ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ. Ι Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΚΟΥΝΟΥΠΑ

Από το Μιχάλη Τζεκάκη

Ως  κόκκινες γραμμές  ονομάζομε  τους τρόπους συμβίωσης και συμπεριφοράς  που παγιώνονται μεταξύ των μελών  μιας  αστικής παραδοσιακής κοινωνίας, όπως αυτή του Ρεθύμνου. Τρόποι που αποτρέπουν  τα άτομα   να προχωρήσουν πέρα των εσκαμμένων και  να αποδεχθούν   νεόφερτες   ιδεολογίες,  κινήσεις, ρεύματα,  αντιλήψεις, ήθη συμπεριφορές   αλλότριες  προς τους κώδικες της κοινότητάς τους.  Οι κόκκινες γραμμές αποτελούν τα  επιτρεπτά όρια. Η υπέρβαση τους αποτελεί εκτροπή και παραβίαση του κοινώς αποδεκτού κώδικα και πηγή δημιουργίας οικογενειακών και ευρύτερων κοινωνικών αναταράξεων.  Είναι συνήθως τα νεώτερα μέλη που  ξεπερνούν, υπερβαίνουν τα όρια, τις κόκκινες γραμμές και αποδέχονται, το νέο, έστω κι’ αν αυτό ανατρέπει το παλαιό, δημιουργώντας έτσι νέους διαχωρισμούς και νέες κόκκινες γραμμές.  Το να εντοπίσεις και να αναλύσεις τις κόκκινες γραμμές μιας κοινότητας και των επί μέρους μελών της   αποτελεί  βασική προϋπόθεση για να κατανοήσεις το χαρακτήρα  και την ιδιαίτερη φυσιογνωμία τους. Στον Απόστολο Παύλο οφείλομε μια από καλύτερες διατυπώσεις  αυτών των διαχωριστικών, των κόκκινων γραμμών. Προχωρεί στον ορισμό τους : Ιουδαίος Έλλην/δούλος ελεύθερος/πλούσιος πένης/ άρσεν θήλυ/, για να διακηρύξει στο τέλος   ότι όλοι αυτοί οι διαχωρισμοί καταργούνται και ανατρέπονται  στο πλαίσιο της νέας πραγματικότητας που δημιουργεί η εν Χριστώ ζωή.

Από την άλλη μεριά θα πρέπει να πούμε ότι σε μια πόλη όπως το   Ρέθυμνο,  όπου ο ένας γνωρίζει καλά τον άλλο και την οικογένειά του  και έχει μάθει να ζει μαζί με τους άλλους,   οι γραμμές  και οι διαχωρισμοί δεν εξαφανίζονται μεν αλλά όχι σπάνια  αμβλύνονται. Ο τρόπος διαβίωσης, ο στενός κοινωνικός χώρος της πόλης, η συμμετοχή των κατοίκων της  στις εορτές, τα πανηγύρια, στις κοινωνικές εκδηλώσεις (και βεβαίως τις κηδείες και  τα μνημόσυνα, βασικό χαρακτηριστικό της ζωής αυτής της πόλης),  φέρει όλες τις επί μέρους κοινωνικές, πολιτικές, , εθνικές και άλλες  … ομάδες κοντά και τις εθίζει στην κοινή συγκατοίκηση και συμβίωση, παρά τις όποιες κόκκινες γραμμές που τους χωρίζουν. Χωρίς να ξεχνούμε βέβαια ότι μέχρι ότου οι αντιτιθέμενες ομάδες  φτάσουν σ’ αυτό το επίπεδο, έχουν προηγηθεί περίοδοι σφοδρών αντιθέσεων και διαχωρισμών. Ο ΜΚ βέβαια εκ φύσεως διαλλακτικός,  ήπιος, ποτέ συγκρουσιακός ήταν πάντα παράγοντας συμφιλίωσης και ενότητας για την πόλη.

Ο Μανώλης Κούνουπας (1926-2019) γεννήθηκε στο Ρέθυμνο σε μια περίοδο μεγάλων αλλαγών και αναστατώσεων. Βίωσε την περίοδο της Κατοχής (1940-1945) τη Μετακατοχική περίοδο (1945-1967), την περίοδο της Δικτατορίας (1967-1973), την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης (1973-1981), τη δεύτερη περίοδο της Μεταπολίτευσης που αρχίζει  με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ και   την εξαϋλωση της Ένωσης Κέντρου και κλείνει με το θάνατο του Ανδρέας Παπανδρέου (1981-1996),   την περίοδο που η εξουσία περνούσε εναλλακτικά πότε στο ΠΑΣΟΚ και πότε στη Νέα Δημοκρατία και που τελειώνει  με  την είσοδο της χώρας στην περίοδο της χρεωκοπίας (1996-2012), την επώδυνη περίοδο της Χρεωκοπίας  που σηματοδοτεί την κατάκτηση της εξουσίας από το Σύριζα και ταυτόχρονα τη συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ.

Σε όλα αυτά τα ταραχώδη χρόνια στο Ρέθυμνο μια μικρή σχετικά  πόλη και περιοχή της Κρήτης λαμβάνουν χώρα μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές οι οποίες με τη σειρά τους δημιουργούν πολλές κόκκινες γραμμές. Είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε πώς ο ΜΚ αντιμετώπισε αυτές τις κόκκινες γραμμές. Τις αποδέχθηκε; Αντιστάθηκε; Ποια ήταν η τελική έκβαση αυτής της αντιπαράθεσης.

Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι ο ΜΚ ότι ο ΜΚ παρά το γεγονός ότι από κάποια χρονική περίοδο και μετά μετακόμισε στην Αθήνα, δεν έπαυσε ποτέ να αισθάνεται και να είναι γνήσιος και ακραιφνής Ρεθεμνιώτης. Το κορμί του ήταν ς στην Αθήνα,  η ψυχή του όμως,  τα ενδιαφέροντά του ήταν στραμμένα στο Ρέθυμνο.  Το πετύχαινε αυτό  με ποικίλους τρόπους:  α) Τον κύκλο των φίλων του στην Αθήνα. Ήταν όλοι Ρεθεμνιώτες. Συναντιούνταν ανελλιπώς 1-2 φορές την εβδομάδα, (ο Νίκος Δασκαλαντωνάκης είχε δώσει οδηγίες στο ξενοδοχείο του  PALLAS ATHENA στην Ομόνοια όπου προσφερόταν δωρεάν καφές στις «συνεδριάσεις» του κύκλου των εν Αθήναις  Ρεθεμνιωτών). Ο Μανωλάκης ήταν βασικό μέλος αυτής της Λέσχης. β)  Το τηλέφωνο μεγάλο μέρος του χρόνου του στην Αθήνα το περνούσα μιλώντας στο τηλέφωνο με τους φίλους του στο Ρέθυμνο. γ) Τις Ρεθεμνιώτικες εφημερίδες τις οποίας παρακολουθούσε ανελλιπώς. Δεν αποτελεί υπερβολή να πούμε ότι ο Μανωλάκης δεν έλλειψε ούτε μια μέρα ούτε ένα λεπτό από το Ρέθυμνο.

Κάθε φορά που,  όπως τώρα μιλώ για ένα πρόσωπο προσπαθώ ενσυνείδητα να αποφύγω τον πειρασμό  αγιοποίησης του. Η εξιδανίκευση  ενός προσώπου,   δημιουργεί σοβαρές επιφυλάξεις σε μας τους υπόλοιπους. Δυσκολευόμαστε με άλλα λόγια να αποδεχτούμε ως αληθινό ένα τέτοιο αψεγάδιαστο και αμόλυντο μοντέλο-πρότυπο. Είναι υπερβολικά καλό για να πιστέψεις ότι είναι αληθινό. Αντίθετα με πολλούς από μας που ξέρουμε άριστα την τεχνική του καμουφλάζ, και της παραλλαγής, ο Μανωλάκης ήταν  ένας άνθρωπος διάφωνος, δεν μπορούσε και δεν ζητούσε  να κρύψει τίποτε, ούτε φυσικά τις αδυναμίες του. Ένας άνθρωπος που  βρέθηκε από την αρχή οριοθετημένος πίσω από πολλές κόκκινες γραμμές του Ρεθύμνου και της εποχής του. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ζήτημα να δούμε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε  αυτές τις διαχωριστικές γραμμές.

Μιλώντας για τις κόκκινες γραμμές που βρήκε ο Μανωλάκης μπροστά του θα πρέπει να λάβομε υπόψη μας πως ο ίδιος είχε ασχοληθεί και μελετήσει σε βάθος το θέμα αυτό.  Προϊόν αυτού του προβληματισμού είναι το βιβλίο του: Μανώλης Κούνουπας. Μισαλλοδοξία:  η μάστιγα της ανθρωπότητας.  Αθήνα, Ιωλκός, 2002. Στο βιβλίο αυτό   ο ΜΚ θέτει ορισμένα καίρια  ερωτηματικά άμεσα σχετιζόμενα  με το θέμα της εισήγησής μας: Από πού εκπορεύεται το φαινόμενο της μισαλλοδοξίας; Από πού απορρέει το παραλήρημα μίσους και οργής, που στρέφει τη μια φωνή κατά της άλλης, της άλλης άποψης, της άλλης κρίσης, της άλλης εκτίμησης; Πώς ξεφεύγουν οι άνθρωποι από τις αποδεκτές συμπεριφορές και καταλήγουν εξ αντικειμένου ακόμα και στο ειδεχθές έγκλημα;

Μετά από όλα αυτά τα εισαγωγικά είναι καιρός να μπούμε στο κύριο θέμα μας.

1η ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ: Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ

Ο Μανώλης Κούνουπας υπήρξε γόνος μιας από τις πιο επώνυμες οικογένειες του Ρεθύμνου. Ο πατέρας διέπρεψε ως φαρμακοποιός στο Ρέθυμνο ήταν ιδιαίτερα σεβαστός στη Ρεθεμνιώτικη Κοινωνία . Ένας Ρεθεμνιώτης που ενέπνεε υψηλό βαθμό σεβασμού και εκτίμησης. Η μητέρα του από την άλλη , η Λέλα Κούνουπα. Μια ευαίσθητη πάνω στα κοινωνικά προβλήματα και πολύ σύγχρονη για την εποχή της γυναίκα με υψηλό επίπεδο καλλιέργειας και παιδείας. Σ’ αυτή την οικογένεια ούτε ο  ο πατέρας του, ούτε η μητέρα του, ιδίως αυτή,   κλείστηκαν στο καβούκι της κοινωνικής τους τάξης. Έσπασαν τη γραμμή αυτή.  Έμειναν ανοικτοί και υπηρέτησαν με σεβασμό και αξιοπρέπεια και τα άλλα κοινωνικά στρώματα και τάξεις της πόλης, ιδίως τα στρώματα των μη προνομιούχων και των νεόφερτων προσφύγων.

Ο Μανώλης σπουδάζει οδοντίατρος και αρχίζει την επαγγελματική του καριέρα στο Ρέθυμνο γύρω στο 1950 Από την άποψη της κοινωνικής και μορφωτικής θέσης και των οικογενειακών του καταβολών  ανήκει   στην ανώτερη κοινωνική  τάξη του Ρεθύμνου, την προνομιούχο τάξη. Όπως οι γονείς του  δεν εγκλωβίζεται σ’ αυτήν. Από γεννησιμιού του έχει λαϊκότροπο χαρακτήρα. Γνωρίζεται και συνδέεται με τα λαϊκά στρώματα της πόλης και συμπεριφέρεται ως ίσος χωρίς καμιά επιτήδευση.  Δεν του έβγαινε κανένα ίχνος κοινωνικής ανωτερότητας και υπεροχής. Έμεινε ως το τέλος λαϊκός, και αγαπητός προς όλους. Έχομε δηλαδή στο πρόσωπό του μια υπέρβαση ιδιαίτερα σημαντική και όχι τόσο συνηθισμένη για παλιά επώνυμα τζάκια της πόλης.  Στα τζάκια αυτά,   όχι σπάνια,  ήταν διακριτή μια υπεροψία και ένα αίσθημα κοινωνικής ανωτερότητας. Ένα αίσθημα που ούτε το έκρυβαν, ούτε το καταπίεζαν. Το πρόβαλλαν με το ντύσιμό τους, τη συμπεριφορά τους, τους τρόπους τους Ο Μ.Κ. δεν το υιοθέτησε και δεν το συμμερίστηκε  ποτέ.

Έχω να καταθέσω μια προσωπική μαρτυρία για το θέμα αυτό. Ο ΜΚ έδειχνε στο πρόσωπό μου συμπάθεια και εκτίμηση. Τα σπίτια μας στην οδό Κορνάρου ήταν σχεδόν δίπλα. Γνώριζε τους γονείς μου και τα αδέλφια της μάνας μας, το γένος Βασιλικής Αλεξανδράκη,  που μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήλθαν από το χωριό τους την Καρέ και ρίχτηκαν στη δουλειά μπας και δουν προκοπή στη ζωή τους. Οι δυο απ’ αυτούς ο Στεφανής και ο Στέλιος  έγιναν από του πρώτους ταξιτζήδες του Ρεθύμνου μαζί με τον Καυκαλά και τον Κακλή. Ο πιο μεγάλος ο Στέφανος έγινε ο αγαπημένος ταξιτζής της οικογένειας Ιωάννου και Λέλας Κούνουπα. Τον χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά, κάθε φορά που  ήθελαν να μετακινηθούν από την πόλη προς τα χωριά, το Ηράκλειο ή τα Χανιά. Ανέπτυξαν στενή φιλία και τον είχαν ως δικό τους άνθρωπο. Χαρακτηριστική είναι η φωτογραφία που μου έδωσε ο Μανωλάκης με το θείο Στέφανο Αλεξανδράκη και όλα τα μέλη της οικογένειας τους  σε μια οικογενειακή εκδρομή στην Πηγή. . Καμιά διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον ταξιτζή, μια ανώνυμη  χωριάτισσα και τα άλλα επώνυμα μέλη της κοινωνίας. Τη δημοσιεύομε εδώ. Ο θείος Στέφανος κανονικός Ρεθεμνιώτης αστός ποζάρει άνετα χωρίς κανένα κόμπλεξ. Ο υπότιτλος της φωτογραφίας είναι γραμμένος από τον ίδιο το Μανωλάκη.

 

2Η ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ: Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ-ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

Η πολιτική ιδεολογία  των γονέων του Ανδρέα και του Μανώλη Κούνουπα θα πρέπει , όπως συνέβαινε με τους περισσότερους Κρητικούς των αρχών του 20ου αι., να κινείται στο πλαίσιο   του Κόμματος του μεγάλου Κρητικού,  του Ελευθέριου Βενιζέλου. Δεν έχουμε μαρτυρίες για την τοποθέτηση τους στο αντίπαλο στρατόπεδο. Ο μεγάλος αδελφός του Μανώλη, ο Ανδρέας ακολουθώντας διαφορετικό από τους γονείς του δρόμο, ξεπερνά αυτή την κόκκινη γραμμή από τα   εφηβικά του χρόνια και  δραστηριοποιείται στη νεολαία του Κομμουνιστικού Κόμματος (ΟΚΝΕ),  ενώ κατά τη γερμανική κατοχή πρωτοστατεί στη σύσταση της ΕΠΟΝ Ρεθύμνου και στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης στο Ρέθυμνο. Το 1949 καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και επειδή αρνείται να αποκηρύξει τον κομμουνισμό, αποστέλλεται στη Μακρόνησο, Ο Ανδρέας παραμένει έκτοτε και ως το τέλος πιστός και αμετακίνητος  στο κομμουνιστικό στρατόπεδο. Ήταν η δική του  κόκκινη γραμμή που δεν την ξεπέρασε ποτέ. .

Η διαδρομή του Μανώλη είναι πιο περίπλοκη. Ακολουθεί αρχικά τον Ανδρέα στο  πρώτο  στάδιο. Ξεπερνά δηλαδή κι’ αυτός  την κόκκινη Βενιζελική γραμμή, μια γραμμή ταμπού για τους περισσότερους Κρητικούς, των αναλογιών τηρουμένων ως τα σήμερα. . Εντάσσεται  στην ΕΠΟΝ. Μας είναι άλλωστε  γνωστό το επεισόδιο με τους τραμπούκους  του Παύλου Γύπαρη. Περιστατικό  που έχει ο ίδιος περιγράψει γλαφυρότατα  στην Εύα Λαδιά, η οποία με τη σημερά της το μετέφερε στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα». Μετά την κατοχή ο Μανώλης επιστρέφει στο Βενιζελικό Κόμμα και το Κέντρο. Όμως σε εποχές μεγάλων πολιτικών εντάσεων μεταξύ Βενιζελικών. Λαϊκών ο Μανωλάκης δεν κλείνεται και δεν οχυρώνεται  σε κανένα από αυτούς τους πολιτικούς θύλακες. Με τη μετριοπάθεια που τον διέκρινε τους ξεπέρασε κερδίζοντας την προσωπική του ελευθερία, αλλά και την αγάπη μεγάλου μέρους της κοινωνίας μας. Το είπαμε ήδη: μια ήταν ήταν η αμετακίνητη του αρχή, η κόκκινη γραμμή του. Δεν την εγκατέλειψε ποτέ: Η ακραία αντίθεσή του απέναντι σε κάθε μορφή μισαλλοδοξίας και αδελφοκτόνου διχασμούσ. Το δηλώσαμε ήδη: Το βιβλίο του  «Μισαλλοδοξία, η μάστιγα της ανθρωπότητας», , αποτελεί το ιδεολογικό του μανιφέστο. Μια αταλάντευτα αμετακίνητη κόκκινη γραμμή. Η μοναδική.

3Η ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ: ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΟΥ ΑΨΟΓΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΡΟΤΥΠΟΥ

Σ’ ένα μικρο-μεσοαστικό περιβάλλον μιας παραδοσιακής πόλης, όπως είναι το Ρέθυμνο,  το μοντέλο του κοινωνικού προτύπου είναι κυρίαρχο. Ως πριν από  λίγα σχετικά χρόνια,  όχι μόνο οι «γηγενείς» κάτοικοι της πόλης αλλά και αυτοί που  έρχονταν να εγκατασταθούν  από τα χωριά, υιοθετούσαν γρήγορα και εκθύμως τα αστικά πρότυπα συμπεριφοράς και διαβίωσης. Τα παιδιά και των δύο αυτών κατηγοριών όφειλαν  να είναι πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς. Όφειλαν να είναι δακτυλοδειχτούμενα και άψογα. Καθώς πρέπει, δηλαδή. Το τι θα πει η θα σχολιάσει ο κόσμος ως προς τη συμπεριφορά και τη διαγωγή των γόνων αυτών  είναι πολύ σοβαρό ζήτημα. Έχομε δηλαδή και εδώ μια ακόμα κόκκινη γραμμή.  Βέβαια η τήρηση των κανόνων της αυστηρής ηθικής συμπεριφοράς ιδιαίτερα στον τομέα των σεξουαλικών  σχέσεων, ως γνωστό,   δεν είναι τόσο απλή και εύκολη υπόθεση γι’ αυτό και κατά καιρούς ξεσπούσαν μικρότερα ή μεγαλύτερα παρατράγουδα. Είχαμε κάποτε-κάποτε υπέρβαση  και καταπάτηση  μιας σοβαρής  κόκκινης γραμμής.  Αυτής δηλαδή, που χωρίζει το «πρέπον» από το μη «πρέπον».  Σκάνδαλα που ανασάλευαν και ανατάρασσαν τα εν πολλοίς ήρεμα  νερά της μικρής μας πόλης.

Θα πρέπει να πούμε εδώ ότι το μοντέλο του κοινωνικού προτύπου βρίσκεται πολύ κοντά στην μοναδική ανθρώπινη κατηγορία που καταδίκασε και κατέκρινε απερίφραστα ο Χριστός.  Αυτός που καταδεχόταν να μιλά και να συναναστρέφεται με κάθε λογής αμαρτωλούς: ληστές, πόρνες, τελώνες, δειλούς, άπιστους, δύσπιστους  κλπ, . ένα και μόνο ανθρώπινο μοντέλο απέρριψε διαρρήδην. Αυτό του υποκριτή και του Φαρισαίου. Των ανθρώπων δηλαδή που μοναδικός τους στόχος ήταν να φαίνονται πως είναι  η τάξη που ακολουθεί το κοινωνικό και βιβλικό πρέπον.

Ο Μανώλης Κούνουπας παρά την καταγωγή του, το κοινωνικό του περιβάλλον και την κοινωνική θέση ήταν πολύ,  μα πολύ  ανθρώπινος. Είχε πολλές αδυναμίες και δεν τις έκρυβε, γιατί, όπως προαναφέραμε, παρέμενε πάντα αυθεντικός, γνήσιος  μέχρι αφέλειας.  Όπως είπαμε δεν γνώριζε καλά την τεχνική του καμουφλάζ, της προκάλυψης και της παραλλαγής. Να προσθέσουμε  ότι το τίμημα για την  υπέρβαση αυτής της κόκκινης γραμμής, του μοντέλου, δηλαδή,  του άψογου κοινωνικού προτύπου δεν ήταν ούτε μικρό ούτε ανώδυνο. Αντίθετο ήταν πολύ υψηλό και επώδυνο για το Μανωλάκη.

4Η ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ:  ΠΡΟΟΔΟΣ, ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

Η πρόοδος και η εξέλιξη αποτελούν βασικό στοιχείο και χαρακτηριστικό όχι μόνο της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και όλου του άλλου έμβιου κόσμου. Βασικό στοιχείο της ζωής. Τίποτα δεν παραμένει σταθερό και αμετακίνητο. Τα πάντα ρει και δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ρεύμα, που έλεγε κι’ ο Ηράκλειτος. Αναντίρρητα, οι έννοιες αυτές έχουν  διαχρονικό και πανανθρώπινο χαρακτήρα και θα ήταν παράλογο να αρνηθεί ή να πολεμήσει κανείς   τη σημασία τους. Αποτελεί  ένα τρόπο, μια στάση  να υπάρχεις και να βλέπεις τα πράγματα, την εξέλιξή και την πορεία τους μέσα στο χρόνο.  Από την άλλη πλευρά όμως μέσα σ’ αυτή την  αδιάλειπτη ροή οι άνθρωποι κατακτούν γνώσεις, εμπειρίες, πραγματώνουν μεγάλα έργα τέχνης και πολιτισμού, πράγμα που σημαίνει ότι μέσα σ’ αυτή την αδιάκοπη ροή όλα αυτά τα επιτεύγματα της ανθρώπινης δημιουργικότητας αποτελούν σταθμούς και κατακτήσεις που αποκτούν από μόνες τους σταθερή και μόνιμη αξία. Θα μπορούσε να πει κανείς επιγραμματικά  ότι η ανθρώπινη πρόοδος και εξέλιξη περιλαμβάνει αναγκαστικά  την  ενσωμάτωση του παλαιού στο νέο  με  τρόπο ώστε να  συνεχίζεται και να εμπλουτίζεται  η πορεία του ανθρώπου πάνω στη γη.

Το πρόβλημα είναι ότι όταν οι όροι αυτοί που σχετίζονται με την πορεία και εξέλιξη της γνώσης και του πολιτισμού  μεταφερθούν στο χώρο της πολιτικής,  τότε τα πράγματα θολώνουν. Γίνονται συνθήματα, άδειες σε περιεχόμενο ταμπέλες,  που χρησιμοποιούνται αθέμιτα ως όπλα δυσφήμησης και τελικά εξουδετέρωσης  του αντιπάλου. Ενώ, δήθεν, αντιπαρατίθενται στα δόγματα  και τα θέσφατα  που προέρχονται από το χώρο της θρησκευτικής παράδοσης, αντιμετωπίζουν με τον ίδιο δογματικό και  ανορθολογικό τρόπο αυτούς που αρνούνται να συμμορφωθούν με τις νεωτερίζουσες και καινοφανείς θεωρίες τους.  Τους κολλούν τη ρετσινιά του συντηρητικού, του αναχρονιστικού, του οπισθοδρομικού του παρωχημένου, του σκοταδιστή και τελειώνουν μια κι’ όξω.

Χαρακτηριστική είναι η ονομασία μιας σχετικά πρόσφατης πολιτικής κίνησης που έφερε το όνομα Κίνηση της Αριστεράς και της Προόδου. Υπονοώντας ότι οι έννοιες  αριστερά και πρόοδος είναι άρρηκτα και αδιαχώριστα  συνδεδεμένες, ενώ αντίθετα οι έννοιες δεξιά και πρόοδος είναι εντελώς ασύμβατες και αντιφατικές. Τίποτα πιο αυθαίρετο και πιο ανορθολογικό. Με τη μέθοδο αυτή οι όροι: Πρόοδος, Προοδευτικότητα, Διαφωτισμός μεταφερόμενες από την πορεία της γνώσης και της επιστήμης στον  πολιτικό χώρο αποκτούν συγκεκριμένο περιεχόμενο και χρώμα. Γίνονται και αυτοί κόκκινες γραμμές. Μας θυμίζουν την κόκκινη γραμμή των αρχαίων μας,  για τους οποίους «πας μη Έλλην, βάρβαρος . Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει. Ή είσαι δια[πε]φωτισμένος ή σκοταδιστής. Διάλεξε.

Δεν θα επιμείνουμε στη συζήτηση και την  ανάλυση των πολιτικών πραγμάτων στον τόπο μας, το Ρέθυμνο και την Κρήτη, γιατί κάτι τέτοιο θα μας οδηγούσε μακριά. Θα εστιάσουμε όμως τη συζήτηση για την Πρόοδο, την Προοδευτικότητα και το Διαφωτισμό  σε σχέση  με την προσωπικότητα και το πολιτικό ήθος του Μανώλη Κούνουπα.

Ο ΜΚ ανατράφηκε μέσα σε ένα ουμανιστικό περιβάλλον. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η παιδεία του και οι καταβολές του είναι ανθρωπιστικές, ουμανιστικές. Ασφαλώς τον  επηρέασε  η παιδεία και η προσωπικότητα της μητέρας του. Ο Μανώλης είχε διαβάσει Ευρωπαϊκή και ιδιαίτερα Γαλλική Λογοτεχνία και είχε επηρεαστεί από το πνεύμα και τις ιδέες του Βίκτωρος Ουγκώ και το Κοινωνικό του Ευαγγέλιο όπως ονομάζεται το κλασικό αριστούργημά του  «Οι Άθλιοι», τα έργα του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, το Κοινωνικό του Συμβόλαιο, η Υπόθεση Ντρειφους και το Κατηγορώ του Έμιλ Ζολά. Όλα αυτά  ήταν προσφιλή αναγνώσματα της νεότητάς του, όπως και πολλών συνομηλίκων του στο αστικό μας Ρέθυμνο. Είναι επομένως κι αυτός ενταγμένος στο χώρο της Προόδου, της Προοδευτικότητας  και του Διαφωτισμού. Νωρίς επίσης ενστερνίζεται τις αριστερές ιδέες της εποχής του που τον εξοικειώνουν  με το  χώρο του ιστορικού υλισμού και   τον κάνουν να στρατευθεί μαζί με τον αδελφό του Ανδρέα στο Αριστερό Πολιτικό κίνημα. Όπως είδαμε όμως, δεν εγκλωβίζεται  σ’ αυτό το χώρο. Η κομμουνιστική του  θητεία  θα πρέπει να τελειώνει  μετά την αποχώρηση των Γερμανών και προς το τέλος της δεκαετίας του  ’40. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 τον βρίσκομε στο χώρο του Κέντρου. Έχομε την αίσθηση ότι στο χώρο του Κέντρου παρέμεινε ως το τέλος, έστω κι’ αν κατά καιρούς θα ψήφιζε  ΠΑΣΟΚ, που  εθεωρείτο ως η φυσική συνέχεια του Κέντρου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αποστροφή του στη μισαλλοδοξία και το πολιτικό μίσος είναι βαθειά ριζωμένη μέσα του. Ο Μανωλάκης από τη φύση του δεν είναι γεννημένος να μισεί. Σαν την Αντιγόνη «Ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν!».  Σ’ όλη την πολιτική του πορεία παραμένει ήπιος, φιλικός προς όλους και ανθρώπινος.

Παράλληλα και έξω από το χώρο   της πολιτικής ιδεολογίας, θα πρέπει να πούμε πως ο Μανώλης Κούνουπας είναι από τους λίγους που έχει συνειδηοποιήσει τη σημασία της Κρητικής Παράδοσης. Η τεκμηριωμένα βαθειά θρησκευτική συνείδηση του πατέρα του, Ιωάννη, ο λαϊκότροπος χαρακτήρας του ίδιου, και η άμεσα συνδεδεμένη με τη λαϊκή παράδοση Ορθδόδοξη Πίστη δεν τον αφήνουν αδιάφορο. Επηρεάζεται από το παράδειγμα της Μαρίας Τσιριμωνάκης που είναι μια φωτισμένη λογία γυναίκα με έντονη κοινωνική προσφορά συνδυασμένη όμως με βαθειά θρησκευτική πίστη και ζωή. Ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του ο Μανώλης Κούνουπας παρουσιάζει σοβαρή στροφή προς την Εκκλησία και τη θρησκευτική ζωή. Το συμπέρασμά μας είναι ότι η πολιτική υπεροψία και μονολιθικότητα του ψευδεπίγραφου ρεύματος της Προόδου, της Προοδευτικότητα και του Διαφωτισμού δεν τον  εγκλωβίζουν. Μακριά από κάθε είδους αγκυλώσεις ο  Μανωλάκης υπερβαίνει και αυτή την κόκκινη γραμμή.

 

5Η ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ. Η ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΚΟΚΚΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ

Η επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στις 21 Απριλίου 1967 που έληξε τον Ιούλιο του  1974, ύστερα από  το εγκληματικό πραξικόπημα στην Κύπρο και την επακολουθήσασα Τουρκική εισβολή επέφερε πολλές αλλαγές στην πολιτική ιστορία της χώρας, οι συνέπειες των οποίων φτάνουν ως τις μέρες μας.

Να πούμε κατ’ αρχάς ότι η αντίδραση προς το δικτατορικό καθεστώς δεν ήταν ούτε δυναμική ούτε εντυπωσιακή. Με ευάριθμες εξαιρέσεις, οι οποίες δεν ανησύχησαν ιδιαιτέρως το καθεστώς, ο λαός δεν αντέδρασε. Έμεινε αδρανής και αμήχανος. Ήμουν 28 χρόνων εκείνο τον καιρό, είχα προβληματιστεί έντονα από το κλίμα του διχασμού που είχε προηγηθεί του πραξικοπήματος. Τα συλλαλητήρια, τους ξυλοδαρμούς εντός και εκτός Βουλής, τις αλληλοκατηγορίες για προδοσία, ξεπούλημα, δοσιλογισμό, αναρχισμό, γερμανοτσολιάδες, ταγματασφαλίτες, ρουφιάνους, προδότες, εφιάλτες, αποστάτες έτοιμους να ξεπουλήσουν και την Ακρόπολη …. Είχα αηδιάσει. Δεν ήμουν μοναχός μου. Πολλοί συμπολίτες και φίλοι συμμερίζονταν  τα δικά μου αισθήματα. Δεν είναι υπερβολή να πω ότι είμαστε πολλοί που εκείνη την ώρα είπαμε: Α σικτίρ, μαλάκες, καλά έκαναν και σας πήραν την εξουσία.  Βέβαια πρέπει να πως ότι τα αισθήματα αηδίας και αγανάκτησης ως προς τις συμπεριφορές της πολιτικής ηγεσίας δεν διατηρήθηκαν αναλλοίωτα ως το τέλος της δικτατορίας. Καθώς περνούσε ο ένας χρόνος μετά τον άλλο και δεν βλέπαμε καμιά διάθεση, καμμιά κίνηση εκ μέρους των στρατιωτικών να αποκαταστήσουν την ομαλή πολιτική ζωή  της χώρας, οι περισσότεροι από μας που δεν είχαμε συναλλαγές με το καθεστώς αρχίσαμε να προβληματιζόμαστε σοβαρά για το πού το πάνε. Ήλθε και η δικτατορία του Ιωαννίδη και τα γεγονότα τα Νομικής και του Πολυτεχνείου και οι προβληματισμοί μεταβάλλονταν σε αγανάκτηση. Την ημέρα της επιστροφής του Καραμανλή και της αποκατάστασης της Δημοκρατίας την γιορτάσαμε όλοι μας ειλικρινά και αυθόρμητα, παρά τον πόνο και την οδύνη για τη συμφορά  στην Κύπρο.

Και τότε ξαφνικά, ως διά μαγείας τα πράγματα άλλαξαν. Εκεί που για εφτά τόσα χρόνια η μεγάλη πλειοψηφία του λαού ανέχθηκε το δικτατορικό καθεστώς,  χωρίς σοβαρή αντίδραση, εν μια νυκτί,  γίναμε όλοι αδιάλλακτοι,  ασυμβίβαστοι ακραιφνείς και μέχρι το μεδούλι  δημοκράτες. Ούριος άνεμος πλέριας δημοκρατίας φυσούσε απ’ άκρου σ’ άκρου της χώρας. Έτσι οι λέξεις δημοκρατία, δημοκράτης, δημοκρατικός, αντιστασιακός, αντίσταση κυριάρχησαν και επιβλήθηκαν στη ζωή μας. Έγιναν απαραίτητο και εκ των ων ουκ άνευ προαπαιτούμενο για να μπορέσεις να σταθείς όρθιος στη νέα πραγματικότητα, στο νέο σκηνικό που στήθηκε. Ο όρος εθνικόφρων είχε αντικατασταθεί τώρα με τον όρο δημοκρατικός, αντιστασιακός.  Καθηγητές  γυμνασίου που είχαν  γλύψει και στηρίξει τη δικτατορία και  παραιτήθηκαν από το Σχολείο τους για να διδάξουν σε κερδοφόρα φροντιστήρια, με βάση το νόμο για τους διωχθέντας  υπό της δικτατορίας υπαλλήλους ξαναγύριζαν θριαμβευτές  στα σχολεία τους παίρνοντας όλες τις προαγωγές και παρουσιάζοντας τη θητεία τους στα χρυσοφόρα φροντιστήρια ως αντίσταστη στην επάρατη χούντα!!!  Θυμάμαι μια ταμπέλα στην είσοδο του Ηρακλείου τα πρώτα μεταδιδακτορικά χρόνια που έλεγε: Το δημοκρατικό Ηράκλειο σας καλωσορίζει. Αν τσακώνεσαι με τον άλλο και θέλεις να τον αδειάσεις ονόμασέ τον αντιδημοκρατικό, χουνταίο, φασίστα, εθνικιστή.  Ή είσαι δημοκρατικός ή είσαι φασίστας.   Όχι βέβαια ότι δεν υπάρχουν και τέτοια λουλούδια στη χώρα μας, αλλά γιατί πρέπει να μου βάλεις σώνει και καλά ταμπέλα.  Οι όποιες ταμπέλες είναι κόκκινες γραμμές και μου προξενούν ναυτία. Η ουσία είναι πως είμαι άνθρωπος. Αυτό μου αρκεί  και δεν χρειάζομαι κανένα άλλο ψιμύθιο.

Ιδιαίτερα στην περίπτωση του Ρεθύμνου είχαμε μια ιδιαιτερότητα. Το 1968 ένα περίπου χρόνο μετά την επιβολή της δικτατορίας ο Πατακός, που όσο κι’ αν δεν μας αρέσει αγαπούσε την πόλη και προσπάθησε να τη βοηθήσει,  διόρισε δήμαρχο ένα νεαρό φιλόλογο το Δημήτρη Αρχοντάκη. Πάρα πολλοί δεν είδαμε με καλό μάτι αυτή την κίνηση, αλλά και πάλι δεν είχαμε καμιά εκδήλωση  δυναμικής αντίδρασης.  Η δικτατορία πέρασε αλλά ο Δήμαρχος που αυτή διόρισε δεν έφυγε. Έμεινε στο δημοτικό προσκήνιο για άλλα 25 χρόνια, για την ακρίβεια ως το 2006 και κέρδισε εν πλήρη δημοκρατία και μάλιστα Πασοκική,  πέντε ολάκαιρες δημοτικές εκλογές.

Αυτό που περιέπλεξε τα πράγματα με τον Αρχοντάκη ήταν ότι ήδη από το διορισμό του στρώθηκε με πάθος στη δουλειά και έβαλε στοίχημα να αφήσει βαθύ το αποτύπωμά του στην ιστορική πορεία τη πόλης. Και είναι αλήθεια ότι το έβαλε. Ο Δήμος που παρέδωσε το 2006 δεν είχε καμμιά σχέση με το Δήμο που παρέλαβε το 1967. Η διατήρηση της φυσιογνωμίας της πόλης, η ανάπτυξη του τουρισμού, η απαλλοτρίωση της Πανεπιστημιούπολης του Γάλλου, η έναρξης λειτουργίας του Πανεπιστημίου, ο βιολογικός καθαρισμός, το σχέδιο αντιπλημμυρικής προστασίας  και πολλά άλλα ήταν αποτέλεσμα δικών του πρωτοβουλιών. Χωρίς να είμαι φίλος ή συνεργάτης εκείνα τα χρόνια είχα προσωπική αντίληψη για τα περισσότερα από τα έργα που ξεκίνησε και ολοκλήρωσε. Ιδιαίτερα γι’ αυτά που σχετίζονται με το Πανεπιστήμιο Κρήτης, στο οποίο ήμουν από τους πρώτους υπαλλήλους.

Λίγο πριν εγκαταλείψει το Δημαρχείο ο Αρχοντάκης αντιμετωπίζει βαρύτατες κατηγορίες για ατασθαλίες και κακοδιαχείριση. Δεν είναι της ώρας να αναφερθούμε λεπτομερώς σ’ αυτές. Πέρα από την ουσία και τη βάση  των κατηγοριών το γεγονός είναι ότι υπήρξαν άνθρωποι από τα αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα που τον πολέμησαν με πάθος και μέχρι τελικής εξόντωσης. Εγκαταλείφθηκε από παλαιούς πολιτικούς φίλους και συνεργάτες και έμεινε κυριολεκτικά μόνος. Τότε ήταν που είπα από μέσα μου: Είναι άδικο δεν άξιζε αυτή τη μεταχείριση ο Αρχοντάκης. Δεν άξιζε ο ίδιος κάτι τέτοιο, ούτε τιμούσε την πόλη μας.  Ζήτησα και τη γνώμη φίλων που εκτιμούσα ιδιαίτερα. Θα αναφέρω τους κεκοιμημένους. Μίλησα με τη Μαρία Τσιριμονάκη, την Ιωάννα τη Βαλαρή, το Γιώργο τον Εκκεκάκη και βεβαίως το Μανωλάκη τον Κούνουπα, το σήμερα τιμώμενο.  Όλοι τους ήταν κατηγορηματικοί. Είναι αδύνατον να έφαγε λεφτά ο Αρχοντάκης. Είναι άδικο και ντροπή για την πόλη αυτό που του συμβαίνει. Κι’ έτσι ξεκίνησε μια προσπάθεια συμπαράστασης και ηθικής στήριξής του.

Επιτρέψτε μου όμως να επιμείνω στην περίπτωση του Μανώλη του Κούνουπα. Ήταν συγκλονιστικός. Μόλις πληροφορήθηκε την κίνηση που είχαμε ξεκινήσει  μου τηλεφωνούσε σε καθημερινή βάση. Αγωνιούσε. Επιστράτευε φίλους και γνωστούς στην Αθήνα και το Ρέθυμνο και τους παρακινούσε να συμμετάσχουν στην προσπάθεια στήριξής του πρ. Δημάρχου.  Ένας από την ομάδα των Ρεθεμνιωτών φίλων του στην Αθήνα ήταν ο έμπειρος δικηγόρος κ. Κρασαδάκης. Αν και υπερήλικας άρχισε να μελετά με πάθος τις δικογραφίες και έστελνε αναλυτικές επιστολές με νομικές υποδείξεις και συμβουλές.

Στις συνεχείς προσπάθειες και ακούραστες προσπάθειες για την ηθική στήριξη του Δ. Αρχοντάκη με συναντά μια μέρα στην Προκυμαία ο Μανωλάκης και μου λέει, ξέρεις, Μιχάλη, να  πούμε και στον Ανδρέα τον αδελφό μου να υπογράψει. Του λέω, ευχής έργο θα ήταν αν μπορούσαμε να έχουμε και την υπογραφή του κ. Ανδρέα, αλλά, κύριε Μανώλη, ποιος θα τολμήσει να του το πει. Δεν ξέρω μου απαντά. Θα δούμε.

Λίγες μέρες αργότερα με παίρνει τηλέφωνο. Μου λέει έχω κλείσει ραντεβού με τον Ανδρέα. Του έχεις πει τίποτα τον ρωτώ; Όχι μου λέει. Εσύ θα του το πεις. Ωχ, λέω από μέσα μου. Κι’ άλλη σφαλιάρα προμηνύεται  σφαλιάρα (είχα ήδη φάει κάμποσες). Πραγματικά την επόμενη μέρα συναντιέμαι με το Μανωλάκη και ξεκινούμε για το διαμέρισμα του Ανδρέα, στην πολυκατοικία της Ειρήνης Πετυχάκη-Παπαδάκη που η είσοδός της είναι από την οδό Γιαμπουδάκη, αλλά το διαμέρισμα βλέπει προς την Προκυμαία, εκεί που στη δεκαετία του ’50 σωζόταν η Γερμανική Πούγκα. Ήταν περασμένες 9 το βράδυ. Η ατμόσφαιρα στο διαμέρισμα υποβλητική. Ο Ανδρέας αρκετά γερασμένος και με προχωρημένο το πρόβλημα της βαρηκοΐας. Η Μέτα του  είχε ήδη πεθάνει εδώ  1-2 χρόνια, η παρουσία της όμως στο σπίτι ήταν ορατή και δεσπόπουσα. Οι τοίχοι του σαλονιού κοσμημένοι με τα ζωγραφικά έργα του Ανδρέα.

Ξεκινήσαμε με τις εισαγωγικές αβρότητες. Κάποια στιγμή ο Ανδρέας μου λέει. Μιχάλη, σε ακούω. Ιδρώνω και διστακτικά ξεκινώ. Ο Μανωλάκης νιώθω να μοιράζεται τη δική μου αγωνία. Τί θα κάνει τελικά ο Ανδρέας; Θα υπογράψει;  Παίρνω θάρρος κοιτάζοντάς τον προχωρώ. Μιλώ όσο γίνεται πιο φωναχτά για να με ακούει. Το δυνάμωμα της φωνής μου με κάνει πιο τολμηρό. Ποιο θαρραλέο.  Κάποια στιγμή τελειώνω και σταματώ. Ακολουθεί για λίγο νεκρική σιωπή. Κάποια στιγμή ακούγεται η ήρεμη και χαμηλότονη φωνή του Ανδρέα. Ναι μου λέει, Μιχάλη, πιστεύω κι’ εγώ πως ο Δ. Αρχοντάκης δεν ήταν απατεώνας, δεν έφαε λεφτά. Είναι κρίμα. Δεν αξίζει αυτή τη μεταχείριση. Δώσε μου το χαρτί να υπογράψω. Υπογράφει.  Η τέλεια ανακούφιση. Συγκινημένος έσφιξα το χέρι του κ. Ανδρέα και φύγαμε με το Μανωλάκη. Ήταν κι’ αυτός ανακουφισμένος. Ωραίοι  Ρεθεμνιώτες. Πάνω από ταμπέλες και κόκκινες γραμμές.

Καλή σου ώρα, Μανωλάκη. Ήσουν ωραία ψυχή. Καλή σου ώρα κ. Ανδρέα.

 

 

 

 

ΛΥΚΕΙΟ  ΤΩΝ  ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ  ΡΕΘΥΜΝΗΣ

 

 

 

 

 

 

Προς κ. Χάρη Στρατιδάκη

Ρέθυμνο

 

Ρέθυμνο 13 Ιουνίου 2019

 

 

 

Μανώλης  Κούνουπας

 

Ο «κ.Μανώλης», όπως τον φωνάζαμε όλες  οι κυρίες,  υπήρξε ένας από τους πολύτιμους φίλους  και συνεργάτες του Λυκείου των Ελληνίδων της πόλης μας.

Με μεγάλο ενθουσιασμό  και  για  τους σκοπούς αλλά  και το έργο του 100χρονου  Σωματείου μας  στο κοινωνικό (Ελληνική Παράδοση-Ιστορία-Γλώσσα , Οικογενειακή και Κοινωνική Αγωγή, Γυναίκα- Παιδί, Θέατρο, Διαλέξεις, Εκθέσεις  κ.α.) αλλά και ανθρωπιστικό γίγνεσθαι, πάντα μας ενθάρρυνε  και  εξέφραζε  τους ειλικρινείς  του   επαίνους , με κάθε τρόπο αλλά κυρίως μέσω των εφημερίδων με θαυμάσια και εμπεριστατωμένα

άρθρα,  επί σειρά δεκαετιών.

Έχοντας μητέρα την αείμνηστη  Λέλα Καραπατάκη- Κούνουπα  η οποία υπήρξε εξαιρετική εργάτρια της Φιλανθρωπίας αλλά και του πνεύματος  όντας  μέλος  αλλά και ως Πρόεδρος του περίφημου «Συλλόγου των Κυριών» Ρεθύμνης και  συνεργάτης , πολλές φορές ,του Λυκείου των Ελληνίδων  στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, γαλουχήθηκε με τα νάματα της κοινωνικής προσφοράς  και ενεργής συμμετοχής στα δρώμενα του τόπου με ανιδιοτέλεια, υπευθυνότητα και  εντιμότητα!

Την 7η Μαΐου  του 1995, μάλιστα, στην τιμητική εκδήλωση που οργάνωσε το Λύκειό μας με ομιλητή τον  κ.Λεωνίδα  Καούνη  και  θέμα «Στην μνήμη της δασκάλας με τις κοινωνικές και λογοτεχνικές ανησυχίες , Λέλας Κούνουπα»,  μίλησε κι ο ίδιος  εκ μέρους της οικογένειας, με συγκίνηση κι ευγνωμοσύνη.

Ο Μανώλης Κούνουπας  , όταν ήταν στο Ρέθυμνο, παρακολουθούσε ανελλιπώς όλες τις εκδηλώσεις του Λυκείου μας  και εκθείαζε την υψηλή πολιτισμική τους  ποιότητα.

Ας μου επιτρέψετε δε να προσθέσω ότι  προσωπικά, του οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ για τα θαυμάσια και εύστοχά του σχόλια που πάντα ακολουθούσαν  τις συναυλίες μου και  να τονίσω το κουράγιο και την δύναμη που έδινε στην μητέρα μου , αείμνηστη  Ιωάννα Βαλαρή  η οποία  διετέλεσε  αιρετός  Πρόεδρος του Λυκείου μας επί  46 χρόνια,  με τον σεβασμό και βαθειά εκτίμηση που πάντοτε της έδειχνε.

Οι κυρίες του  Λυκείου  των Ελληνίδων Ρεθύμνης με αγάπη και νοσταλγία θα θυμόμαστε τον «κ. Μανώλη».

Πραγματικά  θα μας λείψει ο καλός του λόγος και η υπέροχη πένα του.

Φέφη Βαλαρή, Πρόεδρος του Λυκείου των Ελληνίδων Ρεθύμνης

 

 

 

 

 

 

Ο ΕΥΠΑΤΡΙΔΗΣ ΜΑΝΟΛΗΣ ΚΟΥΝΟΥΠΑΣ ΩΣ ΑΠΟΔΗΜΟΣ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

Έφυγε ένας ακόμα ευπατρίδης, άνθρωπος  της Τέχνης και των Γραμμάτων, που αφιέρωσε την ζωή του με πολλή συνέπεια , πίστη , εργατικότητα και ευσυνειδησία  στην μεγάλη αξία του πολιτισμού και την ιδέα του πνεύματος της Κρήτης .

Ο Μανόλης Κούνουπας αποτέλεσε για εμένα προσωπικά ως πρόεδρος του ιστορικού συλλόγου των αποδήμων Ρεθυμνιων της Αττικής «ΤΟ ΑΡΚΑΔΙ» , μια όαση μέσα στην έρημο. Και για να εξηγηθώ μέσα σε μια Ελλάδα που έχει πάθει αγκύλωση , αλλά και μια χαώδη Αθήνα όπου από το πρωί ως το βράδυ ακούει κανείς τις φράσεις «αυτό είναι αδύνα-τον!», «δεν γίνονται εδώ αυτά τα πράγματα». Ο Μανόλης έχει δια-ψεύσει αυτούς τους ψυχοπλακωτικά απαισιόδοξους , που ήσαν και οι περισσότεροι και κατάφερε μέσα στην πολιτιστική έρημο που ονομά-ζουν Αθήνα , της εποχής που πρωτοανέλαβα το τιμόνι του συλλόγου να δημιουργήσει ανάχωμα.

Βαθύς στοχαστής των τεκταινομένων πραγμάτων στο σύλλογο μας αφού ήταν από τα παλαιότερα μέλη, όπου συμμετείχε ψυχή τε και σώματι, ενίσχυσε εμπράκτως και αθόρυβα με κάθε τρόπο την πορεία του .

Πάντα μάχιμος και δυναμικός , αφοσιωμένος και αποτελεσμα-τικός έδωσε όλη την ευφυΐα με την οποία ήταν προικισμένος, στο να αναδείξει ,στο να τιμήσει τον ιστορικό σύλλογο μας αλλά και τον πολιτιστικό  πλούτο του Ρεθύμνου.

Αν και η προσφορά του στο σύλλογο μας καταγράφεται από το 1978 όταν πρωτοήρθε με την οικογένεια του στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στο Καλαμάκι Αττικής , εντούτοις χαρακτηριστικά ήταν  από τους  πρώτους που στήριξε την τότε προσπάθεια του συλλόγου μας το 2007,μαζί με τον αείμνηστο Ιωάννη Καυκαλά και τον Τάσο Παλιεράκη να σταθεί στα πόδια του ,ύστερα από κάποιους κλυδωνισμούς που προκάλεσαν μερικοί  καλοθελητές   , επιθυμώντας άλλοι να τον οικειοποιηθούν και άλλοι να τον αφανίσουν. Ο Μανώλης όμως στάθηκε βράχος με νηφαλιότητα  και με επίγνωση στο πλευρό του συλλόγου μας.  Ήταν ενωτικός ,τον αγαπούσε και ήταν δοτικός προς αυτόν.

Δεν έλειπε ποτέ από τις εκδηλώσεις του συλλόγου μας , συμμετέχοντας με όλες του τις δυνάμεις . Αγαπούσε πολύ τις εκδρομικές εξορμήσεις και πάντα μας προέτρεπε όταν επέστρεφε από το Ρέθυμνο να πραγματοποιήσουμε εκδρομή.  Ενθυμούμαι την χαρά του όταν τον καλούσα στο μικρόφωνο να μας απαγγείλει κάποιο ποίημα του  στην κρητική διάλεκτο ή ακόμη και να μας τραγουδήσει .  Ήταν ένας πολύτιμος  σύνδεσμος με το παλιό καλό Ρέθυμνο που αποδημούσε στην Αττική. Ήταν αυτός που μας βοήθησε στο σύλλογο δίνοντας μας απλόχερα την λίστα ονομάτων και διευθύνσεων των αποδήμων Ρεθυμνιων της Αττικής , όταν δεν γνωρίζαμε ούτε μια διεύθυνση , αφού κάποιος  φρόντισε επιδεικτικά να εξαφανίσει   κάθε ίχνος.

Πολλές φορές του είχαμε αναθέσει να είναι ομιλητής σε εκδηλώσεις μας ενώ  πριν από μερικά χρόνια τον τιμήσαμε ως επίτιμο μέλος μας.

Μεγάλη πικρία δοκίμασε ο ίδιος  τα τελευταία χρόνια  ,από την κυκλοφορία μίας πικρόχολης  κακοήθους φυλλάδας , που ενέπλεκε το όνομα του  στα πολιτιστικά της Αθήνας , κλονίζοντας ακόμη και την υγεία του. Αλλά κι αυτό το αντιμετώπισε πολύ νηφάλια και παλικαρίσια  διότι ήταν άνθρωπος που μισούσε το ψεύδος, την αδικία, την διπλοπ-ροσωπία και τον εγωκεντρισμό.

Εμείς θα θυμόμαστε πάντα με αγάπη και σεβασμό τον γλυκύτατο άνθρωπο Μανόλη Κουνουπα  που κόσμησε με το πέρασμά του , με το ήθος και τις αξίες του, την κοινωνία μας, το σύλλογο μας !  Ένας σπουδαίος άνθρωπος ο κος Μανωλάκης , προερχόμενος από σπουδαία οικογένεια. Άνθρωπος των πράξεων κι όχι των λόγων ή των ανέξοδων υποσχέσεων. Καμάρωνε όταν ο σύλλογος μας ανέβαινε ψηλά με τις εκδηλώσεις του  ενώ μεγάλη ήταν η χαρά του όταν πραγματοποίησαμε την εκδήλωση για τα καπέλα στο  Ρέθυμνο και εκθέσαμε κάποια από τα αξεσουάρ της μητέρας του Λέλας.

Με βαθιά γνώση , με μυαλό ανήσυχο, καθαρό και γρήγορο, με ανεξάντλητη φαντασία και τόλμη, με ήθος και ψυχική γενναιοδωρία που δεν την αφορούν οι μικρότητες της καθημερινότητας, με αφάνταστη νεανικότητα παράλληλα με την απόλυτη επίγνωση των δυσκολιών και κυρίως των ευθυνών του , με άοκνη επιμονή και έχοντας κερδίσει την ολόψυχη στήριξη μας, κατόρθωσε να ζήσει με ικανοποίηση τον σύλλογο μας ως έναν πολυδιάστατο έγκριτο οργανισμό.

Έγραψε επανειλημμένως άρθρα στις τοπικές εφημερίδες εξυμνώντας το έργο του συλλόγου μας. Ενθυμούμαι ένα δυνατό του άρθρο όταν ανακηρύξαμε ως επίτιμο πρόεδρο μας τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Σεβόταν πολύ τους ιερείς , ήταν βαθειά θρησκευόμενος και ενδιαφερόταν για την τοπική μας Εκκλησία.

Έχαιρε της εκτιμήσεως και του σεβασμού τόσο από τους Ρεθυμνιωτες της Αθηναϊκής παροικίας όσο και από τους  εν Ρεθυμνω.   Ένας άνθρωπος που φώτισε μοναδικά τον κρητικό πολιτισμό, τον διαμόρφωσε με την ματιά του , ευεργέτησε τον τόπο με την σκέψη του και κυρίως με το αθόρυβο έργο του. Διαβίωνε τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα το χειμώνα  και από το Πάσχα μέχρι τον Οκτώβριο στο Ρέθυμνο. Συμμετείχε  τόσο στην Αθήνα όσο και στο Ρέθυμνο σε μία πνευματική συντροφιά ,σ’ έναν πνευματικό κύκλο , κυρίως με λόγιους Ρεθεμνιωτες , όπου αντάλλασσαν απόψεις και ανέπτυσσαν υψηλού επιπέδου συζητήσεις.  Αυτή η συναναστροφή του έδινε μεγάλη δύναμη,

Μας ενέπνευσε όλους και μας δίδαξε μέσα από την οραματική και πολυσχιδή, υποδειγματική του δουλειά, αλλά πάνω απ’ όλα μέσα από την διεισδυτική και αποκαλυπτική του ματιά πάνω στη σύνδεση της κληρονομιάς μας με το σήμερα, τη σύνδεση του πολιτισμού μας με άλλους πολιτισμούς και φώτισε την ταυτότητα μας στο χρόνο και στον τόπο . Ο Μανόλης Κούνουπας υπήρξε και θα είναι πάντα ένας μεγάλος οραματιστής , καινοτόμος , μας πρόσφερε νέους τρόπους  να θυμόμα-στε  ενώ  παρά τα χρόνια του ήταν ένας διαρκής έφηβος .

Θα αναζητούμε πάντα την εφηβική λάμψη των ματιών του, το ενθαρρυντικό του χαμόγελο , την διαύγεια της σκέψης του , την παθιασμένη του προσήλωση στις μεγάλες αξίες , τη στοργή και την έγνοια του για τον ιστορικό σύλλογο των αποδήμων Ρεθυμνιων της Αττικής «ΤΟ ΑΡΚΑΔΙ».

 

*Του Γεωργίου Ν. Βλατάκη προέδρου του ιστορικού συλλόγου Ρεθυμνίων Αττικής «ΤΟ ΑΡΚΑΔΙ»

Ευτύχησα να συνδεθώ με το Μανόλη Κούνουπα σε μια περίοδο που όλοι αναζητούσαμε δρόμους διεξόδου καθώς το Ρέθυμνο περνούσε μια κρίσιμη περίοδο.

Τα δεινά των δύο πολέμων είχαν αφήσει πληγές που ο χρόνος μάταια προσπαθούσε να επουλώσει . Μνήμες ανίατες βάραιναν τα νιάτα της εποχής, και τα όνειρα όσα μας επέτρεπαν φυσικά να έχουμε οδηγούσαν μόνο στο λιμάνι

Ο Μανολάκης ήταν μεγαλύτερός μου κατά τι Αλλά η φιλία μας ήταν δυνατή. Τη δύναμή της την πότιζε ιδιαίτερα η επανάσταση που βίωνε η ψυχή μας. Βλέπετε είμασταν και οι δυο κρίκοι μιας αλυσίδας που για την πατρίδα μας κατά τους κρατούντες ήμασταν μιάσματα. Είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που σήμερα οι νέοι μας δεν καταλαβαίνουν την σημασία αυτής της έννοιας

Με τον Μανόλη μας ένωνε επίσης κάτι άλλο Η αγάπη μας για τη μουσική Την τέχνη αυτή τη λάτρευε ο Μανόλης και η κατάρτισή του ήταν αξιοζήλευτη

Ερχόμαστε τώρα στην εποχή που γυρίζω από το Μόναχο. Το Ρέθυμνο ζει την νέα του εποχή την εποχή της ανάπτυξης που του χαρίζουν τα νέα οικονομικά δεδομένα.

Φυσικά επιστρέφοντας στη γενέτειρά μου με οικογένεια πια βρήκα ανοικτές τις πόρτες τις τόσο αγαπημένες που άφησα όταν ξενιτεύτηκα.

Τα όνειρα  τα παλιά βρίσκουν το δρόμο ανοικτό χωρίς τα επάρατα εμπόδια εκείνης της εποχής.

Ξαναζω από την αρχή κι έχω απέναντί μου τη Ρεθεμνιώτικη Μικτή Χορωδία και ανάμεσα στα χαμόγελα που μου χαρίζουν ,τη δύναμη της συνέχειας ήταν και το ξεχωριστό χαμόγελο του Μανόλη. Πρέπει να σημειώσω ότι στην επιστροφή μου είχα μια ακόμα μεγάλη έκπληξη.

Το πνευματικό Ρέθυμνο παράλληλα με όλα που μας χαρίζει ήταν επίσης χείμαρρος ποίησης

Η ποίηση των συντοπιτών μας είχε μια ξεχωριστή δύναμη για μένα και ήταν  αυτό που χρειαζόμουν όντας και διευθυντής της χορωδίας μας που έπρεπε το ρεπερτόριό της να διανθιστεί με Ρεθεμνιώτικες δημιουργίες

Το θεώρησα υποχρέωσή μου Έτσι έγινε αυτοσκοπός μου η μελοποίηση Ρεθεμνιώτικης ποίησης Όμως εδώ θα πρέπει να διευκρινίσω τα εξής. Ένας συνθέτης πώς ξεχωρίζει το ποίημα που βάζει πάνω στο αναλόγιό του ;

Δεν ξέρω γιατί αλλά δεν έτυχε ποτέ μέχρι σήμερα να ακούσω στην παρουσίαση  μιας ποιητικής συλλογής την απορία για τις προϋποθέσεις μελοποίησης ενός τραγουδιού 

Έχει ενδιαφέρον άραγε μόνο η φιλολογική αξία ενός ποιήματος;

Εγώ στην ταπεινή μου προσπάθεια αυτό που ζητώ να έχει το ποίημα που ξεχωρίζω από όλα όσα διαβάζω και που τα περισσότερα μου αρέσουν πολύ είναι ;

  • Να είναι μεστό στη δυναμική του
  • Να με αγγίζει το διανόημά του
  • Να έχει τα περιθώρια δημιουργίας στροφικού τραγουδιού
  • Να έχει λυρικότητα 
  • Οι εικόνες που αναδύονται από τους στίχους του να είναι ζωντανές και να εκπέμπουν μουσικότητα Αυτή τη μουσικότητα που συνεπαίρνει το νου του αναγνώστη
  • Να μου χαρίζει ο στίχος μόνος του τη μελωδία Όχι να την ψάχνω εγώ

Αυτά όλα με απλοχεριά τα βρήκα και στην ποίηση του Μανολάκη Όμως αυτό που ιδιαίτερα με συγκίνησε στην ποίησή του είναι ότι εκφράζεται με τη δική μας ντοπιολαλιά και η θεματική του έχει άμεση σχέση με το Ρέθυμνο την πόλη της καρδιάς μας Είναι αδύνατο οποιοσδήποτε διαβάζει τους στίχους του να μη βλέπει τη μελωδία που είναι γραμμένη πίσω από αυτόν το στίχο που μας έδωσε το ευλογημένο χέρι του αξέχαστου και πάντα παρόντος στη σκέψη μας  Μανόλη Κούνουπα.

Κι έγραψε ο Μανολάκης:

Καλότυχος , καλόμοιρος στην Κρήτη ανε προβάλλεις

 κι αν είναι για  το  Ρέθυμνο δυο φορές καλομοίρης

γιατί στη μέση του νησού η αρχοντοπολιτεία 

σε σοντηρά πεσίχαρη σαν λυγερή νεράιδα

Λέμε , ότι το λογοτεχνικό και ποιητικό του ταλέντο το αποκάλυψε αργά.

Δεν είναι κατά τη γνώμη μου αυτό σωστό Πότε ο  δημιουργός αγγίζει αυτό που αισθάνεται την ανάγκη να μας δώσει ;

Εδώ επιτρέψτε μου να διηγηθώ ένα από τα περιστατικά που άγγιξαν τη ζωή μου .

Είμαι στο Άγιον Όρος στη μονή Κουτλουμουσίου και βρίσκομαι στην Ρώσικη Εκκλησία για να θαυμάσω τις αγιογραφίες του ναού που όπως είχα ακούσει ήταν σπουδαία έργα τέχνης

Είχα την τύχη να με ξεναγεί ο ιερέας που είχε την ευθύνη του ναού

Ανάμεσα στις δυο κολώνες που οριοθετούσαν και το κέντρο του ναού προ του σολέα στέκεται  ο ιερέας και μου δείχνει τις δυο εικόνες της Παναγίας, μεγάλες, επιβλητικές, ζηλευτά έργα τέχνης και μου ζητά να του βρω τη διαφορά μεταξύ των έργων

Θα πρέπει να διευκρινίσω ότι επρόκειτο για έργο των ίδιων διαστάσεων και της αυτής θεματικής

Κοιτάζω αριστερά και αναγνωρίζω στην εικόνα τα γνωστά αυστηρά χαρακτηριστικά της Κρητικής Σχολής

Δεξιά τώρα στην εικόνα της Θεομήτορος πάντα , δέσποζαν οι γνώριμες  κοσμικές υπερβολές του Ρούμπενς

Φυσικά αμέσως απάντησα ότι ήταν θέμα τεχνοτροπίας

Ο ιερέας με κοιτάζει σοβαρά και μου λέει:

«Φυσικά , όμως μια πιο σπουδαία διαφορά υπάρχει Και για να μη σας κουράζω είναι θέμα προετοιμασίας του καλλιτέχνη

Στη μεν εικόνα της Κρητικής Σχολής έχουμε μια εντελώς αυστηρή πνευματική προετοιμασία με νηστεία και προσευχή τουλάχιστον σαράντα μέρες πριν μπει η πρώτη πινελιά ,όταν δηλαδή ένοιωθε απόλυτα έτοιμος ο αγιογράφος για τη διακονία αυτή

Στη δεύτερη τώρα έχουμε μια απόλυτα κοσμική απεικόνιση όπου ο αισθησιασμός υπερέχει της πνευματικότητας

Και υπάρχει διαφορά στα δυο έργα γιατί στην πρώτη περίπτωση ο δημιουργός είχε πλησιάσει τις υπερκόσμιες αλήθειες ενώ στη δεύτερη ο ζωγράφος είχε αποτυπώσει απλά τα χαρακτηριστικά ενός μοντέλου που είχε τυχαία εντοπίσει  και που ανταποκρινόταν στην βασική του καλλιτεχνική σκέψη.

Αυτό έκανε κι ο Μανολάκης. Μας έδωσε αυτά που ήθελε να εκφράσει όταν ένοιωσε απόλυτα έτοιμος να το κάνει δείχνοντας έναν απόλυτο σεβασμό στην ιερότητα της τέχνης Αυτό που θα πρέπει να προσέχει ο καθένας μας που θέλει να δώσει κάτι πιο ουσιαστικό στον τομέα που υπηρετεί

 Σας ευχαριστώ

 

   ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

 

 

Παρουσίαση τριών βιβλίων του: ΜΑΝΟΛΗ  Ι. ΚΟΥΝΟΥΠΑ

 

 

– 1-

 

 

ΑΚΟΜΑ ΨΗΛΟΤΕΡΑ!

(ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΖΩΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ)

 

[Έκδοση Καλέντης, Αθήνα 1993, σχ. 8ο (21 Χ 15), σσ. 201]

 

 

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί εισήγηση του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη στο βιβλίο του αείμνηστου Μανόλη Ι. Κούνουπα «Ακόμα Ψηλότερα», που έγινε σε εκδήλωση παρουσίασης των βιβλίων πέντε έγκριτων Ρεθεμνιωτών συγγραφέων, το καλοκαίρι του έτους 1993, στο Ατσιπόπουλο Ρεθύμνου, από ισάριθμους Ρεθεμνιώτες εισηγητές. Ακολουθεί η εισήγηση του Κωστή Παπαδάκη ελαφρώς παραλλαγμένη από αυτήν του 1993, για τις ανάγκες της παρούσας περίπτωσης.

 

 

*   *    *

 

Ο αείμνηστος Μανόλης Ι. Κούνουπας ανήκε στη στρατιά εκείνη των παλαιών Ρεθεμνιωτών, που διακριτικό τους γνώρισμα έχουν την ευγένεια και λεπτότητα του ήθους, τη σεμνότητα και την ανθρωπιά, χαρακτηριστικά που, δυστυχώς, σήμερα, τείνουν ολοένα και περισσότερο να εκλείψουν.

Και μπορεί, βέβαια, ο Μ α ν ό λ η ς  Ι. Κ ο ύ ν ο υ π α ς,  από επαγγελματική άποψη, να ανήκε στη χορεία των θετικών επιστημόνων, που με ευσυνειδησία και εγνωσμένη ικανότητα και για πολλά χρόνια υπηρέτησε την επιστήμη του Ασκληπιού ως οδοντίατρος στην πόλη μας, όμως, ο Μ. Κούνουπας, εξίσου επαρκώς αλλά και επιτυχώς, θεράπευσε και τα γράμματα, τόσο τα τοπικά, αυτά της λεβεντογέννας Κρήτης- με άριστες μάλιστα επιδόσεις στην Κρητική Λογοτεχνία- όσο και τα ευρύτερα, με γνωστό εδώ το «νυν» παρουσιαζόμενο έργο του: «Α κ ό μ α  Ψ η λ ό τ ε ρ α» (εικ. 1), που απέσπασε από το αναγνωστικό κοινό πολύ ευνοϊκές κριτικές και το διακρίνουν πλούσιο οικολογικό περιεχόμενο, βαθιά ορειβατική και πεζοπορική συνείδηση και άπειρες λεπτές ευαισθησίες και ισορροπίες, που το καθιστούν, τρόπον τινά, το «Ευαγγέλιο» των ορειβατών, των οδοιπόρων και των ασχολουμένων, εν γένει, περί τα λοιπά συναφή αθλήματα (σπηλαιολόγων, αλπινιστών, χιονοδρόμων, αναρριχητών κ.λπ.), που αποβλέπουν στην επίτευξη σωματικής και ψυχικής υγείας, ευεξίας και ομορφιάς.

Και ειδικότερα, με το βιβλίο του «Ακόμα Ψηλότερα!» ο Μανόλης Κούνουπας εμφανίζεται «Ευαγγελιστής» ενός νέου τρόπου ζωής, που δεν είναι, βέβαια, καθόλου άσχετος προς την ιατρική του ιδιότητα, από τη στιγμή που «ευαγγελίζεται» βοήθεια σώματος και ψυχής στον άνθρωπο της εποχής μας, αυτόν τον σύγχρονο «ελεύθερο πολιορκημένο» και δέσμιο ενός υπέρμετρα αναπτυγμένου τεχνικού πολιτισμού.

Ο συγγραφέας, με κεντρικό άξονα την ανάλυση του νοήματος της πεζοπορίας-ορειβασίας, προχωρεί σε ορισμένες σκέψεις και βαθιά  ψυχολογημένες επισημάνσεις για τον τρόπο διαβίωσης του σημερινού ανθρώπου. Η σύγχρονη υπερτεχνολογία, η αλόγιστη αυτοματοποίηση και ο άμετρος υλικός ευδαιμονισμός, που οδηγεί στην απόλυτη ευμάρεια και ευκολία, έχουν αναισθητοποιήσει και απογυμνώσει τον άνθρωπο της εποχής μας από ιδεολογίες και ιδανικά, που διέκριναν άλλοτε τη ζωή του ανθρώπου, και τον έχουν οδηγήσει σε μιαν αληθινά τραγελαφική κατάσταση, που από τον συγγραφέα θεωρείται χειρότερη, ίσως, και από αυτόν τον ίδιο τον σωματικό θάνατο. Πρόκειται, ακριβώς, για την κατάσταση εκείνη που ο συγγραφέας αποκαλεί με τον επιτυχημένο όρο «ο θάνατος του πνεύματος». Στην περίπτωση αυτήν, ο άνθρωπος έχει, πλέον, απωλέσει τις αντιστάσεις του, αδιαφορεί για τα πάντα, χάνει δε και αυτήν τη θέλησή του για ζωή και περαιτέρω βελτίωση της κατάστασής του.

Ο συγγραφέας, λοιπόν, μπροστά σε αυτό το δραματικό αδιέξοδο καλεί το σύγχρονο άνθρωπο να βρει και πάλι το χαμένο νόημα της ύπαρξής του, στρέφοντάς τον σε δραστηριότητες και ενασχολήσεις που τις έχει από καιρό παραμελήσει ή και ξεχάσει ολοτελώς. Ενασχολήσεις τέτοιες που ενδυναμώνουν τον χαρακτήρα και την ψυχή, διαπλάθουν προσωπικότητες ηθικά ολοκληρωμένες και συμβάλλουν στην ποιοτική και ποσοτική αναβάθμιση της ζωής.

Έτσι, ο συγγραφέας εισέρχεται στο κυρίως θέμα του, καθιστάμενος o διαπρύσιος κήρυκας και ένθερμος υποστηριχτής της ο ρ ε ι β α σ ί α ς  ή, έστω, στην απλούστερή της μορφή, της  π ε ζ ο π ο ρ ί α ς, που, σε συνδυασμό και με άλλες σωστές και υγιείς αρχές απλής και φυσικής ζωής- σωστή δίαιτα, γυμναστική, αποφυγή άγχους κ.λπ.- δημιουργεί τον νέο τρόπο ζωής, που με τόση δύναμη λόγου, καθαρότητα και αποτελεσματικότητα ο συγγραφέας ευαγγελίζεται.

Και ειδικότερα, με την άσκηση της ορειβασίας ο άνθρωπος μεταβάλλει την αρνητική συμπεριφορά τού οργανισμού του σε θετική, την αβεβαιότητα σε αυτοκυριαρχία και την αστάθεια σε ενεργητική ψυχοσωματική σταθερότητα και ισορροπία. Ο συγγραφέας πιστεύει, περαιτέρω ότι μέσα στο αγνό και φυσικό και ήρεμο περιβάλλον του βουνού, του κάμπου και της θάλασσας ο οργανισμός του ανθρώπου δεν θα χρειαστεί να περιπέσει στην άμυνα ή στην επίθεση, όπως, αντίθετα, συμβαίνει στα γήπεδα και στην, εν πολλοίς, διεφθαρμένη ζωή της καθημερινότητας. Μέσα στην αγνή φύση ο άνθρωπος βρίσκει όλην εκείνη τη ζωτική και ψυχοσωματική του ηρεμία και ισορροπία, που, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, την έχει ανάγκη σήμερα στη ζωή του. Αν, δηλαδή, στα γήπεδα κυριαρχούν η πρόκληση, ο θόρυβος, η παραφορά, οι ύβρεις, οι τραυματισμοί και οι άθλιες και αξιοθρήνητες καταστάσεις, που καταρρακώνουν τον πολιτισμό και την ευαισθησία της ψυχής του ανθρώπου, στη φύση, αντίθετα, κυριαρχούν η ηρεμία, το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας στις πιο υπέροχες αποχρώσεις τους, το μεθυστικό των λουλουδιών και της νιόσκαφτης γης άρωμα, το τρυφερό άγγιγμα των θάμνων και της αμμουδερής γης στη δροσερή ακροποταμιά κι ακόμα το θρόισμα των φύλλων στο ελαφρό φύσημα του αγέρα, το γλυκόλαλο κελάηδημα των πουλιών και η υπέροχη γλύκα του κούμαρου, του βατόμουρου και των άλλων της φύσης μυριστικών.

Η δειγματική αυτή αναφορά και σύγκριση των δύο παραπάνω μορφών ζωής- της ζωής, δηλαδή, στις πόλεις, στις συγκεντρώσεις και στα γήπεδα που σε κάνει επιθετικό και της αγνής, από την άλλη μεριά, φυσικής ζωής στον ανοιχτό κι ελεύθερο χώρο της μυρωμένης υπαίθρου που σε καταλαγιάζει και σε ηρεμεί- είναι, νομίζω, μοναδική και μας θυμίζει τη γλυκύτητα και την αρμονία αντίστοιχων μουσικών σχημάτων και δημιουργιών, που μάς έδωσαν μεγάλοι συνθέτες του κλασικού ρεπερτορίου, που κι εκείνοι με τόση ενάργεια και καθαρότητα τραγούδησαν την ήρεμη φυσική ζωή κοντά στο δημιουργικό χέρι και την έντονη παρουσία του Θεού.

Από τα παραπάνω γίνεται, νομίζω, απόλυτα φανερό ότι ο συγγραφέας τη σχέση αυτήν του ανθρώπου με τη φύση, τη θάλασσα και το βουνό την αντιλαμβάνεται ως μια σχέση ελευθερίας, που ανωτεροποιεί και καταξιώνει τον άνθρωπο στον ύψιστο βαθμό. Με γλαφυρότατο, λοιπόν, τρόπο αναζητά, στη συνέχεια, το βαθύτερο νόημα της ορειβασίας και της πεζοπορίας μέσα στη φύση, αθλημάτων που αποφέρουν όλα τα παραπάνω σωματικά, ψυχικά και πνευματικά οφέλη, κάνοντας, προς τούτο, μια θαυμάσια αναδρομή στην ευρωπαϊκή, την αρχαία ελληνική και θρησκευτική Ιστορία. Τα βουνά και οι κορυφές, βλέπετε, από τα αρχαιότατα χρόνια θεωρήθηκαν χώροι ιεροί, χώροι λατρείας του Θεού, γιατί,  προφανώς, έδιναν στους ανθρώπους την εντύπωση ότι από εκεί ανέβαιναν και πλησίαζαν περισσότερο τον Θεό και μπορούσαν να συνομιλήσουν καλύτερα μαζί Του.

Το βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον και θα σταθώ ιδιαίτερα στο ιστορικό-θρησκευτικό αυτό μέρος του βιβλίου, στο οποίο ο συγγραφέας, προς παραδειγματισμό, ξεδιπλώνει έναν- έναν, από τα αρχαιότατα χρόνια, τους πεζοπόρους και ορειβάτες και, ακόμα, όλους εκείνους που, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εγκωμίασαν ή τραγούδησαν τη φυσική ζωή του ανθρώπου μέσα στη φύση. Αναφέρει, λοιπόν, από την αρχαία Ελλάδα τον Παυσανία, από την περίοδο του Διαφωτισμού τον Ρουσσώ και του ρομαντισμού τον Σίλλερ, για να καταλήξει- εξαιρετικά φιλόμουσος όπως ήταν- στους μεγάλους κλασικούς Βιβάλντι, Σμέτανα, Στράους, Μπάχ και πάνω από όλους στον Μπετόβεν, οι οποίοι με μοναδικά θαυμάσιες συμφωνίες τους, εμπνευσμένες από τη ζωή μέσα στη αμόλυντη φύση, ύμνησαν τον Θεό και έκαναν την καρδιά του ανθρώπου να ριγήσει, αισθανόμενη μέσα της υπερβατική χαρά και απεριόριστη γαλήνη.

Τέλος, ιδιαίτερης, από θεολογική άποψη, βαρύτητας και πρωτοτυπίας βρήκα και το κεφάλαιο: «Η μεταφυσική της πεζοπορίας- ορειβασίας», στο οποίο ο συγγραφέας διεξοδικά αναφέρεται σε πεζοπόρους και ορειβάτες από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, όπως στον γενάρχη του Ισραήλ και πατριάρχη Αβραάμ, το αρχαιότερο παράδειγμα ορειβάτη και πεζοπόρου. Επίσης, στον Ιακώβ, στον Μωυσή, στους προφήτες του Ισραήλ, Ηλία και Ελισαίο, και, προπάντων, σε αυτόν τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Όλων των παραπάνω η ζωή- όπως χαρακτηριστικά σημειώνει- στάθηκε μια συνεχής μετακίνηση, με αλλεπάλληλες πεζοπορίες και αναβάσεις σε βουνά και κορυφές με μικρό ή με μεγάλο ύψος.

Για τον Ιησού Χριστό, ειδικότερα, ο συγγραφέας με πολλή ευστοχία και παρατηρητικότητα σημειώνει ότι ανεβαίνει στο όρος και καταφεύγει στην έρημο κάθε φορά που θέλει να προσευχηθεί. Ότι σε βουνό, επίσης, κάνει την υπέροχη επί του Όρους Ομιλία Του, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των μαθητών και των Ιουδαίων ακροατών Του, ενώ, τέλος, στον λόφο του Γολγοθά θα σταυρωθεί, για να αναληφθεί, στη συνέχεια, με δόξα από το Όρος των Ελαιών. Έχουμε, στο σημείο αυτό και επί του συγκεκριμένου θέματος, της ορειβασίας, μια πραγματικά εντυπωσιακή αλληλουχία θεολογικών πληροφοριών από τα βιβλία της Καινής αλλά και της Παλαιάς Διαθήκης, που εγώ, τουλάχιστον, καίτοι και θεολόγος στην επιστημονική μου κατάρτιση, από το συγκεκριμένο πόνημα του αείμνηστου φίλου, Μανόλη Κούνουπα, συνάντησα και συνειδητοποίησα με αυτήν την πληρότητα για πρώτη φορά.

Το βιβλίο του Μανόλη Κούνουπα «Ακόμα Ψηλότερα» είναι μια πραγματικά αξιόλογη και έντονα εντυπωσιακή στο είδος της εργασία. Μια εργασία πρωτότυπη, γεμάτη ευαισθησίες, που με επιστημονική ακρίβεια και αρτιότητα διερευνά από όλες τις πλευρές και με κάθε δυνατή λεπτομέρεια ένα θέμα άκρως ενδιαφέρον και εντυπωσιακό. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα εκτιμήσει ότι κατά την ανάλυση του ο συγγραφέας απέφυγε επιμελώς να χρησιμοποιήσει όρους δυσνόητους, που κλείνουν μέσα τους τη γνωστή παγερότητα της αυστηρής επιστημονικής ιατρικής ορολογίας. Έτσι το κείμενο καθίσταται προσιτό και ευχάριστο στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Ο χαρακτηρισμός του ως «β ι β λ ί ο υ  ζ ω ή ς» του ταιριάζει, νομίζω, απόλυτα, γιατί αισθήματα σεβασμού και αγάπης προς τη ζωή, την ελευθερία, τον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον βρίθουν απ’ άκρου σ’ άκρον, σε όλες τις σελίδες του βιβλίου, ενώ και το «Α κ ό μ α  Ψ η λ ό τ ε ρ α», στη συγκεκριμένη περίπτωση, το βρίσκουμε να αποκτά- πέραν από την κυριολεκτική, που δηλώνει, ακριβώς, τη νικηφόρα εξερεύνηση και κατάκτηση των κορυφών- και μεταφορική σημασία, που δηλώνει την άνοδο και ανύψωση του ανθρώπου – ηθική, διανοητική, ψυχική και πνευματική- μπροστά στην «α ν η φ ό ρ α» που ονομάζεται ζωή.

 

 

–  2  –

 

Α Ν Α Β Ο Λ Ε Μ Α Τ Α

 

[2 εκδόσεις: 1η Αθήνα 2000 & 2η Αθήνα 2005, σχ. 8ο (21 Χ 15), σσ. 32]

 

Το παρόν βιβλίο του Μανόλη Κούνουπα, με τον πρωτότυπο τίτλο “Α ν α β ο λ έ μ α τ α” (εικ. 2) (λέξη της Δυτικής, περισσότερο, Κρήτης, που σημαίνει: κ α κ ο τ ο π ι έ ς), στρέφεται νοσταλγικά στον όμορφο πολιτισμό του γνήσιου παραδοσιακού κρητικού παρελθόντος, τον οποίο ο Ποιητής μάς ανασταίνει και αναζωογονεί και τον αφήνει ελεύθερα να αναδυθεί μπροστά στα μάτια της ψυχής μας ολόφρεσκος, χυμώδης και ουσιαστικός, μέσα από πέντε εκτεταμένα- σε ιαμβικό 15σύλλαβο στίχο και σε καθάρια ολοζώντανη κρητική διάλεκτο- ποιήματά του:

 

1) Το κυπαρίσσι κι’ η Ελαί

2) Ο Μανούσος και το ρίφι

3) το ριζίτικο Κι αν είναι για το Ρέθεμνος

4) Το ξύπνημα και

5) Γιάειντα.

 

Τα ποιήματα αυτά εκφράζουν, περαιτέρω, ένα μοναδικά υψηλό και εντυπωσιακά συγκινητικό σύνολο ηθικών αρχών και αξιών, μιαν ηθική δεοντολογία, που, αν μη τι άλλο, μέσα από μια de profundis (εκ βαθέων) εξομολογητική τού Ποιητή τους διάθεση, βρίσκω να φανερώνουν την- από κάποιο σημείο και πέρα- ολοκληρωτική μεταστροφή της προσωπικότητάς του προς τον κόσμο των χριστιανικών ηθικών αξιών (της ταπείνωσης, της ευγνωμοσύνης και της αγάπης, τα δύο πρώτα), ενώ τα δύο τελευταία φανερώνουν σαφώς και κάποια συναισθήματα ηθικής του Ποιητή τους ενοχής, αναφερόμενα σε μια του… «κακοτοπιά», όπως ο ίδιος την εκλαμβάνει, κυριολεκτικά ή και μεταφορικά εννοούμενη.

Και προς επίρρωση των τελευταίων αυτών θέσεών μας, παραθέτουμε, εκτός σειράς, το 4ο και το 5ο ποίημά του με τίτλο (το πρώτο): Τ ο Ξ ύ π ν η μ α, ποίημα με βαθιά συμβολική σημασία (που βραβεύτηκε σε Παγκρήτιο Διαγωνισμό Λογοτεχνίας, από τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Νομού Χανίων) και στο οποίο ο ποιητής δηλώνει την ειλικρινή και έμπρακτη μεταμέλειά του για μια νεανική του…. «κακοτοπιά», για ένα νεανικό του, όπως το θεωρεί στο ποίημα- αλλά και όπως, συχνά, το εξομολογούνταν και σε μένα κατά τις μακρές φιλικές μας συζητήσεις- «αμάρτημα», το  κ υ ν ή γ ι, θέτοντας ενώπιόν μας τα εξής συνταρακτικά ηθικά ερωτήματα, που συνοψίζονται στον προτασσόμενο στο ποίημα υπότιτλο του Λατίνου σατυρικού ποιητή, Ιουβενάλη: «Η μεγαλύτερη τιμωρία είναι πως ο ένοχος δεν αθωώνεται στο δικαστήριο της συνείδησής του».

 

Σημειώνω, προς τούτο, το χαρακτηριστικό απόσπασμα του ποιήματος:

 

………………………………………..

                       Τα νιάτα μου τα έρημα στην Κρήτη αναστορούμαι

                      απούκανα τον κυνηγό κι έπαιζα των περδίκω,

                     ………………………………………………..

                     Τα ταιριαστά ξεταίριαζα κι ορφάνευα φαμίλιες

                     Μακελευτής, ξολοθρευτής ξεχώριζα διαλυούσα…

                     Μια θλιβερή ν’ αργαδινή μια πένθιμη ν’ ημέρα…

                     Ξάμωσα και μπαλώταρα ένα φτωχό ν’ αγρίμι

                     Την ώρα που ’πινε νερό κι έπεσε κι εσωριάστη.

                     Σηκώθηνε, ξανάπεφτε, κολύμπανε στο αίμα

                     Κι εσύρθηνε με την κοιλιά μέσα σ’ ένα σπηλιάρι…

 Εγλάκηξα κι εσίμωσα, θωρώ έν΄ αγριμάκι

 Και πλάι η μάνα η έρημη να κλαίει να σπαράσσει.

                     ………………………………………………….   

                      Έσκυψα και γονάτισα επάνω στο κουφάρι

Με δάκρυα προσευχήθηκα, τον ουρανό ξανοίγω

Φιλώ τ’ αγρίμι το μικρό, στην αγκαλιά το σφίγγω

Ζεστά μ’ αγάπη στοργικά και σκέφτομαι με πόνο:

                     Ώφου και γιάειντα τ’ ώκαμα κι ίντα ψυχή θα δώσω…

                     Ανάθεμα στην τουφεκιά, κατάρα στα ντουφέκια

                     Ιησού Χριστέ, συχώρα μου τέθοιο μεγάλο κρίμα!!…».

 

Αλλά και στο δεύτερο (και πάλι περί την τέχνη και το «πάθος» του κυνηγιού αναφερόμενο), υπό τον τίτλο: «Γιάειντα»: ξεπηδούν παρόμοια του Ποιητή ηθικά ερωτήματα- όπως και στο προηγούμενο- με δεσπόζουσα, όμως, σε αυτό και μιαν ακραιφνή κι ατόφια οικολογική συνείδηση, αποτέλεσμα της βαθιάς ανθρωποκεντρικής παιδείας που τον διέκρινε. Μιας παιδείας του στήθους και της ψυχής και όχι μιας παιδείας μίζερης και μιμητικής, σαν αυτή που δέχεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ο άνθρωπος της εποχής μας. Εδώ, αντίθετα, ο ποιητής ορμάται και μας μεταγγίζει από αυτήν την αληθινή παιδεία, σοφία και γνώση που ενέπνεε και τον ίδιο και διαπότιζε λυτρωτικά τον παλαιινό άνθρωπο της Κρήτης, τον παλαιινό κρητικό πολιτισμό:

 

 «Λεβέντη κι αντρειωμένε μου κι έχασα την ορπίδα

 Γ ι ά ε ι ν τ α  σε σκότωσ’ ο φονιάς και σ’ έπεψε-ν- του Χάρου;».

 

[Μοιρολογά το θηλυκό λαγουδογέρακο τον σύντροφό του που έπεσε από το βόλι του κυνηγού (όπου, πάλι, κρύβεται ο ίδιος, ο μετανοημένος Ποιητής)]. Κι εδώ, ο πυθαγόρειος υπότιτλος του ποιήματος συνοψίζει την ηθικοπλαστική σκέψη του Ποιητή: «Ελεύθερον αδύνατον είναι τον πάθεσι δουλεύοντα και υπό παθών κρατούμενον»

 

Παραθέτουμε, στη συνέχεια, τους χαρακτηριστικούς τίτλους και των λοιπών ποιημάτων, όπως ακριβώς έχουν στο σύντομο αυτό πόνημά του, με μια συνοπτικότατη αναφορά στο περιεχόμενό τους:

 

  • Τ ο κ υ π α ρ ί σ σ ι  κ ι  η  Ε λ α ί,

 

Στο ποίημα αυτό προβάλλεται η ευγένεια που χαρίζει στον άνθρωπο η αρετή της τ α π ε ί ν ω σ ης. Το κυπαρίσσι περηφανεύεται στην Ελαί κι έρχεται και το βρίσκει, για τον εγωισμό και την αλαζονεία του, ο θάνατος και η καταστροφή. Χαρακτηριστικοί οι προτασσόμενοι από την Ποιητή επίλεκτοι του ποιήματος υπότιτλοι, όπως τον μενάνδριο: “αλαζονείας ου τις εκφεύγει δίκην”, αλλά και τον γνωστό παλαιοδιαθηκικό στίχο: “Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν” (Παρ. Σολωμ. 3, 34).

 

  • Ο Μ α ν ο ύ σ ο ς κ α ι  τ ο  ρ ί φ ι,

 

όπου βλέπουμε την πλήρη κι  ε υ γ ν ώ μ ο ν α  του ζώου α γ ά π η  προς τον ντεληκανή φίλο του, τον Μανούσο, που φτάνει μέχρι και αυτή τη θυσία για χάρη του, γιατί δεν ξεχνά που, ως μικρό ριφάκι, ο Μανούσος το ’παιζε, το συμπονούσε και το σπλαχνιζόταν και το φρόντιζε αγαπητερά:

 

«Κύρη κι αφέντη σφάξε με για χάρη του Μανούσο…

 Και γδάρε με και πούλιε με ντουγρού στο Κατωμέρι

 

ζητά το ρίφι από τον Κύρη του κι αφέντη του, τον Σήφη, προκειμένου πουλώντας το, να βγάλει λεφτά και να κάνει το χατίρι του ντεληκανή φίλου του, του γιου του, του Μανούσου, «απού μεγάλωσε και του κουγιούρντισε απολιγού (σιγά- σιγά), ρόδα να αποχτήσει». Και στο δεύτερο αυτό ποίημα υπότιτλος ζηλευτός θα παρατεθεί από τον Ποιητή το απόσπασμα του περίφημου παύλειου Ύμνου της Αγάπης: ” Και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν ώστε όρη μεθιστάνειν αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί” (Προς Κορ. Κεφ. 13).

 

  • το ριζίτικο Κ ι α ν  ε ί ν α ι  γ ι α  τ ο  Ρ έ θ ε μ ν ο ς

 

στο οποίο ξεχειλίζει πληθωρική, θα την έλεγα βαθιά ερωτική, η αγάπη του Ποιητή για τον γενέθλιο τόπο του, το Ρ έ θ ε μ ν ο ς, το Ρέθεμνος των ονείρων του και των προσδοκιών του. Παραθέτω, στη συνέχεια, το εν λόγω ποίημα- που μελοποίησε ο Μπάμπης Πραματευτάκης- γιατί, πραγματικά, αξίζει, νομίζω, να το γευθεί ο διαλεκτός και ειδικά ο Ρεθεμνιώτης, αναγνώστης:

 

Καλότυχος, καλόμοιρος στην Κρήτη αν’ ε μπροβάλλεις

Κι αν είναι για το Ρέθεμνος δυο βολές καλομοίρης,

Γιατί στη μέση του νησού η αρχοντοπολιτεία

Σε σωντηρά πεσίχαρη σα λυγερή νεράιδα.

Μιαν ταχινή με τη δροσά κι όντ’ αποδιαφωτίζει

Να πάρεις τ’ ανεβόλεμα του κάστρου τση Φορτέτζας

Σφούγγιξέ τον τον ίδρω σου, σα ’θελα σωπατήσεις

Κι απής σιμώσεις στα τειχιά πίσ’ απ΄ τσι πολεμίστρες

Ξάνοιξ’ ομπρός δεξά- ζερβά, να τηνε μπεγιεντίσεις.

Από παέ ν’ οι γι’ εκκλησές με τα καμπαναριά τους

Παλαιινά ν’ αρχοντικά, τζαμιά και μιναρέδες

Πρεπιά ναι το Βενέτικο λιμάνι με το φάρο

Καρσί βγορίζ’ ο Ευληγιάς τα Τρία Μοναστήρια

Η Τρυπητή κι ο Βρύσινας με τα χωριά στη ρίζα.  

Κι’ οντ’ εμφραθού- ν- τα μάθια σου μέσ’ την παλιά τη -μ-πόλη

άμε και σάλεψέ τηνε μη λυπηθείς τα ζάλα

      να κάμεις το σεΐρι σου, να τηνε σεργιανίσεις

και να χαθείς μέσ’ στα στενά και στα πολλά σοκάκια.

Ξάνοιξε θύρες σκαλιστές, καμάρες, καντονάδες

Βρύσες μ’ ολόδροσα νερά, κιόσκια, ψηλά μπαλκόνια

Πλατέες σαν του Πλάτανου και τση Μεγάλη- Πόρτας.

Γνώρα να δώκεις στη στραθιά μ΄ όσους συναπαντήξεις

άντρες πούχουνε φρόνεση, ντρέτους και μπεσαλήδες

γυναίκες καλεπίταγες, με σέβας κι’ αξιοσύνη!…”

 

Και τα πέντε αυτά ποιήματα αναδεικνύονται αληθινά λογοτεχνικά αριστουργήματα, που, αν σκύψεις και τα περιδιαβείς προσεκτικά, θα νιώσεις να σου χαϊδεύουν ανάλαφρα την ψυχή, θα αφουγκραστείς να σου αποκαλύπτονται μέσα σου οι ποικίλες εκφάνσεις του καθημερινού βίου και πολιτισμού των παλαιινών Κρητικών, θα νιώσεις να σου σιγοτραγουδά αυτή η ίδια η ψυχή της Κρήτης. Η τρυφερότητα, ο συναισθηματικός πλούτος και η πνευματικότητα- εκφραστές της ψυχικής ευγένειας και του ανώτερου ήθους του νοσταλγού Ποιητή τους- τα διακρίνουν και τα χαρακτηρίζουν και απαντούν σε όλη την έκταση των ποιημάτων.

Πέραν, όμως, των παραπάνω μηνυμάτων και του πέρφανου αρώματος της αγαπημένης του Κρήτης και μάλιστα του Ρεθέμνους, που εκπέμπονται από τα παραπάνω πέντε ποιήματα του Μανόλη Κούνουπα, μεγάλη, επίσης, και ουσιωδέστατη κρίνεται και η προσφορά τους και στην επιστήμη της Γλωσσολογίας με το πλούσιο τοπικό ιδίωμα που ο συγγραφέας με καταπληκτική ευχέρεια κι επιδεξιότητα, από την αρχή ως το τέλος, χρησιμοποιεί. Η ταυτόχρονη παράθεση και ενός πλουσιότατου λεξιλογίου στο τέλος του κάθε ποιήματος- κλειδιού πολύτιμου στα χέρια του νεότερου αναγνώστη- αποδεικνύει με βεβαιότητα τον υψηλό βαθμό γνώσης από τον συγγραφέα της Κρητικής μας ντοπιολαλιάς.

 

– 3 –

 

ΝΙΚΗΣΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

 

[Έκδοση «Γραφοτεχνική Κρήτης», Ρέθυμνο 2011, σχ. 8ο (24 Χ 17), σσ. 171+Παραρτήματα]

 

Με τον όρο  α υ τ ο β ι ο γ ρ α φ ί α  χαρακτηρίζουμε, συνήθως, ένα συνεχές αφηγηματικό κείμενο, στο οποίο ένας άνθρωπος καταγράφει ο ίδιος την ιστορία της ζωής του ή ενός μόνο μέρους αυτής. Η αυτοβιογραφία, στις περισσότερες περιπτώσεις, γράφεται σε χρόνο αρκετά μεταγενέστερο από τα όσα εξιστορεί. Στην αυτοβιογραφία ανήκει και το Η μ ε ρ ο λ ό γ ι ο, στο οποίο βιογράφος είναι αυτός ο ίδιος ο αυτοβιογραφούμενος και αφορά στη συστηματική καταγραφή από ένα άτομο των πιο σημαντικών στιγμών και γεγονότων της προσωπικής του ζωής. Κατά κανόνα δεν γράφεται για να δημοσιευτεί ή να διαβαστεί από άλλους πλην του ίδιου του συγγραφέα του. Γι’ αυτό και ειδικά χαρακτηριστικά αναγνώρισης του ημερολογιακού είδους είναι ο προσωπικός- εξομολογητικός του χαρακτήρας, η κυριαρχία τού α΄ ρηματικού προσώπου, η αποσπασματικότητα και το γεγονός ότι στην καταγραφή είναι όλα ιδωμένα κάτω από την οπτική γωνία του ατόμου που κρατά τις ημερολογιακές σημειώσεις.

Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά του είδους ανευρίσκονται γενναιόδωρα στο παρουσιαζόμενο βιβλίο με τον εντυπωσιακά πρωτότυπο αλλά και έντονα αινιγματικό τίτλο: «Ν ί κ η σ ε  δ υ ο  φ ο ρ έ ς  τ ο  θ ά ν α τ ο» (εικ. 3), του αείμνηστου φίλου Ρεθεμνιώτη λογοτέχνη, Μ α ν ό λ η  Κ ο ύ ν ο υ π α, ώστε να μπορούμε να το κατατάξουμε στο είδος αυτό της ημερολογιακής αυτοβιογραφίας.

Το βιβλίο, πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται στο Ημερολόγιο που κρατούσε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο ανθυπολοχαγός Π α ν τ ε λ ή ς Σ α β β ά κ η ς, στο οποίο, ο εν λόγω ανθυπολοχαγός, αυτοβιογραφούμενος, καταγράφει βήμα προς βήμα, με έναν χαρισματικό ερασιτεχνισμό που εκπλήσσει και κυριολεκτικά συναρπάζει τον αναγνώστη, την καθημερινή του ζωή στον πόλεμο, την οποία διηγείται με εξαιρετικά απρόσμενη, παρά το νεαρότατο της ηλικίας του (ήταν, τότε, είκοσι, μόλις, χρόνων!), ωριμότητα. Το ημερολόγιό του καθίσταται, στη συνέχεια, μια αποκάλυψη με τη φωνή ενός νέου, που ενσωματώνει μέσα της τη φρίκη και τα δεινά του πολέμου και αποκορυφώνεται στην έκφραση όλου του πατριωτικού και αντιπολεμικού μένους της ψυχής του.

Θα ήταν ευχής έργο η διάσωση Ημερολογίων του είδους αυτού, που είναι αυτή η ίδια η ιστορία του τόπου μας, γραμμένη σε πρώτο χέρι, γνήσια, καθάρια και αυθεντική από ανθρώπους που έζησαν και βίωσαν «στο πετσί» τους την ανατριχίλα και την αποστροφή των γεγονότων [παράβαλε, στο σημείο αυτό, και το γνωστό Ημερολόγιο της Γερμανοεβραίας έφηβης Άννας Φράνκ- αυτήν την de profundis αποκάλυψη με τη φωνή ενός μικρού παιδιού- που μέσα του ενσωματώνει όλον τον αποτροπιασμό του φασισμού περισσότερο από οποιοδήποτε στοιχείο της Νυρεμβέργης].

Έτσι και το «Νίκησε δυο φορές το θάνατο» αποβαίνει το εκφραστικό µέσο µιας νεωτερικής αντίληψης του πολέµου και υποκειµενικής έκφρασης της σκληρής πραγµατικότητας. ∆εν πρόκειται εδώ για την ηρωική μόνο διάσταση του πολέµου, αλλά για τη φρικιαστική και αποκρουστική πραγµατικότητά του, έτσι, ακριβώς, όπως βιώνεται από τον ανθυπολοχαγό Παντελή Σαββάκη και καταγράφεται στο ηµερολόγιό του, σύμφωνα, θεωρώ, με τον τρόπο και του λοχία Κωστούλα, στο κλασικό έργο «Η Ζωή εν Τάφω» του Στράτη Μυριβήλη.

Το αντιπολεµικά µηνύματα του έργου- όπως και αυτά του Στράτη Μυριβήλη- αναδεικνύονται µέσα από την ωµότητα της ρεαλιστικής καταγραφής που χρησιµοποιεί και μέσα από την αποστροφή και τον θάνατο ως µέσον απώθησης που εξισώνει όλους τους ανθρώπους, φίλους και εχθρούς, κάτω από το βάρος της συντριβής της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι, ακόμα, η φρίκη της ανθρωποσφαγής των χαρακωμάτων και οι άθλιες συνθήκες πείνας, κρύου, απανθρωπιάς και μαρτυρίου, που κυριαρχούν σε όλες τις σελίδες του βιβλίου.

Η αυθεντικότητα της πρώτης ύλης, το βάρος της προσωπικής εµπειρίας και η αντιπολεµική ιδεολογική φόρτιση προσδίδουν στη γραφή ρεαλιστική αµεσότητα. Ο ήρωας άλλοτε εκθέτει πλήρη σχέδια δράσης, άλλοτε σού μεταφέρει τον ενθουσιασμό και τη χαρά της επιτυχούς έκβασης των επιχειρήσεων και άλλοτε την πικρή γεύση και την παγωμάρα της αποτυχίας και του επικείμενου θανάτου. Φρικιαστικές σκηνές αιχμαλωσίας- Ιταλοί να αυτομολούν και να αυτοπαραδίδονται στους Έλληνες- ή πείνας και απαισιοδοξίας εναλλάσσονται ξαφνικά με σκηνές δύναμης, αισιοδοξίας, βαθιάς επιθυμίας για ζωή και χαράς αναστάσιμης.

Βλέπουμε, περαιτέρω, και διδασκόμαστε από το παράδειγμα του ήρωα Παντελή Σαββάκη πώς οι εξαιρετικές καταστάσεις και δυσκολίες της ζωής καθίστανται γι’ αυτόν δύναμη, δημιουργώντας του αντιστάσεις και ικανότητα στο μυαλό να σκέφτεται γόνιμα και δημιουργικά και να επιζητεί τη βοήθεια του Θεού, εκδαπανώντας στο έπακρον όλα τα ανεξάντλητα αποθέματα των δυνάμεων της ψυχής του. Και καλύτερη μαρτυρία γι’ αυτό δεν μπορεί να είναι παρά αυτή η προσωπική του ήρωα αγάπη για τη ζωή και τον άνθρωπο, που παραμένει, άλλωστε, ο συνεκτικός ιστός της σκέψης του και ολόκληρου του έργου του στην εξελικτική του πορεία και μαρτυρία. Αυτό, εξάλλου, είναι που τον έκανε να νικήσει δυο φορές τον θάνατο και μετά από επανειλημμένες μεταπτώσεις σε καταστάσεις ψυχικής ανεπάρκειας και αδυναμίας, ο ήρωας να επανέρχεται και πάλι με όλη τη δύναμη της ψυχής του και την αμετάθετη αποφασιστικότητά του και να βγαίνει νικητής στη ζωή και στον θάνατο. Δεν άφησε ούτε στιγμή τη σκέψη του να θολώσει, μπροστά σε αναπάντεχα περιστατικά και εξελίξεις και ήταν το μέγεθος τού εκάστοτε αναφαινόμενου προβλήματος που κινούσε το σύνολο των δυνάμεων της ψυχής του. Έχουμε ένα μοναδικό παράδειγμα θάρρους και ευψυχίας για τους νέους μας, που, για τον λόγο αυτόν, πρέπει το εν λόγω βιβλίο να φθάσει στα χέρια τους και να το διαβάσουν, γιατί έχουν πολλά, μα πάρα πολλά να ωφεληθούν!

Ο μακαριστός φίλος Μανόλης Κούνουπας κατάφερε, είναι γεγονός, και ζωντάνεψε σε ένα σημαντικό για τα νεοελληνικά γράμματα έργο του- αληθινό ύμνο για τη ζωή και την ειρήνη- τις παραπάνω μνήμες από τις ημερολογιακές σημειώσεις του Π α ν τ ε λ ή  Σ α β β ά κ η από τα χαρακώματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μιλώντας με τη φωνή του ή, καλύτερα, με τα χειρόγραφά του. Η μετατροπή τους σε αφηγηματικό λόγο από την πένα του Μανόλη Κούνουπα έγινε κατά τρόπο αριστοτεχνικό. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί πρόσωπα, στήνει σκηνικά δράσης και, γενικά, φωτίζει την αφήγησή του με ποικίλες άμεσες ή έμμεσες μαρτυρίες και πληροφορίες. Ασήμαντα γεγονότα τα παρουσιάζει συνοπτικά, με τη συμπύκνωση του χρόνου, ενώ σε αυτά που θεωρεί ενδιαφέροντα και σπουδαία εστιάζει επιτυχώς με παράταση της χρονικής τους διάρκειας. Δεν περιορίζεται στην περιγραφή των γεγονότων, αλλά τα παρουσιάζει ολοζώντανα σαν να ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μας κινηματογραφικά. Συμμετέχει, πράγματι, σε αυτά ενεργά, βιώνοντας το πρωτότυπο κείμενο του αυτοβιογράφου του και συμμετέχοντας σε αυτό ως πρωταγωνιστής ή ως αυτόπτης μάρτυρας. Αυτοβιογράφος και συγγραφέας μιλούν στην ίδια ακριβώς γλώσσα και στο κείμενο επικρατεί επιτυχώς το α΄ ρηματικό πρόσωπο του πρωτότυπου κειμένου. Ο συγγραφέας, περαιτέρω, πετυχαίνει ομαλή μετάβαση από το ένα αφηγηματικό μέρος στο άλλο, προκαλεί αγωνία και αναμονή στον αναγνώστη με τεχνητές επιβραδύνσεις της δράσης, όταν και όπου αυτές χρειάζονται, ενώ με την καλλιέπεια και κομψότητα του λόγου προσφέρει στον αναγνώστη γενναιόδωρα την αισθητική απόλαυση.

Γιώργος Φρυγανάκης

Για το Έντυπο Μνήμης Μανόλη Κούνουπα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ (Σελίδες 6):

Α΄ Παρουσίαση Βιβλίου: «Στενοποριές και στενορύμια»

Β΄  Παρουσίαση Βιβλίου: «ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΙΑ, η μάστιγα της ανθρωπότητας»

Γ΄ «Μισεμός»: ποίημά μου με αφορμή το «μισεμό» του Μανόλη Κούνουπα (Ρεθεμνιώτικα Νέα, 1.12.2018)

Α΄

Γιώργος Φρυγανάκης

Μανόλη Ι. Κούνουπα «Στενοποριές και στενορύμια».

(Εκδόσεις: ΙΩΛΚΟΣ, Αθήνα 2001, σ/ς 141)

Οι σχέσεις Ιατρικής και Λογοτεχνίας ήταν πά­ντοτε πολύ καλές, όπως φαίνεται από το πλήθος των γιατρών που υπηρέτησαν και τα δύο αυτά λειτουργήματα παράλληλα ή επάλληλα, όπως οι: Βηλαράς, Χριστομάνος, Κοραής, Καρκαβίτσας, Νιρβάνας, Παπαντωνίου, Πεντζίκης, Αναγνωστάκης και τόσοι άλλοι εξίσου ή λιγότερο γνω­στοί. Ίσως γιατί οι γιατροί, περισσότερο από κάθε άλλον, μπορούν να αξιολογούν και να αξιοποιούν τις «ενδείξεις» ενός θεραπευτικού ή προληπτικού αντίδοτου.

Οι σχέσεις αυτές επιβεβαιώνονται και από τη συγγραφική δρα­στηριότητα, του συντοπίτη μας για­τρού Μανόλη Κούνουπα, εύγευστος καρπός της οποίας είναι η έκδοση «Στενοποριές και στενορύμια».

Πρόκειται για μια συλλογή εννέα διηγημάτων που στο σύνολό τους συνθέτουν ένα κοινωνικό χρονικό εποχής, μια ασφαλή πρό­σβαση προσέγγισης του χτες και συγχρόνως μια βάση αναμέτρη­σης του παρόντος με το παρελθόν, την οποία δεν υπονομεύει καμία, υπέρβαση της πραγματικότητας, όσο κι αν ο συγγραφέας αντλεί την έμπνευσή του από «τα χρόνια της αθωότητας».

Προφανώς ο συγγραφέας βάφτισε τη συλλογή του μέσα σε «ένα μακρύ ποτάμι, που τα νερά του κυλούνε από σκοτεινά περάσματα, τραχιά στενορύμια, στενοποριές και βραχούλες». Έτσι, παρομοιάζονται τα βάσανα του κεντρικού ήρωα στο «Μισεμό», το τρίτο στη σειρά διήγημα. Πρόκειται για τον ξενιτεμό ενός φτωχόπαιδου μιας πολυμελούς οικογένειας, του οποίου η περίπτωση παραπέμπει αναδρομικά στις γενικότερες συνθήκες μιας εποχής που εξανάγκαζε σε «μισεμό», αλλά και προδρομικά, θα έλεγα, στην εποχή μας.

Μια σύντομη περιδιάβαση στα διηγήματα επιβεβαιώνει την αντιπροσωπευτικότητα του τίτλου της συλλογής.

Το πρώτο διήγημα με τον τίτλο «Γέννα στο Σφακόρυακο» μοιά­ζει με αναδιήγηση ενός παλιού παραμυθιού για μια γυναίκα που γέννησε εντελώς αβοήθητη μέσα σε πρωτόγονα «φυσικές» συνθή­κες και σηματοδοτείται από την πρόθεση του συγγραφέα να αναδείξει ανάγλυφα τη μορφή της ηρωίδας γυναίκας-μάνας και να θίξει ένα πολύ σοβαρό κοινωνικό ζήτημα ενός ολόκληρου πολιτισμού.

Στο δεύτερο διήγημα με τον τίτλο «Αγριάνθρωπος» εξιστορείται η αναλγησία του κοινωνικού περίγυρου απέναντι στον αδύνατο άνθρωπο, που συγκεκριμενοποιείται στο πρόσωπο ενός Μικρασιάτη πρόσφυγα, που αγωνίζεται ως «άνθρωπος για όλες τις δουλειές» για να επιβιώσει, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να μεταμορφώνε­ται από ένα σαλτιμπάγκο σε «αγριάνθρωπο», για να διασκεδάσει την ανία των… πολιτισμένων. Ο δάσκαλος που παίρνει «δυσμενή μετάθεση» και τα παιδιά τα στερημένα από τη χαρά της ψυχαγω­γίας συμπληρώνουν το κλίμα της εποχής.

Στο τέταρτο διήγημα, «Το παράσημο του Λοστρόμου», μέσα από την ηρωική πράξη ενός παλιού λοστρόμου και θαλασσόλυκου, που έσωσε τριάντα ναυτικούς με κίνδυνο της ζωής του, προβάλλε­ται η προσφορά ως αυτοσκοπός και προσβάλλεται ως σκοπιμότητα. Και έχουν ιδιαίτερη σημασία για την αποτίμηση της στάσης του λαϊκού μας ήρωα (αλλά και της «ιδεολογίας» του συγγραφέα) το γεμάτο «στενοποριές και στενορύμια» ιστορικό του καθώς και η αντίστιξή του προς τον ‘κύριο με τη γραβάτα και το χαρτοφύλακα», που προσπάθησε να τον συγκροτήσει με τη «φωνή της λογικής».

Στην «Εφήμερη απόδραση» η απελπιστική ακινησία μέσα στον ασφυκτικό κλοιό της ανίας της επαρχίας λειτουργεί τελικά ως κινη­τήρια δύναμη, που, με αφορμή ένα… μυστήριο θαλασσινό, ξεση­κώνει στο πόδι ολόκληρη την τοπική κοινωνία για να διασκεδάσει την πλήξη της. Η ολονύχτια αυτή κωμικοτραγική κατάσταση παίρ­νει «καβαφικές» διαστάσεις, καθώς παρουσιάζεται ως «μια κάποια λύσις» για τους «Αλεξανδρινούς» του παλιού Ρεθύμνου.

Στις «Ιστορίες στο Χακί» σκιαγραφούνται όλοι οι κλασσικοί τύ­ποι που συνθέτουν τον ασφυκτικό μικρόκοσμο του στρατού (όπως ο μάγκας, το μούτρο, ο καταφερτζής, ο καλαμπουρτζής ή ο αυταρχι­κός) και εξιστορούνται γεγονότα και καταστάσεις που σφυρηλα­τούν ανεξίτηλες σχέσεις. Πρόσωπα και πράγματα αποδίδονται με τέτοιο τρόπο που νομίζεις ότι τα ξέρεις από τη δική σου θητεία.

Στην «Επιστροφή στις ρίζες» ο συγγραφέας πραγματεύεται το προσφιλές «εθνικό» μας θέμα της επιστροφής του ξενιτεμένου (το «νόστιμον ήμαρ»), με σύγχρονο Οδυσσέα εδώ ένα γέρο Ρεθυμνιώτη. Η σύγκρουση μεταξύ του μεταλλαγμένου εξωτερικού χώρου της παλιάς γειτονιάς και του απαράλλαχτου εσωτερικού χώρου της μνήμης προκαλεί μια ασφυχτική «στενοποριά» στην ψυχή του κε­ντρικού ήρωα, που αναζητεί διέξοδο στο «ανακάλημα» των γονέ­ων του, που η κατάλληλη σκηνική ατμόσφαιρα ευνοεί.

Στο διήγημα «Το καρβέλι του γιατρού» ζωντανεύουν τα μαύρα χρόνια της κατοχικής πείνας και διεκτραγωδείται ο αγώνας για επιβίωση. Το χιούμορ και ο (αυτο)σαρκασμός του συγγραφέα πα­ραπέμπουν σε συστατικά της ιδιοσυστασίας του Κρητικού, που πά­ντοτε λειτούργησαν ως αμυντικοί ή και επιθετικοί μηχανισμοί στις αντιξοότητες της ζωής. Στο πρόσωπο του πονετικού γιατρού της φτωχολογιάς ενσαρκώνεται ο ιδανικός εκφραστής του «Όρκου του Ιπποκράτη». Και μη νομίσομε ότι ο γιατρός συγγραφέας… συντεχνιάζει, γιατί προηγουμένως αναφέρεται στην ανθρωπιστική δρά­ση του παπα-Γρηγόρη, του «καλού Σαμαρίτη» της προσφυγιάς στο Ρέθυμνο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Στα «πέτρινα χρόνια» της Κατοχής αναφέρεται ο συγγραφέας και στο τελευταίο του διήγημα με τίτλο «Ο φίλος μας ο Τομ». Εδώ αναπλάθει τις ιστορικές στιγμές του βομβαρδισμού της Κρήτης και της ναζιστικής επιβολής και εξειδικεύεται στο θέμα της αιχμαλω­σίας. Κεντρικός ήρωας τώρα είναι ένας ξένος, ο Άγγλος Τομ, που η αγέρωχη στάση του απέναντι στους δεσμώτες του εντυπωσιάζει αφάνταστα τα παιδιά, που… βομβαρδίζουν το στρατόπεδο των πεινασμένων αιχμαλώτων με τα σωτήρια πορτοκάλια τους.

Στον κόσμο αυτό του χτες μας ξεναγεί ο συγγραφέας με μια επι­μελημένη δημοτική γλώσσα, χωρίς αποκλεισμούς και στεγανά. Έτσι το κρητικό ιδίωμα, η απλοϊκή λαϊκή, η καθαρεύουσα ή ο «κλειστός» γλωσσικός κώδικας του στρατού αποτελούν «ηδύσματα» ενός λόγου που αποδίδει πιστά τις συγκεκριμένες επικοινωνιακές στιγμές.

Οι επτά πρώτες ιστορίες είναι δοσμένες σε τρίτο πρόσωπο από την οπτική γωνία ενός αφηγητή που παρατηρεί τα γεγονότα αποστασιοποιημένος ή και διακριτικά. Από τη μηδενική αυτή εστίαση περνά στην εσωτερική εστίαση στα δύο τελευταία διηγήματα, όπου διακρίνεται πίσω από το συλλογικό «εμείς», χωρίς να ξεκόβει ούτε στιγμή από το «χορό» για να γίνει ο «κορυφαίος» του, αν και ήταν στην εξουσία του ως αφηγητή.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο συγγραφέας επιλέγει τους ήρωές του όχι από τα αριστοκρατικά «τζάκια» αλλά από τα λαϊκά στρώματα, αναδεικνύοντας μέσα από τη δράση των ταπεινών ως «άριστη» κατά­χτηση του ανθρώπου την ανθρωπιά, όπως αυτή εκδηλώνεται μέσα από την ανυστερόβουλή προσφορά, την άδολη αγάπη, την ανυπό­κριτη φιλία, την αξιοπρέπεια ή τον έντιμο αγώνα και μέσα από την εναντίωσή της προς την πολυτέλεια του πλούτου, την ευτέλεια των συναισθημάτων ή την υποτέλεια στον ψυχρό ορθολογισμό.

Έτσι, όσο κι αν τα διηγήματά του παραπέμπουν χρονικά σε άλ­λες εποχές, δε φαίνονται καθόλου απόμακρα χάρη στα διαχρονικά μηνύματα που εκπέμπουν μέσα στο σύγχρονο κοινωνικό «γίγνε­σθαι». Και αυτό είναι που κάνει τη γραφή του μαχητική και το βι­βλίο του χωρίς «ημερομηνία λήξης».

Γενικά ο Μ. Κούνουπας οικοδομεί το λογοτεχνικό έργο του με αγνά υλικά, πράγμα που το κάνει να λειτουργεί στις μέρες μας σαν μια όαση κατάλληλη για την επώαση ανώτερων συναισθημάτων και στάσεων ζωής.

Β΄

Γιώργος Φρυγανάκης

Μανόλη Ι. Κούνουπα

«ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΙΑ, η μάστιγα της ανθρωπότητας»

Εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ, Αθήνα 2002, σς.375

Ο Ρεθυμνιώτης συγγραφέας Μανόλης Κούνουπας μετά την έκδοση της εξαίρετης συλλογής διηγημάτων «Στενοποριές και στενορύμια» (2001), έφτασε «Ακόμα ψηλότερα» (για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο ενός παλιότερου, επίσης εξαίρετου, έργου του). Αναφέρομαι στην έκδοση του βιβλίου του με τον τίτλο: «ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΙΑ η μάστιγα της ανθρωπότητας».

Και λέω «ακόμη ψηλότερα», γιατί ο Μανόλης Κούνουπας με ανάχωμά του το πόνημά του αυτό λειτουργεί ως αντίμαχος της «Λερναίας Ύδρας» της απάνθρωπης μισαλλοδοξίας και ως υπέρμαχος του ανθρωπισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χωρίς εκπτώσεις, ανεβαίνοντας έτσι αυτοδίκαια στο βάθρο του Οικουμενικού Ανθρώπου, του Οικουμενικού Δασκάλου…

*     *     *

Ο συντοπίτης μας συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο του «στη μνήμη του παιδικού, αδελφικού του φίλου Μανούσου Πραμματευτάκη που έπεσε μόλις δεκαοκτώ χρονών από το βόλι της πιο ανελέητης μισαλλοδοξίας».

Πρόκειται για ένα έργο ωριμότητας, στο οποίο ο συγγραφέας θέτει -και παραθέτει «προκλητικά» στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του- τα καυτά ερωτήματα: «Από πού εκπορεύεται το φαινόμενο της μισαλλοδοξίας; Από πού απορρέει το παραλήρημα μίσους και οργής, που στρέφει τη μια φωνή κατά της άλλης, της άλλης άποψης, της άλλης κρίσης, της άλλης εκτίμησης; Πώς ξεφεύγουν οι άνθρωποι από τις αποδεκτές συμπεριφορές και καταλήγουν εξ αντικειμένου ακόμα και στο ειδεχθές έγκλημα;)

Ο ιατρός-συγγραφέας «ακτινογραφεί» από κάθε οπτική γωνιά την «επάρατη ασθένεια» της μισαλλοδοξίας, δίνοντας μας με πληρότητα την αιτιολογία, τη συμπτωματολογία και την περιπτωσιολογία της αλλά και την κατάλληλη προληπτική και θεραπευτική αγωγή.

Πιο αναλυτικά, ο συγγραφέας:

  • Φωτίζει όλες εκείνες τις συνθήκες -εθνικές, πολιτικές, θρησκευτικές, οικονομικές, κοινωνικές, ψυχολογικές- που λειτουργούν ως θερμοκήπιο για την επώαση και την ανθοφορία της μισαλλοδοξίας.
  • Παρακολουθεί τη διαχρονική και διατοπική πορεία του φαινομένου, «από την εποχή του Σινικού Τείχους έως τις μέρες του Τείχους του Βερολίνου», με όλες τις διακυμάνσεις του ως προς την έκταση και την ένταση.
  • Στιγματίζει τους παραγωγούς και προαγωγούς του ιδεολογικού μονισμού, τους υπάνθρωπους εκείνους που χρησιμοποιούν τη μισαλλοδοξία ως παραισθητικό του λαού για το ατομικό και μόνο συμφέρον τους.
  • Θρηνεί μέσα από ένα μακρύ μαρτυρολόγιο τα θύματα των αφιονισμένων και οιστρηλατημένων ατόμων και μαζών, προτρέποντας τους αναγνώστες με το στίχο του Shelley: «Για τ’ άδικο που γίνεται στον κόσμο να θρηνείτε».
  • Λειτουργεί ως παιδαγωγός, ανεμίζοντας απέναντι στα μαύρα λάβαρα του πνευματικού ιμπεριαλισμού και της πνευματικής αδιαλλαξίας την πολύχρωμη σημαία της διαλλακτικότητας, της διαλεκτικότητας, της αλληλεγγύης, της δημοκρατίας, του ανθρωπισμού…

Το γεγονός ότι στις μέρες μας πυκνώνουν οι εμφανίσεις αυτής της κόρης της άγνοιας και του συμφέροντος και μητέρας της μικρόνοιας και της παράνοιας προσδίδει στο βιβλίο μια δραματική επικαιρότητα.

Ο αναγνώστης, έχοντας εμπεδώσει το «μάθημα», μπορεί να κάνει τις ανάλογες προεκτάσεις στο παρόν του, την αντικειμενική κριτική και αυτοκριτική του, τις διαγνώσεις και προγνώσεις του.

Το βιβλίο άλλωστε, παρά τον όγκο του, διαβάζεται ευχάριστα χάρη στη στρωτή δημοτική γλώσσα του αλλά και χάρη στη διάρθρωσή του σε πολλές αυτοτελείς ενότητες που δίνουν τη δυνατότητα στον αναγνώστη να κάνει τις επιλογές της στιγμής.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο συγγραφέας κλείνει αισιόδοξα, «προφητικά» θα έλεγα, εναποθέτοντας τις ελπίδες του στην παιδεία:

«Θα ’ρθει μια μέρα που ο οικουμενικός άνθρωπος θα γνωρίσει το συνάνθρωπο τον, θα τον πλησιάσει με αγάπη… Θα ’ρθει μια μέρα που τα παράφορα, ασυγκράτητα ανθρώπινα πάθη, όπως είναι η μισαλλοδοξία και ο φανατισμός των προκαταλήψεων, θα τα αντικαταστήσουν η λογική, η κατανόηση και η μετριοπάθεια. Το ανθρώπινο πνεύμα θα βρεθεί μέσα σε μια κοινωνία ελεύθερη και δίκαιη…».

Όσο περισσότεροι συγγραφείς σκέφτονται και γράφουν όπως ο Μανόλης Κούνουπας, όσο περισσότεροι αναγνώστες διαβάζουν και ασπάζονται όσα γράφουν συγγραφείς σαν το Μανόλη Κούνουπα, τόσο πιο κοντά έρχεται αυτή η μέρα…

 

Γ΄

(Ρεθεμνιώτικα Νέα, 1.12.2018)

 

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΦΡΥΓΑΝΑΚΗ

Μισεμός

 

Μισεύεις με μισή καρδιά

μα δίχως μίσος για κανένα.

μονάχα για τη «Μισαλλοδοξία

-τη μάστιγα της ανθρωπότητας»!…1

Μισεύεις και σε πικροαποχαιρετά

η «Κρήτη η αγαπημένη του ήλιου»2

και συ την αντιχαιρετάς ποιητικά

μέσ’ απ’ τα «Αναβολέματά»3 σου

σε ατόφια κρητική ντοπιολαλιά!…

Μισεύεις, μα η αρχοντομορφή σου

θα  εξακολουθήσει να  οδοιπορεί

σε «Στενοποριές και στενορύμια»4

της πόλης σου, που ύμνησες εσύ

με ρίμες ή πεζά αξιολάτρευτα!…

Μισεύεις, μα θα αντηχεί η προ-

τροπή σου «Ακόμα Ψηλότερα»!5

Μισεύεις, αφού «Νίκησε-ς-

δύο φορές το θάνατο»,6

μια το σωματικό στην Κατοχή

κι άλλη μια τώρα, τον πνευματικό!

Και αυτή ’ναι νίκη τελεσίδικη!…

Κοίτα! Χορό χαράς, μελίρρυτε,

έστησαν οι ασώματοι λογοτεχνίτες

να σε καλοδεχτούνε στη χορεία τους!

Χώρο ευρύχωρο στολίσανε οι Χάριτες

να υποδεχτούν εσένα με τις χάρες σου!

Εσένα, που πολυσκοτιζόσουν πάντοτε

των άλλων να φωτίζεις τα σκοτάδια,

να τους διδάσκεις ότι πιο «κοντός»

άνθρωπος είναι ο «υπεράνθρωπος»

και πιο «ψηλός» ο «άνω θρώσκων»

ή ότι πιο «μικρός» είναι ο μικρόψυχος

ενώ ο μεγαλόψυχος, ο πιο «μεγάλος»!…

Εσένα, που… άγιαζες μονάχος στο αγιάζι

διδάσκοντας βιωματικά τη στωικότητα!…

Εσένα γνήσιε λειτουργέ του Ιπποκράτη,

φυσιολάτρη και «διαβίου» ορειβάτη

των υλικών ή άυλων ορθοπλαγιών,

φιλόλαε άρχοντα και λαοφιλή,

σεμνέ υπηρέτη των κοινών

και χορωδέ καλλίφωνε,

άξιο τέκνο της θρυλικής

«Λέλας της προσφοράς»

αλλά και της αιώνιας

«Πόλης των Γραμμάτων»!

………………………

Μισεύεις, μα εκεί που πας

το θυμιατό του λογισμού μας

θα ανεβάζει λόγια αληθινής αγάπης

εκτίμησης, φιλίας και ευγνωμοσύνης!

 

*Με αφορμή τον πρόσφατο «μισεμό» του

Ρεθυμνιώτη λογοτέχνη Μανόλη Κούνουπα

1-6: Βιβλία που εξέδωσε ο Μ. Κούνουπας

 

 

Εισήγηση Χάρη Καλαϊτζάκη

 

Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΟΥΝΟΥΠΑΣ ΟΠΩΣ ΤΟΝ ΘΥΜΑΜΑΙ

Είναι Αύγουστος του 2014. Βρισκόμαστε μαζί με τον φίλο Γιώργη Φρυγανάκη στο Ατσιπόπουλο, στην παρουσίαση του δεύτερου βιβλίου του Δημήτρη Ποθουλάκη.

Πριν ξεκινήσει η εκδήλωση συζητούμε περί ανέμων και υδάτων. Μπροστά μας στέκεται ένας ηλικιωμένος ψηλός κύριος με ευγενική φυσιογνωμία, τον οποίο γνωρίζω μόνο εξ όψεως. Είναι ο Μανόλης Κούνουπας.

-Γιατί δεν τον ρωτάς να σου δώσει πληροφορίες για το βιβλίο σου, μου προτείνει ο Γιώργος. Θα σου φανεί πολύ χρήσιμος.

Εκείνη την εποχή ετοίμαζα το βιβλίο μου «Τα δικά μας καφενεία».

-Μα δεν τον γνωρίζω.

-Γνώρισέ τον λοιπόν.

Μια και δυο πηγαίνω κοντά του και παρουσιάζομαι ευπειθώς. Μετά από μια σύντομη και ευχάριστη συζήτηση –εν τω μεταξύ ξεκινούσε η παρουσίαση- ανανεώσαμε το ραντεβού μας στις επόμενες ημέρες.

Αυτό ήταν. Η στιγμή εκείνη –σημάδεψε μια γνωριμία από τις σημαντικότερες στη ζωή μου –αν και ομολογώ πως το ξεκίνημά της είχε τη σκοπιμότητα που προανέφερα- και είμαι ευγνώμων για τη συγκυρία.

‘Εκτοτε με τον κύριο Μανολάκη, όλα τα καλοκαίρια –τα λίγα δυστυχώς της γνωριμίας μας- που βρισκόταν στο Ρέθυμνο, εραστής του τόπου που γεννήθηκε και με προσμονή ερχόμενος από την Αθήνα όπου διαχείμαζε, βρισκόμαστε σε σχεδόν καθημερινή επικοινωνία.

Είναι αναρίθμητα τα στοιχεία, που σαν  παλιός Ρεθεμνιώτης με τροφοδότησε για τη συγγραφή του βιβλίου μου.

Μα πάνω από όλα είναι αναρίθμητα τα χαρίσματα και η θετική αύρα που ο άνθρωπος αυτός εξέπεμπε στον κύκλο του.

Θησαυρός γνώσεων, φιλοσοφικών και ιστορικών, όχι μόνο για το Ρέθυμνο αλλά για την ανθρωπότητα ολόκληρη, δομημένος σε σταθερές ηθικές και κοινωνικές βάσεις, προοδευτικός, ευαίσθητος , βαθιά θρησκευόμενος και πάντα εύχαρις, αποτελούσε ιδανικό συζητητή.

Η επαφή μαζί του, έδιδε στην ομήγυρι του τη γεύση του παλιού καλού Ρεθύμνου, που είχε μείνει γνωστό σαν πόλη των γραμμάτων και της κουλτούρας, όντας ο ίδιος το ζωντανό παράδειγμα.

Θα σας αφηγηθώ δυο-τρία περιστατικά, ενδεικτικά του αναστήματος του ανδρός.

‘Ένα καλοκαιρινό βραδινό στο σπίτι μας στον Ορθέ με παρέα και άλλους εκλεκτούς φίλους.

Ο κύριος Μανόλης πάντα στο κέντρο της συζήτησης, με τις ιστορίες και τα ανέκδοτά του. Η παρέα καλή, το φαγητό επίσης. Φεύγοντας η γυναίκα μου του δίνει ένα μικρό δωράκι κεραμικό από τις Μαργαρίτες. Η συγκίνησή του απερίγραπτη.

Την επόμενη μέρα, με το αγαπημένο του μέσον επικοινωνίας –το FAX- μας στέλνει το παρακάτω ποίημα.

Χάρη  και Ρούλα

«Είστε με αισθήματα βαθιά

και ταιριαστό ζευγάρι

Να ’χετε όλα τα καλά

και του Θεού τη χάρη

Τα πλούτη και τα χρήματα

δεν έχουνε αξία

αξία έχει η ανθρωπιά

και η ευαισθησία

Υπέροχη  ήταν η βραδιά

με ψυχική γαλήνη

κι υπέροχος ο άνθρωπος

την ανθρωπιά να δίνει!»

 

Μα και το χειμώνα μακριά μας, κάθε Χριστούγεννα, κάθε Πάσχα και στις οικογενειακές γιορτές πάντα μας θυμόταν. Δεν ξεχνώ τις 365 συν 1 ευχές που μας έστελνε κάθε παραμονή νέου έτους. Φέτος οι ευχές του μας έλειψαν…

 

‘Ένα άλλο καλοκαιρινό βράδυ, στο εξοχικό του στο λόφο του Παπίδα, μας έχει καλέσει με λίγους φίλους για να μας περιποιηθεί. Φυσικά και εμείς συνεννοημένοι, κρατά ο καθένας το κατιτίς του. Βγαίνοντας στη βεράντα, ανάμεσα στα ορεκτικά και εδέσματα  που με φροντίδα είχε ετοιμάσει, αντικρίζομε σε ποτήρια με νερό  τριαντάφυλλα, που ο ίδιος είχε κόψει από τον κήπο του. Το τραπέζι αυτό και η παρουσίασή του, από έναν άνθρωπο  τόσο προχωρημένης ηλικίας, φάνταζε στα μάτια μας σαν το πιο  πλούσιο του κόσμου.

Η ψυχική τόνωση που έδινε στον Μανολάκη η συναναστροφή του με την  παρέα που είχε τα καλοκαίρια, φαίνεται από τη στιχομυθία που ο ίδιος μας περιέγραφε, όταν συναντιόταν στην Αθήνα με συνομηλίκους του εκεί απόδημους Ρεθυμνιώτες:

«Με ρωτούν. Τι κάνεις Μανόλη στο Ρέθυμνο, αφού όλοι της γενιάς μας έχουν φύγει εκεί;»

«Μα έχω βρει νέους φίλους, νέους ανθρώπους και είμαι ευτυχής γι’ αυτό» απαντούσε.

Κλείνω με απόσπασμα από το ποίημα του «Το ξύπνημα», όπου με εξαιρετική χρήση της κρητικής διαλέκτου, εξιστορεί το περιστατικό της θήρευσης ενός αγριμιού:

«Μια θλιβερήν αργαδινή, μια πένθιμη ν’ ημέρα

Κοντά στο ποροφάραγγο, πλάι σ’ ένα ρυακάκι

Ξάμωσα και μπαλώταρα ένα φτωχόν αγρίμι

την ώρα πούπινε νερό κι’ έπεσε και σωριάσθη.

Σηκώθηνε, ξανάπεφτε, κολύμπανε στο αίμα

κι’ εσύρθηνε με την κοιλιά μέσα σ’ ένα σπηλιάρι…

Εγλάκηξα κι’ εσήμωσα, θωρώ έν’ αγριμάκι

και πλάι η μάνα η έρημη να κλαίει να σπαράσσει

Και δεν εκάτεχενε μπλιό για το βυζασταρούδι

Απού ’γλυφεν’ το τρυφερά ίντα  θελαπογίνει

Πεντάρφανο και μοναχό και παραπεταμένο

έρημο κι’ απροστάτευτο, φτωχό κατατρεγμένο…

‘Οντεν’ εμπήκα στη σπηλιά ξεψύχησεν η μάνα.

‘Εσκυψα και γονάτισα επάνω στο κουφάρι

Με δάκρυα προσευχήθηκα τον ουρανό ξανοίγω

Φιλώ τ’ αγρίμι το μικρό, στην αγκαλιά το σφίγγω

ζεστά, μ’ αγάπη, στοργικά και σκέφτομαι με πόνο:

‘Ωφου και γιάειντα το ’καμα κι ίντα ψυχή θα δώσω….

Ανάθεμα στην τουφεκιά, κατάρα στα ντουφέκια

Ιησού Χριστέ συχώρα μου τέθιο μεγάλο κρίμα!

 

Αυτός ήταν ο ευαίσθητος, κοινωνικός, ευπρεπής, ευπατρίδης  Μανόλης Κούνουπας και είμαι ευτυχής που τον γνώρισα.

 

Αφήστε μια απάντηση