Κείνον άνθρωποι λογιούνται κι οι Κοινές
Κι αν μέσα κει για μερικές θα είναι η μόνη
που το φιλί της το πουλά στα φανερά
δεν ξεχωρίζει από πολλές κι ας είναι πόρνη
είν’ η επίσημη και κει ‘ναι η διαφορά
ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΟΝΕΙΡΟ
Δεν ξέρω αν είναι όνειρο ο έρωτας που ζω
κι αν θα κρατήσει άγνωστο είναι κι αυτό για μένα
το μόνο που μπορώ να πω είναι πως στον πεζό
τον κόσμο αυτό βρήκα κι εγώ δυο μάτια αγαπημένα
Βρήκα δυο χέρια που ψηλά στον ουρανό με πάνε
και το μεγάλο πάθος τους συχνά το νοσταλγώ
γιατί μπορούν επιθυμιές κρυφές και μου ξυπνάνε
και μόνο με τη σκέψη τους γλυκά αναρριγώ
Ποτέ για την αγάπη μου ετούτη δε μιλώ
γιατ’ είναι ότι πιο βαθύ πιο ακριβό έχω νοιώσει
Μόνον αυτό, από καρδιάς, συχνά παρακαλώ
αν είναι όνειρο, ποτέ δεν θέλω να τελειώσει
Η ΔΙΨΑ ΤΗΣ ΓΗΣ
Δίψασ’ η γη τον ιδρώτα του μόχθου
λαχτάρησαν τα σπλάγχνα της
το σπέρμα της ελπίδας
που φτεροκοπά φοβισμένη
στο άκουσμα του κεραυνού
και ζαρώνει στου λίβα
την καφτερή πνοή
Τώρα τα σίδερα που τη χαράζουν
όμοια με χάδια άτεχνου εραστή
της δίνουν γεννήματα σαν τα παιδιά
που βγήκαν από μια ένωση ανάγκης
Μα κάποτε θάρθει η στιγμή
που θ’ αναρωτιώμαστε γιατί
η γη τυλίχτηκε στο μανδύα της σιωπής
και δεν νοιάζεται για την αφέντρα του χαμού
που σαρκάζοντας θριαμβεύει.
Κι κανείς δεν θα μέρει να πει
γιατί η μάνα γη
έθαψε τη δημιουργία
στο κιβούρι της εγκατάλειψης
και τα πέτρινα μάτια της
στεγνά κι ανέκφραστα
κοιτάζουν τον όλεθρο
που ύπουλα την κοντοσημώνει
9-7-80
ΑΠΟΡΙΑ
Η βία κάθε μέρα
σ’ όλη τη Γη θεριεύει
και τόπο ζητιανεύει
το δίκιο να σταθεί
Πλανιούνται στον αέρα
η απειλή κι ο τρόμος
κι αναρωτιέται ο κόσμος
ποτέ αν λυτρωθεί
Τριγύρω σαν κοιτάξεις
με πόνο θα δακρύσεις
σαν τόσα θ’ αντικρύσεις
να χάνονται παιδιά
Κι αν πεις ότι θ’ αλλάξεις
στον κόσμο τούτο κάτι
σε λεν’ Επαναστάτη
και σβήνεις μια βραδιά
Το μόνο που σου μένει
αν λαχταράς να ζήσεις
είναι ν’ αδιαφορήσεις
κι αυτή την οικουμένη
έτσι να την δεχθείς
Μα δες τηνε και πε μου
το άξιζε Χριστέ μου
γι’ αυτήν να Σταυρωθείς;
ΤΟ ΠΕΡΒΑΖΙ…
Στηρίχτηκα στο περβάζι του πρέπει
και κοίταζα τη ζωή που κυλούσε
στα θολά κανάλια της καθημερινότητας
Στην καρδιά μου καταχνιά…
Ένας ουρανός βαρύς
απειλούσε τις ελπίδες μου
που λαχταρούσαν να κουρνιάσουν
στον ίσκιο σου
Στεκόσουν αντίκρυ
τάζοντάς μου ζωή
Μου έτεινες τα χέρια
φορτωμένα γλυκές προσδοκίες
Το χαμογέλιο σου υπόσχεση άνοιξης
στον ξεραμένο κήπο μου
Σε κοιτούσα…
Διψούσα το καθάριο νερό
που έτρεχε πλάϊ σου…
Σε ζητούσα…
Ποθούσα το νέκταρ της χαράς
να πιω από τα χείλη σου
Σου μιλούσα..
με τη βουβή γλώσσα
του λογισμού…
Και συ μου έτεινες τα χέρια
φορτωμένα γλυκές προσδοκίες
Πάσχισα να τα πλέξω με τα δικά μου
με το περβάζι μ’ εμπόδιζε…
ΧΑΙΡΕ ΕΙΡΗΝΗ
Χαίρε Ειρήνη, Ωσαννά
τα πλήθη σου φωνάζουν
κι όπου σταθείς βάγια, μυρτιές
σ’ απλώνουν να διαβείς.
Οι δυνατοί όλης της γης
αρχόντισσα σε κράζουν
και σ’ ότι χρυσοστόλιστο
που στρώνουν ν’ ανεβείς
Και συ μ’ ένα γλυκύτατο
στα χείλη χαμογέλιο,
χαίρεσαι που τριγύρω σου
για χάρη σου μοχθούνε.
Κι όμως θα δεις πως θα γεννούν
στα χέρια τους φραγγέλιο
τα βάγια που σ’ απλώσανε
προτού να μαραθούνε
Φτωχή Ειρήνη μη θαρρείς
πως όλοι σε ζητούνε
μη δίνεις πίστη στις φωνές
που ψάλλουν Ωσαννά;
Άκουσε πέρα τα σφυριά
άρχισαν να χτυπούνε
είναι για σένα ο σταυρός
που υψώνεται ξανά.
ΜΟΝΑΞΙΑ
Γνώριμοι ήχοι έσπασαν
λίγο τη μοναξιά μου
κάποιο ρολόι μακριά
π’ αργοσημαίνει εννιά
το μπαστουνάκι του τυφλού
που στρίβει στη γωνιά
και το κανάρι μοναχός
φίλος στην ερημιά μου
Κι ύστερα όλα χάνονται
στης νύχτας τη γαλήνη
Ένα βιβλίο πλάϊ μου
μου κάνει συντροφιά
πυκνή το θόλο της ψυχής
σκεπάζει συννεφιά
κι η πίκρα από τα χείλη μου
με τίποτα δεν σβήνει
ΤΕΛΩΝΕΣ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΙ
Σ’ αυτούς τους δίσεχτους που φτάσαμε καιρούς
κάποιοι από κείνους που σε κράζουνε πατέρα
μ’ άνομες πράξεις σε σταυρώνουν κάθε μέρα
στους χρυσοποίκιλτους που φέρουνε Σταυρούς
Και μόνο εμείς σου Απομείναμε Χριστέ
που σε ζητούμε σε ξωκκλήσια ρημαγμένα
από καντήλια και στολίδια στερημένα
που η χλιδή δεν τα πλησίασε ποτέ…
Αύγουστος 80
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
Πάλι και φέτος ο Χριστός θα γεννηθεί
για τους φτωχούς και ταπεινούς όλης της πλάσης
Για όσους πίστεψαν σ’ Αυτόν θα ξαναρθεί
γι’ αυτούς που ντρέπεσαι συνήθως ν’ αγκαλιάσεις
Δεν τον αγγίζει η δική σου η χλιδή
κι ούτε του δέντρου σου τα φώτα τον θαμπώνουν
θέλει στα χέρια να κρατάς ελιάς κλαδί
κι αγάπης δώρα την ψυχή σου να φορτώνουν
Μονάχα σαν η αγκαλιά σου ανοιχτεί
των Χριστουγέννων θάναι ξέχωρη η βραδιά σου
Αλλιώς πώς θέλεις να δεχτείς το Λυτρωτή
όταν δεν έχει γεννηθεί μες στην καρδιά σου;
ΣΤΗΝ ΑΔΕΛΦΗ ΒΡΥΕΝΝΗ
(κατά κόσμον Αλίκη Ματσάκα)
Τώρα που ετοιμάζεσαι στη βάρκα για να μπεις
και να διαβείς τα σύνορα τούτης εδώ της ζήσης
θάθελα θεία μόνο αυτό το πράγμα να μου πεις
υπάρχει κάτι που πονάς τώρα που θα τ’ αφήσεις;
Νοιώθεις χαρά που έπνιξες μέσα σου κάθε ορμή
και χάρισες τα νειάτα σου, σε μια ιδέα μόνο,
δεν πόνεσαν τα στήθη σου ούτε για μια στιγμή
που δεν εγνώρισες ποτέ γλυκό μητέρας πόνο;
Να τι τον πόνο μου για σε, κάνει πιο δυνατό,
το τέλος που καμμιάς αρχής δεν δίνει ελπίδα
για λίγο μόνο φάνηκες στον κόσμο μας αυτό
κι ύστερα ξάφνου χάθηκες σαν βιαστική λιαχτίδα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ Η ΒΡΟΧΗ
Άκου τις στάλες της βροχής
το όνομά σου ψιθυρίζουν
και το τραγούδι μιας ψυχής
που σε λατρεύει μουρμουρίζουν
Κάθε σταγόνα μου μιλά
τον έρωτά μας μου θυμίζει
και τότε ο χρόνος δεν κυλά
το λογικό μου δεν μ’ ορίζει
Θαρρώ πως βρίσκομαι κοντά σου
και τρέμω από προσμονή
λαχτάρα νοιώθω στ’ άγγιγμά σου
και δίχως πια υπομονή
Σα δυο σου χέρια μέσα σβύνω
ξαναγενιέμ’ απ’ την αρχή
κι η ζάλη του έρωτα που πίνω
στο είναι μου κυριαρχεί
Κι όταν πια τ’ όνειρο τελειώνει
απότομα σαν τη βροχή
χάνεσαι και συ τότε μόνη
το ξαναζώ απ’ την αρχή
ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΠΟΙΗΤΗ
Οι στίχοι του ήταν το συναξάρι
αυτών που πάσχιζαν να ζήσουν
οι παρακαταθήκες του δαδιά
που το σκοτάδι έσκιζαν
του παραλογισμού
Οι λέξεις του ήταν συνθήματα
του αγώνα που δεν σταματούσε
κι ας μην ήρθε ποτέ η δόξα
να τον αγκαλιάσει στη σκήτη του
Δεκάδες ημερολόγια πετάχτηκαν
κι όμως ακόμα τον θυμόμαστε,
γιατί με το κουράγιο του ανοίξαμε δρόμους
για τα παιδιά και τα εγγόνια μας.
Πολλά πιστεύω μας σκορπίστηκαν
κι όμως ακόμα τον δοξάζουμε
γιατί ήταν ένας από τους Σταυρωμένους
που δεν καρτέραγε Ανάσταση…
Ακόμα και στο γέρμα του βίου μας
θυμίαμα η σκέψη ανεβαίνει
όπου η Άγια Ψυχή του
Εμείς που τον πιστέψαμε
του δώσαμε το νερό της Αθανασίας
κι ας μην τον γράφει καμμιά εγκυκλοπαίδεια
ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Θάρθει μια μέρα που Ειρήνη θ’ απλωθεί
χώρες φυλές θα ενωθούν αδελφωμένες
για Λυτρωτές ξανά Σταυρός δεν θα στηθεί
κι ούτε θα είν’ οι κοινωνίες μοιρασμένες
Δεν θάχουμ’ ήρωες, μνημεία, τελετές
κι ότι το μίσος στις καρδιές ξαναφουντώνει
και των μεγάλων ιδεών οι Σταυρωτές
δεν θα κινούν τη νεολαία μας σαν πιόνι
Του δίκιου ο δρόμος δεν θα είναι πια κλειστός
κι ούτε η πείνα τα βλαστάρια θα θερίζει.
Δεν θα υπάρχει τότε νέγρος και λευκός
ένας θεός όλους σαν πρώτα θα ορίζει
Ο πονεμένος θα χαρεί χάδι ζεστό
μίση και πάθη θα πνιγούν μέσα στη Λήθη
κι ο κόσμος θάναι σαν περβόλι μυριστό
………………………
Πες μου μαμά πάλι αυτό το παραμύθι
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ
Έκλεισε όλη του
την πίκρα
σε λόγια ανείπωτα
σε ποιους να πει
το παν πώς έδωσε
για ένα τίποτα;
ΠΩΣ;
(Στη Ρένα μου)
Πώς να σου μάθω την αλήθεια
όταν το ψέμμα διαφεντεύει
της έρμης τούτης γης τα πλάτη;
Και πώς στο τέλος να σε πείσω
ότι το δίκιο θριαμβεύει
όταν υπάρχουν οι Πιλάτοι;
ΚΑΛΕΣΜΑ
Στον κόρφο της νύχτας
κουρνιάζ’ η σελήνη
θαρρείς ζαλισμένη
απ’ τα γιασεμιά
και γω βυθισμένη
στου πάθους τη δίνη
ποθώ τη ζεστή σου
την ανασεμιά
Τα πέπλα της γύρω
απλών η γαλήνη
μα μες στην ψυχή μου
βαθειά ταραχή
με πίκρα κοιτάζω
την έρμη μου κλίνη
και νοιώθω πως χάνω
οσ’ είχα αντοχή
«Καλέ μου πού νάσαι;»
φωνάζει η ψυχή μου
λείπεις και νοιώθω
βαθειά ερημιά
«που νάσαι» ρωτάει
καυτό το κορμί μου
μ’ απόκριση όμως
δεν παίρνουν καμμιά.
Και γω με τ’ αστέρια
μηνύματα στέλνω
για νάρθεις κοντά μου
σε θέλω πολύ
Στη σκέψη στιγμές
που σε κλείνουμε φέρνω
και νοιώθω πως λιώνω
για ένα φιλί