ΑΡΚΑΔΙ 1866 του Δημ. Αετουδάκη.
Στην Παγκρήτια σύναξη που έγινε στ’ Ασκύφου Σφακίων, στις 21η του Αυγούστου στα 1866 πάρθηκε η μεγάλη απόφαση για τον ξεσηκωμό.
Οι πληρεξούσιοι του Κρητικού Λαού διακύρηξαν ότι Α) Καταργούν δια παντός επί της νήσου Κρήτης, και πάντων των προσαρτημάτων αυτής, την Τουρκική εξουσία. Β) Κηρύττουν την αδιάσπαστη και παντοτινή Ένωση της Κρήτης μετά της Ελλάδος υπό το σκήπτρο της Α.Μ. του βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου του Α΄. Γ) Την εκτέλεση του ψηφίσματος τούτου αναθέτουν στη πίστη και στην ανδρείαν του γενναίου Λαού της Κρήτης, στη συνδρομή των απανταχού ομογενών και όλων των Φιλελλήνων στη Κραταιά μεσολάβηση των προστάτιδων δυνάμεων και στη παντοδυναμία του Υψίστου.
Έτσι άρχισε η μεγάλη Κρητική Επανάσταση που κράτησε τρία χρόνια γεμάτα από Φως, Δόξα και Αίμα.
Μετά την άρνηση του Δ. Καλλέργη, η συνέλευση ανέθεσε την αρχηγία του διαμερίσματος Χανίων στον Συνταγματάρχη Ιωάννη Ζυμβρακάκην, την αρχηγία του διαμερίσματος Ρεθύμνης στον Συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο και την αρχηγία των ανατολικών διαμερισμάτων στον οπλαρχηγό Μιχαήλ Κόρακα.
Στο κάλεσμα των επαναστατών πολλοί Έλληνες εθελοντές έτρεξαν να προσφέρουν τη ζωή τους, στο μεγάλο ξεσηκωμό της Κρήτης.
Ο Πάνος Κορωναίος μαζί με τον ανθυπολοχαγό Ιωάννη Δημακόπουλο από την Τριπολιτσά με πολλούς εθελοντές, πολεμοφόδια, τρόφιμα και όπλα, αποβιβάστηκαν την νύκτα της 24 του Σεπτέμβρη στο Μπαλί Ρεθύμνης σε μια απόμερη ακρογιαλιά και εγκαταστάθηκαν αμέσως στ’ Αρκάδι.
Η επανάσταση γιγαντώνεται από μέρα σε μέρα και οι νίκες διαδέχονται η μία την άλλη. Στις Βρύσες Αποκορώνου Χανίων, ύστερα από φονική ήττα, αναγκάζεται ο Αιγυπτιακός Στρατός να συνθηκολογήσει με τους επαναστάτες.
Η πύλη για να αντιμετωπίσει την νέα εκρηκτική κατάσταση στέλνει το Μουσταφά Πασά τον Γκιριτλή (Κρητικό άνδρα θαρραλέο και αποφασιστικό, γνώστης των Κρητικών πραγμάτων λόγω της μακράς του θητείας στο νησί).
Ο Μουσταφάς με μια θυελλώδη εξόρμηση με στρατό ιππικό, πεδινές πυροβολαρχίες, ξεκαθαρίζει την περιοχή των Χανίων, ύστερα από την ήττα των επαναστατών στον Βαφέ Αποκορώνου Χανίων και ξεχύνεται ακάθεκτος στα Ρεθεμνιώτικα.
Από το ηρωικό χωριό Επισκοπή ο Μουσταφάς παραγγέλνει στο Γαβριήλ να διώξει την επαναστατική επιτροπή από το Μοναστήρι, γιατί διαφορετικά θα το καταστρέψει.
Στο συμβούλιο που συγκροτείται αποφασίζεται παρά την αντίθετη γνώμη του Κορωναίου να μείνουν και να πολεμήσουν τον Μουσταφά στο Μοναστήρι.
Με την απόρριψη της προτάσεως του Μουσταφά ο τούρκικος στρατός 16 – 18 χιλιάδες τον αριθμό, πολλούς άτακτους, δύο πεδινές πυροβολαρχίες, ιππικό και δύο πεδινά πυροβόλα εξορμά σε τρεις φάλαγγες και πολιορκούν το Μοναστήρι από το βράδυ της 7 του Νοέμβρη.
Μέσα στο Μοναστήρι υπάρχουν 259 πολεμιστές και 700 γυναικόπαιδα, που είχαν ζητήσει άσυλο στο Αρκάδι.
Ύστερα από λυσσωδικές επιθέσεις οι Τούρκοι κατορθώνουν να καταλάβουν τους Μύλους και τους στάβλους που βρίσκονται κοντά στα δυτικά τείχη, χωρίς όμως να κατορθώσουν να καταλάβουν την Μονή.
Ο Μουσταφάς αγωνιά από το Αρχηγείο του, που είχε στήσει στο χωριό Μέση. Βιάζεται να ξεκαθαρίσει την περιοχή και να σβήσει την επανάσταση μέσα στο αίμα. Ο γαμβρός του ο Σουλεϊμάν που ηγείται της μεγάλης αυτής τιτανομαχίας φέρνει από το φρούριο Ρεθύμνης το μεγάλο κανόνι την κοψοχείλα ή μπουρπάδα μιας και τα πεδινά πυροβόλα δεν μπόρεσαν να προξενήσουν μεγάλες ζημιές.
Η νύκτα της 8 προς 9 του Νοέμβρη είναι τραγική.
Το Μοναστήρι είναι ασφυκτικά περικυκλωμένο από παντού. Οι Τούρκοι περιμένουν με φανατισμό να πατήσουν τον ιερό χώρο. Στο έκτακτο πολεμικό συμβούλιο που συνέρχεται υπό την προεδρία του ηγούμενου Γαβριήλ, αποφασίζεται να στείλουν έκτακτους αγγελιοφόρους και να ζητήσουν βοήθεια από τον αρχηγό Πάνο Κορωναίο που είχε φύγει από το Μοναστήρι για να μαζέψει οπλοφόρους.
Η νύκτα προχωρεί τραγική, άγρυπνη. Τέσσερις εθελοντές φεύγουν ντυμένοι τούρκικα ανάμεσα από τους Τούρκους για να φέρουν το τραγικό μήνυμα.
Ο Παπάς Κρανιώτης, ο Αδάμ Παπαδάκης, ο Κατέβας, ο Μανώλης Χανδράκης, βάζουν φτερά στα πόδια και φεύγουν σ’ όλες τις κατευθύνσεις για να ζητήσουν βοήθεια. Ο Πάνος Κορωναίος παίρνει το τελευταίο γράμμα από το Γαβριήλ εκείνη τη νύκτα και λεει «Γενναιότατε Αρχηγέ Π. Κορωναίε προφθάσαμε μια ώρα ταχύτερον, διότι μας έκλεισε και τακτικός και άτακτος στρατός πολύς. Εν τη Μονή Αρκαδίου τη 8η Νοεμβρίου 1866 εν βία μεγίστη. Καθηγούμενος Γαβριήλ. Φρούραρχος Ι. Δημακόπουλος».
Ο αρχηγός απάντησε ότι: «Θέλομεν πράξει πάν το δυνατό όπως έλθωμεν εις βοήθεια σας, αλλά μη όντες εις θέσιν να σας βεβαιώσωμεν περί τούτου πράξατε ότι η συνείδησή σας υπαγορεύει».
Με αυτές τις δυσμενείς προϋποθέσεις και με το μεγάλο κανόνι να κτυπά τη δυτική πόρτα άρχισε ο Μεγάλος Αγώνας από τα χαράματα της 9ης του Νοέμβρη. Λιακάδα στο Μοναστήρι, βροχή στις γύρω περιοχές. Η βροχή αυτή καθιστά αδύνατη την βοήθεια από έξω. Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι πολεμούν σαν λιοντάρια για να κρατήσουν την τιμή της επανάστασης.
Γνωρίζουν πως θα πεθάνουν και ενώ μπορούν να σωθούν με τη φυγή, αυτοί μένουν για να γίνουν θυσία στα υψηλά ιδανικά για τα οποία μάχονται.
Λίγοι αυτοί, 259 παλιοτούφεκα, χωρίς πολεμοφόδια, χωρίς κανόνια, αναχαιτίζουν τώρα και τρεις μέρες τις αλλεπάλληλες επιθέσεις ενός πολυάριθμου φανισμένου τούρκικου στρατού. Το μεγάλο κανόνι γκρεμίζει τη δυτική πόρτα και οι Τούρκοι τώρα ορμούν με μανία μέσα στην αυλή. Τα τουφέκια σιγούν. Η μάχη γίνεται σώμα με σώμα. Τα μαχαίρια τα τσεκούρια και τα γιαταγάνια έχουν τώρα το λόγο.
Σωροί τα πτώματα. Πλημμύρα το αίμα. Κομμένα κεφάλια. Χυμένα μυαλά. Βγαλμένα μάτια. Πεταμένα πόδια, χέρια. Εικόνα φρίκης παρουσιάζει η αυλή του Μοναστηριού. Το κεφάλι του ηγούμενου καρφωμένο πάνω σε ψηλό κοντάρι μορφάζει τραγικό με τα ορθάνοικτα μάτια. Η πάλη σώμα με σώμα ξεψυχά στα βορειοανατολικά τείχη, στην μπαρουταποθήκη και στην τραπεζαρία.
Μέσα στη μπαρουταποθήκη κλείνονται τα γυναικόπαιδα με λίγους πολεμιστές. Οι Τούρκοι παραβιάζουν την πόρτα και στρατός και άτακτοι πολλοί πλημμυρίζουν τη στέγη και τους γύρω χώρους. Τότε μια πιστολιά στα βαρέλια του μπαρουτιού από τα κλεισμένα παλικάρια και το κτήριο τινάσσεται στον αέρα μαζί με τους κλεισμένους.
Τούρκοι και Έλληνες καταπλακώνουνται κάτω από τα ερείπια. Οι απώλειες για τους Τούρκους είναι μεγάλες μα η σφαγή συνεχίζεται. Οι τελευταίοι υπερασπιστές με τον Φρούραρχο Δημακόπουλο έχουν οχυρωθεί στην τραπεζαρία και δίνουν τον ύστατο αγώνα της τιμής. Μα τούτος ο αγώνας είναι μάταιος. Γι’ αυτό δέχονται αυτοί οι λίγοι να παραδοθούν ύστερα από επίσημη διαβεβαίωση ότι δεν έχουν να πάθουν τίποτα.
Δυστυχώς για μια ακόμη φορά οι Τούρκοι πάτησαν τον λόγο τους. Μόλις παρέδωσαν το τουφέκια τους οι υπερασπιστές οι Τούρκοι κατέσφαξαν τους ανυπεράσπιστους πάνω στα ξύλινα τραπέζια του φαγητού και άρπαξαν αιχμάλωτο τον Δημακόπουλο που τον έγδαραν κι αυτόν ζωντανό, καθώς τον πήγαιναν αλυσοδεμένο στο Ρέθεμνος. Τα τραπέζια με τις μαχαιριές και το μαυρισμένο αίμα μένουν ακόμα άθικτα, τραγικοί μάρτυρες της Μεγάλης Ιερής Θυσίας.
Τα γκρεμισμένα τείχη της αποθήκης του μπαρουτιού στέκουν στοιχιωμένα για να θυμίζουν στους καιρούς που έρχονται πως πεθαίνουν αυτοί που αγωνίζονται για ιδέες και ιδανικά.