Η εθελοθυσία του Αρκαδίου, και οι επίσημες εκθέσεις
Είναι η πλέον ηρωική αλλά και δραματική πράξη κατά τη μεγάλη επανάσταση 1866-1869. Η ανατίναξη της μονής του Αρκαδίου, στις 8 Νοεμβρίου 1866 γράφηκε στις πιο χρυσές σελίδες των ηρωικών αγώνων των λαών. Η αυτοθυσία των επί δύο ημέρες πολιορκούμενων επαναστατών, εθελοντών αλλά και των γυναικόπαιδων στη μονή του Αρκαδίου, οι οποίοι ανατινάχθηκαν προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού μαζί με εκατοντάδες στρατιώτες του Μουσταφά πασά, συγκίνησε τους λαούς όλου του κόσμου. Και υμνήθηκε – ακόμη και από τον κορυφαίο και σύγχρονο του έπους συγγραφέα Β. Ουγκώ- ως ένα γεγονός το οποίο «φώναξε» σ’ όλο τον κόσμο, μαζί και στους τότε ισχυρούς της Γης, ότι οι Κρήτες ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν παρά να μείνουν σκλάβοι.
Η πολιορκία έγινε από τις δυνάμεις του Μουσταφά που έφταναν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, από τους 15- 23.000 άνδρες, εξοπλισμένους με ό,τι πιό σύγχρονο διέθετε τότε ο στρατός της πανίσχυρης οθωμανικής αυτοκρατορίας. Απέναντι τους περίπου 300 μαχητές της ελευθερίας, Κρήτες και εθελοντές, αλλά και περισσότερα από 600 γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει για προστασία στο μοναστήρι, το οποίο είναι αφιερωμένο στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Ο γηραιός πασάς, αρχιστράτηγος των στρατευμάτων του κατακτητή, έφτασε στη μονή αφού πέρασε από τα χωριά του Αποκόρωνα και τα Ρεθυμνιώτικα, κι ενώ είχε συνεννοηθεί με το διοικητή του Ηρακλείου Ρεσίτ πασά να εισβάλει εκείνος στα χωριά του Μυλοποτάμου ώστε να απασχοληθούν οι εκεί αγωνιστές και να μην σπεύσουν στο μοναστήρι.
Ο Μουσταφά πασάς κύκλωσε το Αρκάδι στις 8 Νοεμβρίου 1866, κι αφού φρόντισε να αποκόψει κάθε πρόσβαση σ’ αυτό ώστε να μην φτάσουν βοήθειες, αλλά και να μετατρέψει τα γύρω κτίσματα (ανεμόμυλο, στάβλους κ.α.) σε ορμητήρια για τις επιθέσεις, αλλά και σημεία προστασίας των στρατιωτών του από την άμυνα των εγκλείστων.
Η απίστευτη κακοκαιρία το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου, η αποκοπή της συγκοινωνίας προς το χώρο της πολιορκίας από τις δυνάμεις του Μουσταφά, η απασχόληση των επαναστατών του Μυλοποτάμου από τον Ρεσίτ, η αδυναμία, λόγω και των καιρικών συνθηκών όπως έχουν αναφέρει πολλοί ιστορικοί, να βρεθεί στο μοναστήρι ο Γενικός Αρχηγός Ρεθύμνης συνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος, όπου ήταν και η έδρα του, αλλά και οι διαφωνίες και η ασυνεννοησία στους κόλπους των επαναστατών (για παράδειγμα, ο συνταγματάρχης Χρήστος Βυζάντιος που είχε φτάσει εκείνες τις ημέρες στην Κρήτη με δικό του σώμα εθελοντών δεν πήγε στο Ρέθυμνο, όπως είχε σχεδιάσει η Γενική Συνέλευση, αλλά με δική του απόφαση κατευθύνθηκε στο τμήμα Χανίων) είχαν συνέπεια οι έγκλειστοι να δώσουν μόνοι τους μια άνιση και με προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα. Μετά την πτώση του Αρκαδίου πολλοί καταλόγισαν τις ευθύνες στον Κορωναίο, ο οποίος δεν βρισκόταν στο Αρκάδι αλλά στα γειτονικά χωριά για στρατολόγηση μαχητών. Ακόμη περισσότερες ευθύνες απέδωσε η Γενική Συνέλευση στον Βυζάντιο.
Ο Κορωναίος, πάντως, στην έκθεση που έστειλε στις 15 Νοεμβρίου 1866 στην Επιτροπή της Αθήνας, την οποία δημοσιεύουμε, δεν αναφέρεται καθόλου στις καιρικές συνθήκες, ενώ αντίθετα κάνει λόγο για μικρή δύναμη που συγκέντρωσε προκειμένου να φτάσει στο Αρκάδι, αλλά προδότες που εμπόδισαν τις δικές τους και άλλες δυνάμεις να έχουν πρόσβαση στη μονή.
Η πολιορκία κράτησε μέχρι την επόμενη μέρα, κι αφού οι πολιορκούμενοι αρνήθηκαν κάθε πρόταση του εχθρού για παράδοση, προκειμένου να σωθούν. Φρούραρχος του Αρκαδίου ήταν ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Δημακόπουλος βοηθούμενος από τον πυροσβέστη ανθυπασπιστή Π. Ξάνθη. Μαζί με τους εθελοντές ήταν Κρήτες αγωνιστές, κυρίως από τα χωριά του Μυλοποτάμου, αλλά και μερικοί από άλλες επαρχίες του νησιού.
Ο Μουσταφά πασάς μετέφερε, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, βαρύ πεδινό πυροβολικό και γκρέμισε τη δυτική πύλη. Έτσι κατάφεραν οι δυνάμεις του να εισβάλουν στο μοναστήρι. Ανάμεσα στον εξοπλισμό που μετέφερε ήταν κι ένα γιγάντιο πυροβόλο, με το όνομα «μπουμπάρδα κουτσαχείλα». Η μάχη, μετά την εισβολή, συνεχίστηκε σώμα με σώμα. Ο ηρωικός ηγούμενος Γαβριήλ Μαρινάκης, πρόεδρος της επιτροπής του Ρεθύμνου και μέλος της Γενικής Συνέλευσης των Κρητών σκοτώθηκε μαχόμενος ή, κατ’ άλλους αυτοκτόνησε πριν τον πιάσουν οι Τούρκοι.
Λίγο μετά, κι αφού οι έγκλειστοι μετέλαβαν, ανατίναξαν την πυριτιδαποθήκη και μαζί της ανατινάχθηκαν εκατοντάδες χριστιανοί αλλά και στρατιώτες των πολιορκητών.
Το Αρκάδι πλέον είχε πέσει. Ελάχιστοι χριστιανοί διασώθηκαν και είτε εκτελέστηκαν επί τόπου από το στρατό του Μουσταφά, όπως ο φρούραρχος Δημακόπουλος, είτε μεταφέρθηκαν στο Ρέθυμνο και αφού εκτέθηκαν στη δημόσια χλεύη, φυλακίστηκαν ή σκοτώθηκαν.
Οι απώλειες του εχθρού ήταν πολύ μεγαλύτερες. Σχεδόν 3000 υπολογίζονται οι νεκροί και οι τραυματίες. Ανάμεσα στου νεκρούς ήταν ο γαμβρός του Μουσταφά, ενώ κατά τον ιστορικό Βασίλειο Ψιλλάκη και ο ίδιος ο γιός του γηραιού Τούρκου αρχιστράτηγου.
Η προδοσία
του Επισκόπου Λάμπης
Από τα ντοκουμέντα τα οποία στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε (τα είχαμε αποκαλύψει στο διπλό ένθετο αφιέρωμα για τη Μεγάλη Επανάσταση, που είχε κυκλοφορήσει το 2008), προκύπτει ότι για την πολιορκία και την πτώση του Αρκαδίου έπαιξε καθοριστικό ρόλο ο επίσκοπος Λάμπης Παΐσιος, ο οποίος αλληλογραφούσε με τον Μουσταφά. Μετά το ολοκαύτωμα ο Παΐσιος αποκηρύχθηκε από τη Γενική Συνέλευση ως προδότης και ζητήθηκε η εκτέλεσή του από όποιον τον συναντούσε. Στην Κρήτη πάντως έμεινε για μερικούς ακόμη μήνες, μέχρι τουλάχιστο το καλοκαίρι του 1867, όπως αποδεικνύεται από την αλληλογραφία που είχαν μαζί του μοναχοί, οι οποίοι του ζητούσαν βοήθεια για να προστατεύονται από τον τουρκικό στρατό. Επομένως ο ρόλος του, που περίπου έχει αποσιωπηθεί (υπάρχει μόνο μια αναφορά στην «Ιστορία της Κρήτης» του Βασιλείου Ψιλλάκη), δεν εξαντλήθηκε με την προδοσία του Αρκαδίου.
Κατά την πληροφορία που μας είχε δώσει ο Σεβ. Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου κ. Ανδρέας Νανάκης, πανεπιστημιακός καθηγητής και καλός γνώστης της εκκλησιαστικής ιστορίας, ο Παΐσιος, που δεν είχε καταγωγή από την Κρήτη, όταν έφυγε από το νησί πήγε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά, κατά τα φαινόμενα, δεν ανέλαβε αρχιερατικά καθήκοντα.
Άγνωστες εκθέσεις
με νέα ονόματα
πυρπολητών
Δεν θα αναζητήσουμε τις ευθύνες και τους λόγους της πτώσης του Αρκαδίου. Ούτε θα επιχειρήσουμε να λύσουμε το πρόβλημα (αν υπάρχει τέτοιο) του φυσικού προσώπου του πυρπολητή. Και αναφερόμαστε σε φυσικό πρόσωπο, καθώς είναι πλέον δεδομένο, κι αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ότι η απόφαση ήταν συλλογική, η ανατίναξη της μονής δεν ήταν εντολή ενός ανθρώπου, αλλά συναπόφαση των ηρωικών εγκλείστων. Στην ιστορία, από την εποχή εκείνη, επικράτησε ως πυρπολητής ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης, από το Άδελε. Αργότερα από τ’ Ανώγεια, όπου υπάρχει και παλιό δημοτικό τραγούδι, αναφέρθηκε ο Ανωγειανός δάσκαλος Εμμανουήλ Σκουλάς, ενώ η ηρωική Χαρίκλεια Δασκαλάκη, έγκλειστή μαζί με τους γιούς και τον γαμβρό της στο μοναστήρι, η οποία είδε να σκοτώνεται μπροστά στα μάτια της ένας γιός της, σε αφήγησή της στην εφημερίδα «Αιών» ανέφερε ως πυρπολητή το ράφτη του Μεγάλου Κάστρου, από τις Γωνιές Μαλεβιζίου Δράκο Ντελή (Τσιμπραγό). Εμείς στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε τις εκθέσεις και τις επιστολές που συντάχθηκαν εκείνες τις ημέρες και μόνον (μέσα στο Νοέμβριο), κείμενα στην πλειοψηφία τους άγνωστα ή αδημοσίευτα. Οι συντάκτες τους προσθέτουν και άλλα πρόσωπα ως πυρπολητές.
Δεν έχουμε την αρμοδιότητα να κάνουμε «επιλογή» ή να αμφισβητήσουμε την ιστορία όπως έχει γραφεί μέχρι τώρα. Όμως επειδή είναι προφανές ότι η ιστορία εκείνης της εποχής, και φυσικά αυτή του ηρωικού Αρκαδίου, δεν έχει γραφεί ακόμη μέχρι την τελευταία της αράδα, είναι ευθύνη των ειδικών, των ιστορικών, δηλαδή, να ολοκληρώσουν την ιστορική έρευνα και, ενδεχομένως, να αποδείξουν. Η δική μας η εργασία φέρνει στο φως μερικά σημαντικά ντοκουμέντα. Κι αυτή ήταν η ευθύνη μας.
Αλέκοs Α. Ανδρικάκηs andrikakis@patris.gr