Μανώλης Μιχ. Φωτάκης, «της αθρωπιάς ο πρίνος» 

 

fvtaΓεννήθηκε στο χωριό Αποδούλου Αμαρίου το έτος 1895. Η μητέρα του ήτανε η Ελένη Γ. Παπαδογιάννη από τον Άϊ Γιάννη Αμαρίου, με καταγωγή από Μέλαμπες Αγίου Βασιλείου, δισέγγονη από πατέρα του Νεομάρτυρα ΑΓΓΕΛΗ. Ο πατέρας του ήτανε ο Μιχαήλ Κ. Φωτάκης, με καταγωγή από Μέλαμπες, γι’ αυτό και λεγόταν Μελαμπιανομιχελής και με το παρατσούκλι Μπέλεχας. Σε πολύ μικρή ηλικία, δύο περίπου ετών, ο Μανώλης Φωτάκης ορφάνεψε από μητέρα, γι’ αυτό και διευκρινιστικά προσδιορίζονταν στους συγγενείς και χωριανούς σαν «το ορφανό».

Παντρεύτηκε τη Μαρία Παραδεισανού του Στεφάνου το γένος Παπαδογιάννη από τον Άϊ Γιάννη Αμαρίου, τους γονείς της οποίας οι Γερμανοί καταχτητές συνέλαβαν το έτος 1943, τους καταδίκασαν δις εις θάνατον και μεταφερόμενοι σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως πνίγηκαν μεσοπέλαγα, ύστερα από τορπιλισμό του πλοίου που τους μετέφερε.

Υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό έντεκα συνολικά χρόνια, εθελοντής στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο 1914-1918, αλλά και στις πολεμικές επιχειρήσεις της Μικράς Ασίας 1919-1922.  Έχουν μείνει ζωντανές στη μνήμη πάμπολλες πολεμικές ιστορίες τις οποίες επανειλημμένα είχε διηγηθεί, για τη συμμετοχή του σε μάχες της πρώτης γραμμής στο Εσκί Σεχίρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ, αλλά και στις πολλές ταλαιπωρίες του συνεπεία της Μικρασιατικής καταστροφής και κατά την οπισθοχώρηση του Ελληνικού Στρατού. Έλαβε μέρος επίσης κατά την Γερμανική κατοχή, στη μάχη των Περβολίων, έξω από το Ρέθυμνο και μάλιστα συνέλαβε δυο αιχμαλώτους, σύμφωνα με το επικήδειο στιχούργημα του Βαρδή Τσιράκη (Τσιροβαρδή), που τον χαρακτηρίζει «της αθρωπιάς ο πρίνος» και καταχωρείται παρακάτω.

Ήτανε ιδιαίτερα μερακλής, γλεντζές, χορευτής και γλυκόλαλος τραγουδιστής και τον διέκρινε η ντομπροσύνη, η λεβεδιά και η ευπρέπεια. Τραγουδούσε ριζίτικα τραγούδια και όμορφες μαντινάδες μα ξεχώριζε μια, η πιο αγαπημένη του:

«Ως είν’ ο δρυς ψηλό δεντρό κι έχει μεγάλους κλώνους

έτσα ΄ναι κι η γι αγάπη μου και θα βαστάξει χρόνους»

Άσκησε διάφορα επαγγέλματα για να επιζήσει, όπως του γεωργού, του χτίστη, αλλά ιδιαίτερα του «χαρκιά» (σιδηρουργού). Ήτανε φημισμένος χαρκιάς στην εποχή του και διακρινόταν για την ευρηματικότητά του. Το επάγγελμα του χαρκιά ήτανε πολύ χρήσιμο σε κάθε χωριό τα παλιά χρόνια. Το χαρκιάδικο ήτανε ένα μικρό συνήθως κτίριο και συνεχώς μουντζουρωμένο από τους καπνούς. Το επάγγελμα του χαρκιά παρέμεινε ως προσδιοριστικό της ταυτότητάς του μα και της γυναίκας του Μαρίας ως «Χαρκιαδίνας». Οι χαρκιάδες ήσαν σχεδόν πάντα μουντζουρωμένοι στη μύτη και στο πρόσωπο από τα χέρια τους που ήτανε μουντζουρωμένα. Το πρώτο χαρκιάδικο και για πολλά χρόνια το είχε στο Αποδούλου και κατόπιν στον Άϊ Γιάννη όπου παντρεύτηκε και έζησε ως το τέλος της ζωής του. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε κυρίως ήταν το αμόνι, το φυσερό και η μέγγενη. Στο αμόνι κοπάνιζε τα σίδερα. Το φυσερό έβγαζε δυνατό αέρα για να ανάβουν τα κάρβουνα και να πυρώνει τα σίδερα, αλλά ήθελε τέχνη – συγχρονισμό από αυτόν που το χειριζόταν. Το φυσερό ήτανε ένα είδος ασκί από μαλακό δέρμα καμήλας ειδικά διαμορφωμένο να φουσκώνει και να ξεφουσκώνει. Η μέγγενη ήτανε ένα μεγάλο εργαλείο που βοηθούσε για να λιμαίρνει εκεί τα σίδερα.  Είχε και άλλα εργαλεία, βοηθητικά όπως: τανάλιες, ζουμπάδες, σφυριά, βαριές, κοπίδια και άλλα δευτερεύουσας σημασίας. Έφτιαχνε αλέτρια (ολόκληρα), σκαλίδες, μανάρια, μπαλταδάκια, μαναροσκαλίδες, σκαπέθια, ηνιά, λούρα, πανωζεύλια, τζένια, λοστάρια κ.λπ. Χρειαζόταν πολλές φορές βοήθεια για να χτυπούν τα πυρωμένα σίδερα πάνω στο αμόνι και συχνά πολλοί χωριανοί επισκεπτόταν το χαρκιδιό αλλά και τα παιδιά για να απολαμβάνουν το όλο θέαμα. Τα ρούχα του ήτανε πάντα μουντζουρωμένα αλλά και τρυπημένα από καψίματα, αν και φορούσε πέτσινη ποδιά. Χρησιμοποιούσε ειδικά κάρβουνα για το πύρωμα και το μαλάκωμα των σιδηρικών. Χρησιμοποιούσε επίσης μαλακό σίδερο και ατσάλι. Ο τρόπος φτιαξίματος όλων των εργαλείων και σιδηρικών που έφτιαχνε ήτανε ξεχωριστός, είχε την ταυτότητά του και γι’ αυτό πολλοί λέγανε: «αυτό το έσαξε ο Χαρκιάς από τον Άϊ Γιάννη». Δε χαλούσε χατίρι σε κανένα, εξυπηρετούσε όχι μόνο το χωριό αλλά και τα γυροχώργιουλα μα και το τεφτέρι του ήτανε γεμάτο βερεσέδια. Αρκετά από αυτά δεν διαγράφηκαν ποτέ, αφού δεν πληρώθηκαν, ως το τέλος της ζωής του, τον Ιούνιο του έτους 1975 σε ηλικία 80 ετών. Έφτιαχνε και βαριές δουλειές που δεν τις έφτιαχναν άλλοι χαρκιάδες της εποχής σε όλο το Ρέθυμνο όπως χαρακτηριστικά ένα αρίδι φάμπρικας διαμέτρου 15-20 εκατοστών που είχε στραβώσει. Ο ιδιοκτήτης της φάμπρικας Ελευθέριος Μαριδάκης (Λευτεράκης), αφού εξάντλησε όλες τις δυνατότητες επισκευής (ξεστραβώματος) σε όλο σχεδόν το Ρέθυμνο και αφού δεν αναλάμβανε να το φτιάξει κανείς, κατέληξε στο φημισμένο χαρκιά του Άϊ Γιάννη. Έβαλε λοιπόν στη φωτιά το αρίδι και το ζέσταινε για δυο ώρες περίπου, ώσπου έγινε κατακόκκινο. Έχοντας την μεγάλη αντίληψη σε ποιο σημείο ήθελε το χτύπημα για να ξεστραβώσει, ανέθεσε σε έναν χεροδύναμο του χωριού να χτυπήσει, τον Ανάστο Μπαγουράκη, υποδεικνύοντάς του το σημείο και του είπε : Δώσε μια, δώσε άλλη μια, δώσε και μισή ακόμη και μετά απ’ αυτό το αρίδι ήταν έτοιμο. Το «δώσε και μισή» εμπεριέχει όλη την αντίληψη του φημισμένου χαρκιά, που είχε συγκεντρωθεί όλο το χωριό να απολαύσει το θέαμα. Έτσι κατάφερε να ξεστραβώσει το αρίδι αυτό χάρις στην επιμονή του και την ευρηματικότητά του και έτυχε ιδιαίτερου θαυμασμού.

 

xar

Χάρις στις ικανότητές του, το θάρρος του, την πίστη και αγωνιστικότητά του για λευτεριά, συμμετείχε στην κατασκευή πρωτοποριακού υδροηλεκτρικού εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας κατά την περίοδο της κατοχής από τους Γερμανούς και συγκεκριμένα τον Μάιο του 1943. Ο αείμνηστος Μάρκος Πολιουδάκης στο βιβλίο του : Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΟ-ΙΤΑΛΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ 1η Ιουνίου 1941 έως 30 Ιουνίου 1945 ΡΕΘΥΜΝΟ 2002, στις σελίδες 198-199 αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο με τίτλο : ΤΟ ΥΔΡΟΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟΣΤΆΣΙΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ και αναφέρει :

Το παρόν κεφάλαιο αφορά ένα τεχνικό θέμα που μπορούσε και να παραλειφθεί. Αλλά είναι συγχρόνως σπουδαίο γιατί δείχνει την τεχνική του ανταρτοπολέμου, το ξεπέρασμα των δυσκολιών και των ελλείψεων, καθώς και την επιμονή των αγωνιστών να πολεμούν τους πανίσχυρους και με σύγχρονα πολεμικά μέσα Γερμανούς.

Μετά την καταστροφή του ασυρμάτου μεταξύ Φουρφουρά και Κουρούτες, στις 8 του Μάη του 1943 και την επιμονή των Γερμανών να καταστρέψουν όλους τους Αγγλικούς ασυρμάτους και τη δράση της κατασκοπείας τους, με συνεχείς επιδρομές, παρουσιάζεται ως κυριότερο πρόβλημα το γέμισμα των μπαταριών με τις οποίες δούλευαν οι ασύρματοι, λόγω παντελούς έλλειψης ηλεκτρικού ρεύματος. Η ανακάλυψη των μπαταριών σήμαινε σίγουρο και άμεσο θάνατο. Οι Γερμανοί παρακολουθούσαν και τα ελαιουργεία που διέθεταν δυναμό. Το Αγγλικό κλιμάκιο βρισκόταν σε αμηχανία και αδυναμία επίλυσης του προβλήματος, που καθιστούσε αδύνατη την αποστολή και λήψη μηνυμάτων στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής. Τη λύση σκέφτηκε και έδωσε, με τις γνώσεις του μαραγκού και πολυτεχνίτη ο ενταγμένος στην Αγγλική κατασκοπεία, Μανώλης Βοσκάκης από τη Νίθαυρη. Είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς για τη δράση του και είχε αποδράσει από το Πανάνειο Νοσοκομείο Ηρακλείου. Ο αδελφός του Δημόκριτος είχε εκτελεσθεί στην Αγυά. Φοβόταν τους προδότες του χωριού του και κρυβόταν. Είχε κτίσει τα παράθυρα του σπιτιού του στη Νίθαυρη και εργαζόταν κλεισμένος μέσα με τους συνεργάτες του για την τελειοποίηση της εφεύρεσής του. Την περιγράφει ο ίδιος και αξίζει, έστω και περιληπτικά, να αναφέρω την έμπνευση και εκτέλεση αυτής. Την ίδια εποχή στη Γερμανία εργάζονταν πυρετωδώς οι βιομηχανίες και οι επιστήμονες, με πλούσια μέσα, να παραγάγουν τα σύνεργα του θανάτου και της επιβολής του ναζισμού σ’ όλο την κόσμο. Στο μικρό χωριό της Κρήτης, τη Νίθαυρη, κάτω από δύσκολες και τρομακτικές συνθήκες, εργαζόταν το πνεύμα και η θέληση των πατριωτών για να κτυπήσουν το τέρας του Γ΄ Ράιχ και να ελευθερωθεί η ανθρωπότητα.

Γράφει και μου διηγείται ο Μανώλης Βοσκάκης : «Το κουβεντιάσαμε με το Νίκο Σουρή της αγγλικής κατασκοπίας.  Πήγα στο Αποδούλου στο συνεργάτη μας Μιχάλη Δ. Λαντζουράκη από το Βαθιακό, που είχε ελαιουργείο και είχε γεμίσει πολλές φορές μπαταρία. Του λέω το μυστικό και του ζητώ να μου δώσει ένα δυναμό 6 βόλτ και μια ξύλινη τροχαλία που είχε. Βρήκα ένα καδρόνι των 8 πόντων, ένα ογδόντα περίπου μάκρος. Στη μια άκρη τοποθέτησα τη φτερωτή που έφτιαξα, για να κτυπά το νερό τα φτερά της και να γυρίζει την τροχαλία και στην άλλη άκρη τοποθέτησα την τροχαλία. Μεταξύ τους μετά την τοποθέτησή τους, έκτισα τοίχο για να μη βρέχεται η τροχαλία με τα νερά. Άμα έφτιαξα τα ανωτέρω χρειάστηκα λουρί. Πήγα και βρήκα τον Περικλαντώνη, τον τσαγκάρη στου Αποδούλου. Είχε ένα μεγάλο δέρμα και του λέω και μου βγάζει λουρίδες με συνολικό μήκος 2 μέτρα και 5 πόντους πλάτος, μετά τα έραψε με κερωμένη οργιά. Η τροχαλία όμως έπρεπε να γυρίζει πάνω σε κουζινέτα.  Πήγα στον Άϊ Γιάννη, στο Χαλκιά που λεγόταν Μανόλης, ήταν ζωηρός άντρας με μουστάκι αντρίστικο, νομίζω τον έλεγαν Φωτάκη, του είχαμε εμπιστοσύνη. Μου έφτιαξε δυο στρογγυλά σιδερένια καρφιά των 12 χιλιοστών. Του υπέδειξα ότι στα θηλυκά κουζινέτα απάνω, θα γύριζε η φτερωτή και θα έμπαιναν σε κάθε πάσαλο. Τα αρσενικά κουζινέτα έβαλε σε κάθε άκρη του άξονα. Οι πάσσαλοι ήταν χονδροί και μυτεροί για να καρφωθούν στο έδαφος. Πάνω σ’ αυτούς θα ζυγιαζόταν η φτερωτή, για να δουλεύει σωστά. Για την τοποθέτηση του εργοστασίου βρήκα ένα κατάλληλο μέρος σ’ ένα παλιό μύλο που άλεθε καρπό (σιτηρά), στον ποταμό Λυγιώτη. Είχε ανάλογο ύψος για να δουλεύει η φτερωτή, μια μεγάλη σαϊτα επήγαινε το νερό στο μύλο. Πετύχαμε καλή κρυψώνα του εργοστασίου από μια ελιά και μια χαρουπιά και άλλα κλαδιά που κουβαλήσαμε εκεί. Σ’ όλες τις εργασίες με βοήθησαν 5 άτομα, ο Νίκος Σουρής, ο Γιάννης Πουλακάκης, ο Ιπποκράτης Αντωνακάκης από το Φουρφουρά και δύο άλλοι που δεν θυμούμαι τα ονόματά τους. Ο αδελφός μου Τηλέμαχος φρουρούσε το μέρος που εργαζόμαστε.  Όταν κάναμε τις δοκιμές στο ανάλογο νερό, στο ύψος της πτώσης και στις στροφές της φτερωτής, τα κουζινέτα ζεσταινόταν και σκλήριζαν. Βρήκαμε λάδι και τους ρίχναμε. Τότε η φτερωτή και το δυναμό πήραν τις κανονικές στροφές και το ρεύμα διοχετεύτηκε στην μπαταρία. Όλοι μαζί από τη χαρά μας χοροπηδούσαμε και τραγουδούσαμε. Ο Νίκος Σουρής, έβγαλε και λόγο: Με αυτό το μηχάνημα πολεμούμε τους πανίσχυρους Γερμανούς με τα πολλά τανκς και τα στούκας. Αυτό είναι το μυστικό όπλο μας εναντίον τους

Η συμμετοχή και συμβολή του Μανώλη Φωτάκη σ’ αυτό το εφεύρημα της εποχής ήτανε ιδιαίτερα σημαντική στον αγώνα για ελευθερία, ανεξαρτησία και δικαιοσύνη, αρχές τις οποίες πίστευε και υπερασπίστηκε στη ζωή του με κάθε τρόπο.

Εκτός από το παραπάνω γεγονός, ο Μανώλης Φωτάκης χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές από τις συμμαχικές δυνάμεις ως αγγελιοφόρος, για μεταφορά έγγραφων μηνυμάτων, γιατί εθεωρείτο ιδιαίτερα έμπιστο πρόσωπο.

Ο Βαρδής Τσιράκης (Τσιροβαρδής), από τις Μέλαμπες, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, έγραψε μετά τον θάνατο του Μανώλη Φωτάκη (Χαρκιά) τους παρακάτω στίχους :

 

Eμίσεψενε  κι ο Xαρκιάς, από τον Άϊ Γιάννη,

η Eθνική Aντίσταση κι άλλο γενναίο χάνει.

O χάροντας τον νίκησε, τον όμορφο στη πάλη

και νικημένος έφυγε, για τη ζωή την άλλη.

Kι άλλη φορά ο Χάροντας, του είχενε μοντάρει,

όμως δεν τα κατάφερε, ετότες να τον πάρει.

Ως και στο Pέθυμνο παλιά, τού ’στεσενε καρτέρι,

στη μάχη τη πρωτόγνωρη, στων Περβολιών τα μέρη.

Στη μάχη τη πρωτόγνωρη, τη ξακουστή τση  Kρήτης

έστειλε τσι γενναίους του κι ο γέρο Ψηλορείτης.

Έστειλε τους Bισταγιανούς, έστειλε τσ’ Aμπαδιώτες,

έστειλε τους Φουρφουριανούς κι όλους τους Aμαριώτες.

Έστειλε και το δάσκαλο, το Mάνο τον Kουτάκη

και το Mανώλη, το Xαρκιά τον ξακουστό, Φωτάκη.

Πρωτοβουλίες είχανε, στη μάχη αναπτύξει

κι άπιαστη γενναιότητα κι οι δυό τους είχαν δείξει.

Δεν τα φοβόταν’ ο Xαρκιάς, των Γερμανών τα βόλια,

κι έπιασε δυο αιχμάλωτους, εχθρούς, εις τα περβόλια.

Όλοι οι συμπολεμιστές, τον είχανε θαυμάσει,

για τα θεριά που μπόρεσε, αιχμάλωτα να πιάσει.

Mα και τα χρόνια τση σκλαβιάς, χειμώνα καλοκαίρι

επάλευγε με τους εχθρούς, τη Λευτεριά να φέρει.

Ποτέ από το μακελιό, δεν ήθελε να λείψει,

στσι μάχες πάλευγε τσ’ εχθρούς, χωρίς  να έχει τύψη.

 

Πάρα πολλά επρόσφερε, στση Λευτεριάς την πάλη,

όλα τα χρόνια τση σκλαβιάς, δεν έσκυψε κεφάλι.

Eπάλεψε ακούραστα, για την ελευθερία,

με της Eυρώπης τ’ άγρια κι απαρθηνά θηρία.

Xωρίς να καταφέρουνε, ποτέ να τον νικήσουν’,

γι’ αυτό και οι ιστορικοί, δε θα τον αδικήσουν’.

Όμως οψές νικήθηκε, στη πάλη με το χάρο,

ο θάνατος τον νίκησε, τση Λευτεριάς το φάρο.

Kι αμέσως πήρε ο Xαρκιάς, τ’ άχαρο μονοπάτι

και πήγε αψεγάδιαστος, στου χάρο το παλάτι.

Γι’ άλλο Πλανήτη έφυγε, τση Kρήτης το καμάρι,

της Aμπαδιάς ο αετός, τ’ άτρομο παληκάρι.

Έφυγε για το άπειρο, της αθρωπιάς ο πρίνος

κι έγινε στο Nησί σεισμός, το κούνησε ο θρήνος.

Tο χώμα νά ’ναι αλαφρό, που θα τονε σκεπάσει

και στο Nησί να μη βρεθεί, κανείς να τον ξεχάσει.

Kαλό ταξίδι Άρχοντα, καλό ταξίδι Γέρο,

λίγα λουλούδια σήμερο, ήρθα να σου προσφέρω.

Στον Άϊ Γιάννη το Xλιαρό, ετούτα έχω γράψει

και μέσα στσ’ άτεχνες γραμμές, το πόνο έχω θάψει.

 

Σάββατο, 21 Iουνίου 1975

Tσιροβαρδής

 

Πηγές : 1.Μάρκος Γ. Πολιουδάκης, Η Εθνική Αντίσταση κατά τη Γερμανοϊταλική κατοχή στην

Κρήτη, 1η  Ιουνίου 1941 έως 30 Ιουνίου 1945,  Ρέθυμνο 2002, σ. 198-199.

2.Τσιράκης Βαρδής (Τσιροβαρδής), Εφημερ «Η Φωνή των Μελαμπιανών», Ιούλιος 1975

3.Φωτάκης  Σταύρος, Το Χωριό μου Άγιος Ιωάννης Χλιαρός Αμαρίου, Ρέθυμνο 2006

4.Φωτάκης Σταύρος, Στη βορεινάδα μιας κορφής, γράφω, τα που θυμούμαι, Ρέθυμνο 2015

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση