O Μικρασιάτης βαρκάρης Γεώργιος Μουλίτσας

 

O Μικρασιάτης βαρκάρης Γεώργιος Μουλίτσας
• «Αν δεν βρέξεις κ… ψάρι δεν τρως!» η παροιμία που έφερε στο Ρουσσοσπίτι
 
Πριν πολλούς αιώνες η ανθρώπινη παρουσίαση επί της γης συνάντησε πολλές δυσκολίες στη διατροφή και στη διαβίωσή της. Είχε στη διάθεσή της μόνο τη γη και τη θάλασσα να εξασφαλίσει αυτά που είχε ανάγκη για να κρατηθεί στη ζωή και στο μέλλον ανάλογα των προσπαθειών της να δημιουργηθεί προς το καλύτερο.
Εξάλλου, ο δημιουργός Θεός είχε πει στον άνθρωπο ότι θα εξουσιάζεις τη γη θα χρησιμοποιείς την νοημοσύνη σου και θα επιβάλλεσαι σε όλα τα δημιουργήματά μου για να μπορείς να ζήσεις και να δημιουργηθείς.
Έδωσε κατά καιρούς πολλούς και σκληρούς αγώνες για το καλύτερο και κάθε προσπάθειά του ανάλογα του αποτελέσματος αποτελούσε και παροιμία και ήτανε δίδαγμα για όσους δεν προσπαθούσανε να δημιουργηθούν αλλά περιμένανε να επωφεληθούν από τους κόπους των άλλων με τον ανάλογό τους τρόπο. Εκείνη η εποχή έδειχνε όλο το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής να αντέχει στα πάντα, στο φόβο, στην πείνα, στην κακουχία, στην ταλαιπωρία.
Μια από τις πολλές παροιμίες πριν πολλά χρόνια την είχε φέρει στο χωριό Ρουσσοσπίτι ο Μικρασιάτης Μουλίτσας Γεώργιος του Βασιλείου όταν είχε έρθει από τις Φώκαιες της Μ. Ασίας που κατοικούσε μόνιμα. Το επάγγελμά του ήτανε ψαράς και ψάρευε στα παράλια της περιοχής του. Είχε δική του βάρκα – δίκτυα κ.λπ. και κάθε βράδυ μαζί με τον βοηθό του εργάτη φεύγανε για εργασία. Το πρωί γύριζε στο λιμάνι για να διαθέσει τα ψάρια στην αγορά να επωφεληθεί τους κόπους του να τους διαθέσει για τη διαβίωση της οικογένειάς του, που είχε 8 παιδιά, τη γυναίκα του και τους παππούδες και γιαγιάδες. Επειδή είχε βάρκα το παρατσούλι του ήτανε βαρκάρης.
Αφού ετοιμάζανε την βάρκα για να φύγουν πάλι το βράδυ φεύγανε για τα σπίτια τους να γευματίσουν και να ξεκουραστούν. Πάντα ο Γιώργης βαστούσε ανάλογη ποσότητα ψαριών για την οικογένειά του το ίδιο και ο εργάτης του.
Αφού γευμάτιζε τον περίμενε το κρεβάτι του να κοιμηθεί για να έχει το βράδυ δυνάμεις να εργαστεί όλη τη νύχτα στη θάλασσα γιατί η μεγάλη οικογένεια που είχε χρειαζότανε μεγάλος αγώνες για να διαβιώνουν όλοι τους.
Η γυναίκα του Γεωργία, αλλά την λέγανε και «βαρκάραινα» λόγω του ονόματος του άνδρα της, είχε στη γειτονιά τους γνωριμίες με όλες τις γειτόνισσες. Όταν ο άνδρας της πήγαινε να κοιμηθεί πηγαίνανε να της κάνουν παρέα και να πιούνε τον καφέ τους. Τις δεχότανε πάντα με όρεξη αλλά για λίγη ώρα επειδή είχε πολλές δουλειές στο σπίτι. Όταν φεύγανε τους έδινε και λίγα ψάρια για να γευτούν τη φρεσκάδα τους. Αυτό γινόταν συχνά όπου μια μέρα τους τα έδωσε όλα και δεν κράτησε για το σπίτι τους όπως έκανε τις άλλες ημέρες.
Το απόγευμα αυτής της ημέρας ξύπνησε ενωρίς ο ψαράς και είπε στη γυναίκα του: Γεωργία, πηγαίνω στην πόλη να πάρω δολώματα. Να ψήσεις λίγα ψάρια που έχω καιρό να φάω και μετά θα φύγω για το ψάρεμα. Όταν γύρισε στο τραπέζι βρήκε άλλο φαγητό και του είπε ότι σήμερα τα μοίρασα όλα στις γειτόνισσες. Δεν της είπε τίποτα, έφαγε και έφυγε για το ψάρεμά του αλλά συνέχεια είχε στη σκέψη του αυτό που έκανε η γυναίκα του και τα στέρησε από τον ίδιο και τα παιδιά του αλλά και δεν σέβεται τους κόπους του.
Έκανε τη σκέψη για να σταματήσει αυτό το βιολί να την πάρει ένα βράδυ μαζί του στο ψάρεμα για να καταλάβει τους κόπους που κάνει ο άνδρας της και αυτή δεν τους υπολογίζει. Έτσι έστρωσε το σχέδιο ως εξής: ένα απόγευμα φεύγει από το σπίτι να ξεκινήσει για το ψάρεμα. Στη βάρκα τον περίμενε ο βοηθός του που τον πλήρωνε μεροκάματο και του είπε: Χρήστο, απόψε δεν θα σε πάρω θα έρθει η γυναίκα μου κοντά μου και έφυγε. Ο Γιώργης γύρισε γρήγορα στο σπίτι και φωνάζει: Γεωργία, Γεωργία ετοιμάσου να έρθεις μαζί μου γιατί ο Χρήστος αρρώστησε.
Πράγματι φύγανε μαζί για το ψάρεμα. Του έφερε γούρι η γυναίκα του εκείνο το βράδυ να πιάσουνε πολλά ψάρια. Όμως τα ξημερώματα που γυρίζανε συναντήσανε κακοκαιρία με πολλά κύματα και με πολλούς κινδύνους να ανατραπεί η βάρκα. Ο Άγιος Γεώργιος που ήτανε το όνομα της βάρκας τους βοήθησε να γυρίσουν χωρίς κανένα πρόβλημα παρά μόνο και οι δυο τους γίνανε μέχρι κατατσίτσιδα μούσκεμα από τα νερά.
Βρεγμένοι όπως ήτανε πρώτα στείλανε τα ψάρια στην αγορά και μετά πήρανε αρκετά ψάρια για το σπίτι και αμέσως αλλάξανε τα ρούχα τους, ήπιανε το ζεστό τους και ξαπλώσανε να ξεκουραστούν. Οι γειτόνισσες από την προηγούμενη είχανε να δούνε τη γειτόνισσά τους και απορούσανε που πήγε; Γι’ αυτό στην ώρα τους η μια μετά την άλλη πηγαίνανε στο σπίτι να την δούνε και τι συνέβη.
Τους άνοιξε η μάνα της και τους είπε: Εγώ θα σας κάνω τον καφέ γιατί η κόρη μου είχε πάει μαζί με τον γαμπρό μου στο ψάρεμα και κοιμάται στον οντά. Μετά από λίγο σηκώθηκε και τους είπε τι είχε συμβεί με τον εργάτη και όλο το σκηνικό του ψαρέματος μέχρι να γυρίσουν.
Φεύγοντας όλες η Μαρία είπε: Γεωργία, δεν θα μας δώσεις ψάρια σήμερα; Έδωσε αμέσως την απάντηση προς όλες: τόσο καιρό που σας έδινα δεν είχα υπολογίσει τους κόπους που έκανε ο άνδρας μου και τώρα που πήγα κοντά του διαπίστωσα τους κινδύνους που έχει να χάσει ακόμα και τη ζωή του. Γι’ αυτό σας λέω γειτόνισσες: Αν δεν βρέξετε κ… ψάρι δεν τρώτε.
Φύγανε με κρεμασμένα τα μούτρα τους και ξανά ποτέ δεν πήγανε να την δούνε. Από τότε είχε στη σκέψη της τους κόπους που προσφέρει ο άνδρας της στην πολυμελή οικογένειά τους και όλο παρακαλούσε τους Αγίους και άναβε το κανδήλι να τον βοηθούνε να έχει καλό ψάρεμα και να μην έχει ατύχημα στη θάλασσα.
Τα χρόνια περνούσανε ευχάριστα, μεγαλώσανε τα παιδιά τους και δουλεύανε στα χωράφια τους. Ο πατέρας στο ψάρεμα έπαιρνε τον έναν τους γιο να τον βοηθάει, οπότε και ο Χρήστος πήρε τέλος από την εργασία.
Όμως ο Μικρασιατικός πόλεμος ανέτρεψε όλα τους τα όνειρα. Φύγανε κακήν κακώς χωρίς να πάρουν κοντά τους τα υπάρχοντά τους εκτός από ελάχιστα στα χέρια τους.
Με πολλές ταλαιπωρίες μπήκανε η οικογένειά του Μουλίτσα και οι συγγενείς τους σε βάρκες και φθάσανε στα παράλια της χώρας μας. Από εκεί η αρμόδια υπηρεσία τους οδήγησε να κατοικήσουν μόνιμα στην Κρήτη, στο Ρέθυμνο στο χωριό Ρουσσοσπίτι. Εκεί η οικογένεια μπήκε να κατοικήσει σε σπίτι των Τούρκων που είχανε εγκαταλείψει. Επίσης τους δώσανε και ανάλογη περιουσία να την καλλιεργούν για να μπορούν να διαβιώνουν και για να αποκαταστήσουν τα παιδιά τους που ήτανε σε ηλικία να δημιουργήσουν οικογένειες.
Ο πατέρας τους σταμάτησε το ψάρεμα γιατί τη βάρκα του την άφησε πίσω στην πατρίδα τους.
Μαζί τους ταξιδέψανε και οι συνήθειες, τα ήθη, τα έθιμα ακόμα και οι παροιμίες τους καλές ή κακές που πάντα συνοδευότανε και με τα παρατσούκλια τους. Συνήθως λόγω της φτώχειας λέγανε για τον ψαρά και όποιος δεν εργαζότανε είχε τη συνέπεια της πείνας. Μετά από πολλά χρόνια φθάσανε στην πρόοδο και ξεχάσανε την παροιμία αλλά σήμερα λόγω της οικονομικής κρίσης πάλι εμφανίστηκε να λέγεται για όσους δεν επιθυμούν να εργαστούν.
Οι γονείς και τα παιδιά τους πριν από πολλά χρόνια έχουν φύγει από τη ζωή, αλλά τα εγγόνια τους σε μεγάλη ηλικία τα διηγούνται όλα στη σημερινή γενιά και ανάλογα τα αξιολογούν με πολλές υπερβολές και δεν προβλέπουν τις δυσάρεστες καταστάσεις στο μέλλον τους. Εκτιμούν μόνο τα λίγα που έχουν και όχι τα πολλά που χάνονται.
Δεν την φοβούνται τη σημερινή οικονομική κάμψη γιατί είναι κληρονόμοι των προγόνων τους και ελπίζουν μαζί με το Θεό και των Αγίων τους θα τα καταφέρνουν.
Εξάλλου, είναι φανερό και επικρατεί με επιτυχία στην πράξη ότι «ο Έλληνας είναι δυνατός ποτέ του δεν φοβάται και πάντα στις δύσκολες εποχές τα πάντα εγγυάται».
* Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι απόστρατος αξιωματικός

Αφήστε μια απάντηση