Η ΟΛΟΚΑΥΤΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΡΚΑΔΙΟΥ
ΠΕΖΟΝ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΟΙΔΙΜΟΥ ΙΕΡΑΡΧΟΥ ΡΕΘΥΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΚΑΣΤΡΙΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ
Ο «Τύπος» παραθέτων το άγνωστον δια το μέγα μέρος των σημερινών αναγνωστών του, πεζόν ποίημα του αλησμονήτου Ιεράρχου μας, του Μεγάλου Διονυσίου τελεί το λαμπρώτερον μνημόσυνον εις τας σκιάς των Ηρώων, του Αρκαδίου και εις την μνήμην του ανταξίου αυτών υμνητού.
Αναδημοσιεύομεν ευθύς κατωτέρω το περισωθέν σχετικόν πρακτικόν της εκτάκτου συνεδρίας του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ρεθύμνης της 8ης Νοεμβρίου 1900.
Επί τη εορτή του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ρεθύμνης, επετείω της ολοκαυτώσεως του Αρκαδίου, τα μέλη του Συλλόγου είχον κληθή εις έκτακτον συνεδρίαν, καθ’ ην η είσοδος ήτον ελευθέρα και παντί πολίτη.
Τη ωρισμένη δ’ ώρα 9η μ.μ. η μεγάλη αίθουσα του «Πρίγκηπος Γεωργίου» ήτο μεστή πολιτών εξ αμφοτέρων των φύλων. Αφικομένου του θεοφιλεστάτου Επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, η τελετή ήρξατο δια του Κρητικού ύμνου ον έμελψε χορός παίδων διευθυνόμενος υπό του Δ/του της Προτ. Σχολής κ. Α. Ανδρουλιδάκη. Είτα ο Πρόεδρος του Συλλόγου κ. Κωνσταντίνος Ε. Πετυχάκης αναστάς έλειξε τάδε:
«Υπό την ζωογόνων πνοήν της Ελευθερίας, ήτις διεσκέδασε της δουλείας τα ερεβώδη σκότη και απέδωκεν εις την ηρωικήν ημών χώραν την ζωήν και το φως, ανέστη ο ημέτερος Σύλλογος, ο και πρότερον εν ημέραις χαλεπαίς απτόητος εργαζόμενος και άκαματος διώκων τον ιερόν αυτού σκοπόν. Επαναλαμβάνων δε τας υπό της τελευταίας επαναστάσεως διακοπείσας εργασίας αυτού καθήκον ηγήσατο ίνα ορίση ημέραν τινά εκ των πολλών ενδόξων της μεγάλης εποποιϊας της Πατρίδος ημών, ημέραν εορτής του Συλλόγου και μνημοσύνου των αγίων μαρτύρων της Πίστεως και της Πατρίδος. Ως ταύτην δε προέκρινε την σήμερον, αμφιετηρίδα δράματος πλήρους μεγαλείου και ηρωισμού, δράματος όπερ συνεκίνησε απ’ άκρου εις άκρον τας ευαισθήτους καρδίας των λαών της γης και ούτινος οι εργάται κατεκτήσαντο την αθανασίαν. Προς πανηγυρισμόν ως οίον τε λαμπρόν ο Σύλλογος απέβλεψεν εις ρήτορα σθεναρόν, εις υψιπέτιν φαντασίαν, εις καρδίαν φλεγομένην υπό του αγίου πυρός του ενθουσιασμού, εις τον Θεοφιλέστατον Ιεράρχην, όστις ευμενώς απεδέξατο την παράκλησιν ημών.
Κυρήττω την έναρξιν της εκτάκτου ταύτης συνεδρίας και δίδω τον λόγον εις τον Θεοφιλέστατον Επίσκοπον Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Κύριον Διονύσιον»…
ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΡΕΘΥΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ ΚΟΥ ΚΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ
Πως ήθελα σε τέθοιο πανηγύρι ν’ ακούω χτύπους των καρδιών: να βλέπω εις τα πρόσωπα μεγάλη αγωνία; να φαίνεται πως κείνους που εορτάζομε πονεί πολύ η ψυχή μας, πως κείνω η ενθύμησι ‘ς άλλους καιρούς μας φέρει: πως ζούμε κει που ζήσανε: πως έχει η καρδιά μας το ίδιο αίμα, πούδιδε σε κείνους τόση για την πατρίδ’ αγάπη!
Ήθελα να μου δίδετε σεις τα φτερά του λόγου, ν’ ανυψωθώ ψηλά εκεί, πολύ ψηλά να στρέψω εις τα πίσω, πίσω τριάντα τρία χρόνια, να φαντασθώ πραγματικά τη φοβερή την ώρα, που σμίξανε τα δυο στοιχειά, η φλόγα και ο Τούρκος, κι από την έσμιξι αυτή εβγήκανε κουφάρια, ολόμαυρα αποκάουδα, χωρίς ψυχή, χωρίς ζωή, χωρίς καρδιά και γλώσσα.
Πως θα μπορέσω, πέτε μου, καλόγερος, ως ειμ’ εγώ με βάσανα και θλίψες ποτισμένος, οπούζησα σε κυπαρισσιώ το μαυρισμένο ήσκιο, κι ανέπνεα του λιβανιού τη μυρισμένη άχνη, πως θα μπορέσω να σας βρω πράσινης δάφνης κλάδους και τω βαγιώ τους ζηλευτούς και χρυσωμένους κλώνους, και στέφανα τόσα πολλά να πλέξω από δαύτα, για κεφαλές, που άγιασε του μπαρουθιού η φλόγα;
Αχ! Τιμή μου κάμετε πολλή, και με στενοχώρια επήρα την απόφασιν να πλέξω τα στεφάνια. –Πως θα γενούν; Πως θα μου βγουν και ‘γω δεν καλοξέρω. – Μα δεν φοβούμαι. –Έχει τ’ Αρκάδι δύναμη τόση φωθιά και δόξα, που να μπορέση και νεκρούς να συγκινήση ακόμα! Δε δυσκολεύομαι λοιπόν. Θα κάμω το σταυρό μου, θα μου δανείση τα φτερά το όνομα Αρκάδι, δάφνη θα βρω, βαγές θα κόψω άφθονες και θα σκεπάσω με αυτά της τέχνης μου τη γδύμνια.
Ακούστε βρούχο φοβερό μέσα ‘ς τα ριζοβούνια, βροντές, ψηλά ς τον ουρανό και κάτω χαμηλά ς τη γη, τες μπαλλωμαθιές των κανονιώ ανάμικτες με τες φωνές τες άγριες των Τούρκων, που λαβωμένοι πέφτουν, ς το ματωμένο χώμα; -Θωρείτε μαύρον τον καπνόν, το φοβερό σκοτάδι και τη βροχή που χύνουνε ολάνοικτες του ουρανού οι φλόγες; θωρείτε μια που κάθεται σε θρόν, από τουφέκια ακουμπισμένο σε νεκρώ κορμιά και αιματοβαμμένο και έχει κορμί της τον καπνό, τη φλόγα για πορφύρα, κι αντί λαλιάς το φοβερό του τουφεκιού το βρόντο; -Εκεί κοιλοπονά με βογγητό η ζηλεμένη Δόξα, κι ένα παιδί γεννά αιώνιο, αθάνατο, ς τον κόσμο ξακουσμένο –παιδί;- όχι παιδί! Εν όνομα. –Γεννάται το Αρκάδι.
Ναι σα σήμερα γεννήθηκε το τιμημέν’ Αρκάδι –Πρωτύτερα δεν ήτανε παρά φωλιά μονάχη, αγρίω μαύρω κοτσυφώ, που ψάλλανε ατέλειωτα ς τον Πλάστη και ήσυχα κ’ ατάραχα περνούσαν τη ζωή τως. Και αν καμμιά φορά παλαίβανε, παλαίβανε με τα στοιχειά μονάχα, τα πάθη πούχ’ η σάρκα και μόνη δόξα είχανε τσ’ αναισθησιάς τη δόξα.
Τι ήτανε ετοτεσά το όνομα Αρκάδι; -Εν όνομ’ αδιάφορο, χωρίς ψυχή, χωρίς ζωή. Αρκάδι λες κι αισθάνεσαι το νου σου να σαλεύη, να ζωντανεύη η ψυχή, το αίμα σου να βράζη κι αισθήματα διάφορα να σου γεννά η καρδιά σου-.
Αρκάδι λες κι ευθύς, πετάτ’ ο νου ς τη σκοτεινή, την τρομερή ημέρα του Νοέμβρι, εκείνη, που πλακώσανε οι Τούρκοι ς το Αρκάδι. – Κ’ η φαντασία σ’ οδηγά ς τον αγιασμένο τόπο.-
Μέσα προβαίρνει ς στην αυλή και πρώτα πρώτα βλέπεις μπροστά σου, μες ς τα μάθια σου, μια μάννα κακομοίρα. Έχει ανέπλεκα μαλλιά, στεγνό στεγνό το πρόσωπο, κι από της πείνας τη φωθιά και τη λαχτάρα του νερού μαυροποξηραμμένη. Στα γόνατά της κάθεται. Μπροστά της ξαπλωμένα δυο αγγελούδια άπτερα, τα δυο της τα παιδάκια, έχουν ζωήν, χωρίς πνοήν και όψι νεκρωμένη. Ανοίγουν τα ματάκια τως ς τη μάνα τως τα στρέφουν, και με το βλέμμα τως τον πόνο τως το φοβερό στόμ’ από αδυναμιά κλειστό ς τη μάννα τως ξηγούνε – Κ’ η μάννα μένει άφωνη.-
Αυτή, αυτή που είχε δώσει τη ζωή, ς τα κρίνα εκείνα τα μικρά, και τώρα να τως εφεύγη η ζωή ς την αγκαλιά της μέσα! Να μη μπορή ς το βλέμμα τως εκείνο του θανάτου, να χύση, όση της μένει μέσα της, ζωής ακομ’ αχτίνα! Να τα θωρή να φεύγουνε κι αυτή να μένη πίσω… Μα να! Μπροστά της βρίσκεται του Χάρου το μαχαίρι- με μια σπαθιά νους στρατιώτη Τούρκου χάνει το φως, η κεφαλή της κλίνει, και πέφτει πάνω ς τα κορμιά των δυο της των αγγέλω- ανοίγουν τα ματάκια τως που τάχε βρέξει αίμα- ανοίγουν τα χειλάκια τως και γλύφουν τη ρανίδα, που είχε σταξ’ επάνω τως, από το αίμα το γλυκό της σκοτωμένης μάννας. –Μα κεινηνά την ώρα βρίσκουν την πόρτα ανοιχτή, και φεύγουν οι ψυχές τως. Πετούν πετούν, και σμίγουνε με την ψυχή της μάννας.-
Θωρείς παρέκει δυο κορμιά, μια νέα κ’ ένα νέο, ένα ζευγάρι ώμορφο, ένα βιτσάτο νέο με πρόσωπο σαν του παιδιού, δροσάτο σαν το ρόδο με μάθια που σπιθοβολούν με χείλια που δεν μπόρεσαν η δίψα κι η αναφαγιά το χρώμα τως ν’ αλλάξουν και φαίνονται να λαχταρούν άλλω χειλιώ τη σμίξι, μια κόρη που δε λέγεται, ξανθομαλλούσα, κάτασπρη, λιγνή και μαυρομάτα, με μάγουλα σαν τη φωθιά με χείλια σαν τη φλόγα.
-Γονατιστός μπροστά ς την πολεμήθρα προσμένει ο νιος-. Δίπλα του η κόρη βιαστική γεμίζει το τουφέκι. Και του το δίδει – Με χαρά εκείνος το αρπάζει, σιμώνει εις το άνοιγμα του τοίχου για να παίξη και σφαίρα μια του έρχεται ς το ώμορφο κεφάλι, και ρίχνει άφωνο νεκρό ς της νέας την αγκάλη το νιο που λάτρευεν αυτή, πούτονε φως για κείνη, ελπίδα μόνη και ζωή πνοή και κόσμος όλος – Δεν ήτο θάνατος γι’αυτή –Το σώμα της αντέχει –Μα μέσα κει που σμίγουνε το σώμα κ’ η ψυχή μας και πάει, φέρνει η ψυχή το σώμα όπου θελήση, αναμεσώς εκεί εσφήνωσε του μαύρου χάρου η πνοή, κι ενέκρωσε της τη ζωή, χωρίς να την επάρη.
-Ήτο τρελλή, και μ’ άγριο και φοβερό το βλέμμα, όλους γυρεύει τους νεκρούς, και φαίνεται σαν να ζητά ς τους λαβωμένους μέσα, κείνο που δέχθηκε νεκρό στην αγκαλιά της μέσα.- Τριγύρω της πολλούς νεκρούς οι σφαίρες χάμαι ρίχνουν, κι αυτή γερή ακούραστη γυρίζει, αδιάφορη προς τα λοιπά, το έργο της ξακολουθά με σαλεμένα φρένα. Τι γίνηκε; Σκοτώθηκε ς το τέλος;
-Ποιος ξεύρει;- Ένας και μόνος ο Θεός την τύχη της ηξεύρει.- Εδώ γυναίκες άμοιρες, που χθες ακόμη ήσαν ευτυχισμένες με χαρά ς τανδρός των την αγκάλη, και με κλειστά τα μάθια τως θαρρούσαν πως ευρίσκονται ς αληθινό του παραδείσου ήσκιο και σήμερα; -Φαρδύ πλατύ θωρούνε ξαπλωμένο χάμαι τον άνδρα, πούχανε καμάρι και ζωή.- Το νεθωρούν από μακρά, χωρίς κοντά να πάνε μοιρολογούνε, κλαίουνε και λησμονούν την ώρα το θάνατο, που ξάπλωσε τα μαύρα τα φτερά του μέσα κι’ απόξωτ’ Αρκαδιού-
Εκεί θωρείς του γέρου το ζαρωμένο πρόσωπο που τόσα είδε χρόνια και έζησε χωρίς ποτέ θανάτου φόβο νάχη, πούχεν εγγόνια και παιδιά, παιδιά των εγγονιώ του, και ήλπιζε πως ήσυχος μια μέρα, θαντίκρυζε το θάνατο και πως επάνω εις τα δάκρυα των τόσων απογόνων, απάλαφρα απάλαφρα θα πέτα η ψυχή του.-
Και τώρα; Να μένη έρημος εκεί σφικτά σφικτά δεμένος με αλυσίδες τες βαργιές του γέρω πολυχρόνη. Να βλέπη να σπαράσουνε, να ξεψυχούν τριγύρω οι αδελφοί του και τα παιδιά που γέννησε κι ανέθρεψε με βάσανα και κόπους, να πολεμούν παρεκεί, κι νάναι σκοτωμένα τα περισσότερα απ’ αυτά χωρίς να ξεύρη πόσα ν’ ακούη τη φωνή των θεργιωμένω Τούρκω κάθε στιγμή και πειο κοντά και να αισθάνεται ολοένα τριγύρω ς το λαιμό του τα χέργια των τυράννω του να τον εσφίγγουνε σφικτά, και την καρδιά του σπαθιού να του καρφώνη ς το λαιμό να πνίγεται, να μη μπορή φωνή να βγάλη όξω: να ανασαίνη μια στιγμή, και πάλι να αρχίζουνε τα ίδια βάσανα αυτά, ο ίδιος ο αγώνας.
Άκου φωνές μικρώ παιδιώ πουν η χαρά ζωή τως, να τρέμουν να σπαράσσουνε, να βλέπουν σκοτωμένους, τη μάννα τως να σέρη τα μαλλιά της να δέρνεται, να γδέρνεται, να βγάνη, μ’ άγρια φωνή τον πόνο της καρδιάς της. –Κι αυτά με δάκρυ άφθονα θερμά να πολεμούν να σβύσουνε τη φλόγα, που εφλόγιζε τα σωθικά της δύσμοιρης της μάννας: Και αντί να σβύσουν τη φωθιά να την ανάβουν πλειο πολύ, και να την κάνουν να πονή αδιάκοπα, αγιάτρευτα χωρίς παρηγοριά καμμιά, την έρημη την μάννα:..
Τέθοιες παρόμοιες σκηνές, φόβου, τρομάρας πόνου, βάλετε όσες θέλετε μέσα ς το νου σας όλοι, και την εικόνα θάχετε του Αρκαδιού εκείνης της ημέρας.
Μέσα σ’ εκείνη τη φρικτή και τρομερή αντάρα, όπου μουγκίζ’ ο κεραυνός ψηλά ψηλά ς του ουρανού τα βάθη, κ’ η αστραπή φεγγοβολά και το σκοτάδι σχίζει, και κάτω χαμηλά στη γη βροντάει το κανόνι, κι ασύριζεν ο άνεμος, σφυρίζουνε οι σφαίρες, ένας σαν φάντασμα γοργός, σαν τον καπνό πυκνός και μαυρισμένος, μέσα διατρέχει την αυλή, την αιματοβαμμένη διασκελίζει τ’ άψυχα κορμιά, που ήσαν ξαπλωμένα και μ’ ανοικτά τα μάθια τως ξανοίγουν τον ουρανό, οπούτρεχ’ η ψυχή τως. –Σαν το καλάμι έτρεμε, εθώριε δίχως να θωρή πορπάθιε χωρίς τη θελησί του.
– Δεν ήτο φάντασμα αυτός -Ήτο του Αρκαδιού ο Γούμενος-
– Ο Γαβριήλ ήτο – Κι εκεί που περιδιάβαινε, εκεί που περπατούσε ένας του εφώναζε- Χαθήκαμε πατέρα – Η άλλη – Έχασα το παιδί μου – Τον άνδρα μου σκοτώσανε Ηγούμενε οι σκύλλοι – Αχ: πούναι ο πατέρας μου; Του φώναζε μια κόρη. Αχ: ξεψυχά, καλόγερε, για δες εδώ το φως των αμμαθιώ μου. – Αντιλαλούσ η άλλη. Κι ο ηγούμενος χωρίς μιλιά, χωρίς ψυχή, χωρίς το νου του νάχη, το ζάλο του δεν κόντευε, μονό τρεχεν ακούραστος, ξεψυχισμένους, ζωντανούς, νεκρούς και λαβωμένους, πατώντας διασκελίζοντας, κι όλο εμπρός περνώντας.
Ήτο η Τρίτη η φορά, η Τρίτη λιτανεία –Τώρα περνά ομπρός από την άγια πόρτα τσ’ εκκλησιάς όπου σε τόσα χρόνια, μονάχη με τον Πλάστην της μιλούσε η ψυχή του. Στέκεται και προς στιγμή γυρίζει ο νους του πίσω. Δακρύζουνε τα μάθια του, σκύφτει η κεφαλή του, και δίχως να θέλη μηδ’ αυτός η χέρα του σαλεύει και το σταυρό του κάνει τρις και στρέφεται οπίσω. Τρέχει και βγαίνει σαν πουλί ς το έρμο το κελλί του, πετά το χαμαήλι τοι- αρπάζει τη πιστόλα του και βγαίνει ς τον εξώστη, -βγαίνει ψηλά για να τον δουν- πυροβολά γα ν’ ακουσθή- και μια κραυγή γρηκιέται. –Στον ουρανό Τ’ Αρκάδι μου- και πέφτει σκοτωμένος.-
Έφυγε το ταχύτερο ς τον άλλο κόσμο, τρέχει για ναύρη τόπο πάνω κει να βάλη το Αρκάδι.
Κι ο θάνατος βροντολογά –Κάθε πνοή του ρίχνει ς την ολοπόρφορη τη γη- την αιματοβαμμένη κορμιά, που θα ζηλεύανε, αν τάβλεπαν αγγέλοι, κορμιά που έπλασε ο Θεός την Κρήτη να στολίση, κορμιά, που τως εταίριαζε ς άλλη αγκάλη ύπνος.
Σύννεφα βγαίνει ο καπνός, οι σφαίρες κάνουν θραύσι. –Λίγο ακόμη και σωρός το Μοναστήρι πέφτει.
Χαρά: χαρά: πως φαίνεται ς τα πρόσωπα των Τούρκω: Αί: Τι να φαντάζεται ο νους των άγριω θηρίω; Λιγάκι ακόμη –και πέρα τα τουφέκια- και ς την αγκάλη παίρνομε τα αγγελόμορμα κορμιά, που κλείει το Αρκάδι.-
Αυτά ς το νου τως σώριαζαν και περισσότερ’ άναβε το μίσος ς την καρδιά τως, κι εφλόγιζε το στήθο τως ο πόθος, η λαχτάρα. Κι όσο περνούσ’ η ώρα και το τουφέκι λιγοστάς εβρόνταν από μέσα κ’ εφαίνονταν, πως σώθηκαν των χριστιανώ οι τουρκοφάγες μπάλλες, μεθύσανε οι άπιστοι ο νους των παίρνει αέρα κ η φαντασία τως γεννά, πως παραδίδονται ς αυτούς του Γολγοθά οι δούλοι.
Φωνάζουνε –Αλλάχ – αλάχ – κι ο κόσμος όλο τρέμει. Γύρω τριγύρω τα βουνά σπαράσσουν και μουγκρίζουν, και του θανάτου η φωνή, του κανονιού ο βρόντος, ς την πλάσιν όλη διαλαλεί πως έφθασε το τέλος.
Μαζεύονται μες την αυλή όλοι μικροί μεγάλοι, όσους αφήκε ζωντανούς του Τούρκου το τουφέκι.
Σώθηκαν τα φυσέκια μας. Τι προτιμάτε; Πέτε. Το θάνατο με την τιμή, ή θάνατο χωρίς τιμή; Ρωτά ένας που αρχηγός τως φαίνεται. –Μιλείτε- Μπαρούτι έχομε πολύ, ψηλά ψηλά να βγούμε και χάμαι εις την γη βαθειά να σπρώξωμε τους Τούρκους. Μιλείτε –Πως σωπαίνετε; Σας τρόμαξεν ο Χάρος; Εφοβηθήκατε εσείς –Εσείς που τόσες ώρες βλέπετε τα νύχια του να σέρνουν μεσ’ από ζωντανά κορμιά ψυχές ζωή, ζωή γεμάτες;-
Για δέτε! –Τι ελπίζουνε! Και όμως! ως ειδ’ ο νους ελπίδα να προβαίρνη και αρχισ’ η καρδιά ν‘ ανεπαίρνη, πάλ’ η αγάπη της ζωής εγύρισεν οπίσω, και του θανάτου η θωριά αγρίεψε και πάλι. Δειλιάσανε οι εμισοί, πεθύμησαν να ζήσουν, και την ελπίδα τως αυτή, τον πόθο της καρδιάς τως, η γλώσσα τως δε μολογά, το μολογά η μορφή τως.
Δεν αποκρίνεσθε λοιπόν; Ρωτά και πάλι κείνος –Τότες οσ’ από σας θελήσουνε με τιμημένα τα φτερά να πεταχθή ψυχή τως
-Εμπρός- Ακολουθάτε μου.
Εκεί μπροστά ς την Καστρινή την Πόρτα, εκεί που μαζευθήκανε οι Τούρκοι για να μπούνε ς την αγιασμένη μας Μονή, εκεί ναι αποθήκη. Εκεί χομε και μαζευτό βαρέλλια το μπαρούτι.
Εκεί ακολουθάτε μου- Οι άλλοι σεις πομείνετε κει μέσα μαζωμένοι ς τα νοτικά κελλιά και ο Θεός μαζί σας. Εμείς ς Αυτόν ντελόγω πάμε και σεις πομείνετε λιγάκι πάρα πίσω.
Αδέλφια συγχωράτε μας. Ελάτ’ ελάτ’ αδέλφια και πατέρες μας γυναίκες θυγατέρες μας, ελάτ’ εδά ς τα ύστερα γλυκά να φιληθούκε.
Κι ένας ήχος του φιλιού ακούεται ντελόγω, ήχος βαρύς, ήχος πυκνός οπού σχιζε την πέτρα, ήχος που έσχιζε κάθε καρδιάς τα μαύρα φυλλοκάρδια.
Κι οι αναστεναγμοί, τα δάκρυα ο πόνος, των καρδιών τως ήσαν βασανιστήρια για κείνους πειο μεγάλα, απ’ όσα τους τυλίξανε ως κεινηνά την ώρα.
Και επερνούσαν οι στιγμές κι ατέλειωτος ο αποχαιρετισμός εφαίνονταν ακόμη.
Ελάτε πλεια –με τη φωνή τρεμουλιαστή φώναζ’ ο αρχηγός τως.
Μπαίνει ομπρός –οπίσω του επιάσαν το μαντήλι και νιοι και νιες αγκαλιαστοί σαν να πηγαίνουν ς τον παστό επιάσανε διακόσοι. Ατάραχοι και γελαστοί άνδρες, γυναίκες και παιδιά κόρες, αγόρια κι όσοι για άλλη έσμιξι λογοστεμένη ήσαν, και όσοι είχαν την καρδιά ερωτοκτυπημένη και εφοβούνταν χωρισμό με ατιμίας τον καρπό, όλοι αυτοί προτίμησαν την ένωσι αιώνια να κάμουν και τη ζωή ν’ αλλάξουνε, ν’ αφήσουνε τον κόσμο- και ς άλλο κόσμο ζωντανό μ’ ασπροφορεμένη τη ψυχή, αθώα τιμημένη, να πεταχτούν να πάνε.
Είχαν αρχίσει να πατούν το δοξασμένο Αρκάδι των άπιστω τα τρομερά καταραμένα πόδια. Δυο φοβερά ανοίγματα ς τους τοίχους είχαν ανοίξει κ’ εκείθε μέσα μπαίνανε του χάρου τα αδόντια για ν’ αποφάγουν ζωντανούς όσους η μπάλλ’ αφήκε.
Σιμώνουνε πολλοί πολλοί μ’ από το άνοιγμα αυτό όλοι να μπουν δεν ημπορούν, γι’ αυτό άλλοι τως μπαίνουν από κει κι άλλοι χιλιάδες πολεμούν σκαλώνοντας εις το τοιχιό της αποθήκης κείνης πρώτοι αυτοί τον πόδα τως μες τη Μονή να βάλουν. Και μηδέ βάζουνε ς το νου, τι θάνατος παράξενος εκεί τους περιμένει!
Μέσα κι απόξω ς την στέγη κείνης της αποθήκης γονατιστοί προσεύχονται και κάμνουν το σταυρό τως, όσοι σταυρό θα κάμουνε τον άσαρκο αέρα. Τριγύρω τως φωνή καμμιά την προσευχή τως τη γλυκειά δεν βγαίνει να ταράξη. Μόνο η βροχή ξακολουθά σαν δάκρυα του ουρανού τα στειρεμένα μάθια τως λιγάκι να δροσίζη.
Δεν έχουν πράμα ανθρώπινο οι άνθρωποι εκείνοι. Πρίχου μισσέψη η ψυχή ενέκρωσε το σώμα, έκοψε τα δεσμά της και μια ιδέα μοναχή σ’ εκείνους κυριεύει.
Να φύγουν το ταχύτερο την ατιμιά του κόσμου. –Να σώσουν την τιμή τως, κι με το θάνατο αυτό να συγκινήσουν δυνατούς, να μαλακώσουν τες καρδιές των Ευρωπαίω τες σκληρές και ς την Πατρίδα την ζωή ελεύθερη να δώσουν και την αγία του Χριστού πίστι ν’ ανεσηκώσουν.
Τριγύρ’ ο κόσμος σκοτεινός – Τη μαύρη της η σκέπη είχε ξαπλώσει εις τη γη από πολληώρα η νύχτα. –Ο ήλιος δεν ηθέλησε να φέξη τόσο μεγάλη φρίκη. Ο ουρανός δεν έπαυε όλο βροντές να βγάνη, μηδέ να ρίχνη αστραπές, και τη βροχή ποτάμια.
Μόνον ο βρόντος μια στιγμή του κανονιού χε παύσει, και όλοι ήσαν έτοιμοι να πέσουν ς τα ψοφίμια.-
Εστέκανε κι εβλέπανε –Το νόημα προσμένουν την έφοδο να κάμουν.
Και περιμένουν άφωνοι!!!…
Μα ξάφνου πίσω στρέφονται, άλλοι ξαπλώνουν κάτω, κι άλλοι όσοι ήσαν πλειό μακρά, τρέχουν κι ακόμη τρέχουν.-
Κρότος μεγάλος φοβερός – με μια αδήγητη βοή κι ένα σεισμό, που έτρεμεν η γη κ’ οι βράχοι γύρω, κ οι φλόγες τάνω πηδηκτές και μια φωθιά μεγάλη, με πέτρες, χώματα πολλά, καπνό και σώματα κομμάθια γινομένα, λαιμούς, κεφάλια, χωριστά, χέρια ποδάρια στήθια, με μια φωνή τρομάρας και του φόβου χιλιαδ’ άνθρώπω ζωντανώ, που σκέπαζαν του Αρκαδιού ολόγυρα τον κάμπο, βγήκαν με δύναμι περθαύμαστη, κοντά εις του μοναστηριού την Καστρινή την Πόρτα, και με τη δύναμη αυτή η φλόγα το μπαρούτι, σπρώχνουν ψηλά ς τον ουρανό, ψυχές αγιασμένες σκορπίζουνε αγιάζοντα τη γη τα άγια κομμάθια που χιλιομοίρασε το κάθε σώμα Χριστιανού, που βρίσκονταν κει μέσα. Και με τους τοίχους τους χονδρούς σκεπάζει, πνίγει, πέμπει τον Άδη κάτω, ς την μαύρη την αιώνια, την κόλασι τη φοβερή, εκείνους, που τολμήσανε ς τους άγιους τοίχους της Μονής τόσο κοντά να πάνε.
Και μέσα ς το καμίνι, μεσ’ απού βγήκεν η φωθιά και έκαμεν κομμάθια τα αγιασμένα σώματα κ’ επέταξεν τα όξω –Εκεί πομείνανε οι καρδούλες τως με τάγιο τως το σώμα.
Ακούτε; – Βράζει το αίμα τάγιο το χιλιομυρισμένο –Το αίμα που εχύθηκε ς το άγιο καμίνι, μεσ’ από τόσα σώματα μεσ’ από καρδιές μεγάλες, οπού καψεν η δύναμι τόσης φωθιάς και φλόγας.
Βράζει: -Θωρείτε; Χοχλακά, φουσκώνει ξεχειλίζει, αφρίζει, βγαίνει ο αφρός απάνω πο τα τείχη. –Ασπρίζει, λάμπει κ’ ένα φως αχτίνες γύρω ρίχτει. –Δέτε- τι ειν’ αυτό; Ένα προβαίρνει σώμα. Είναι γυναίκ’ ολόλευκη, ωραία, υπερθαύμαστη; με πρόσωπο νεανικό, με τη μορφή γνωστή μας. Ποια είναι εκείνη; Ποιος ειν’ αυτός; Το σώμα ποιας να είναι; Ακούετε;
-Ναι ακούσετε μια θεία μελωδία, που ψάλλουνε στον ουρανό με μια χαρά μεγάλη οι άγιες ψυχές εκείνω, που καήκαν:
Από το αίμα το θερμό, που χύσαμε ς τ’ Αρκάδι
προβαίρνει, λάμπ’ η Λευτεριά και το σκοτάδι σβύνει,
που ξάπλωσε ς τη Κρήτη μας η Συντροφιά του Άδη,
και με μορφή αγαπητή, θα φέρη την ειρήνη.
Μορφή, που νειρευθήκαμε τόσους και τόσους χρόνους,
Όπου γι’ αυτή εσύραμε βάσανα πίκρες πόνους.
Με τον Υγιό του Βασιλιά, του έθνους το καμάρι,
το Γιώργος μας, η Λευτεριά την Κρήτη μας θα πάρη.
Το πέρας του λόγου εκάλυψαν παταγώδη χειροκροτήματα. Εψάλη κατόπιν υπό του χορού των παίδων ο Εθνικός Ύμνος, ορθίου ισταμένου του πλήθους, μεθ’ ον ο δικηγόρος κ. Νικόλαος Γ. Φωτάκις ή Καπετανάκις, θεράπων των Μουσών, ητήσατο όπως επιτραπή αυτώ η απαγγελία ποιήματος. Ο Πρόεδρος του Συλλόγου εκάλεσεν επί το βήμα τον κ. Φωτάκιν, όστις απήγγειλεν ενθουσιώδες ποίημα επισπασάμενον τα χειροκροτήματα του ακροατηρίου. Επανελήφθη εν τέλει ο Κρητικός ύμνος ο δε Πρόεδρος εκφράσας τω Θεοφιλεστάτω Επισκόπω την βαθυτάτην ευγνωμοσύνην του Συλλόγου και ευχαριστήσας τη ομηγύρει εκήρυξε την λήξιν της συνεδρίας.