ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ (10-9-2007)
Οι αγώνες της Κοξαρέ σε όλα τα μέτωπα αναδείχτηκαν από την ομιλία του δημάρχου Φοίνικα κ. Μανόλη Μαστορογιαννάκη κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης που έγινε για να τιμηθεί το ιστορικό ολοκαύτωμα του χωριού από τα στρατεύματα κατοχής.
Είπε μεταξύ άλλων ο κ.Μαστορογιαννάκης:
“Η ιστορία της Κοξαρέ, ζωντανό παράδειγμα ηρωισμών, κιας ήτανε οι αντεκδικήσεις του κατακτητή τρομερές και αφάνταστες σε αγριότητα.
Είχανε οι Κοξαριανοί σε όλη την κατοχή, ανοιχτούς λογαριασμούς με τους Χιλτερικούς και συνεχείς επεισοδιακούς αγώνες μαζί τους.
Η ανταρτομάνα Κοξαρέ, μετείχε στην πρώτη γραμμή, στο ιστορικό γίγνεσθαι των καιρών, και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βρέθηκε στην καρδιά όλων των γεγονότων. Ήτανε ήδη ώριμη για να δώσει ηγέτες στο αντιστασιακό κίνημα. Εγέννησε ανδρείους μαχητές και καπεταναίους, με τον απέραντο κόσμο της αλληλεγγύης, περήφανους και εξαίρετους, που πολέμησαν και θυσιάστηκαν για τα ιερά και τα όσια. Άνδρες που εθελοντικά αφήσανε τα σπίτια τους, τις οικογένειές τους, τις δουλειές τους, τις περιουσίες τους και πολέμησαν μπέτη με μπέτη τους κατακτητές και έθρεψαν την Εθνική Αντίσταση.
Τους είχαν οι Ναζί υπό άγριο διωγμό τους Κοξαριανούς, και για αυτό είχανε γίνει αγρίμια, σταυραετοί, και ζούσανε στις βουνοκορφές, στις χαράδρες και στα ερημοκλήσια. Έδωσαν ένοπλους αγώνες στα βουνά και στα φαράγγια.
Ήτανε όλοι τους εθελοντές στον πόλεμο και στον θάνατο. Άλλοι είχαν γυρίσει από το Αλβανικό μέτωπο κουρελήδες, ανάπηροι και σακατεμένοι, και άλλοι κατατραγμένοι και προδομένοι είχανε πάρει τον δρόμο της σπηλιάς και του βουνού.
Δεν χρειαζόντουσαν ούτε διαταγή, ούτε επιστράτευση, ούτε στολή, ούτε εκπαίδευση στρατιωτική για να αρπάξουνε το όπλο και να πολεμήσουνε για τη λευτεριά τους. Ήτανε μια εσωτερική παρόρμηση, υποχρέωση κληρονομική, ήτανε καθήκον τιμής.
Γράμματα, αλέτρι και σφυρί, ήτανε στον αγώνα για την λευτεριά.
Την λευτεριά τους δεν την ζητιάνεψαν, την πλήρωσαν με αίμα κια στάχτες.
Εκείνους τους αδούλωτους νιώθουμε κάθε χρόνο επιτακτικό το χρέος να τιμήσουμε. Σ’ αυτούς και στην γενέτειρα τους την ηρωομάνα Κοξαρέ, σαν έκφραση βαθιάς εκτίμησης και θαυμασμού, αφιερώνω ετούτα τα λόγια, όπως τα ένιωσα, αν και τούτοιο οι ήρωες δεν το έχουν ανάγκη, γιατί έχουνε πάρει την δικιά τους αναγνώριση με τους αγώνες τους και τις θυσίες τους. Δεν θα αναφερθώ σε λεπτομέρειες: στο πως, στο πότε, στο που, από ποιους.
Εκείνο που θέλω να τονίσω, είναι το μεγαλείο, η αυτοθυσία, ο ηρωισμός αυτών των αγωνιστών, οι ματωμένοι εφιάλτες που γνώρισαν και το πόσο μεγάλο είναι το βάρος που σηκώνουμε όλοι εμείς, και εσείς οι συγχωριανοί τους, και ειδιαίτερα όσοι από εσάς είσαστε παιδιάς τους, εγγόνια τους, ανίψια τους.
Καθήκον όλων μας είναι να μην ξεχάσουμε, να μάθουμε στα παιδιά μας να θυμούνται και να λέμε το ποτέ πιά ξανά.
Τον Αύγουστο του 1944, η Κρήτη έγινε μια κόλαση. Οι γερμανοί έκαιγαν και αφάνιζαν τα χωριά μας, σκότωναν ομαδικά και αδιάκριτα. Στο ολοκαύτωμα της Κρύας Βρύσης, οι αντάρτες χτυπούσαν τους γερμανούς έξω από την Κοξαρέ και προτού να στεγνώσει το αίμα των Κρυοβρυσιανών, στις 29 Αυγούστου, έγινε το ολοκαύτωμα της Κοξαρές.
Στην είσοδο του χωριού, στο τέρμα της διακλάδωσης, οι Χιλτερικοί προχωρούσαν αποφασισμένοι για την εξόντωση των κατοίκων του.
Δεν πέρασε αρκετή ώρα και κύκλωσαν το χωριό.
Έβαλαν παντού φωτιά και ανατίναξαν ότι οι φλόγες δεν μπορούσαν να καταστρέψουν.
Το χωριό ισοπεδώθηκε.
Παίρνανε μέτρα προφύλαξης οι κάτοικοι της Κοξαρέ, και για αυτό οι Χιλτερικοί δεν μπόρεσαν να κάμουν μαζικές εκτελέσεις όπως σε άλλα καμένα χωριά.
Από τους άνδρες του χωριού, έναν που βρήκαν τον έκαψαν ζωντανό.
Ευτυχώς που το μίσος τους δεν ξέσπασε στα γυναικόπαιδα όπως έγινε τον Οκτώβρη του 1943 στην Καλή Συκιά.
Την θυμούνται εκείνη την ημέρα την 29η Αυγούστου 1944 όσοι τη ζήσανε. Τη βαστάνε άσβηστη μέσα τους. Μια πικρή μέρα.
Το σύννεφο της μαύρης συμφοράς άπλωσε πάνω από την Κοξαρέ και την σκέπασε θανατερά.
Το ξημέρωμα εκείνης της πυρωμένης νύχτας, το σκοτείνιασε η κάπνα της οργής και της εκδίκησης των Χιλτερικών.
Εκείνο το Αυγουστιάτικο πρωινό, μέσα στα τόσα αποκαϊδια και χαλάσματα, μέσα σε τόσες αυλόπορτες και μεσοδόκια των καρβουνιασμένων σπιτιών, δεν έβλεπες να ξεχωρίζουν, αν πολεμούσε η λάμψη της αντρείας τη μαυρίλα της βαρβαρότητας, ή αν ανθούσε η λευτεριά.
Τα γύρω βουνά, τα φαράγγια του Κουρταλιώτη και του Κοτσυφού, μα και οι στάχτες των σπιτιών τους μαρτυρούν για την θυσία τους.
Η Κοξαρέ στάθηκε, αμύντορας, αλλά και μάρτυρας. Και χρησιμοποιώ την λέξη μάρτυρας. Και χρησιμοποιώ την λέξη μάρτυρας, με την διττή σημασία που έχει μόνο στην Ελληνική. Δηλώνει αυτόν που είναι αυτόπτης μάρτυρας γεγονότων αλλά κια ταυτόχρονα αυτόν που θυσιάζεται για την πίστη, για την πατρίδα, για την αρετή, για το ουσιώδες.
Το Ολοκαύτωμα της Κοξαρέ, εντάσσεται στη μακριά αλυσίδα των δοκιμασιών που σημάδεψαν το Αντιστασιακό Έπος του Ελληνικού λαού και ειδικότερα του Κρητικού, στην σκοτεινή περίοδο της κατοχής.
Και πολλά άλλα χωριά του Αϊ Βασίλη και της Κρήτης κάηκαν και ανατινάχθηκαν.
Δεν υπάρχει πόλη ή χωριό να μην πενθεί λίγους ή πολλούς τουφεκισμένους και όμηρους.
Ήρωα, πλάκες και μνήματα, σταυροί και μαυροφορεμός, είναι τα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα των αντίποινων και των θηριοδιών.
Το ολοκαύτωμα της Κοξαρέ, επιβεβαιώνει την οδυνηρή αλλά και μεγαλειώδη αλήθεια, ότι η λευτεριά στον τόπο μας, εξαργυρώθηκε με το ακριβό τίμημα του αίματος και της καταστροφής.