Ένας από τους φωτισμένους δασκάλους (ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ 7-8-2007)
Ο Γιώργος Σμπώκος ανήκει στην κατηγορία των φωτισμένων εκπαιδευτικών. Κι αυτό δεν το πιστοποιούν μόνο οι αναρίθμητοι μαθητές που πέρασαν από τις τάξεις του αλλά και το ευρύ κοινωνικό και κυρίως συγγραφικό του έργο. Αυτό που έχει συγκεντρωθεί σε τόμους και αποτελεί ένα μνημειώδες έργο καταγραφής της παράδοσης. Όλα του τα βιβλία είναι αφιερωμένα στ’ Ανώγεια. Γιατί ο Γιώργος Σμπώκος γεννήθηκε για να υπηρετεί τον τόπο του και να τον τιμά
Ακόμα κι όταν βραβευόταν από την Ακαδημία Αθηνών σίγουρα στο ηρωικό χωριό του αφιέρωνε τις διακρίσεις. Όποιος τον ξέρει καλά αυτό μπορεί να βεβαιώσει
Ο Γιώργος Σμπώκος είναι κι ένα φαινόμενο πολυσχιδούς δράσης. Αφού ενώ υπηρετούσε στην εκπαίδευση έθεσε τον εαυτό του και στη διάθεση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης
Διετέλεσε επιτυχημένος δήμαρχος και πρόεδρος της ΤΕΔΚ Αλλά κάποια στιγμή χρειάστηκε να επιλέξει. Μας λέει σχετικά
. Περίπου εφτά μήνες ήμουν και δάσκαλος και δήμαρχος.Μετά όμως υπέβαλα παραίτηση από την εκπαίδευση για να ανταπεξέλθω στα καθήκοντά μου ως δήμαρχος
Μέσα από τους μαθητές σας αναδείχθηκαν πολιτικά πρόσωπα;
Αρκετοί, Και ο Γιάννης ο Σπώκος που ήταν μαθητής μου και ο σημερινός δήμαρχος ο Σωκράτης Κεφαλογιάννης.Όλοι οφείλω να πω έχουνε διαπρέψει πάρα πολύ στις επιστήμες και κατέχουν θέσεις σημαντικές. Μπορώ να πω ότι είμαι ευτυχής που είδα πάρα πολλούς μαθητές μου να είναι σε θέσεις κλειδιά και να είναι αξιόλογοι άνθρωποι στην κοινωνία.
Ερχόμαστε τώρα στον συγγραφέα Γιώργο Σμπώκο. Από πότε έχετε αυτή τη διάθεση να γράψετε;
Όταν ήρθα και διορίστηκα ως δάσκαλος γιατί ουσιαστικά με το δασκαλίκι ασχολούμουν από το 1955 που τελείωσα την Ακαδημία. ¨Ημουν σχεδόν ενεργός σε κάθε περίπτωση που κάποιος δάσκαλος είχε δουλειά αλλά διορίστηκα μόνιμα στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Ανωγείων τον Οκτώβριο του 1959. Ημουν ο μόνος νέος ανωγειανός δάσκαλος ο οποίος διοριζόταν και υπηρετούσε στα Ανώγεια μετά το Ολοκαύτωμα Βρισκόμαστε στην περίοδο αυτή ακκριβώς που τα Ανώγεια εβρίσκονται στον αγώνα για την ανάπτυξη, για την ανασυγκρότηση, για το ξανακτίσημο του χωριού και υπάρχει μια τάση σε όλο το χωριό για προσπάθεια, πρόοδο και για ανάπτυξη. Έβαλα λοιπόν αρκετούς στόχους μπροστά μου και ένας από τους πρώτους ήταν ο εκδρομικός και πολιτιστικός σύλλογος που ίδρυσα και που προσέφερε πάρα πολλά στην κοινωνία των Ανωγείων, Ημουν λόγω περιστάσεων σχεδόν σε όλες τις επιτροπές . Από πρόεδρος του Εθνικού Σταδίου Ανωγείων το οποίο έγινε μετά Δημοτικό Στάδιο και ουσιαστικά προώθησα να γίνει το Δημοτικό Στάδιο Ανωγείων.Να σκεφτείς το παρέλαβα 7,5 στρέμματα και το παρέδωσα 20 αλλά να μην προχωρώ σε λεπτομέριες τέτοιες. Μέσα στους στόχους που έβαλα ήταν και αυτός να ασχοληθώ με την παράδοση που γνώριζα γιατί την είχα βιώσει Γιατί οι Ανωγειανοι ήταν άνθρωποι από τα πολύ παλιά χρόνια ενδογαμικοί, απομονομένοι, ζούσαν εδώ στην περιοχή τη δική τους και πολλοί δεν έβλεπαν ούτε θάλασσα πολλές φορές. Κράτησε λοιπόν αυτό την παράδοση, τα ήθη και τα έθιμά τους, αυτή τη λαμπρή κρητική παράδοση Ήξερα ότι υπήρχε στα Ανώγεια ένας πολιτισμικός θησαυρός ατέλειωτος και γι’ αυτόν τον θησαυρό δεν είχε γίνει καμιά ουσιαστική προσπάθεια για την καταγραφή και την διάσωσή του.
Υπάρχουν πρόσωπα που να σημάδεψαν τις παιδικές μνήμες, ας πούμε κάποια γιαγιά κάποιος παππούς;
Ναι βεβαίως. Οι παππούδες, οι γιαγιάδες, η μάνα μου, ο πατέρας μου, όλοι αυτοί και ιδιαίτερα δύο παπάδες, ο παπά Γιώργης ο Ανδρεαδάκης και ο παπά Μιχάλης Μανουράς οι οποίοι ασχολούνταν και με τα θέματα ιστορίας και λαογραφίας μου έδωσαν την πρώτη όθηση για να ασχοληθώ. Βλέποντας λοιπόν ότι αυτός ο πλούτος ο λαογραφικός δεν είχε καταγραφεί και επιπλέον με τη ραγδαία εξέλιξη που παρουσιαζόταν άρχισε να φθείρει να χάνεται και να αφανίζεται, έκρινα απαραίτητο ότι έπρεπε άμεσα να ριχτώ και στον τομέα αυτό παράλληλα με όλες τις άλλες δουλειές που είχα αναλάβει ως διευθυντής του σχολείου, ως πρόεδρος του Συλλόγου, ως πρόεδρος του Γυμναστηρίου κ.τ.λ. και άρχισα να καταγράφω. Όλοι μέρα γύριζα με το μαγνητόφωνο και κατέγραφα και επειδή υπήρχε στενότητα στο να αγοράσουμε και τις κασσέτες τότε, ήταν δύσκολα χρόνια, μαγνητοφωνούσα για δύο χρόνια το πρωί και την νύχτα απομαγνητοφωνούσα Και με τις ίδιες κασσέτες συνέχιζα να καταγράφω. Αυτό ευτυχώς κράτησε λίγο καιρό και μετά άρχισα πλέον την εργασία να συγκεντρώνω τα στοιχεία, να μαγνητοφωνώ. Υπάρχουν περίπου διακόσιες ώρες και παραπάνω μαγνητοφωνημένες με το υλικό το οποίο δεν έχω χρησιμοποιήσει. Κατέγραψα πάρα πολλά και ιδιαίτερα την δεκαετία του ’60 που υπήρχαν πηγές πάρα πάρα πολλές. Μετά ότι προσπάθεια και αν εγινόταν δεν επρόκειτο να φέρει τα αποτελέσματα.Χάνονταν οι πηγές της προφορικής παράδοσης. Μπορώ να πω ότι το σύνολο της εργασίας μου τώρα που εκδόθηκε είχε καταγραφεί μέχρι που έφυγα και πήγα στην Αθήνα το 1975
-Από πότε αρίζουν οι εκδόσεις σας;
Το 1991 εξέδωσα το πρώτο μου βιβλίο “Ανώγεια: Ιστορία μέσα από τα τραγούδια”. Μετά σταμάτησα ως δήμαρχος, εξακολούθησα όμως να συγκεντρώνω υλικό κάτι που κάνω μέχρι και σήμερα. Υπάρχει ακόμα πάρα πολύ που πρέπει να καταγραφεί
και μετά από αυτό έρχεται η βράβευση της Ακαδημίας Αθηνών ….
Για τα πέντε αυτά τα οποία επεβλήθησαν μαζεμένα και μετά υπέβαλα αιτήσεις και εβραβεύτηκαν η “Ποιμενική Ζωή των Ανωγειανών”, πιστεύω ότι είναι πάρα πολύ σημαντικά και αυτά και η ποιμενική ζωή και οι τόποι μας διηγούνται την ιστορία τους που είναι τα “Τοπονήμια των Ανωγείων”, εκεί ξεθάβεται και η ιστορία …………. , επίσης “μια φορά ένας Ανωγειανός, Ανωγειανές Αθηβολές” και το άλλο το τελευταίο που βραβεύτηκε και αυτό είναι “Μουσικά Ακούσματα από την Παράδοση των Ανωγείων”. Ακούμε τους παλιούς Ανωγειανούς να τραγουδούν σκοπούς και τραγούδια του τόπου τους. Αυτά τα τέσσετα και τώρα ασχολούμε και μάλιστα σήμερα από το πρωί ήμουν πάνω και κατέγραφα μητάτα δουλειά πολύ δύσκολη. Καταγράφω για τα Ανωγειανά μητάτα.
Όσο γράφετε καταλαβαίνω να ξυπνά και μια υπεφηφάνεια γιατί αν δεν μας ενδιαφέρει και αυτό, που ερευνούμε δεν παίρνουμε και κουράγιο.
Ακριβώς , αν δεν υπήρχε αυτό το κουράγιο δεν ήταν δυνατόν να πετύχω αυτή την κολοσσιαία εργασία και στα χρόνια τα δικά μου μάλσιτα τα τόσο δύσκολα Και συνεχίζω χωρίς να με τρομάζουν οι ταλαιπωρίες. Για παράδειγμα σήμερα είχα οδοιπορία 4 ώρες στον Ψηλορείτη με είχε πάει ένα αυτοκίνητο του Δήμου αλλά μέχρι να φτάσεις εκεί απάνω στο μητάτο που είναι στην κορυφή, να το καταγράψεις, να γράψεις συντεταγμένες, να γράψεις το υψόμετρο που βρίσκεται και χίλια δύο άλλα πέρασε η ώρα. Αλλά δεν με νοιάζει η πεζοπορία. .
-Εχετε μια ιδιαίτερη αγάπη στα μιτάτα.
– Αναθράφηκα σ’ αυτά . Μην ξεχνάτε ότι στα 18 μου χρόνια όσο καιρό δεν ήμουν στο σχολείο, ήμουν βοσκός και ανεβοκατέβαινα στον Ψηλορείτη. Τα έζησα, μέσα τους ένιωσα χαρές, λύπες, είμαι απόλυτα δεμένος μαζί τους και επειδή τα θεωρώ εθνικά μνημεία, θέλω να τα κρατήσω μέσα από τα έργα μου Είναι μνημεία τέχνης.
Αλλά στηνπροσπάθειά του αυτή ο Γιώργος Σμπώκος είχε πάντα την σημαντική ηθική στήριξη και πολύτιμη βοήθεια της γυναίκας του Αμαλίας. Αυτό επαναλαμβάνει συνεχώς και αρκετές φορές δακρίζει όσο αναλογίζεται πόσο πρόθυμα ανέλαβε ευθύνες και πόσες θυσίες έκανε για να μπορεί απερίσπαστος να επιδοθεί στο μνημειώδες έργο του.
Εφη Αριστείδου
Το ιστορικό και λαογραφικό έργο του Γεωργίου Σμπώκου
του Χάρη Στρατιδάκη
Γενικού Γραμματέα Ιστορικού
Λαογραφικού Μουσείου Ρεθύμνου
Θα ήθελα και από την πλευρά μου να σας ευχαριστήσω που βρίσκεστε απόψε μαζί μας, στην πρώτη εκδήλωση του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Ρεθύμνης της σειράς «Γνωριμία με το έργο μεγάλων Κρητών λαογράφων».
Η Κρήτη ευτύχησε να μελετηθεί από σημαίνοντες Κρητολόγους, μεταξύ των οποίων και εκλεκτοί λαογράφοι. Σημειώνω πρόχειρα εδώ τους αείμνηστους Παύλο Βλαστό, Γεώργιο Σπυριδάκη, Ευαγγελία Φραγκάκη, Γεώργιο Πάγκαλο, Μαρία Λιουδάκη, Ελευθέριο Πλατάκη, Παντελή Βαβουλέ, Ιωάννη Μαυρακάκη, Ειρήνη Παπαδάκη, Ιδομενέα Παπαγρηγοράκη, Στυλιανό Μοτάκη, Γεώργιο Δαφέρμο, Μιχάλη Καυκαλά και Θεοχάρη Προβατάκη. Οι εκλεκτοί αυτοί ερευνητές έσπειραν τον σπόρο, ώστε να υπάρξει η συνέχεια από τους Γεώργιο Αικατερινίδη, Γεώργιο Σμπώκο, Αντώνη Πλυμάκη, Κανάκη Γερωνυμάκη, Σταμάτη Αποστολάκη, Βασίλη Χαρωνίτη, Μιχάλη Πριναράκη, Αντώνη Ξανθινάκη, Αριστοφάνη Χουρδάκη, Γεώργιο Παναγιωτάκη, Αντώνη Δαφέρμο, Κώστα Μουτζούρη, Ανδρέα Λενακάκη και μερικούς ακόμα άλλους.
Ο Γεώργιος Σμπώκος καταλαμβάνει σημαίνουσα, οπωσδήποτε, θέση ανάμεσα σ’ αυτούς. Θα προσπαθήσω απόψε να σας παρουσιάσω το εκτεταμένο έργο του, έστω και ακροθιγώς. Εξαρχής προκύπτει το θέμα του διαχωρισμού του σε λαογραφικό και ιστορικό. Το θέμα αυτό παρουσιάζεται σε τρεις από τις εργασίες του. Δεν θα επιχειρήσω να κάνω έναν τέτοιο διαχωρισμό, αφού μάλιστα αυτό ακριβώς το δέσιμο τις κάνει περισσότερο ενδιαφέρουσες.
Αυτό δηλαδή είναι ένα πρόσθετο σημείο θελκτικότητας, και πρωτοτυπίας -αν θέλετε- του πρώτου χρονολογικά βιβλίου του, που κυκλοφόρησε το 1992 με τον τίτλο «Ανώγεια. Η ιστορία μέσα από τα τραγούδια τους». Το βιβλίο αυτό, θυμίζω, είναι το μοναδικό του συγγραφέα που έχει παρουσιαστεί μέχρι σήμερα στο Ρέθυμνο. Περιλαμβάνει 193 τραγούδια, σε μια κριτική έκδοση, με τους στίχους τους, το όνομα εκείνου που τα αφηγήθηκε στον ερευνητή, την ηλικία, το έτος αφήγησης, τις παραλλαγές τους, το απαραίτητο γλωσσάρι και -κυρίως- ένα ερμηνευτικό ιστορικό κείμενο. Πέραν όμως των παραπάνω, σε πολλά τραγούδια ο Γεώργιος Σμπώκος επιχειρεί πειστικά και τη χρονολόγησή τους, ενώ σε μερικά κατορθώνει και εντοπίζει τον δημιουργό. Τα τραγούδια αυτά τα διακρίνει σε τραγούδια δρακοντοκτονιών, σε παλιά δημοτικά τραγούδια, σε τραγούδια γνωστά ως της τάβλας, με τα περισσότερα της κατηγορίας αυτής γνωστά και από άλλες περιοχές της Κρήτης. Γιατί το τραγούδι, όπως και τα άλλα είδη του λαϊκού πολιτισμού, όσο κι αν παρουσιάζει τοπικές ιδιομορφίες, δεν γνωρίζει σύνορα.
Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, αυτή η πολιτισμική ώσμωση συντελέστηκε με κύρια κανάλια το έθιμο της φιλοξενίας των Ανωγειανών από τη μία πλευρά, αλλά και την καταφυγή τους λόγω οικονομικής ένδειας σε άλλες, πλουσιότερες περιοχές της Κρήτης, κυρίως με τα αμπελοσκάμματα, την ελαιοσυλλογή και το κατέβασμα των κοπαδιών σε χαμηλότερα υψόμετρα για ξεχειμώνιασμα. Το βιβλίο περιλαμβάνει επίσης ιστορικά τραγούδια της περιόδου των πρώτων επαναστάσεων και τραγούδια της περιόδου της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης και της Ημιαυτονομίας της Κρήτης. Ακολουθούν τα τραγούδια των περιόδων της Κρητικής Πολιτείας και της Ένωσης, μέχρι την είσοδο της χώρας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα τραγούδια της Αλβανίας, της Μάχης της Κρήτης και της Γερμανοκατοχής απαρτίζουν μια ιδιαίτερη κατηγορία, ενώ έπονται τραγούδια σκωπτικά, τραγούδια ειδικά, αλλά και τραγούδια παιδικά, νανουρίσματα, τραγούδια εθιμικά και μοιρολόγια. Δύο είναι, νομίζω, τα πιο αντιπροσωπευτικά τραγούδια του βιβλίου, αυτά που αναφέρονται στην κόρη του παπα-Βοριά και στη δρακοντοκτονία της Ζωμίθου. Το πρώτο απ’ αυτά θα ακούσουμε από την Κατερίνα Τσακάλη-Δομαζάκη.
Αφού οι Τούρκοι κυρίευσαν την δυτική Κρήτη, άρχισαν να προχωρούν ανατολικά κι ένας από τους κεντρικούς δρόμους που ακολούθησαν ήταν ο δρόμος που περνά κάτω από τ’ Ανώγεια, στη θέση Ξικοπέραμα (Αξικό πέρασμα). Εκεί βρισκόταν οικισμός και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και -κατά την παράδοση- το σπίτι του παπα-Βοριά. Μεταξύ αυτών που αιχμαλωτίστηκαν ήταν και οι τρεις του θυγατέρες, από τις οποίες ξεχώριζε σε ομορφιά η μεσαία, η Ευμενία.
Για την εξαίσια πράγματι ομορφιά της οι Τούρκοι την έστειλαν δώρο στον Σουλτάνο Μεχμέτ τον τέταρτο, του οποίου έγινε πρώτη ευνοούμενη, και μετά τον θάνατό του δυο φορές βασιλομήτωρ, δηλαδή Βαλιδέ Σουλτάνα. Με αίτημα, μάλιστα και επιμονή της Ευμενίας, ο Σουλτάνος παραχώρησε με ιραδέ την βακουφική περιοχή της Νίδας στους Ανωγειανούς.
Το τραγούδι του παπα-Βοριά ακούσαμε και καταγράψαμε από τον παπα-Γιώργη Ανδρεαδάκη το 1964 και αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, απόσπασμα μεγαλύτερου τραγουδιού:
Μια Πέφτη, μιαν Παρασκευή, μια μαυρισμένη ώρα
επήραν του παπα-Βοριά τσι τρεις του θυγατέρες,
την πρώτη και την ύστερη, τη μεσακή κοπέλα.
Όντε την ανεβάζανε στου βασιλιά τσι σκάλες
ετρέχανε τα μάθια τζη ωσάν τσι μπουτσουνάρες.
Τηρά δεξά, τηρά ζερβά, κιανένα δε γνωρίζει
όξω το αδερφάκιν τζη.
-Χαιρέτα μου τσι συγγενούς κι όλο το δικολόγι.
Την αδερφή μου τη Ζαμπιά μη μου τη χαιρετήσεις,
γιατί μου καταράστηκε μια Κυριακήν ημέρα,
Τούρκο να κάμω πεθερό και τον πασά κουνιάδο
και το μεγάλο βασιλιά, άντρα να τονε πάρω.
Κι επιάστηκεν ο λόγος τση σα ντου Μητροπολίτη,
Σα ντου παπά όντε λειτουργά.
Το δεύτερο βιβλίο στο οποίο το λαογραφικό στοιχείο συνενώνεται με το ιστορικό, αλλά και δεύτερο επίσης στη χρονολογική εκδοτική σειρά, κυκλοφόρησε το 2005 με τον τίτλο «Ο Ανωγειανός. Απόγονος των Κουρητών και των Ιδαίων Δακτύλων». Είναι το πρώτο της πεντάτομης λαογραφικής συλλογής «Ανωγειανά», που στο σύνολό της βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 2002 με πρώτο έπαινο. Περιλαμβάνει αναλυτική περιγραφή του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, στο οποίο αναφέρεται, όπως και ειδική αναφορά στο Ιδαίον Άντρον και στη διαδρομή του στον προϊστορικό και ιστορικό χρόνο. Στη συνέχεια εξετάζεται ο κάτοικος των Ανωγείων από διάφορες σκοπιές: ως ποιητής, ως μουσικός, ως χορευτής, ως τραγουδιστής, ως καλλιτέχνης και τεχνίτης, ως ετοιμόλογος και χωρατατζής και, τέλος, ως άνθρωπος της αλληλεγγύης και της κοινωνικής προσφοράς. Ξεχωριστή θέση καταλαμβάνουν τα κεφάλαια του έρωτα και του γλεντιού στα Ανώγεια. Ακολουθεί αναλυτικό ερμηνευτικό λεξικό και ένα μικρότερο με την ερμηνεία φράσεων που έχουν ιδιάζουσα σημασία. Το βιβλίο κλείνει με πίνακα τοπωνυμίων, βιβλιογραφία και φωτογραφικό παράρτημα, το οποίο υπέχει και θέση ιστορικής πηγής. Φωτογραφικά παραρτήματα, σημειωτέον, περιλαμβάνουν όλα τα βιβλία του Γεωργίου Σμπώκου, τα οποίο αισθητοποιούν τα καταγραφόμενα και τα κάνουν περισσότερο ενδιαφέροντα.
Το ίδιο έτος, 2003, κυκλοφόρησε το επόμενο βιβλίο, «Η Ανωγειανή μαντινάδα». Θα περίμενε κανείς να δει ένα μακροσκελή κατάλογο διστίχων, όπως γίνεται συνήθως, και με όχι άσχημο αποτέλεσμα. Όμως ούτε οι Ανωγειανοί είναι οι συνήθεις Κρήτες τροβαδούροι της κρητικής υπαίθρου αλλά ούτε και ο Γεώργιος Σμπώκος είναι ο συνηθισμένος καταγραφέας του λαϊκού πνευματικού πολιτισμού. Είναι ερευνητής, γι’ αυτό και μας προσέφερε ένα απρόσμενο αποτέλεσμα, πρότυπο για κάθε μελλοντικό ερευνητή του θέματος. Μετά τον απαραίτητο πρόλογο, ακολουθούν κεφάλαια για την μαντινάδα γενικά, την κρητική ειδικά και την ανωγειανή ειδικότερα. Στο επόμενο κεφάλαιο εξετάζεται αναλυτικά η συγκρότησή της, ως προς το περιεχόμενο, τη γλώσσα, την ομοιοκαταληξία, την ποιότητα και τη γραφή της. Το επόμενο κεφάλαιο, εκείνο που θα φανταζόταν κανείς ότι θα ήταν το πιο δύσκολο και εξ ανάγκης ελλειμματικό, εκείνο δηλαδή της δημιουργίας και των δημιουργών της μαντινάδας, είναι παραδόξως ένα από τα μεγαλύτερα του βιβλίου. Κι αυτό γιατί, αν και είναι γενικά παραδεδεγμένο ότι η λαϊκή δημιουργία είναι ανώνυμη, στα Ανώγεια εξακολουθεί να υφίσταται και μάλιστα από επώνυμους δημιουργούς. Κι αυτό συμβαίνει γιατί εκπληρώνονται πολλές από τις προϋποθέσεις δημιουργίας διστίχων: όλοι γνωρίζουν τα εισαγωγικά και καταληκτικά μοτίβα, όλοι κατέχουν μια απειρία διστίχων και τους μηχανισμούς μετασχηματισμού τους και καθημερινά υφίσταται ανάγκη έμμετρων απαντήσεων. Τα Ανώγεια είναι επίσης ένα από τα ελάχιστα σημεία της Κρήτης που παράγονται μαντινάδες με επιλογή ειδικού γλωσσικού υλικού. Θα παρακαλέσω λοιπόν και πάλι για την ανάγνωση δειγματοληπτικά τριών από αυτές.
Πρόκειται για δύο δίστιχα, ουσιαστικών και ρημάτων αντίστοιχα, επώνυμα, του Δημήτρη Χαιρέτη, του επονομαζόμενου και Δημητρού:
Μάθια, ψυχή, πνοή, ζωή, ελπίδα και καρδιά μου
και θάρρος και παρηγοριά και λύπη και χαρά μου.
Αναστενάζω και πονώ, κλαίω, φυρώ και λιώνω
χάνομαι, σβήνω, ξεψυχώ, και δεν το μετανιώνω.
Θα μου επιτρέψετε να διαβάσω ακόμα μία από τις πιο γνωστές επώνυμες μαντινάδες των Ανωγείων, τον «Βασιλικό του Μεϊντανιού», επίσης του Δημήτρη Χαιρέτη. Την είπε στην Κωνσταντοζουμπουλιά, μια από τις ομορφότερες κοπέλες, που όμως στάθηκε άτυχη και δεν έκανε οικογένεια, απορρίπτοντας ογδόντα τέσσερα προξενιά, όσα δηλαδή είχε σημειώσει ο πατριός της με χαρακιές στη βέργα του:
Βασιλικέ του Μεϊντανιού, εσύ μυρίζεις μόνο,
εσύ μου τον εφύτεψες μες στην καρδιά τον πόνο.
Ακολουθεί στο βιβλίο το μεγάλο κεφάλαιο των μαντιναδολόγων, παλιότερων και νεότερων. Εντοπίζεται δηλαδή η προσφορά -ούτε λίγων ούτε πολλών- 107 μαντιναδολόγων του παρελθόντος και πολύ περισσότερων του παρόντος. Όλος αυτός ο πλούτος συνοδεύεται με ερμηνευτικά σημειώματα, ενώ το βιβλίο κλείνει με την παράθεση εκατοντάδων μαντινάδων, που παρατίθενται θεματικά.
Το τέταρτο κατά σειρά έκδοσης βιβλίο, με τον τίτλο «Το γλωσσικό ιδίωμα των Ανωγείων», είναι ουσιαστικά ένα ερμηνευτικό λεξικό του τοπικού γλωσσικού ιδιώματος. Έχει τρεις στόχους: να διασώσει ό,τι είναι δυνατόν από μια εξαιρετική γλώσσα που σβήνει, να παρακινήσει τους γλωσσολόγους να τη μελετήσουν βαθύτερα και να αποτυπώσει πιστά σε γραπτή μορφή την ηχητική της έκταση. Δεν χρειάζεται εδώ να επισημάνουμε τις ιδιαιτερότητες του ανωγειανού μικροϊδιώματος, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την προφορά των λέξεων, αλλά ούτε και τη χρήση αρχαιοελληνικών λέξεων αλλά και αρχαιοελληνικών συντακτικών δομών, χωρίς ασφαλώς να λείπουν και λέξεις ιταλικές, αραβικές, τουρκικές, αλβανικές και σλάβικες, όπως άλλωστε και παντού αλλού στην Κρήτη. Αξιοσημείωτη είναι η επισήμανση του συγγραφέα για συγγένεια του ανωγειανού ιδιώματος πολύ περισσότερο με εκείνο της ανατολικής Κρήτης απ’ ότι με της δυτικής, κι αυτό ασφαλώς δικαιολογείται από τη γειτνίαση μ’ αυτή. Άλλωστε ακόμη και με το σημερινό οδικό δίκτυο τα Ανώγεια απέχουν από το Ρέθυμνο 52 χιλιόμετρα και από το Ηράκλειο μόλις 36. Στο βιβλίο παρατίθεται επίσης αναλυτική γραμματική, που περιλαμβάνει όχι μόνο τα κλιτά αλλά και τα άκλιτα μέρη του λόγου. Αξίζει, νομίζω, να σημειωθεί εδώ ο πλούτος των επιρρημάτων (και όχι μόνο). Μόνο στα τοπικά επιρρήματα σημειώνονται -ούτε λίγα ούτε πολλά- 98, μερικά από τα οποία μικροενδημικά -θα λέγαμε- των Ανωγείων:
εδεπά, αποπεροθιό, απόκωλα, παράπαντας, καταμπετούς, μεσογγύς, μπρόσκερας
Το πέμπτο βιβλίο του Γεωργίου Σμπώκου εκδόθηκε το 2010 και επιγράφεται «Στοιχεία από την υλική και πνευματική ζωή των Ανωγειανών». Θα παρακαλούσα να σημειώσετε τον όρο «στοιχεία» σε έναν τίτλο, ο οποίος θα αναμέναμε να είναι «Η υλική και πνευματική ζωή των Ανωγειανών», για να συνειδητοποιήσουμε την μετριοφροσύνη του συγγραφέα. Στο βιβλίο αυτό περιέχεται αυτή την οποία θεωρούσαμε παλιότερα ως κυρίως λαογραφική ύλη. Το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο στον υλικό βίο (κατοικία, μητάτο, ενδυμασία και καλλωπισμό). Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται ο επαγγελματικός βίος (γεωργία, αμπελουργία και διατροφή). Το τρίτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη λαϊκή τέχνη, με υποκεφάλαια για τις υφαντικές ύλες, τον αργαλειό (τον οποίο, σημειωτέον, ακόμα μέχρι σήμερα υπάρχουν Ανωγειανές που δουλεύουν), τα είδη των υφαντών και το βάψιμο και το πάτημα, όσων από αυτά είναι μάλλινα. Ακολουθούν αναφορές στην ξυλογλυπτική, στην ζυμογλυπτική (τα γνωστά δηλαδή ανωγειανά ξομπλιαστά κουλούρια) και στη ζωγραφική. Το τελευταίο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στον πνευματικό βίο: στους γλωσσοδέτες, τα αινίγματα, τις παροιμίες, τις ευχές και κατάρες, τους όρκους, τις προλήψεις, τις γητειές, τη λαϊκή ιατρική, και στις θρησκευτικές γιορτές. Το βιβλίο, όπως και όλα τα άλλα, κλείνει με σχετικό φωτογραφικό παράρτημα.
Το έκτο κατά σειρά έκδοσης βιβλίο επιγράφεται «Η γέννηση, οι χαρές και ο θάνατος του Ανωγειανού» και εκδόθηκε επίσης το 2006. Όπως το περιγράφει ο τίτλος του, αποτελείται από τρεις ενότητες. Στη γέννηση εξετάζεται η παιδοποιία, η εγκυμοσύνη, η γέννα, τα μετά τον τοκετό, το σαράντισμα, η ανατροφή των παιδιών και τα νανουρίσματά τους, με το σχετικό ερμηνευτικό σημείωμα όπου απαιτείται. Στο δεύτερο κεφάλαιο, το μεγαλύτερο από όλα, εξετάζεται ο γάμος. Εξετάζονται δηλαδή τα προξενιά, οι αρραβώνες, η στέψη, ο αντίγαμος αλλά και οι σχετικές προετοιμασίες: η εξεύρεση των ξύλων του γάμου (που δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση στην υποαλπική ζώνη του Ψηλορείτη), των τροφών και των προυκιών. Ερευνάται επίσης η ιστορική εξέλιξη του ανωγειανού γάμου. Το τρίτο κεφάλαιο εξετάζει τα περί θανάτου: τα παρατηρήματα, το ξεψύχισμα, τις ετοιμασίες, τη θανή, την παρηγοριά, τα μνημόσυνα και τις εορτές των νεκρών. Δεν παραλείπονται μερικά από τα εκφραστικότερα ανωγειανά μοιρολόγια, ενώ το βιβλίο κλείνει με εκτεταμένο φωτογραφικό παράρτημα. Αξίζει -νομίζω- να ακούσουμε απόψε εδώ ένα δείγμα, το μοιρολόι της μάνας του Νίκου Ξυλούρη, γνωστότερου στ’ Ανώγεια ως Ψαρονίκου:
Υγιέ μου, φεγγαρόλουστε, υγιέ μου
αθέ τω γαρεφάλω, καντιφέ μου.
Ποια μοίρα σε κυνήγησε, παιδί μου
να πάω να τση κλάψω, γιασεμί μου
να πάρει εμέ, ν’ αφήσει εσέ, χαρά μου
ι-τη δυστυχισμένη, έρωντά μου.
Και πού θα βρω ένα βότανο, αθέ μου
ω, για να σε αναστήσω, μενεξέ μου.
Είντα καιρός σε πλάνταξε, αητέ μου
Νίκο μου, Ψαρονίκο, διαλεκτέ μου.
Ως προς τα φωτογραφικά παραρτήματα των βιβλίων, αξίζει να ακούσουμε την άποψη του συγγραφέα γι’ αυτά, που δείχνει όχι έναν άνθρωπο προβεβηκυίας ηλικίας, αλλά έναν σύγχρονο οραματιστή ερευνητή: «Έχοντας την πεποίθηση ότι, για την πλήρη και ουσιαστική παρουσίαση της ζωής ενός τόπου… δεν επαρκεί μόνον ο προφορικός ή γραπτός λόγος, αλλά και η εικόνα, καταβάλαμε προσπάθεια στην παρουσίαση της διαχρονικής ζωής των Ανωγείων και πέραν από τη γραπτή και ηχητική καταγραφή στοιχείων, να συγκεντρώσουμε και εικόνες, όσες μπορέσαμε, σε ζωγραφικές και φωτογραφικές απεικονίσεις. Το έργο μας στον τομέα αυτό ήταν αρκετά δύσκολο, δεδομένου ότι, η ισοπέδωση των Ανωγείων από τους Ναζί, κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος του θησαυρού που υπήρχε σε φωτογραφίες και εικόνες». Παρόλη όμως την καταστροφή, ο συγγραφέας κατόρθωσε -πραγματικά- να ανακαλύψει όχι μόνο φωτογραφίες αλλά και φωτογραφικές πλάκες σε τζάμι.
Το επόμενο βιβλίο, οι «Πρωταγωνιστές της λευτεριάς. Χαΐνηδες του Ψηλορείτη», εκδόθηκε το 2010 και ανήκει στα ιστορικά, αν και το τεκμηριωτικό του υλικό είναι κατά βάση λαογραφικό, το δημοτικό τραγούδι. Αναφέρεται στον Ψηλορείτη ως άντρο της λευτεριάς και στους ανθρώπους που θυσιάστηκαν γι’ αυτήν εκεί κατά την περίοδο κυρίως της οθωμανικής κατοχής. Βοηθοί του συγγραφέα υπήρξαν, πέραν της δημώδους ποίησης, τα ιστορικά συγγράμματα, η παράδοση, πληθώρα μαρτυριών που κατέγραψε κατά τη δεκαετία του 1960 και ανέκδοτες ιστορικές συλλογές. Γιατί οι Ανωγειανοί, πέραν από ποιητές είναι και φύσει ιστορικοί. Κι όταν διαπίστωσαν τη σοβαρότητά του, του εμπιστεύτηκαν τις εργασίες τους, αυτοί ή οι απόγονοί τους: ο Γεώργιος Σκουλάς, ο Γεώργιος Δακανάλης, ο Εμμανουήλ Χαιρέτης και οι ιερείς Μιχάλης Μανουράς και Γιώργης Ανδρεαδάκης. Από την πλευρά μου, και έχοντας ιδιαίτερη αγάπη για τη σπηλαιολογία, θα μου επιτρέψετε να επισημάνω στο βιβλίο αυτό ότι ο συγγραφέας για τις ανάγκες του επισκέφτηκε ένα πλήθος σπηλαίων, συνδεόμενων με τους χαΐνηδες, σπήλαια οριζόντια και κάθετα. Σε ένα μάλιστα βάραθρο από αυτά, την Τρύπα του Μπαλμέτη, ανακάλυψε ανθρώπινα οστά, επιβεβαιώνοντας την παράδοση για το γκρέμισμα εκεί από τον ονοματοθέτη των αγάδων που διέσχιζαν την περιοχή Βαθειά Καλντιρίμια. Θα επισημάνω, με την ευκαιρία, εδώ την προστιθέμενη αξία των βιβλίων του τιμώμενου σήμερα συγγραφέα για τους ερευνητές και επιστήμονες πολλών τομέων, στην περίπτωσή μας των σπηλαιολόγων. Ιδού λοιπόν στάδιον δόξης λαμπρόν, για να τα αναλυτικότερες εξερευνήσεις, ιδιαίτερα των κατακόρυφων. Ο Γεώργιος Σμπώκος προσφέρει όχι μόνο ένα πλούτο πληροφοριών αλλά και τον ακριβή τόπο που βρίσκονται, τεκμηριώνοντάς τα ακόμη και με τις γεωγραφικές τους συντεταγμένες.
Στο όγδοο κατά σειρά έκδοσης βιβλίο, με τον τίτλο «Η ποιμενική ζωή των Ανωγειανών», η διαπραγμάτευση του θέματος ξεκινά με την περιγραφή του χώρου, των εδαφικών, κλιματολογικών και υδρολογικών χαρακτηριστικών του, της χλωρίδας και της πανίδας του και των παρεμβάσεων του ανθρώπου σ’ αυτόν. Ειδικά στον τομέα αυτό, των παρεμβάσεων, ο συγγραφέας ως κατεξοχήν γνώστης του τόπου και του παρελθόντος του δεν διστάζει να στηλιτεύσει τη σημερινή κατάσταση.
Ακολουθεί κεφάλαιο για την κατανομή και χρήση του, με το σύστημα της δημοτικής κυριότητας και της παραχώρησης χώρου βοσκής, τις γνωστές ως «αποστροφές», που είναι συνολικά 76. Ακολουθεί το πιο εκτεταμένο κεφάλαιο, που αναφέρεται στην ποιμενική ζωή των παλιότερων Ανωγειανών, με ειδική αναφορά στη ζωοκλοπή και στο δέον γενέσθαι επ’ αυτής, για το οποίο και αγωνίστηκε τόσο με την πένα όσο και με τις θητείες του στα κοινά. Δεν λείπουν η διαπραγμάτευση της θρησκευτικότητας των ποιμένων και του εν γένει πολιτισμού τους, οι ευτράπελες ιστορίες, τα συνήθως παραλειπόμενα της ποιμενικής ζωής, ενώ το βιβλίο κλείνει με ερμηνευτικό λεξικό, με κατάλογο φράσεων ιδιάζουσας σημασίας, με κατάλογο «συνεργατών», όπως ονομάζει τους πληροφορητές του, και με φωτογραφικό παράρτημα.
Το 2013 κυκλοφόρησε το ένατο βιβλίο, με τον τίτλο «Πολύτιμα πετράδια του Ανωγειανού γλωσσικού ιδιώματος-Ερμηνευτικό λεξικό». Το βιβλίο αυτό αποτελεί επέκταση εκείνου με τον τίτλο «Το γλωσσικό ιδίωμα των Ανωγείων». Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα καθαυτό ερμηνευτικό λεξικό, με σχεδόν 4.000 λέξεις, καταχωρισμένες αλφαβητικά. Στο βιβλίο αυτό παρατίθεται κατάλογος φράσεων με ιδιάζουσα σημασία: εκεί, ανάμεσα σε εν πολλοίς ακατανόητες σήμερα σε μας εκφράσεις, συνήθεις τουρκικές (αλαμπιλίρι και μπιλίρι, που πάει να πει ποιος ξέρει), διαβάζουμε και άλλες που μας υπενθυμίζουν νεκρές οπουδήποτε αλλού λέξεις, όπως το αρχαιοελληνικό «ύπατος» στο «Βρίσκεται στα ύπατά ντου απάνω», που σημαίνει βέβαια ότι βρίσκεται στην ακμή της νεότητάς του, ή «Είντα βουλή να δώσω» με την έννοια του αρχαίου βούλομαι. Διαβάζουμε όμως και απολαυστικές εκφράσεις, όπως το «Ότι κολλήσει», που έχει την έννοια του πανελλήνιου «Ότι πιάσουμε» και του πιο σύγχρονου «Ότι μας καθίσει».
Ο συγγραφέας ετυμολογεί αυτό το «Ότι κολλήσει» ως εξής: «Κουβέντα του παπα-Μιχάλη Μανουρά προς τους άλλους παπάδες να μην έχουν τιμολόγιο υπηρεσιών». Το βιβλίο κλείνει με συλλογή των ονομάτων των φυτών της περιοχής των Ανωγείων.
Το επόμενο βιβλίο «Μια φορά ένας Ανωγειανός. Ανωγειανές αθιβολές. Ανέκδοτα», που εκδόθηκε το 2013, είναι αναμφισβήτητα το απολαυστικότερο όλων. Ασφαλώς όλα τα βιβλία του Γεωργίου Σμπώκου είναι απολαυστικά, για διαφορετικούς όμως λόγους το καθένα: για το ύφος τους, για την αφηγηματική τους ικανότητα, για την περιεκτικότητα του λόγου, για την εμφάνισή τους, για την υποστήριξή τους με εποπτικό υλικό. Αυτό το βιβλίο όμως έχει ένα πρόσθετο χάρισμα: αφορά το ανωγειανό χιούμορ. Και είναι γνωστό το χιούμορ αυτό, ακόμα και εκτός Κρήτης. Σε αντίθεση όμως με ό,τι θα περίμενε κανείς, να διαβάσει δηλαδή ανέκδοτα που αναφέρονται στους Ανωγειανούς, κανένα τέτοιο δεν θα συναντήσει στο βιβλίο. Όπως ακριβώς το περιγράφει ο τίτλος, θα συναντήσει αθιβολές, δηλαδή χωρατάδες, αστεία πειράγματα ή όπως θα το έλεγαν τα ίδια τα υποκείμενα της έρευνας του βιβλίου, «ρέγκια» ή και «παραουριές», μερικές φορές. Ο χώρος δημιουργίας τους είναι σχεδόν πάντα δημόσιος, κατά τη διάρκεια κοινωνικών συναντήσεων, αν και, απ’ ότι θα διαπιστώσουμε παρακάτω, το χιούμορ δεν λείπει κι ανάμεσα από τις οικογένειες και τα ζευγάρια ή -ακόμα ακόμα- και κατά μόνας. Αρκεί να σκεφτούμε τον επονομαζόμενο Γεώργιο Ανδρεαδάκη, γνωστότερο ως Αρίφη, να πέφτει από το γαϊδούρι του, να κατρακυλά, να σταματά, κι αφού βεβαιωθεί για την ακεραιότητά του, να βγάζει μαντινάδα στον εαυτό του:
Λάδι και ξίδι βάνουνε και κάνουνε σαλάτα / Αρίφης εγκρεμίστηκε ’πο τούτη τη χαλάστρα.
Το βιβλίο περιέχει λοιπόν αθιβολές, επώνυμες και όχι γενικά αποδιδόμενες σε Ανωγειανούς, με τον συνολικό τους αριθμό να φτάνει τις 285. Ο συγγραφέας κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να αποδώσει με γραπτό λόγο ένα κατεξοχήν είδος του προφορικού και το κατόρθωσε. Ασφαλώς δεν ήταν δυνατόν να αποτυπώσει την αφηγηματική δεινότητα του Αλκιβιάδη Σκουλά (του γνωστότερου ως Γρυλιού ή του Μιχάλη Ροδίτη, του Γρηγόρη Σαλούστρου και του Κωνσταντίνου Βρέντζου. Αυτού του τελευταίου, του γνωστότερου ως Λοντρόκωστα, ας ακούσουμε ένα όμορφο ρέγκι.
Ένας από τους πιο ξεχωριστούς χωρατατζήδες των Ανωγείων ήταν ο Λοντρόκωστας (Κωνσταντίνος Βρέντζος). Πολλά ιστορικά διηγούνται γι’ αυτόν κι ένα απ’ αυτά θα σας διαβάσω στη συνέχεια, όπως ακριβώς ακούσαμε να το διηγείται ο ίδιος.
Όντεν εκάηκε το χωριό, η γυναίκα μου ήταν λουχούνα και την επήρα και πήγαμε στη Μεσσαριά και κάτσαμε εκειδά ένα χρόνο. Μας είχανε δώσει ένα μπαλιόσπιτο, που το συγυρίζαμε και μέναμε μέσα, και δυο όρνιθες να κάνουν τ’ αυγό και να το τρώει η γυναίκα μου, η Αγάπη, που ήταν άρρωστη.
Η Αγάπη με ρώταγε κάθα μέρα είντά ’κουσα, πότε θα φύγομε, πότε θα πάμε στο χωριό, μα εγώ σε λίγα τσ’ απαντούσα, γιατί ήξερα πως οι γυναίκες δε στένουνε μυστικό. Και, ώρα μια, μου δόθηκε η ευκαιρία να τη δοκιμάσω.
Μια πρωινή, σκοτεινά ακόμη, έρχεται μια όρνιθα και κάνει τ’ αυγό εκειά που κοίτουμουν. Πιάνω ’γω τ’ αυγό, ζεστό ακόμη, και λέω: «εδά το’καμε» και κατεργάζομαι και το παίρνω και το βάνω στο σώβρακό μου μέσα.
Μετά τη γκξύπνησα και τση λέω:
-Άναψε τη λάμπα, γιατί κιανένα μιαρό είναι στη βράκα μου μέσα.
Σηκώνεται αυτή, βιαστική, ανάφτει τη λάμπα, κι εγώ ξεσκεπάζομαι και βγάνω τ’ αυγό από το σώβρακό μου.
Η Αγάπη, ξαφνιασμένη, αρχίζει να κάνει το σταυρό τζη. Κι εγώ:
-Έ, πώς πάει δα αυτό; Εγώ το ’καμα τ’ αυγό, αφού βρέθηκε στη βράκα μου.
-Εδά θα ποθάνω! Το σημάδι μου έναι!, λέει η Αγάπη και βάνει τα κλάηματα.
-Στάσου μωρή, τση λέω, ανέ μ-ποθάνει κιανείς, θα ποθάνω εγώ που έκαμα τ’ αυγό.
Εταράχησέ με, με το σημάδι τζη, κι εσηκώθηκα να πάω στο καφενείο, και τση λέω:
-Γιάε, μη ν-το πεις, για θα με πάρουνε οι αθρώποι στο μεζέ να με κορϊδένε κι ανέ γκάμω άλλο τη ν-ταχινή, θα σηκωθώ να πάω σ’ ένα γιατρό να μου πει είντά ’ναι.
Αλλά την ώρα που σηκώθηκα, εσηκώθηκε κι αυτή και γλακά και πάει στση κουνιάδας μου, και με κλάματα τση ανακοινώνει:
-Ο άντρας μου έκαμε έναν αυγό κι έναι το σημάδι μου και θα ποθάνω!
Η κουνιάδα μου, αρκετά έξυπνη, την εφορτώθηκε και τση λέει:
-Έ, κακομοίρα μου, μα ο άντρας σου σε παίζει!
Στέλνουν ένα κοπέλι και με γύρευγε και πάω και τση βρίνω και τσι δυο ’κεδά. Πριν καλά καλά μπω μέσα, η κουνιάδα μου μ’ έβαλε ομπρός:
-Αυγό, λέει, έκαμες; Και δεν ν-τη θωρείς πως έναι παράουρη και το πιστεύγει; Και δε ντην αφήνεις, μόνο τηνε κοροϊδεύεις;
-Έκαμα έναν αυγό, μα το μαρτύρησε!, λέω ’γω, και από κεια και πόδε δεν εξανάκαμα αυγό!
Κι αφού στράφηκα προς την Αγάπη:
-Εσύ θες να σου λέω μυστικά, είντά ’κουσα κι είντά ’δα.
Συμπληρώνοντας:
-Και δε τζη ξανάπα πράμα, μα ούτε και με ξαναρώτηξε από τοτεσάς και πόδε.
Η είδηση «Ο Λοντρόκωστας κάνει αυγά!» μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα σ’ όλη, μπορούμε να πούμε, την Κρήτη.
Μια μέρα ο Λοντρογιάννης, αδελφός του Λοντρόκωστα, βρισκόταν στου Κολυβά το Μετόχι, λίγο έξω από του Γάζι, και κάποιος που είχε ακουστά την ιστορία τ’ αυγού τον ρώτησε:
-Μα εσύ ’σαι, κουμπάρε, που κάνεις τ’ αυγό;
Κι ο Λοντρογιάννης:
-Όχι, ο αδελφός μου το κάνει. Εγώ ’μαι πουλάδα και δε το ντάκαρα ακόμη!
Και προχωρούμε στα πιο πρόσφατα βιβλία του τιμώμενου σήμερα συγγραφέα. Το 2015 κυκλοφόρησαν τρία από αυτά, αναφερόμενα στο κομμάτι του Ψηλορείτη στο οποίο δραστηριοποιούνται οι Ανωγειανοί, στα μητάτα και στα τοπωνύμιά του.
Στο «Ανωγειανό αόρι» εξετάζεται το βουνό συνολικά και η Νίδα και το Ιδαίον Άντρον αναλυτικότερα, ερευνώνται παλιοί οικισμοί, προγενέστεροι των Ανωγείων και παρατίθενται τα διοικητικά όρια του Ανωγειανού αοριού. Στη συνέχεια εξετάζεται το έδαφος, η χλωρίδα και η πανίδα του, οι εκχερσώσεις, οι καλλιέργειες και οι φυσικοί πόροι. Στο επόμενο κεφάλαιο, για τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις, ο συγγραφέας δεν «μασάει τα λόγια του», όπως άλλωστε το είδαμε και σε άλλο του βιβλίο. Έτσι δεν αφήνει ασχολίαστο τα φαινόμενα της υπερβόσκησης και ερημοποίησης, όπως και άλλα περιβαλλοντικά άτοπα, της αχρησίας του βιολογικού καθαρισμού, του χιονοδρομικού κέντρο και της περίφημης ανεμογεννήτριας. Ακολουθούν οι κύριοι του αοριού, βοσκοί και βοσκούμενα, ιστορίες, θρύλοι και παραδόσεις, και μια συνοπτική -όπως σεμνά ονομάζεται- αλλά αναλυτική στην πραγματικότητα φωτογραφική παρουσίαση του αοριού. Η αποτύπωση αυτή περιλαμβάνει τη Νίδα και το Ιδαίον Άντρον, θέσεις παλιότερων οικισμών στην περιοχή, μνημεία της φύσης και σπήλαια, λιθόχτιστες κατασκευές, πηγές νερού, δείγματα πανίδας και χλωρίδας και θλιβερές -όπως τις αναφέρει- παρεμβάσεις φύσης και ανθρώπου.
Η προτελευταία εργασία του Γεωργίου Σμπώκου κυκλοφόρησε με τη μορφή βιβλίου με τον τίτλο «Τα μητάτα των Ανωγειανών». Η μορφή του διαφέρει από τα υπόλοιπα κατά το ότι το κείμενο υποχωρεί σε όγκο σε σχέση με την φωτογραφική και άλλη τεκμηρίωση των κατασκευών που πραγματεύεται. Γνωρίζοντας το μέγεθος της απαιτούμενης εργασίας για τη διαπραγμάτευσή της και αναμετρώντας τις δυνάμεις του, ο συγγραφέας δίσταζε, όπως ομολογεί στον πρόλογο, να συνεχίσει ό,τι είχε ξεκινήσει πριν παραιτηθεί από το επάγγελμά του δασκάλου το 1991. Έχουμε όμως εδώ ακριβώς την περίπτωση του γνωμικού «το αγώι τραβάει τον αγωγιάτη», οπότε από το 2006, σε ηλικία 72 χρόνων πια, επανεκκίνησε μια προσπάθεια που κάλυψε συνολικά 94 τετραγωνικά χιλιόμετρα στην αλπική και υποαλπική ζώνη του Ψηλορείτη. Η νέα αυτή προσπάθεια κράτησε τρία χρόνια και καρποφόρησε χάρη και στη βοήθεια των τοπικών αρχών αλλά, ιδιαίτερα, των κτηνοτρόφων. Όλα αυτά τα κατέγραψε όχι μόνο φωτογραφικά αλλά και με καταγραφή του υψομέτρου καθενός, της ακριβούς θέσης με γεωγραφικές συντεταγμένες, των κτητόρων και κτιστών, και όποιου άλλου στοιχείου έκρινε ως σημαντικού. Μ’ αυτή τη μέθοδο τεκμηρίωσε ένα εκτεταμένο κτηνοτροφικό πεδίο, με 251 συνολικά μητάτα και σχεδόν χίλιες κτηνοτροφικές κατασκευές. Δεν αρκέστηκε όμως σ’ αυτό αλλά πλαισίωσε την εργασία του με τις υπάρχουσες επιστημονικές απόψεις περί του θέματος, την εξέταση του γεωλογικού υποβάθρου του Ψηλορείτη, την περιγραφή του καθεστώτος διαχείρισής του, την περιγραφή του κτισίματος των θολωτών ξηρολιθικών κατασκευών, την διαπίστωση της τυπολογίας τους και την παράθεση των πληροφοριών που συγκέντρωσε για τους πετροκόπους και τους πετροκατασκευαστές. Το βιβλίο κλείνει με ερμηνευτικό λεξικό, με χάρτες της εδαφικής περιφέρειας με σημειωμένα επάνω τους τα μεγαλοτοπωνύμια και με τη σχετική βιβλιογραφία.
Εδώ θα μου επιτρέψετε να επισημάνω ότι ο Γεώργιος Σμπώκος υπήρξε -και σ’ αυτή την περίπτωση- όχι απλά λαογράφος-παρατηρητής του κτηνοτροφικού πολιτισμού και μελετητής του, αλλά παράλληλα και διαμορφωτής. Κι αυτό γιατί κατά τη διάρκεια των δύο δημαρχιακών του θητειών προχώρησε στην επισκευή και αναστήλωση, με τη βοήθεια των δύο τότε μοναδικών μαστόρων, περισσότερων από 70 μητάτων και μαντρών, από τη Νίδα μέχρι και τα Στεφάνια. Παρακινημένοι από την προσπάθεια αυτή και άλλοι κτηνοτρόφοι προχώρησαν από μόνοι τους στην επισκευή των δικών τους ξηρολιθικών κατασκευών, γεγονός που οδήγησε ένα άλλο βάρδο του κτηνοτροφικού πολιτισμού, των Λευκών Ορέων εκείνο, τον Αντώνη Πλυμάκη, να απονείμει στα βιβλία του και στον Τύπο τα εύσημα στους Ρεθεμνιώτες και στους Ανωγειανούς ειδικότερα για το έργο που επιτέλεσαν στον Ψηλορείτη.
Το τελευταίο εκτυπωμένο έργο του Γεωργίου Σμπώκου έχει τον τίτλο «Οι τόποι μας διηγούνται την ιστορία τους. Τα τοπωνύμια των Ανωγείων» και εκδόθηκε κι αυτό το 2015. Το πρώτο μέρος του είναι εισαγωγικό και αναφέρεται στον Ψηλορείτη, στα Ανώγεια και στα δορυφορικά τους Σείσαρχα και σε στοιχεία της ιστορικής τους εξέλιξης. Ακολουθεί η κυρίως τοπωνυμική καταγραφή που περιλαμβάνει 231 λήμματα, με τοποθέτηση στον χώρο και παράλληλη προσπάθεια ετυμολόγησής τους. Ο συγγραφέας-καταγραφέας θεωρεί το έργο αυτό εκ των ουκ άνευ για κάθε τόπο και το εκφράζει χαρακτηριστικά με την εξής φράση: «Η διερεύνηση των τοπωνυμίων ή κατατοπιών ενός τόπου ισοδυναμεί με την εκταφή της ζωής και ιστορίας του και για το λόγο αυτό θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως ενέργεια με ιδιαίτερη σημασία και μάλιστα εθνική». Στο έργο αυτό ευτύχησε να προλάβει εν ζωή ζωντανές πηγές, ιδιαίτερα τους βοσκούς, που τότε διέμεναν στο βουνό και δεν έχουν βέβαια σχέση με τους σημερινούς, που άλλωστε ονομάζονται κτηνοτρόφοι και έχουν ελάχιστους δεσμούς μ’ αυτό. Η αξία του βιβλίου πολλαπλασιάζεται από το φωτογραφικό του παράρτημα, στο οποίο για πρώτη φορά σε εργασία αυτού τους είδους τα τοπωνύμια τοποθετούνται επάνω στις φωτογραφικές απεικονίσεις των τόπων και διασώζονται έτσι στο διηνεκές.
Θα τελειώσουμε την παρουσίαση του έργου του Γεωργίου Σμπώκου με τέσσερις εργασίες που δεν κατέστη δυνατό μέχρι σήμερα να πάρουν έντυπη μορφή. Στην «Γενεαλογία των Ανωγειανών» γίνεται προσπάθεια καταγραφής στοιχείων για όλες τις υπάρχουσες σήμερα στ’ Ανώγεια οικογένειες. Τα στοιχεία αναφέρονται στην προέλευση, στους κλάδους και την διαδοχή των προσώπων κάθε οικογένειας και, όπου τούτο καθίσταται δυνατόν, γίνεται επίσης λόγος για τους χώρους μετοίκησης των μελών της κάθε οικογένειας, τα μέλη της που είχαν ιδιαίτερη παρουσία στη ζωή κ.ά. Στην εργασία «Σύνθετες λέξεις με πρώτο συνθετικό πρόθεση του ομιλούμενου Ανωγειανού γλωσσικού ιδιώματος» γίνεται νύξη για τα πολλά και ποικίλα προβλήματα που ταλάνισαν και ταλανίζουν την ελληνική γλώσσα και την ανάγκη καταβολής προσπάθειας για την επίλυσή τους. Αποδέκτες της είναι κυρίως το Κέντρο Έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών και το Υπουργείο Παιδείας.
Στην επίσης υπό έκδοση εργασία με τον τίτλο «Μουσικά ακούσματα από την παράδοση των Ανωγείων» βάση αποτελεί η ηχητική αποτύπωση των πάσης φύσεως, ιστορικής και παραδοσιακής μορφής, τραγουδιών που τραγουδήθηκαν ή τραγουδιούνται ακόμη στα Ανώγεια. Όλα τα τραγούδια έχουν αποτυπωθεί σε κασέτες και ψηφιακούς δίσκους (CD) και καταγράφονται γραπτά σε ολοκληρωμένη μορφή. Παράλληλα παρέχονται στοιχεία για τους ερμηνευτές τους, με κείμενο και φωτογραφίες. Ο κύκλος των εκδόσεων προβλέπεται να κλείσει με το ιστορικο-λαογραφικό και εν πολλοίς αυτοβιογραφικό «Σκόρπιες πινελιές στον καμβά μιας ζωής», που έχει ως στόχους τη σκιαγράφηση της ζωής στα Ανώγεια για ένα μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα και τη γενική προσπάθεια προόδου και ανάπτυξής τους μετά την απελευθέρωση το 1944.
Εδώ επιβάλλεται να αναφερθεί και μια άλλη, εξίσου σημαντική με τα βιβλία, προσφορά του Γεωργίου Σμπώκου στη λαογραφία. Πρόκειται για τη συλλογή λαογραφικών αντικειμένων, που τη γνωρίσαμε ως έκθεση παλιότερα με τον τίτλο «Το Παλιό Σπίτι στ’ Ανώγεια» και που ο δημιουργός της δώρισε στην Δήμο Ανωγείων, με την προϋπόθεση να αποτελέσει περιουσία του «κοινωφελούς Ιδρύματος Γεωργίου και Αμαλίας Σμπώκου», όπως και τα βιβλία και την προσωπική βιβλιοθήκη του, και να εκτεθεί για την συγκρότηση ενός Λαογραφικού Μουσείου Ανωγείων. Το Ίδρυμα αυτό θα στεγαστεί στις εγκαταστάσεις του παλιού 2ου Δημοτικού Σχολείου, με τις απαραίτητες προσθήκες στους αύλειους χώρους για τη στέγαση του Μουσείου.
Λίγο πριν κλείσω είμαι υποχρεωμένος να θέσω το ερώτημα: μα τόσο τέλος πάντων διαφέρει ο υλικός και πνευματικός πολιτισμός των Ανωγείων από εκείνον της υπόλοιπης Κρήτης, που να δικαιολογεί 17 βιβλία, έκτασης μεγαλύτερης των 3.500 σελίδων; Θα προτιμήσω να αφήσω ένα κατά πολύ εγκυρότερο από εμένα ερευνητή να το απαντήσει. Έγραφε λοιπόν ο αείμνηστος Στέργιος Σπανάκης στο ανεπανάληπτο βιβλίο του «Πόλεις και χωριά της Κρήτης»:
Τ’ Ανώγεια είναι από τα πιο ενδιαφέροντα χωριά της Κρήτης. Οι κάτοικοί τους παρουσιάζουν διαφορές από τους άλλους Κρητικούς, ακόμη και των πιο κοντινών χωριών της ίδιας περιοχής στα ήθη, στα έθιμα, στην κοινωνική ζωή, στη λαϊκή τέχνη, με ιδιαίτερα μοτίβα που χαρακτηρίζονται ‘ανωγειανά’, στο γλωσσικό ιδίωμα… Διαφέρουν ακόμα και στην προφορά… Διαφέρουν ακόμη και στη νοοτροπία και σε μερικές περιπτώσεις και σ’ αυτή τη σωματική διάπλαση.
Αυτά έγραψε σε ανύποπτη εποχή ο διαπρεπής Κρητολόγος.
Προκύπτει το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να παραμένει ζωντανός ο πολιτισμός αυτός, όταν εξίσου ζωηρές εκφάνσεις του, όπως π.χ. ο σφακιανός, τείνουν να εξαφανιστούν, όταν δεν μετατρέπονται σε φολκλόρ και σε θλιβερές προσπάθειες αναβίωσης. Το ερώτημα αυτό δεν απαντάται άμεσα στα βιβλία που παρουσιάσαμε, απαντιέται όμως έμμεσα παντού σ’ αυτά. Αρκεί, νομίζω, να παρατηρήσουμε μερικές από τις φωτογραφίες που ο συγγραφέας τράβηξε σε διαφορετικούς χρόνους. Όταν βλέπουμε την περιέργεια και την προσήλωση με τις οποίες τα αγόρια ακούνε τις αθιβολές των μεγαλύτερων στη μάντρα, όταν βλέπουμε το κορίτσι που διηγείται τέτοιες στους συμμαθητές της και όταν παρατηρούμε τον λυράρη και τον λαουτιέρη να παίζουν σε εορτή λήξης του σχολικού έτους, τότε η απάντηση είναι εύκολη: ο πολιτισμός αυτός διασώζεται χάρη στη μεταβίβασή του στις νεότερες γενιές, και μάλιστα με τρόπο συστηματικό και αβίαστο.
Και, βεβαίως, διασώζεται χάρη σε ερευνητές του, του μεγέθους του Γεωργίου Σμπώκου. Αποτιμώντας συνολικά το έργο του, θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν είναι απλά γιγάντιο σε μέγεθος, αλλά και υποδειγματικό στη διεξαγωγή του και -πάνω απ’ όλα- πρωτότυπο. Οι τόσες χιλιάδες σελίδες που καταλαμβάνει και εκείνες που έπονται, από τα μη δημοσιευμένα ακόμη βιβλία, δεν αποτελούν αναπαραγωγές, όπως συμβαίνει συχνά τις τελευταίες ιδιαίτερα δεκαετίες στον χώρο της λαογραφίας, αλλά προσκομίζουν πρωτότυπο υλικό, καταγραμμένο από αυθεντικούς φορείς του πολιτισμού αυτού. Όλη σχεδόν η εργασία της καταγραφής πραγματοποιήθηκε ουσιαστικά κατά τις δεκαετίες του 1950, 1960 και 1970, όταν δηλαδή ο πολιτισμός αυτός ήταν ζωντανός και τα υλικά του τεκμήρια βρίσκονταν ακόμα εν χρήσει. Δεν χρειάζεται, νομίζω, να πω ότι ο Γεώργιος Σμπώκος δεν βιοπορίζονταν από τη λαογραφία αλλά από την εκπαίδευση.
Θα μου επιτρέψετε λοιπόν εδώ με μια άλλη μου ιδιότητα, του επιμελητή του Σχολικού Μουσείου, να υπενθυμίσω ότι υπήρξε εξίσου υποδειγματικός εκπαιδευτικός, συνεχίζοντας μια σειρά εκλεκτών παιδαγωγών των παιδιών αλλά και της κοινωνίας γενικότερα των Ανωγείων: του συνονόματού του Γεωργίου Σμπώκου στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, του Γεωργίου Ανδρεαδάκη, του Εμμανουήλ Πασπαράκη, του Εμμανουήλ Δραμουντάνη, του Μιχαήλ Μανουρά, του Γεωργίου Σαλούστρου, της Μαρίας Κλάδου, του Εμμανουήλ Χαιρέτη και τόσων άλλων. Το σχολείο του Γεωργίου Σμπώκου, το οποίο ανατινάχτηκε τον Αύγουστο του 1944 και αναστηλώθηκε πρόχειρα μεταπολεμικά, έγινε πρότυπο για ολόκληρη την περιφέρεια του Μυλοποτάμου και όχι μόνο, ακόμη και για το υψηλό επίπεδο εξοπλισμού του σε οπτικοακουστικά μέσα και όργανα φυσικοχημείας. Κι όταν ο διευθυντής του χρειάστηκε να αναλάβει τα ηνία της δημοτικής διαχείρισης, όπου επίσης παρουσίασε εξαιρετικό έργο, δεν δίστασε να παραιτηθεί πρόωρα από τα εκπαιδευτικά του καθήκοντα, προκειμένου να μην θέσει την «δασκαλική», όπως την ονομάζει, σε δεύτερη μοίρα.
Μέσα σ’ όλα αυτά, τον αγώνα της επιβίωσης, της ανατροφής τριών παιδιών, της καθοδήγησης της τοπικής κοινωνίας μέσα και από άλλους φορείς, όπως ο Εκδρομικός και Εκπολιτιστικός Σύλλογος, ο τιμώμενος απόψε λαογράφος δεν παρέλειπε ούτε μια μέρα να πραγματοποιεί το επείγον έργο της καταγραφής του υλικού πολιτισμού και το διεξήγαγε με απολύτως πενιχρά μέσα. Αξίζει να αναφέρουμε ότι τα πρώτα χρόνια, αφού ο ακούραστος ερευνητής συναντούσε τους αφηγητές του, μετά το σχολείο, και τους κατέγραφε με ένα τεράστιο σε μέγεθος μαγνητόφωνο, χρειαζόταν να συνεχίζει τη δραστηριότητά του αυτή το ίδιο βράδυ, όταν το σπίτι του ησύχαζε, απομαγνητοφωνώντας τις καταγραφές, ώστε την επόμενη ημέρα η ίδια -και μοναδική- μπομπίνα να είναι διαθέσιμη για τη συνέχιση του έργου. Και όλα αυτά στα κατεστραμμένα Ανώγεια της δεκαετίας του 1950, όταν ακόμα η παραβατικότητα της περιοχής ήταν υψηλή και δικαιολογημένη, όχι ασφαλώς για λαογραφικούς λόγους αλλά ως ανάγκη επιβίωσης. Σ’ εκείνη την κοινωνία και σ’ εκείνες τις συνθήκες ο Γεώργιος Σμπώκος είχε την ικανότητα να διακρίνει την αναγκαιότητα καταγραφής των τελευταίων αυθεντικών συνεχιστών της παράδοσης και να το κάνει, χωρίς καμία βοήθεια, στα απομονωμένα Ανώγεια και μάλιστα με τρόπο υποδειγματικό. Το κατόρθωσε έχοντας τη συμπαράσταση της Αμαλίας του, την οποία δεν ξέχασε ποτέ και δεν ξεχνά και σήμερα με την ονομασία του ιδρύματος που προσφέρει στα Ανώγεια και στην Κρήτη ολόκληρη, αλλά και την ταυτόχρονη συμπαράσταση και αναγνώριση μιας κοινωνίας που ήξερε και μπορούσε να ξεχωρίζει τα κίνητρα όλης αυτής της προσπάθειας.
Ο Γεώργιος Σμπώκος είναι ο βάρδος μιας κοινωνίας ποιητών. Τον ευχαριστούμε για ό,τι έχει προσφέρει μέχρι σήμερα και προσβλέπουμε στη συνέχιση της προσπάθειας από τον ίδιο αλλά και από τους συλλογικούς φορείς του τόπου που τόσο τον έχει υμνήσει.
Σας ευχαριστώ
( Ήταν η κεντρική ομιλία στην τελετή βράβευσης τους Γιώργου Σμπώκου που έγινε από το Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνου την Κυριακή 2 Απριλίου 2017)
Γνωριμία με το έργο του σημαντικού λαογράφου Γεωργίου Σμπώκου
![]() |
• Αρχοντιά και παράδοση χαρακτήρισαν την εκδήλωση
|