Το ιστορικό Αρκάδι, είναι το τηλαυγέστερο ουράνιο σώμα στον ελληνικό ουρανό. Το μεγαλύτερο ιστορικό θεώρημα. Το εντονότερο Εθνικό αξίωμα, για κάθε άνθρωπο που πιστεύει στο Χριστό και την Ελλάδα.
Και συ διαβάτη που περνάς και είσαι έτοιμος να προσκυνήσεις τα άγια χώματα της ιστορικής μονής. Πρόσεξε! Και θα το δεις. Η Βάτος καίεται και δεν κατακαίεται. Η φλόγα μένει άσβεστη και υπέρχρονη, η θυσία ανερμήνευτη και μυστική, η αίγλη ανήκουστη παράδοξη. Αν είσαι Έλληνας ή ξένος, άρχοντας ή αρχόμενος, πεπαιδευμένος ή αγράμματος, νέος ή γέροντας, στοχάσου, μην αργοποράς, η ζωή σου και οι διαθέσεις σου, αυτή την άγια στιγμή, της μεγάλης εορτής, δεν πρέπει να αποτελούν παραφωνία στα εδώ τελούμενα, στα εθνικά δρώμενα, αν θέλεις να αισθανθείς εθνικό μεγαλείο.
Άγγελος Κυρίου με την πύρινη ρομφαία του, στέκεται στην πύλη τη Δυτική, σ’ αυτήν που έπεσε αλλά και στην αντίστοιχη, και ουράνια προστάζει. Όσοι πιστοί! και μυστική ακούεται η φωνή του Χριστού «Ουδείς των αμύητων γεύσεταί μου του δείπνου». Εδώ έχει στηθεί ένα τεράστιο αργαλειό και έχει τοποθετηθεί το στημόνι, όπως λέγεται στην υφαντουργική και καθένας προσκυνητής, βάζει το δικό του υφάδι, για να πλεχθεί και να τελειώσει τούτο το τεράστιο –εθνικό πέπλο, που πρέπει να σκεπάσει όλη την Ελληνική γη, σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Τι είναι αλήθεια το Αρκάδι; ρωτά ο Εθνικός μας ποιητής! και ο ίδιος απαντά. Είναι το γλυκοχάραμα στης Κρήτης το σκοτάδι. Είναι ακόμη το ιερό μανδήλι που κάθε προσκυνητής καταϊδρωμένος και φλογισμένος, σκουπίζεται και το πρόσωπό του αποτυπώνεται σ’ αυτό και μένει στον αιώνα.
Πέρασαν πολλοί από εδώ και πλύθηκαν στα γάργαρα νερά του και σκουπίσθηκαν στο άγιο μανδήλι του και τα πρόσωπά τους αποτυπώθηκαν και έμειναν.
Πέρασαν ιστορικοί και λογογράφοι, λογοτέχνες και ποιητές, Αρχιερείς και ιερείς και θέλησαν να γίνουν μάρτυρες της ιστορίας της θρυλικής μονής και των αγωνιστών της.
Μα το Αρκάδι στέκεται στο υψηλότερο σημείο της Ελληνικής ιστορίας, στο διαπασών της ποίησης και του πενταγράμμου στο ασύλληπτο και το υπερτέλειο του ανθρώπινου λογισμού.
Άγραφα και ανιστόρητα, ανερμήνευτα και ανέκδοτα, είναι τα όσα συνέβησαν. Εδώ η ζωή έγινε ένα με το θάνατο, η αθανασία δεσπόζει, η δόξα υπεραίρεται. Η καρδιά της Ελλάδος χτύπησε έντονα, καθαρά σε τούτο το Άγιο Μοναστήρι και συγκίνησε και κατέπληξε όλους τους ανθρώπους, που πιστεύουν στην ελευθερία. Και ακούστηκε αυτός ο Ιερός παλμός σ’ ολόκληρη την οικουμένη. «Πως άξιος της ζωής γίνεται εκείνος που ξέρει να πεθαίνει για την πατρίδα».
Ναι! Τα παιδιά, όταν σκεφθεί κανείς ότι ένα 6χρονο κοριτσάκι κρατώντας στο χέρι του ένα αναμένο φαναράκι εκείνο το βράδυ, χτυπούσε τις πόρτες των κελιών και καλούσε όλους εκείνους που είχαν απομείνει, ελάτε όσοι θέλετε να πεθάνετε μαζί μας στο λαγούμι, έλεγε. Και ένα άλλο κοριτσάκι 15 ετών, ενώ δύο Τούρκοι αξιωματικοί φιλονικούσαν ποιος πρώτος να το ατιμάσει, δάγκωσε τη γλώσσα του και την έκοψε και τους την έφτυσε στο πρόσωπο. Και το αποτέλεσμα να το αρπάξουν ζωντανό και να το ρίξουν στη φωτιά. Εκείνη τη φοβερή νύχτα της 9ης Νοεμβρίου, έγινε μια λειτουργία σε τούτο τον Άγιο Ναό, το καθολικό της Μονής.
Μια λειτουργία μυστική, μοναδική θα λέγαμε σ’ ολόκληρο τον κόσμο, σ’ αυτή της τη διάσταση και το πνευματικό μέγεθος αυτής της θρυλικής νύχτας. Μόνο δύο κανδήλες άναβαν, μέσα στον τεράστιο Ναό, που έδιδαν μια ιδέα φωτός και άναβαν στο πλήθος των πιστών μια μικρή ανείπωτη ελπίδα.
Το φοβερό μυστήριο τελέσθηκε. Ασπάσθηκαν αδελφικά όλοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Εκείνη την ιερή στιγμή, είχαν γκρεμισθεί τα τείχη που χωρίζουν τον άνθρωπο από τον άνθρωπο. Έσπαζαν το φοβερό δεσμό που χώριζαν την Ελλάδα από την Κρήτη. Και όλοι μαζί λειτουργημένοι, κοινωνημένοι άγιοι προχώρησαν ελεύθεροι στην θρυλική ολοκαύτωση.
Λίγα από την ιστορία της ύστατης ημέρας
Σαν ξημέρωσε το πρωί της 9ης Νοεμβρίου, ο χρόνος που ήταν να ζήσει το Αρκάδι είχε πλέον μετρηθεί. Η αγιασμένη κανδήλα που έδιδε σε όλους φως και ελπίδα είχε πλέον κινηθεί. Μα δεν έσβησε. Η πόρτα η Δυτική, έπεσε στα χτυπήματα της κουτσαχείλας, του φοβερού εκίνουν κανονιού. Και στον περίβολο του ναού ολοκληρώθηκε το θείο δράμα.
Γίγαντες ήταν αυτοί που πάλευαν για τη λευτεριά και σκορπούσαν το θάνατο στα πλήθη των πολεμίων. Τιτάνες έγιναν τούτη τη μεγάλη στιγμή άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Και όταν πλέον έπαψε κάθε ελπίδα μαζεύτηκαν σωρηδόν και γέμισαν ασφυκτικά την μπαρουταποθήκη. Τότε με τους Κωνσταντίνου Γιαμπουδάκη το δαδί, μια φλόγα άναψε και γκρέμισε τα τείχει και έκαψε όλους Τούρκους και Ρωμιούς.
Δεν γλίτωσε κανείς απ’ όλους που βρέθηκαν κοντά εκείνη τη στιγμή. Μόνο ένα παιδί, ένα χαριτωμένο κοριτσάκι.
Το άρπαξαν οι φλόγες μα το σεβάστηκαν. Το χτύπησαν τα αέρια μα δεν το θανάτωναν, το σκέπασαν οι πέτρες και τα χώματα, πέρα μακριά, μα δεν το έθαψαν. Έπρεπε να ζήσει για να είναι ο μόνος, ο θρυλικός, ο πλέον αντικειμενικός μάρτυρας, αυτής της ανθρώπινης τραγωδίας.
Ναι έζησε αυτό το παιδί και μαρτύρησε και ομολόγησε όλα όσα συνέβησαν. Οι φλόγες το είχαν παραμορφώσει και τότε οι γονείς του δεν το γνώρισαν. Έζησε για να φωνάζει ένα σχεδόν αιώνα, ότι μέσα από τις φλόγες και τα ολοκαυτώματα πέρασε η σύγχρονη Ελληνική ζωή.
Ακούσετε το όλοι, της Ρωμιοσύνης εραστές, όλοι τοι ετήβουλοι και άσπονδοι εχθροί της Ελλάδος, πως εμείς τον ξέρουμε το δρόμο, που οδηγεί στον ουρανό. Μάθαμε να πολεμούμε για την πατρίδα και την λευτεριά και να πεθαίνουμε για του Χριστού την πίστη την αγία. Και η Ελλάδα μας αιώνια θα ζει.
Τ’ Αρκάδι μεγαλώνυμο,
ωσάν τον ήλιο λάμπει
τ’ αντιλαλούνε τα βουνά,
οι θάλασσες κι οι κάμποι.
Φωτίζει σαν αυγερινός,
της νύχτας το σκοτάδι
και γης και κόσμου κι ουρανού
πολύτιμο πετράδι
Και συ διαβάτη που περνάς
και πας να προσκυνήσεις
Άκου φωνή που σε καλεί
οπίσω μη γυρίσεις.
Έχε τα μάτια ανοιχτά
Και την καρδιά γεμάτη
και πιες κρασί να μεθυσθεί
σ’ ολόχρυσο κανάτι.
Και μην ξεχνάς και να το λες,
να το διακηρύσσεις.
Κράτα καλά το λογισμό,
στοχάσου μη δακρύσεις
πως το Αρκάδι το σεπτό,
το Άγιο Μοναστήρι.
Έγινε φλόγα και ζωή
της πίστης ξυπνητήρι
Όσοι πιστεύουν στο Θεό
και την ελευθερία
εδώ θα βρουν τη θέση τους,
στη δόξα τη λατρεία.