Του Γιώργη Σμπώκου *
Αγαπητή μου Εύα, ευχαριστώ για την πρόσκληση που μου έκανες να βρίσκομαι εδώ απόψε
μαζί σας. Αυτό με τιμάει ιδιαίτερα, σε ευχαριστώ πάρα πολύ.
Κύριοι, πολλά ελέχθησαν. Εγώ έζησα και τα γεγονότα των ολοκαυτωμάτων. Θα μου
επιτρέψετε στο τέλος, αντί να αναφέρω νούμερα και καταστροφές, με λίγα λόγια να
αφηγηθώ πως έζησα την πρώτη μέρα που έφυγαν οι Γερμανοί μετά την καταστροφή των
Ανωγείων. Φίλοι μου, κύριες και κύριοι, αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση που
βρίσκομαι κοντά σας με την ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου «Τα μαρτυρικά χωριά
του Ρεθύμνου» της δημοσιογράφου και συγγραφέως Εύας Λαδιά. Χαίρομαι που βρίσκομαι
ανάμεσά σας, ανάμεσα σε φίλους καλούς και αγαπημένους, που με δύναμη και ενωμένοι
παλέψαμε για να δώσουμε ακόμα μια ώθηση στην πρόοδο και ανάπτυξη του τόπου μας,
του Ρεθύμνου. Να σηκώσουμε ακόμα πιο ψηλά την ιστορία και τον πολιτισμό του. Ανάμεσα
στους διαλεκτούς φίλους και συνεργάτες, ξεχωριστή θέση κατέχει η Εύα Λαδιά, ιδιαίτερα
την περίοδο που εκτελούσα καθήκοντα δημάρχου Ανωγείων και παράλληλα ήμουν
πρόεδρος στην τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ρεθύμνης και στο 1 ο Συμβούλιο
περιοχής Ρεθύμνου. Κατά τη δεκαετία του 1999 και την περίοδο αυτή, τα μέγιστα βοήθησε
και ο αείμνηστος δημοσιογράφος Σπύρος Λούπης. Όμως, εκεί που ήταν ιδιαίτερη η
παρουσία της Εύας, ήταν ο τομέας του πολιτισμού. Με πρωτοβουλία δική της ιδρύθηκε ο
Πολιτιστικός Οργανισμός Κρήτης, μια θαυμαστή εθνική προσπάθεια και ο οποίος
συνέσφιξε τους δεσμούς τους με τον Πολιτιστικό Οργανισμό Κύπρου με σημαντικά
αποτελέσματα. Εύα μου, προσωπικά θέλω να σου εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες, όχι
μόνο για την πολύτιμη βοήθειά σου στον τομέα της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά ιδιαίτερα
στην εξηκονταετή προσπάθειά μου να καταγράψω τη ζωή και τον πολιτισμό των Ανωγείων
και κατ’ επέκταση του ορεινού Μυλοποτάμου και Μαλεβιζίου. Εύα σε ευχαριστώ θερμά για
την πολυσχιδή βοήθεια που με πρόσφερες και εύχομαι ο καλός Θεός να σου δίνει υγεία και
δύναμη να συνεχίσεις τις ωραίες προσπάθειές σου και το πετυχημένο έργο σου. Να είσαι
πάντα καλά.
Κυρίες και κύριοι, την ημέρα που έφυγαν οι Γερμανοί από τα Ανώγεια μετά την
ολοκληρωτική καταστροφή, η οικογένειά μου βρισκόταν στο χωριό Θεοδώρα απέναντι από
το Γενί Γκαβέ, τη σημερινή Δροσιά. Εκεί οι άνθρωποι, πρέπει να πω και να το τονίσω,
έκοβαν το ψωμί από το στόμα τους και μας το έδιναν. Αλλά όσο να ‘τανε, έπρεπε από
κάπου και εμείς να βοηθήσουμε αυτήν την κατάσταση για να κρατήσουμε εμάς τα παιδιά
στη ζωή. Η κατάσταση ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Στις 5 του Σεπτέμβρη 1944, λοιπόν,
βρισκόμαστε στη Θοδώρα μέσα σε ένα μεγάλο δωμάτιο τέσσερις οικογένειες. Ζοριζόμαστε
από κάθε άποψη. Μια στιγμή η μάνα μου η συγχωρεμένη βγάζει την αδερφή μου έξω,
ακολουθώ και εγώ, και μας ελέει θα πάτε στο περβόλι στου Οίκου και αν βρείτε ό,τι βρείτε,
(7:55)…, ό,τι είναι να τα κόψετε και να τα φέρετε. Αλλά, μας λέει, προσέχετε γιατί οι
Γερμανοί οτιδήποτε κινείτε γύρω από το χωριό το σκοτώνουν, θα πηγαίνετε κατσουλιστά
να μας σας εδούνε. Εξεκινήσαμε από εκεί εγώ και η αδερφή μου, πήραμε και ένα
τσουβαλάκι. Κατεβαίνουμε στη Δροσιά, φτάνουμε στο Χώνος, παίρνουμε το μονοπάτι τον
παλιό δρόμο και φτάνουμε στα Ποριά, εκεί που έγινε η μάχη στο Σφακάκι. Όταν φτάναμε
εκεί, εβλέπαμε και το χωριό απέναντι που ήμασταν στην απάνω μεριά, ακούμε μια φωνή
από την απέναντι κορυφή «Εφύγανε οι Γερμανοί!». Εμείς κατεβήκαμε επήραμε κάτω να
κατεβούμε τον ποταμό του Μάκρη, δεν τον πιστέψαμε και τόσο. Αλλά μόλις κατεβαίνουμε
κάτω, ακούμε και από τη μεριά των Σισάρχων την ίδια φωνή «Εφύγαν οι Γερμανοί!».
Αναφέρει μέσα στο βιβλίο ένα περιστατικό για τον Αλμπάκη που θα τον εκτελέσουν, ο
οποίος ήταν ο παππούς μου. Έμενε στα Σίσαρχα από κάτω, τον βλέπουμε και μας λέει να
πάμε στο χωριό. Πάμε στο χωριό. Αυτό που συναντήσαμε δεν μπορεί με λόγια να
συγκρατηθεί. Ήταν η πρώτη μέρα που οι Γερμανοί δεν επήγαν στα Ανώγεια, υπήρχε δε
απόλυτη ησυχία. Δεν συναντήσαμε κανέναν εκεί τριγύρω. Πήγαιναν και κάνανε επιδρομές,
αλλά τις έκαναν συνήθως τη νύχτα. Εφτάξαμε, ένας σορός από ερείπια. Ζώα σκοτωμένα
εδώ και εκεί να βρωμούνε. Στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ανοιχτές οι πόρτες και μέσα
κοπρές, εκεί κουβαλούσαν τα πάντα, ό,τι είχανε για να τα φορτώνουν στα ζώα και να τα
κουβαλούν στα Σίσαρχα. Εκοιτάξαμε να βρούμε κάτι το οικιακό, γιατί δεν είχαμε ούτε
πιρούνι, ούτε κουτάλι, ούτε τίποτα. Όλα μας ήταν λειψά και τα βρίσκαμε από τα χωριά
τριγύρω. Δεν βρήκαμε. Θυμάμαι αξέχαστα, σε έναν τοίχο μισοκαμμένο εκρέμοταν μια
ωραιότατη φλιτζάνα, αλλά δεν έφτανε. Εγώ πήγαινα αλλού και αλλού έψαχνε η αδερφή
μου. Και βάζω πέτρες, βάζω πέτρες για να βγω πάνω και να φτάσω τη φλιτζάνα να την
πάρω. Εφύγαν από εκεί και όλα έμειναν στο χωριό, όλα είχαν καταστραφεί. Την ώρα που
έφταξα τη φλιτζάνα απάνω στις πέτρες, την ώρα που την έπιασα χαλάει ο σορός με τις
πέτρες, γκρεμίζομαι και εγώ, σπάει και η φλιτζάνα και ο μεγάλος μου πόνος ήταν ότι
έσπασα τη φλιτζάνα και την έχασα. Εν πάση περιπτώσει, εκινηθήκαμε ακόμη και πόδι
ανθρώπινο ξεχωρίσαμε στον Αι Γιώργη απέναντι. Είχε σκοτωθεί μέσα στο σπίτι της, και μαζί
με αυτή ήταν και πολλά άλλα πτώματα πιο κάτω. Εμείς προχωρήσαμε μέχρι την κεντρική
πλατεία του Αρμί. Κοιτάζαμε να βρούμε τίποτα, δεν βρήκαμε. Μετά πήραμε τον δρόμο,
κατεβήκαμε στο περιβόλι που το βρήκαμε πλούσιο, δεν το είχε πειράξει κανείς. Κόψαμε
από όλα, πήραμε και φύγαμε. Αυτή είναι από τις πιο σκληρές αναμνήσεις που μου
διαφύλαξε σε εμένα η κατοχή, γιατί την έζησα από όλες τις πλευρές. Και τα τέσσερα χρόνια
ανεβοκατέβαινα στους δρόμους του Ψηλορείτη, που ήταν απαγορευμένη ζώνη. Όσους
κλοιούς έκαναν οι Γερμανοί, όσους έπιασαν, όλους τους εκτέλεσαν. Αυτά είχα να σας πω
για τα φοβερά εκείνα χρόνια. Εζήσαμε μια πάρα πάρα πολύ δύσκολη ζωή και περίπτωση
όλοι μας. Αλλά μετά ήρθε γρήγορα η απελευθέρωση και αρχίσαμε τον αγώνα της
ανοικοδόμησης, ολομόναχοι στην αρχή, μην ακούτε τι λένε. Περάσανε μήνες πολλοί για να
μας δώσουν μερικές στάμνες κ.λπ. Από τα ερείπια βρίσκαμε ξύλα, πέτρες και φτιάξαμε τα
πρώτα σπίτια για να καθίσουμε περίπου το ’45. Εμάς δε τα παιδιά, είχαν την πρόβλεψη την
καλή, μας είχαν μαζέψει στο 1 ο δημοτικό σχολείο Ηρακλείου, το οποίο μετέτρεψαν σε
οικοτροφείο.
*Από την εκδήλωση στο Παλαιοντολογικό Μουσείο (23/8/2023)