Η ΑΠΟΘΕΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΡΚΑΔΙΟΥ
Ένα ποίημα αγνώστου ποιητού από τα Επτάνησα που γράφτηκε για την Αρκαδική εθελοθυσία
Κύριε Διευθυντά,
Με την ευκαιρία της 123ης επετείου της Ολοκαυτώσεως του Αρκαδιού σας στέλνω για δημοσίευση ανέκδοτο χειρόγραφο ποίημα με τίτλο «Η Αποθέωσις του Αρκαδιού».
Το ποίημα είναι γραμμένο στην Κεφαλονιά από άγνωστο ποιητή που υπογράφει με τα αρχικά Σ.Γ.Δ. Ο χρόνος συγγραφής του ποιήματος δεν αναφέρεται πιθανότατα όπως γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1880, αφού και τα υπόλοιπα έγγραφα του αρχαίου από το οποίο προέρχεται είναι της αυτής περιόδου.
Ρέθυμνο 6-11-1989
Γιάννης Παπιομύτογλου
Φωτιά ακούω στα στήθια μου, Λαύρα στα σωθικά μου
Όσο να πλέξω τ’ Αρκαδιού, αμάραντο στεφάνι
Με λόγια θεία υράνοια ως πιθυμά η καρδιά μου,
π’ ακτίδας, δόξης, πάντοτε, ως Ήλιος να βγάνη.
Του Αρκαδιού π’ εξέπληξε Ανατολή και Δύσι
Με την αυτοθυσία του με την παλληκαριά του.
Κι απού μνημείο ένδοξο, κι αιώνιο θ’ αφήση.
προς δόξαν του Ελληνισμού, τ’ αθάνατ’ όνομά του!!!!
Στην Κρήτη τότε ως χείμαρρος, η στάσις ειπροχώρει.
πλην και ο Τούρκος ήσυχος, κι αμέριμνος δε στέκει.
Αί πόλεις, τα περίχωρα, κατέγευγον στα Όρη.
Και μόνον οσ’ ηδύναντο, αρπάζαν το τουφέκι.
Καταστροφή και θάνατον – κι από τα δυο μέρη
Είχον εις την σημαία τους, ως σύνθημα, γραμμένο!
Ο αδελφός τον αδελφό που βρίσκετο δεν ξεύρει
και ο πατέρας, το παιδί, λογιάζει, σκοτωμένο!!!
Η φρίκη αυτή, κι η σύγχυσις και της σκλαβιάς ο τρόμος,
Ως χίλια γυναικόπαιδα, στο Μοναστήρι στέρνει,
Κι ας ήταν ξόρκια κι άσιτα, και μακρινός ο δρόμος.
Αυτό, πλην, ως φιλόστοργος, μητέρα, τα λαβαίνει.
Και κάνει ευθύς απόφασι, να μη τα εγκαταλείψη,
Σε γιαταγάνι Τούρκικο σ’ αράπικο μαχαίρι
Ειμή, αφού προτύτερα, κι Αυτό, μαζί εκλείψη
Κι αφού στους Τούρκους τα σκυλιά καταστροφή επιφέρει!!!
Τόπε και δεν αρνήθηκε, την πρώτη απόφασή του!…
Τρεις μέρας επολέμουνε, με δεκαφτά χιλιάδες!!
Κι είχε διακόσιους μοναχά, προς υπερασπισί του!!!
Και μόλον τούτο εκούρασαν και Τούρκους και πασάδες!!!
Πλην, ότι ο νους εζήταε, δεν τόθελε κι η τύχη!…
Τα όπλα τους ανάψανε, κι έμειναν σ’ αχρηστία!!!
Και κάπου, κάπου ερίπτετο, μια σφαίρα από τα τείχη,
Που φεύγοντας λες κ έλεγε «βοήθεια Παναγία».
Τοτ’ ήταν που τα Τούρκικα κανόνια, είχον γκρεμίσει
Μέρος του τείχου κι ήρχισαν φωνάζοντες, να μπαίνουν:
«Σας αμνηστεύομε παιδιά και μη κανείς, χτυπήσει».
Και τρέχουν στο προαύλιο, και τη σημαία τους σταίνουν.
Κι όμως τ’ Αρκάδι ακοίμητο, με τη θρησκεία αντάμα
τ’ αθώα εκείνα πλάσματα, όπου μπορεί στηρίζει…
Η μάνα εζήτα το παιδί, και το παιδί τη μάνα!…
Κι ο γέροντας, ο Ηγούμενος, μ’ ένα δαυλό γυρίζει.
Και σαν τα σκόρπια πρόβατα τα περισιμαζώνει
Και μ’ ένα χαμογέλιο του, π’ όχι, δεν εξηγείται,
τους έλεγε γλυκά, γλυκά: Κανείς δεν σας σκλαβώνει.
Αρκεί να πήτε μοναχά, το Θειό πως προτιμείτε…
Ως τ’ άκουσαν τα μάτια τους, αστράψαν στα εδικά του!
Και ναι, φωνάζουν στον Θεό, ναι στον Θεό πατέρα,
Οδήγησε μας τα φτωχά!! Κι εκεί στα γόνατά του,
Για τη γλυκιά Πατρίδα μας, να κλαίμε νύχτα μέρα!!
Τόπαν κι ευθύς εγήνηκε! Ν’ αγιάση εκειό το χέρι!!!
Μεσ’ το μπαρούτι, το δαυλό, ατάραχος, βουτάει!!!!
Και μια βροντή, εσκοτίνιασε, το ζωογόνο αέρι,
πόλεγες και δαιμόνια, η Κόλασις ξερνάει!!
Και βρέχει… βρέχει σώματα, λόγχους, σπαθιά, τουφέκια
βρέχει ποδάρια, κεφαλάς, κονίσματα, στασείδια
βρέχει μπαλάσκαις Τούρκικαις, κι αράπικα γκελέκια
βρέχει λιθάρια, ανάμιχτα, μ’ αίματα και ξεσκλίδια!!
Βρέχει μανάδες πούχανε, τα βρέφη αγκαλιασμένα
Ως νάθελαν οι δύστυχες, να τα βυζάξουν πάλι.
βρέχει κορμιά αράπικα και Τούρκικα ενωμένα
πασάδες χρυσοστόλιστους, αλλά χωρίς κεφάλι!!!
Και βρέχει άτια αράπικα, πέταλα, σαλιβάρια,
βρέχει τσατίρια πράσινα, τσατίρια χρυσωμένα
βρέχει σημαίας πούτανε, στημέναις σε κοντάρια
Κάρρα, πολεμοφόδια, κανόνια συντριμμένα!!!
Ω! Μούσα! Συ που μ’ έπιασες κι άλλη φορά όχ το χέρι
και μ’ έκαμες σε θάλασσαις και σε στεργιαίς ν’ ανθέξω,
Συ δόσμου, τώρα, δύναμι και κάμεμε Ξιφτέρι
Και με τη φαντασία μου, σ’ αγνώστους κόσμους τρέξω.
Κι εύρω λουλούδια αθάνατα λουλούδια τιμημένα.
Λουλούδια που να εκφράζουνε «Πατρίδα και θρησκεία»
που νάχουνε στα φύλλα τους, μ’ αδάμαντας, γραμμένα:
«Ζήτω Αρκάδι ξακουστό! Ζήτω ελευθερία».
Και πλέξω το αμάραντο, π’ επιθυμώ στεφάνι!!!
Πλην τι θωρώ αντίκρυ μου; Τι βλέπω απέναντί μου…
Αν όχι φως, τι ειν’ αυτό, στους ουρανούς π’ εφάνη!…
Κι ήταν η Μούσα, πούρχετο, εις την παρακλησί μου!!!
Και λέγει: Τι αμάραντα λουλούδια μου γυρεύεις;
Τι θέλει η φαντασία σου, κι εμπρός σ’ εμένα στέκει;…
Αν γι τ’ Αρκάδι στέφανο, να εργασθείς σκοπεύεις
Εκείνο αποθεώθηκε! Και μη προβείς παρέκει»…
Κι είπα. Ας ήναι του Θεού τ’ όνομα δοξασμένο!!!
Γιατί μια μέρα τ’ Αρκαδιού η τόλμη κι η θυσία,
Θε να καρποφορίσουνε. Και θα ευρεθεί ενωμένο,
Το Έθνος μου, υπό κοινή, Πατρίδα και Θρησκεία.
Σ.Γ.Δ.