OKAΥΜΟΣ ΤΗΣ ΛΥΡΑΣ

Του Ν. ΑΓΓΕΛΗ

Έχω να σας πω δυο λόγια πικρά για ένα άνθρωπο απλοϊκό που εκεί στις δυτικές άκριες της Κρήτης τον Κτύπησε η μοίρα και γίνηκε ξακουστός.

Στις δυτικές άκριες της Κρήτης η άμμο είναι κόκκινη και οι βράχοι του μεγάλου πελάγου. Συχνά που – πυκνά που βασανίζουν τα μάτια των ψαράδων ψιλές αλυσάχνες που σηκώνουν οι άνεμοι. Βασανίζουν τις ψυχές τους όμορφα καράβια που περνοδιαβαίνουν, άσπρα και αδιάφορα. Ευρώπη – Αφρική- Ασία. Συχνά –πυκνά γεμίζουν τα φτωχά σκαριά των ψαράδων με λογής ψάρια που τριγύρζουν στα ύφαλα κοντά στα ερημονήσια. Γραμπούσα- Ελαφονήσι είναι ένας κόσμος όμορφος και λιγάκι έρημος και πολλά καρτερικός.

Στους τόπους εκείνους έδραζέ ο Δροσερός. Είπαν εκείνοι που τον γνώριζαν πως ήταν έναςήσυχος και άσημος άνθρωπος. Κορμί μέτριο και στεγνό. Βαθιά τα τραύματα του από τον αγώνα, τον πολύχρονο με την Κισσαμίτικη γη.. αγρότης τις καθημερινές Ψαράς τις σκολάδες. Και στα πανηγύρια λυράρης..

Δεν βρίσκεται κανείς να πει πως ο Δροσερός ήταν μέγας  λυράρης. Μα δεν βρίσκεται και κανένας να πει πώς άκουσε τη λύρα του και δεν ζεστάθηκε. Έπαιζε αργά με μεγάλες δοξαριές καθαρές πολλά βαριές και πολλά πονεμένες.  Είχε και δικό του σκοπό σκαρωμένο. Αυτός ο σκοπός του Δροσερού, στις «όρτσες» του, θύμιζε καταιγίδα του Μεσογιανούγιαλού ψιλή βοή ανέμου και μαζί βαθύ αγκομαχητό κυμάτου. Ηταν το χέρι του μια στάξη βαρύ μα η κοντυλιά του γεμάτη γλύκα και πάθος.

Καθώς τον κυρίευσε ο καημός της λύρας έσκυβε λένε στο όργανο ακουμπούσε επάνω στο ξύλο το ζερβό του μάγουλο τα φρύδια του χαμήλωναν και σκέπαζαν τα μάτια του. Ίδρωνε, πάλευε. Και κάπου – κάπου γύριζε το κεφάλι οπίσω και άφηνε βαθύ αναστεναγμό:

-«Αχ , ψεύτη κόσμε..

Άστραφταν τα δόντια  του μια στιγμή σ’ ένα βιαστικό χαμόγελο.  ύστεραγινόταν πάλι η όψη του αυστηρή. Τ’ αυλάκι ξαναγραφόταν στο μεσόφρυδο του, κατέβαζε το κεφάλι και ακούμπησε το λύρα. Και βασανιζόταν μαζί της. Δεν γνωρίζουν, όπως υποθέτω, πολλοί από σας που γίνεται εκείνη η φρικαλέα εξόντωση των ψαριών με τους δυναμίτες.

Στέκει ο «φονιάς»  σε τόπο ψηλό, σε βράχο ή βάρκα. Πετα «μπασμά», πάει να πει ουσίες που ράβουν τα ψάρια με την μυρουδιά τους και περιμένει να μαζευτούν. Η μπορεί να περιμένει και κοπάδι περαστικό. Στο ένα του χέρι κρατεί το δυναμίτη έτοιμο και στην άλλη τον αναπτήρα με τη «ίσκα» αναμμένη. Υπολογίζει το μάκρος του πυροφύτιλου κατά το βάθος των νερών, κατά το μάκρος που θέλει να σκάσει ο δυναμίτης. Δουλειά που θέλει πείρα μεγάλη, γιατι μια στιγμή νωρίτερα η αργότερα να σκάσει ο δυναμίτης το ψάρια ξεφεύγουν .

Η..΄Όταν δει τα ψάρια, οταν κρίνει την ώρα καλή, ο «Φονιάς» ανάβει το πυροφύτιλο, κρατά το δυναμίτη λίγα δευτερόλεπτα στα χέρια του να προχωρήσει η φωτιά, έτσι που να μη αργήσει η έκρηξη όταν πέσει το φυσέκι στο νερό. Ξέρετε δα πως όταν σκάσει ο δυναμίτης μέσα στο νερό ο, τι ένα γύρο πεθαίνει  εξοντώνεται . δεν μένει τίποτε..

Καμιά φορά ο «φονιάς» ξεχνιέται, καμιά φορά το ψάρι απομακρύνεται και ο «φονιάς| το περιμένει να ξαναπλησιάσει. Καμιά φορά το φυτίλι είναι βλαμενο και περνά αμέσως τη φωτιά στον δυναμίτη. Τότε το λιγότερο κακό που μπορεί να γίνει είναι να κοπεί το χέρι του «φονιά».

Είδα στα παράλια του νησιού άντρες με κομμένα δάχτυλα , χέρια και ποδια. Ειδα άλλους με παραμορφωμένα πρόσωπα και βγαλμένα μάτια.  Είναι ένα θέμα θλιβερό. Λες και τα δαιμόνια του βυθού ερεθίζονται από την καταστροφή και τιμωρούς τους κακούργους με ένα τρόπο τραχύπου θυμίζει Μινωική Δικαιοσύνη: Αν πάθειο,τι έκαμε, τότε αποδόθηκε η Δικαιοσύνη..

Μερικούς όμως από τους φονιάδες του γυαλού τους τιμωρούν τα δαιμόνια του βυθού με τον σκληρότερο τρόπο. Με ένα τρόπο άγριο, αμείλιχτο.

ΑΝΑΜΕΣΑ στους «φονιάδες» των γυαλών ήταν και ο καημένος Δροσερός. Συνήθεια μακρά και άγνοια έκαναν και τους πιο ήμερους ανθρώπους των περίγυαλιών «φονιάδες». Δεν ένοιωθε κανείς ούτε ενοχή  ούτε ντροπή να σηκώσει ένα δυναμίτη ή μια ολόκληρη μπόμπα να την πετάξει στα νερά, να σκοτώσει του κόσμου τα ψαρόπουλα, να μαζέψει  μερικά από πάνω- πάνω, να γεμίσει μεζέδες το χωριό. Μπορεί  να λογιάζονταν και λιγάκι παληκαράδες τούτοι οι άντρες που αψηφούσαν τον κίνδυνο και πετούσαν δυναμίτη κόρντα στον θάνατο και στην απειλή.

Ένα Σαββατόβραδο ακούστηκε φωνή από τον Μεσογειανόγυαλό.

  • Εσκοτώθηκε ο Δροσερός! Μα δεν εσκοτώθηκε ο Δροσερός. Το κακό ήταν πολύ χειρότερο. Ο δυναμίτης του κόψε το δεξί χέρι!

Ήρθαν άνθρωποι και τον σήκωσαν από την κόκκινη άμμο. Τον έφερα επάνω  στα Εννιά Χωριά. Λίγο πιο μπροστά έφθασε η καινούρια  είδηση: ο Δροσερός ζει! Και οι δικοί και φίλοι χάρηκαν. Η ζωή είναι ζωή. Και το κομμένο χέρι: ούτε ο πρώτο ούτε ο ύστερος.

Ένας κουτσοχέρης, είχε τη δύναμη να οδηγεί το ζευγάρι, να κλαδεύει τ’ αμπέλια και τα δέντρα! Να βωλοκοπά το χωράφι και να  ποτίζει το περβόλι. Και τα ψάρια, ξορκισμένα να’ναι.

Μα κανείς, εκείνη την  πρώτη ώρα, δεν σκέφτηκε τη λύρα. Η λύρα . εκείνη η έρημη θέλει χέρια δυο. Και προπάντων θέλει χέρι ξεξί. Γρό και γρήγορο. Και ο Δροσερός δεν είναι πια.. σαν πέρασε ο καιρός της γιατρειάς και γύρισε ο Δροσερός στο σπιτάκι του βρήκε τη λύρα πεταμένη, ανάσκελα στην πεζούλα. Την ανασήκωσε με προσοχή σαν να’ταν πράμα ζωντανό και πονεμένο. Την απόθεσε στο πατρογονικό ντουλαπάκι, στο εικονοστάσι, ανάμεσα στα κειμήλια και τα στέφανα των γονεών.

Εμεινε να την κοιτάζει έτσι αποθεμένη και νεκρή για λίγο. Κι ύστερα αποφάσισε να την ξεχάσει με κάθε τρόπο. Στοκάτω κάτω- κι όταν ήταν γερός τη λύρα την θυμόταν μόνο σε πανηγύρια και μεγάλες ώρες, σε γάμους και χαρές. Μια στις τόσες. Μα η λύρα άπλωνε χέρια πυρετικά και γλύφιζε και βασάνιζε την ψυχή  του. Δεν έφευγε από το νου του μέρα και νύκτα.

Έφευγε ο Δροσερός στα βουνά, έφευγε στα δάση, από κοντά η λύρα και τον παρακαλούσε .. άφησε τα χωράφια να ρημάξουν. Άρχισε να πίνει. Αγωνίστηκε να ξεδώσει με το τραγούδι. Δεν τα κατάφερε. Οι χωριανοί τον άκουγαν να νυχτοπορεί και να παραδέρνει στα γαγγοπεράματα κι ένιωθαν βαθύτατη λύπη:

  • «Δε θ’ αντέξει το καημό της λύρας ο κακομοίρη»ς.

Οι άλλοι λυράρηδες, στα γυροχώρια που γνώριζαν τον πόνο του Δροσερού, εύρισκαν κάπου-κάπου να σιμώνουν στο σπιτάκι του. Τάχα να του που μια καλησπέρα. Τάχα για να πιούν μια ρακή μαζί του. Κι εκεί καθώς το’ φερνε η κουβέντα, ξεκρεμούσαν την αρφανεμένη λύρα από το εικονοστάσι, τη στήριζαν στο γόνατό τους και του παιζαν ένα σκοπό. Ο Δροσερός άκουγε και δάκρυζε. Έσφιγγε με το ζερβό χέρι το λαιμό του, λες και πνιγόταν. Καιέβγαινε στην αυλή να μην φανερώσει την ταραχή του.

Όταν έμενε μόνο έπαιρνε κι αυτός τη λύρα στα γόνατα του. Χάιδεψε τις χορδές της και της μιλούσε.:

_Γιάντα μωρή δεν μ’ αφήνει ν’ αποξεχαστώ; Γιαντα καλή μου με βασανίζεις; ..μα πέρασαν οι καιροί.. οι πανυγηριώτες είδαν παλι το Δροσερό, απογερασμένο μα αναστρανιστό, να φτάνει στα πανηγύρια. Ειδαν τους οργανοπαίχτες να τον καλωσορίζουν με ξέφρενε δοξαριές. Τον είδαν να καθεταικοντά στα όργανα, ίδια κάτω από το «πατάρι» και να ακούει.  Και όταν, από εκτίμηση και αγάπη, οι λυράρηδες του παίζανε το δικό του σκοπό. Ο Δροσερός αναντράνιζε μια στιγμή κι ύστερα κατέβαζε το κεφάλι χαμηλά στα γόνατα. Το απανωκόρμι του αναταραζόταν σαν να τον έσφαζε πόνος μέγας.

Καθώς προχωρούσε ο σκοπός, εκεί στις «όρτσες» που θύμιζαν καταιγίδα του Μεσογειακού γυαλιού, ψιλή βουή ανέμου και βαθύ αγκομαχητό κυμάτου, ο Δροσερός αγκάλιαζε με το Ζερχτό χέρι το πλευρό της καρέκλας και άρχισε να κινεί το κομμένο χέρι εδώ κι εκεί στον ρυθμό του σκοπού. Ένα κομμένο χέρι αντί για δοξάρι.

ύστερα σήκωνε, παλιό του συνήθειο, το κεφάλι ψηλά κι αναστέναζε:

  • Αχ! Ψεύτη κόσμε!

 

Μα τώρα το στόμα του έμενε πικρό και  καλά κλειδωμένο . δεν γελούσε όπως τους παλιούς καιρούς. Και στο πρόσωπό του κυλούσαν μαζί με τον ιδρώτα και δάκρυα.

Πήραν οι πανηγυριώτες την καινούρια εικόνα, τραγική και μεγάλη, την έφεραν στα μακρινά χωριά Κίσσαμο και Σέλινο. Ο Δροσερός γινόταν ξακουστός πάλι..

 

7/2/78

Αφήστε μια απάντηση