Ήταν μια εμβληματική μορφή ο Γιάννης Κυριακάκης. Ο άνθρωπος, κοινής αποδοχής, που έχαιρε τέτοιας εκτίμησης και σεβασμού, ώστε θα μπορούσε να πουλήσει ακόμα και σε δεξιό… «Ριζοσπάστη».
Ο ίδιος ο Γιάννης Κεφαλογιάννης, ο πρώην βουλευτής και υπουργός στη βιογραφία του, που μου υπαγόρευσε, αναφερόμενος σε εμβληματικές μορφές του Ρεθύμνου, πρώτο έβαλε τον Γιάννη Κυριακάκη. Κι ας ήταν πάντα ο πλέον φανατικός πολέμιος της παράταξής του.
Ναι ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος ο αξέχαστος συμπολίτης. Κουβαλούσε ματωμένες μνήμες, είχε στερηθεί μεγάλες χαρές της ζωής κι όμως είχε πάντα το κουράγιο να χαμογελά και να αστειεύεται.
Είχε θυσιάσει την προσωπική του ζωή για την ιδεολογία του κι όμως δεν έδειχνε να το έχει μετανιώσει ποτέ.
Είχε την αγνότητα μικρού παιδιού κι όταν μιλούσε με κάποιο γνωστό του στον δρόμο, τότε που οι άνθρωποι είχαν ακόμα χρόνο ν’ ανταλλάξουν μερικές φράσεις με συμπολίτη, εκτός Facebook, που άλλωστε δεν υπήρχε, όταν τελείωναν τη συνομιλία λίγο πριν τον αποχαιρετήσει του έβαζε με τρόπο στο χέρι και μια …καραμέλα
Διάκονος της προσφοράς
Μικροί μεγάλοι είχαν μερίδιο στην ευγενική του αυτή χειρονομία Είχε μια έμφυτη τάση να προσφέρει ο Γιάννης Κυριακάκης Από νιάτα και προσωπική ευτυχία στο δικό του αγώνα μέχρι τις μικρές γλυκές απολαύσεις, σε όποιον συναντούσε κι αντάλλασε δυο κουβέντες μαζί του Ήταν γι αυτόν η προσφορά ανάγκη ψυχής
Ευτύχησα να κάνω πολλές συζητήσεις μαζί του και όσα προσθέσω στη μοναδική πηγή που τον αναφέρει, τον αξέχαστο δάσκαλο και συγγραφέα Νίκο Περακάκη, είναι δικές μου μνήμες που καταθέτω με απόλυτη ακρίβεια χωρίς να προσθέσω ή να αφαιρέσω ούτε μια λέξη
Από Αμαριώτικη ιστορική οικογένεια
Ο Γιάννης Αντ. Κυριακάκης καταγόταν από το Άνω Μέρος και προερχόταν από μια μεγάλη ιστορική οικογένεια αγωνιστών.
Ο πατέρας του Αντώνης, με το επιβλητικό παράστημα, χρημάτισε πληρεξούσιος της Κρητικής Πολιτείας.
Ήταν επίσης με το Βενιζέλο στη Συντακτική Συνέλευση του 1897.
Αργότερα έγινε δικαστικός υπάλληλος.
Ο Γιάννης ακολούθησε την ίδια επαγγελματική πορεία όταν τέλειωσε το σχολείο του. Όσο χρόνο φυσικά του επέτρεψαν οι συνθήκες με τις συνεχείς διώξεις και ταλαιπωρίες που έκαναν τη ζωή του κόλαση.
Εθελοντής στη Μάχη της Κρήτης
Ο Γιάννης Κυριακάκης με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου, όπου με τις ανδραγαθίες που πήρε έφτασε το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Με την κατάρρευση του μετώπου βρέθηκε στην Πελοπόννησο, όπου υπηρετούσε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Καταφέρνει όμως με δική του πρωτοβουλία και φθάνει στην Κρήτη το Μάη του 1941. Είχε καταφέρει μαζί με άλλους Κρήτες αξιωματικούς και οπλίτες να οργανώσει την κάθοδο χιλίων περίπου στρατιωτών. Παίρνει μέρος ενεργά στη Μάχη της Κρήτης δείχνοντας απαράμιλλο θάρρος και αυτοθυσία.
Με την κατάκτηση της Κρήτης από τους ναζί ο Γιάννης οργανώνεται στην Αντίσταση και παίρνει μέρος στις πιο ριψοκίνδυνες αποστολές διευθύνοντας τον παράνομο τύπο. Αναφέρεται στους επικεφαλής της επαρχιακής επιτροπής του ΕΑΜ στην πόλη του Ρεθύμνου μαζί με τους Νίκο Δασκαλάκη, Νίκο Ανδρουλιδάκη, Γιώργη Αγγελιδάκη, Γιώργη Παπαδάκη, Κώστα Αντωνάκη, Γιάννη Τζέλεση, Νίκο Μυλωνάκη, Μιχάλη Κουτρουμπά και Πέτρο Ταχτατζή.
Οι επαρχιακές επιτροπές να σημειώσουμε για όσους ενδιαφέρονται, είχαν δημιουργηθεί από το ΕΑΜ για την καλύτερη οργάνωση του αγώνα και εκτός από την επιτροπή Ρεθύμνου, της οποίας τα μέλη προαναφέραμε, λειτουργούσαν επίσης επιτροπές στον Μυλοπόταμο, στα Ανώγεια, στο Αμάρι, στον Άγιο Βασίλειο και στον Βρύσινα.
Προδοσία εκ των έσω
«Έκρυβα κάτω από το γραφείο μου εφημερίδες και προκηρύξεις Ακόμα και κάτω από την δικαστική έδρα », μου έλεγε κάποτε. Θεωρούσα ότι ήταν η καλύτερη κρυψώνα. Νόμιζα ότι κανένας δεν θα σκεπτόταν να με καταδώσει. Πίστευα ότι όλοι είναι πατριώτες. Ελάχιστοι ήταν τα αποβράσματα που είχαν γίνει όργανα του κατακτητή. Το θεωρούσα πολύ φυσικό. Κι όμως όταν με συνέλαβαν οι ναζί, ο επικεφαλής μου φέρθηκε όσο κι αν σας φαίνεται παράδοξο, με σεβασμό. Και μου είπε κάτι, που με πόνεσε περισσότερο από όσα ακολούθησαν.
«Μην τα βάζετε με μας κύριε», μου είπε «Οι δικοί σας άνθρωποι σας πρόδωσαν και γι’ αυτό είμαστε εδώ. Αυτούς να μέμφεστε για την τύχη σας.Κι όμως παιδί μου για κανέναν δεν παραπονέθηκα. Κι ούτε κράτησα κακία. Δεν ξέρεις πόσο μπορεί ν’ αντέξει ο άνθρωπος. Δεν έχουν όλοι τις ίδιες αντοχές στον πόνο και στην κακουχία. Κι αυτά που ζήσαμε στα κολαστήρια δεν εύχομαι ούτε ο χειρότερος εχθρός μας να ζήσει».
Στα χέρια των ναζί
Ο Γιάννης Κυριακάκης με τον δάσκαλο Τσουπάκη (δεν βρήκα άλλα στοιχεία γι’ αυτόν) και άλλους πατριώτες, πιάστηκαν από τους Γερμανούς στις 12 Δεκεμβρίου 1943.
Πέρασε απάνθρωπα βασανιστήρια για να μαρτυρήσει συνεργάτες του. Εκείνος όμως κατάφερε να νικήσει και τον φόβο και τον πόνο.
Όταν σπούδαζα ψυχολογία είχα πάρει το θάρρος, που ο ίδιος μου έδινε με τη φιλία του και τον ρώτησα πως είχε καταφέρει να μένει σιωπηλός και να αντέχει στα τόσα βασανιστήρια που είχε υποστεί. Πως δηλαδή κατάφερνε να «βγαίνει» από τον εαυτό του, ενώ περνούσε τόσο σκληρή δοκιμασία.
«Είναι περίεργο μου απάντησε. Βρήκα τον τρόπο εντελώς τυχαία. Εκεί που έβλεπα το πρόσωπο του βασανιστή μου, ας ήμουν δεμένος. Έβαλα τη δύναμη της ψυχής μου στο βλέμμα μου κοιτάζοντάς τον κατάματα. Και τότε είδα έκπληξη στο δικό του βλέμμα. Κι αυτό με γέμισε μια άγρια χαρά. Αυτός με πονούσε αφόρητα κι εγώ τον ταπείνωνα. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τι σημαίνει να βλέπεις αυτό τον κλονισμό, αυτή την ταπείνωση σε κείνον που σε δυναστεύει. Νομίζεις πως ψηλώνεις. Αυτή η αίσθηση με έκανε να ξεπεράσω τα δύσκολα…».
Κι όταν τέλειωσε ο κύκλος της ανάκρισης με τις φρικτές συνέπειες, βρέθηκε στο κολαστήριο της Αγυιάς.
Ο Γιάννης Δαλέντζας μας περιγράφει τις μαρτυρικές στιγμές από την πρώτη στιγμή που βρισκόταν κάποιος έγκλειστος σε ‘κείνη την κόλαση που ο θάνατος ήταν τόσο κοντά και τα ψυχικά μαρτύρια ατέλειωτα.
Από την Αγυιά ο Γιάννης Κυριακάκης βρέθηκε στο φοβερό γερμανικό στρατόπεδο Ματχάουζεν Στάγιερς Κούζεν 1, όπου κι έμεινε μέχρι την απελευθέρωση. Ήταν από τις φοβερές δοκιμασίες που στοίχειωνε τις νύχτες του.
Στη δίνη της μισαλλοδοξίας
Επιστρέφοντας γνώρισε τη χειρότερη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας. Βρέθηκε στη δίνη της μισαλλοδοξίας. Τώρα εχθρός του ήταν ο συμπατριώτης του που δεν είχε την ίδια ιδεολογία.
Νέες διώξεις ακολούθησαν κι αυτή τη φορά πιο σκληρές. Μια μανία αφανισμού είχε καταλάβει κάθε πλευρά για να τρίβουν τα χέρια τους με ικανοποίηση οι ηθικοί αυτουργοί αυτής της ανθρώπινης κατάντιας.
Η πρώτη «ανταμοιβή» για τις τόσες του υπηρεσίες στην Αντίσταση και στην Πατρίδα ήταν να απολυθεί από την υπηρεσία του.
«Δεν με έκριναν άξιο να είμαι κρατικός λειτουργός» μου έλεγε γελώντας μόνος του.
Έτσι πάλευε να ξαναβρεί τον δρόμο του στη ζωή, αλλά ακόμα και στη χειρότερη περίοδο που έκλειναν όλες οι πόρτες δεν σκέφτηκε να συμβιβαστεί.
Ο Γιάννης Κυριακάκης δεν ξέφυγε ούτε ένα λεπτό από την ιδεολογική πορεία του. Κι ας μην τον άφησαν ήσυχο ούτε μια στιγμή οι ιδεολογικοί του αντίπαλοι να πάρει μια ανάσα. Εκτός από την Ικαρία, θήτευε σε όλα τα ξερονήσια αρνούμενος να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Ένα πράγμα τον πονούσε ιδιαίτερα. Ολοκαύτωμα είχε γίνει η οικογένειά του. Ήταν γεγονός ότι μαζί με αυτόν υπέφεραν και τ’ αδέλφια του με ποικίλες μορφές διώξεων και ταλαιπωρίας. Έπρεπε όμως να μείνει στο μετερίζι του αγέρωχος χωρίς να χάσει την μαχητικότητά του. Έτσι είχε μάθει. Δεν άντεχε να προδώσει τα πιστεύω του. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που δεν δημιούργησε οικογένεια. Ίσως να ήθελε έτσι να αφοσιωθεί στον αγώνα του χωρίς το άγχος αυτών που υποφέρουν μένοντας πίσω.
Απλός, αξιοπρεπής, ασυμβίβαστος
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης απλός, δωρικός, πάντα αξιοπρεπής και ασυμβίβαστος ασχολήθηκε με το βιβλιοπωλείο του εκεί στην οδό Τουδερών, που του εξασφάλιζε το μεροκάματο για να συντηρήσει τη μητέρα και τις αδελφές του. Τα παράσημα για τη δράση του δεν ήταν στο στήθος. Αλλά στο πρόσωπό του. Σημάδια από τις τόσες του ταλαιπωρίες. Το ντύσιμό του πάντα απλό αλλά περιποιημένο. Ο Γιάννης Κυριακάκης μπορούσε να σταθεί οπουδήποτε, να υψώσει τη φωνή, να κρίνει και να επικρίνει χωρίς κανένας να διανοηθεί έστω να τον προσβάλει.
Είχε μια έμφυτη αρχοντιά και μια ανεπιτήδευτη ευγένεια που τον έκανε επίσης να ξεχωρίζει. Σεβόταν τους ανθρώπους ανεξαρτήτως ηλικίας και κοινωνικής θέσης. Εφάρμοζε την ιδεολογία του στην πράξη, αποφεύγοντας να είναι μόνο ο δάσκαλος που διδάσκει.
Κάθε φορά που ήθελα να μάθω περισσότερα για τη ζωή του παλιού Ρεθύμνου ή να πληροφορηθώ για την τύχη συντρόφων του που έγραψαν τη δική τους ιστορία, ήξερα ότι θα με πληροφορούσε υπεύθυνα. Ήταν σωστός και δίκαιος. Ένας σπάνιος άνθρωπος.
«Ο φάκελος ήταν η ζωή μου»
Μια και μοναδική φορά τον είδα έξαλλο. Ήταν τότε που κάηκαν οι φάκελοι σε μια προσπάθεια του Γιάννη Κεφαλογιάννη να κλείσει το μαύρο κεφάλαιο της μισαλλοδοξίας.
«Με ρώτησαν;» Ούρλιαζε σχεδόν «Αυτός ο φάκελος ήταν η ζωή μου, το έργο μου, ο εαυτός μου. Με ποιο δικαίωμα τον έκαψαν; Καίγοντας το φάκελό μου έκαψαν και το παρελθόν μου. Κι εγώ τον ήθελα να υπάρχει …Ας μας καλούσαν να μας τον δώσουν πίσω. Πώς αποφάσισαν χωρίς εμάς;»
Με την ενασχόλησή του στα κοινά αναδείχτηκε Γραμματέας της ΕΔΑ, ενώ χρημάτισε επανειλημμένα υποψήφιός της. Στο πόστο του Γραμματέα τον βρήκε η χούντα και τον εξόρισε από τους πρώτους στη Γυάρο και στη Λέρο όπου έμεινε για τέσσερα χρόνια.
Αργότερα έγινε επάξια Γραμματέας του ΚΚΕ στο Ρέθυμνο, του οποίου βέβαια ήταν πάντα από τα σημαντικά και επίλεκτα στελέχη. Δεν έπαυσε να προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες στο κόμμα του. Πρώτος στις εξορμήσεις για οικονομική υποστήριξη, συνεπέστατος διανομέας του «Ριζοσπάστη», πρώτος στις εκδηλώσεις της ΠΕΑΕΑ, ξεκάθαρος πάντα στις σκέψεις και στις απόψεις του. Μπορεί να διαφωνούσες με τις θέσεις του, κάπου να τον έκρινες υπερβολικό, αλλά δεν είχες διάθεση να αντιπαρατεθείς. Αυτό που κάποιοι ονομάζουν φανατισμό, ο Γιάννης Κυριακάκης σε έπειθε ότι έχει λόγους να υπερασπίζεται τις θέσεις του και πάντα ανυστερόβουλα.
Όπως συμβαίνει με όλους μας, υπήρξαν φορές που μας ξένισε η απότομη μεταστροφή κάποιου πολιτικού προσώπου και η μεταπήδηση σε άλλο πολιτικό χώρο. Εκείνος γινόταν έξαλλος όταν επρόκειτο για απόγονους αγωνιστών. Εκεί γινόταν χείμαρρος πολιτικών αφορισμών.
Εξ Άνω Μέρους
Είχαμε πρόσφατα μια σχετική συζήτηση με το γνωστό συμπολίτη εκπαιδευτικό και πολιτιστικό παράγοντα κ. Στέλιο Μπαγουράκη
Έζησε κι άκουσε πολλά η εκλεκτή φίλη και από τον ίδιο τον αγωνιστή τις ώρες της βεγγέρας τα χρόνια που τα μεγάλα βάσανα είχαν γίνει παρελθόν
Κυρίως στενοχωριόταν ,περισσότερο από το γεγονός ότι δεν του επέτρεψαν οι συνθήκες να συνεχίσει και να τελειώσει τις σπουδές του στα Νομικά , που ήταν το όνειρο του, τα δεινά που πέρασε η οικογένεια του Οι αδελφές του Κατίνα και Ελένη είχαν υποφέρει αφάνταστα από τη μισαλλοδοξία της εποχής Δυο υπέροχα διαμάντια σε ήθος και νοικοκυροσύνη ήταν που έμεναν όμως στο κοινωνικό περιθώριο χωρίς να το αξίζουν Μα ποιος τολμούσε έστω να πλησιάσει;
Είχαν με παράπονο να διηγηθούν και οι δυο ότι ακόμα και στον κινηματογράφο τις κυνηγούσε η μοίρα τους να είναι απομονωμένες
Όταν λέει άναβαν τα φώτα έβλεπαν πως ήταν ολομόναχες Εκείνοι που κάθονταν δίπλα τους είχαν επωφεληθεί από το σκοτάδι για ν’ αλλάξουν θέση ,αλαφιασμένοι , μήπως και κάποιος βρεθεί να τους σημειώσει επειδή κάθονταν κοντά στις κοπέλες της οικογένειας Κυριακάκη
Κι όταν η μία προσπάθησε με τη λειτουργία του βιβλιοπωλείου να εξασφαλίσει κάποια έσοδα και για τον αδελφό που ήταν στις εξορίες είχε να πει πως σπάνια αποφάσιζε να μπει πελάτης στο μαγαζί Κανένας δεν ήθελε εύκολα να στιγματιστεί εκείνα τα χρόνια της ντροπής
Στη μεγάλη “περιβόλα” της οικογένειας, η γιαγιά Αγγελιδάκαινα, μια δυναμική Κρητικιά, έκρυβε σε δύσκολες εποχές το Γιάννη Κυριακάκη. Ο μικρούλης Κώστας Τσουράκης πήγαινε στην “περιβόλα” μια τσάντα με ψώνια και την επέστρεφε στο σπίτι του γεμάτη λαχανίδες. Το 1967, που βρέθηκαν, στη νέα συνάντηση των γενεών, στη Γυάρο, ο Γιάννης Κυριακάκης, ο – τριαντάχρονος πια – Κώστας Τσουράκης και η μητέρα του Ελευθερία, θυμήθηκαν την τσάντα με τις λαχανίδες. Που δεν περιείχε μόνο λαχανίδες…
Τέρας ψυχραιμίας
Ο Γιάννης Κυριακάκης κυριαρχεί και στο βιβλίο του αξέχαστου Γιάννη Δαλέντζα «Ντάρα Μανέλα» Είχαν βρεθεί μαζί στο κολαστήριο της Αγυιάς Εκεί ο Κυριακάκης χωρίς να το επιδιώκει ξεχώριζε σε θάρρος και ψυχραιμία Είχε σπουδάσει για τα καλά τις πρακτικές των τυράννων να σπάνε το ηθικό των θυμάτων τους και προσπαθούσε να εμφυσήσει το κουράγιο στους επίσης ταλαιπωρημένους συγκρατούμενούς του
Χαρακτηριστικά τα αποσπάσματα από το βιβλίο:
«Ένα πρωινό δόθηκε έκτακτα αυστηρή διαταγή να κλειστούμε στους θαλάμους και να μην ξεμυτίσει κανείς γιατί θα τουφεκιστεί επιτόπου Ο Κάρολος ο Αρχιφύλακας ήταν χλωμός στενοχωρημένος Μας καθησύχαζε πιότερο για να παίρνει ο ίδιος κουράγιο Σε ώρες που κουβαλούσαν μαζικά κρατούμενους και ύστερα τους φόρτωναν σε καμιόνια για το άγνωστο , πονούσε και μόνο που δεν έκλαιγε
Χλαλοή μεγάλη ακούστηκε στον πέργιαβλο. Βαβουρανιά φοβερή. Βούιζε και ο ρόχθος πολλών αυτοκινήτων έκανε νανε μεγάλη φουρτούνα έξω. Αντιβογγούσαν οι θολωτοί θάλαμοι και έτριζαν τα τζάμια της σκεπής Βουητό πρωτάκουστο λέγανε οι παλιοί κρατούμενοι
Φοβέρα απλωνόταν Κι η ανάσα κοβόταν να γροικούμε κι να ξεδιαλύνουμε το γίνεται , τι πρόκειται να γίνει. Ο Γιάννης Κυριακάκης ψύχραιμος όπως πάντοτε, σκεφτικός και αποφασισμένος μίλησε:
- Δυο πράγματα υπολογίζω να συμβαίνουν παιδιά ή το Νησί αδειάζουν λίγο λίγο και θα μακελέψουν εδώ όλο τον πληθυσμό , ή χιλιάδες ομήρους πιάνουν. Σημάδι κακό και γιαυτούς γιατί σίγουρα χάνουνε τον πόλεμο και τρομοκρατούνε για να κρατήσουνε όπου μπορούν Όταν ψοφά ο γάιδαρος κλωτσά
Σωπαίναμε Το βουητό πλήθιαινε ,κανείς δεν μπορούσε να πει τίποτα
Στον πρώτο θάλαμο των κρατούμενων γυναικών γινότανε σύθρηνο Τις συνεπήρε ο καημός κι ο φόβος και κλαίγανε με κοπετούς Τα κλάματα ξεχύνονταν στον πλατύ διάδρομο και σμίγονταν με το βουητό του περγιαυβλου γινόνταν συγκλονιστική αντάρα
Ο Μπουράς ο καταραμένος εκείνος σπιούνος έλειπε Έπαιρνε λόγια από κανένα ανέγνοιαστο νεοφερμένο και τον κατέδιδε στην Διοίκηση Πολλοί που ξεθαρρεύτηκαν και πίστεψαν το παραμύθι του ασύρματου και αποκάλυψαν το δικό τους μυστικό ,χάθηκαν σίγουρα από τον βρώμικο τούτο σπιούνο Έτσι μπορέσαμε να βάλουμε σ’ εφαρμογή το σχέδιό μας Στέσαμε κάθετα στον τοίχο τον πανύψηλο Λεωνίδα Βερνάδο και πάνω του ανεβάσαμε τον Γιάννη Συντεράκι ,πρώτο μπόι κι αυτός
Από το καγκελόφραχτο παράθυρο επισκοπούσε τον πέργαυλο και καθαρά άκουε τις μιλιές και ξέκρινε τις φωνές
-Μάνα μου κι ίντα ναι τουτονά ; ο Συντεχάκης ψιθύρισε αποσβολωμένος
-Ιντα ναι ; Ινταναι Λέγε
-Αδειάζει το Νησί!
Χιλιάδες άνθρωποι έπηξε ο πέργιαβλος ,τώρα τους βάζουν στη γραμμή
Συνέχιζε ταραγμένος να μας πληροφορεί Πρώτος δέκτης ο Σιδέρης ,δεύτερος ο Λεωνίδα ς κι εμείς αχόρταγα γροικούσαμε τα τρομερά νέα
Πλανταγμένοι και βαθιά λυπημένοι ο τηλεοπτικός σταθμός του θαλάμου συνέχιζε να μας φέρνει τα μηνύματα του τρόμου
-Δέκα, δεκαπέντε , είκοσι σειρές Ουρές με ουρές ατέλειωτες από τη μια άκρη του πέργιαυβλου ως την άλλη Γύρω γύρω στέκουν με πολυβόλα οι Γερμανοί Μια μια σειρά περνά ίδια κάτω από τον τοίχο μας πούναι η παράγκα του αρχιφύλακα
Απότομα έχει γίνει απόλυτη σιγή στον περίβολο της Αγυιάς Σαν κακός αέρας που πέρασε Αυτό μεγάλωσε την αδημονία Ο Συντεράκις συνέχιζε το δελτίο του :
-Θωρώ στο παραθυράκι της παράγκας από μέσα κάποιον με κουκούλα ε! Το σκύλο ε τον άτιμο
-Λέγε λέγε κι ύστερα βλαστημάς
-Η σειρά περνά δυνατά φωνάζουν έναν ένα όνομα από καταλόγους Σ’ ένα τραπεζάκι απέξω κάθονται τρεις γερμανοί Η σειρά περνά κι η Κουκούλα μιλά κοφτά, ζωηρά… ο άτιμος …
-Νασιοναλίστ
-Κομμουνίστ
-Νασιοναλίστ
-Κομμουνίστ
-Κομμουνιστ
-Κομμουνίστ
-Νασιοναλίστ
Μονομιάς πήδησε κάτω ο Συντεράκης και ο Βερνάδος κάθισε να συνεφέρει
Οργισμένος και ξαγριεμένος ο Γιάννης σαν χαίνης πάνω στη Μάχη
Πηγαινοερχόταν Λέοντας μέσα στο κλουβί του Άφριζε ξάφριζε Είδαμε και πάθαμε να τον συγκρατήσουμε να τον καλμάρουμε αυτόν τον τόσο ψύχραιμο και γενναίο άνδρα
-Δε σας τόπα; Ομήρους πιάνουνε και τους ξεχωρίζουνε τώρα Βάζουνε κάποιο προδότη με την κουκούλα από την περιοχή ,γι αυτό τους βάζουνε σειρές σειρές Είναι τα χωριά Θα το δείτε Κι αυτός προδίνει τους αντιστασιακούς να τους ξεκάνουνε….
Συνέπεια μέχρι το τέλος
Ο Γιάννης Κυριακάκης στα τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε από διάφορα προβλήματα υγείας Η συνέπειά του όμως δεν περιγράφεται ούτε μπορεί να συγκριθεί
-Μια μέρα μας αφηγείται η κ. Αγγελιδάκη προσφέρθηκε με το συζυγό της να μοιράσουν το ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ .όσα φύλλα είχαν απομείνει στην μασχάλη του γέρο αγωνιστή επειδή ο καιρός ήταν κακός και το κρύο επικίνδυνο για την ήδη επιβαρυμένη υγεία του Κυριακάκη
Εκείνος , που ένοιωθε εντελώς ασθενικές τις δυνάμεις του με ευγνωμοσύνη δέχτηκε την ευγενική προσφορά
Σε λίγο όμως επανήλθε επειδή είχε μια αμφιβολία αν είχε αφήσει εφημερίδα στην κορυφή της Χειμάρρας Μέχρι το τέλος έμενε αφοσιωμένος στο κόμμα που ήταν η οικογένειά του και η ζωή που δεν έζησε
Και πουθενά δεν αναφέρεται ότι μετά τις πλημμύρες στον Περισσό που καταστράφηκε πολύτιμο αρχείο στα γραφεία του ΚΚΕ ,ο Γιάννης Κυριακάκης έστειλε αρκετά κιβώτια και με ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ από το δικό του αρχείο αναπληρώνοντας σημαντικά κενά
Μια κραυγή θρύλος
Μια μεγαλειώδη στιγμή από τη θητεία του στην κόλαση του Ματχάουζεν είχε περιγράψει αρκετές φορές ο ίδιος όταν δίδασκε την ανάγκη να μην υποτάσσεται η ψυχή του ανθρώπου στη βία όσο κι αν οι συνθήκες σε γονατίζουν
Από τις καθιερωμένες τιμωρίες στο στρατόπεδο στην ημερήσια διάταξη των βασανιστηρίων ήταν το μαστίγωμα Μια διαδικασία ρουτίνας οδυνηρή όμως για τους ήδη εξασθενημένους κρατούμενους
Εκείνο το πρωί ήταν η σειρά του Γιάννη Κυριακάκη να μαστιγωθεί Όταν έφθασε η ώρα υποχρεώθηκε να γυμνωθεί μέσα στο αφόρητο κρύο Επικρατούσε νεκρική σιγή με τους συγκρατούμενους να τον κοιτάζουν με άδειο βλέμμα Κάποια στιγμή είχαν σειρά κι εκείνοι Αυτό το βλέμμα , αυτή η εικόνα απόλυτης υποταγής σαν να προκάλεσε σεισμό στη ψυχή του αγωνιστή
Κι όταν πλησίασε ο δήμιος, να ξεκινήσει το φρικτό του έργο, εκείνος αδιαφορώντας για το υψωμένο χέρι που κρατούσε το μαστίγιο τον κοίταξε ίσια στα μάτια και μετά έβγαλε μια κραυγή που συντάραξε το στρατόπεδο Σαν να είχαν ενώσει τις φωνές τους χιλιάδες λαβωμένα λιοντάρια Σαν να είχαν συγκεντρωθεί όλα τα βάσανα της ομηρείας στην κραυγή αυτή
Ήταν μια κραυγή που έκλεινε απελπισία , οργή, δύναμη ψυχής, αλλά και απειλή όσο κι αν αυτό φαινόταν εξωπραγματικό για τα δεδομένα του στρατοπέδου
Ο δήμιος κοίταξε ξαφνιασμένος το Γιάννη που συνέχιζε να κραυγάζει με την ίδια δύναμη λες και περίμενε να αδειάσει και τη στερνή του πνοή στην κραυγή αυτή Και τότε έγινε κάτι περίεργο , πρωτοφανές και ανεξήγητο για τα χρονικά εκείνης της κόλασης
Απότομα το υψωμένο χέρι που κρατούσε το μαστίγιο έπεσε άψυχο σαν κάτι αόρατο να του στέρησε τη δύναμη και ο βασανιστής έφυγε χωρίς δεύτερη λέξη Όλοι κοιτούσαν έκπληκτοι τώρα Κανένας δεν πλησίασε το Γιάννη που ξεκίνησε να ντύνεται χωρίς να τον ενοχλήσει κανένας μέχρι που γύρισε κοντά στους συντρόφους του
Εκεί στο στρατόπεδο ο Κυριακάκης είχε φτάσει στο χείλος του τάφου από τα βασανιστήρια
Είχε όμως χρόνια γιατί φάνηκε ξαφνικά στο δρόμο του μια γυναίκα από την Πολωνία Όπως ο ίδιος διηγιόταν τον περιποιήθηκε με μεγάλη στοργή και χάρις στην φροντίδα αυτή κατάφερε να επιζήσει Και δεν το ξέχασε ποτέ .
Ο Γιάννης Κυριακάκης είχε γράψει κοντά στο τέλος της ζωής του και τον « Ύμνο του Αγωνιστή» Δεν πρόλαβε να τον δει δημοσιευμένο όπως ονειρευόταν Έμεινε με το παράπονο
Ίσως κάποιοι σύντροφοί του να έκριναν ότι δεν έχει τις λογοτεχνικές προδιαγραφές για να τύχει ιδιαίτερης προβολής
Ο Γιάννης Κυριακάκης όμως πέρασε στην αθανασία και χωρίς αυτόν τον ύμνο Είχε καταξιωθεί στη χορεία των μεγάλων αγωνιστών με τη ζωή και τους ασυμβίβαστους αγώνες του χωρίς να έχει ανάγκη από τις όποιες συντροφικές περγαμηνές για να μείνει στην ιστορία
Το όνομά του συνοδευόταν στη μνήμη κάποιων με μια κραυγή που έγινε θρύλος
Μακάρι να υπήρχαν και σήμερα μερικοί ακόμα σαν κι αυτόν να έτρεπαν με μια κραυγή σε φυγή τους σημερινούς βασανιστές μας που μας εξευτελίζουν κάθε λεπτό χωρίς κανένας να τους αντιστέκεται
Τιμή και Δόξα
Τιμούσε τους συναγωνιστές του και αναφερόταν με συγκίνηση από τις στήλες των τοπικών εφημερίδων σε επετείους και σε αγνούς ιδεολόγους.
Ο Γιάννης Κυριακάκης έμεινε στην ιστορία του τόπου σαν μια από τις εμβληματικές φυσιογνωμίες πέρα από τους πιο αφοσιωμένους υπερασπιστές της αριστερής ιδεολογίας.
Γι’ αυτό και κάθε φορά που έρχεται στο νου η θύμησή του, τον συνοδεύει επάξια μια από τις αγαπημένες του φράσεις που μας έλεγε όταν αναφερόταν σε συναγωνιστές του ή όταν κατέθετε στεφάνι σε επετειακές εκδηλώσεις: Τιμή και Δόξα.