Ρέθυμνον Τρίτη 10 Νοεμβρίου 1936, ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ

AΡΚΑΔΙ -ΠΡΕΒΕΛΗΣ

Ο ΠΡΟΧΘΕΣΙΝΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΛΟΚΑΥΤΩΣΕΩΝ ΤΟΥ ΑΡΚΑΔΙΟΥ ΕΙΣ ΡΕΘΥΜΝΟΝ

 

Η ΑΦΙΞΙΣ ΤΟΥ Κ. ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ

ΟΙ ΕΚΦΩΝΗΘΕΝΤΕΣ ΛΟΓΟΙ ΥΠΟ ΤΟΥ κ. ΜΕΤΑΞΑ

 

Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτο ο εορτασμός της ολοκαυτώσεως της Ιεράς Μονής Αρκαδίου υπήρξε πανηγυρικός.

Από τις πρωίας χιλιάδες κόσμου είχον κατακλύσει τον χώρον της προκυμαίας όπου ως γνωστόν είχον στηθή αψίδες και η εξέδρα των επισήμων. Την ογδόη πρωινήν παρετάθησαν εις τον χώρον των αψίδων, στρατιωτικόν τμήμα προς απονομήν τιμών, τμήμα του προτύπου τάγματος, τμήμα των ορφανών, οι μαθηταί και οι μαθήτριαι, οι παλαιοί πολεμισταί οι ανάπηροι και τα θύματα πολέμου, οι κ.κ. Πρόεδροι των Κοινοτήτων. Από της αυτής ώρας ήρχισαν να προσέρχωνται οι κ.κ. υπάλληλοι όλων των υπηρεσιών, οι κ.κ. αξιωματικοί Στρατού και Χωροφυλακής, τα Σωματεία και οι Σύλλογοι με τας σημαίας των οι κ.κ. πρόξενοι των ξένων Κρατών και κ.κ. οι εκπρόσωποι όλων των οργανισμών, οι κ.κ. Διευθυνταί των Τραπεζών, κ.λπ.

AΡΚΑΔΙ -ΠΡΕΒΕΛΗΣ

Προ της εξέδρας είχεν στηθεί κενοτάφιον παραπλεύρως του οποίου είχαν τοποθετηθή πολυβόλα και φρουρά από Ευζώνους και ναύτας.

Την ενάτην και ημίσειαν αφίχθη ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως τον οποίον και υπεδέχθη προσφωνήσας αυτόν προ της πρώτης αψίδος ο κ. Δήμαρχος μετά του Δημοτικού Συμβουλίου, ενώ τα σχολεία εζητωκραύγαζαν. Είτα ο κ. Νομάρχης μετά του κ. Διευθυντού της Νομαρχίας εσυνόδευσεν τον κ. Μεταξάν και την ακολουθίαν του εις την εξέδραν όπου ο κλήρος της πόλεως χοροστατούντος του Θεοφιλεστάτου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Αθανασίου έψαλλε δοξολογία.

Μετά την δοξολογίαν ο κ. Πρωθυπουργός εξεφώνησε τον κατωτέρω εμπνευσμένον λόγον του:

 

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ κ ΜΕΤΑΞΑ ΕΙΣ ΡΕΘΥΜΝΟΝ

Κάτοικοι της Ρεθύμνου. Η ημέρα την οποίαν εορτάζομεν σήμερον είναι μία από τας μεγαλυτέρας ημέρας της εθνικής μας ανεξαρτησίας. Δύο ευρίσκει κανείς ομοίας με αυτάς ακόμη. Την ημέρα που έπεσε το Μεσολλογγι και την ημέρα που οι Σουλιώτες εγκρεμίσθησαν μαζύ με τας γυναίκας των από το βράχο του Ζαλόγγου τρεις λαμπάδες της Ελληνικής Επαναστάσεως, τρεις λαμπάδες που φωτίζουν όλο εκείνο το μεγάλο έργο εις τον οποίον ο ελληνισμός ελευθέρωσε τον εαυτόν του. Διότι και η Ελλάς και η Κρήτη οφείλουν εις τον εαυτόν τους την εθνικήν των ανεξαρτησίαν.

Ημπορεί να μας εβοήθησαν και οι άλλοι αλλά αν δεν εβοηθούσαμεν εμείς οι ίδιοι τον εαυτόν μας δεν θα μας βοηθούσε κανένας εις τον κόσμον αυτόν. Λοιπόν κατά τον πρώτον λόγον εις τον εαυτόν μας χρωστάμε εις το ότι είμεθα ανεξάρτητοι και ηνωμένοι και εις ημάς θα χρωστάμε και εις το μέλλον κάθε δόξαν και κάθε ευτυχίαν καθώς και εις τον εαυτόν μας θα χρωστάμε κάθε καταστροφήν εάν ποτέ επέλθη. Δι’ αυτό πρέπει να είμεθα όλοι μας άγρυπνοι. Όχι μονάχα για την θέσιν μας την εξωτερικήν και την ανεξαρτησίαν του τόπου μας αλλά άγρυπνοι δια την εσωτερικήν μας ανάπτυξιν. Μη λησμονείτε ποτέ ότι όταν είμεθα ενωμένοι και όταν είχαμε ομόνοια μεταξύ μας εκάμαμε μεγάλα πράμματα.

Και μη λησμονείτε ποτέ ότι τας καταστροφάς τας χρεωστούμαι πάντα εις την εσωτερικήν μας διχόνοιαν. Από τώρα και εις το εξής σας εγγυώμαι εγώ θα είμεθα όλο το έθνος ηνωμένο για ένα κοινό αγώνα, τον αγώνα της αναγεννήσεως της ευδαιμονίας του τόπου μας αγώνα εσωτερικόν δύσκολον τραχύν ο οποίος όμως θα μας φέρη ένα μεγάλο αποτέλεσμα. Και μόνον έτσι όταν κατ’ αυτόν τον τρόπον ανυψωθώμεν θα έχωμε και τας πολεμικάς μας δυνάμεις εκείνας που θα μας κάμουν σεβαστούς εις τους φίλους μας. Δεν αμφιβάλλω ότι ο Κρητικός Λαός ο οποίος επρωτοστάθησε για κάθε αγώνα του Μεγαλείου της Ελλάδος θα πρωτοστατήση εις όλη του την παλληκαριά και εις τον αγώνα αυτόν τον αγώνα αυτόν ο οποίος θα αναγεννήση την Ελλάδα από την κατάπτωσίν της. Με την πεποίθησιν αυτήν τας ανακράζω Ζήτω η Κρήτη, Ζήτω το έθνος, Ζήτω ο Βασιλεύς.

 

Το τέλος του λόγου εκάλυψαν χειροκροτήματα, ζητωκραυγαί και πυροβολισμοί.

Μετά ταύτα ο κ. Πρόεδρος διήλθε δια της προ της Δημαρχίας οδού και της οδού Αρκαδίου και μετέβη εις την Στρατιωτικήν Λέσχην όπου ανεπαύθη εδέχθη τους δημοσίους υπαλλήλους, Επιτροπήν των Εφέδρων Παλαιών Πολεμιστών, διαφόρους ιδιώτας και άλλους πολλούς ελθόντας ίνα χαιρετίσουν αυτόν.

 

Ο κ. ΜΕΤΑΞΑΣ ΕΙΣ ΑΡΚΑΔΙ

Την 11ην ανεχώρησεν ο κ. Μεταξάς μετά του Υπουργού της Προνοίας κ. Κορυζή του Υφυπουργού του Πολιτικού γραφείου κ. Παπαχελά, του Υποδιοικητού της Αγροτικής Τραπέζης κ. Αλεβιζάτου, του Γενικού Διοικητού, Σφακιανάκη, του Νομάρχου κ. Κρεββατά, των κ.κ. Δημάρχου, Προέδρου Δημοτικού Συμβουλίου κ.λπ. διά το Αρκάδι Εις το χωρίον Άδελε προσεκύνησε το σπίτι όπου εγεννήθη ο ήρως Γιαμπουδάκις.

Από όλα τα χωρία εκ των οποίων διήλθε ετύγχανε θερμής υποδοχής. Εις το Αρκάδι έφθασαν περί την 12 κι ημίσειαν. Εις την θύραν της Μονής τον υποδέχθησαν οι Μοναχοί μετά του Επισκόπου και πολλόί εκ των πέριξ χωρίων ενώ οι καμπάνες της Μονής εκρούοντο χαρμοσύνως.

Ο κ. Πρόεδρος μετά της ακολουθίας του αμέσως κατηυθύνθησαν εις το οστεοφυλάκιον όπου κατετέθησαν οι στέφανοι Δήμου, Δήμου Αθηναίων, κ. Προέδρου Κυβερνήσεως, Γενικής Διοικήσεως κ.λπ.

Εις το σημείον αυτό ο Θεοφιλέστατος εξεφώνησε ένα μακρόν και θαυμάσιον λόγον.

Κατά την κατάθεσιν του στεφάνου του ο Εθνικός Κυβερνήτης είπεν τα κάτωθι:

 

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ

Ήξευραν πως δεν ημπορούσαν να νικήσουν και απεφάσισαν να αποθάνουν και πέθαναν όλοι με τις γυναίκες των και με τα παιδιά των. Τους είχεν εγκαταλείψει ο κόσμος όλος. Τα κράτη τα χριστιανικά δεν ενδιεφέροντο δι’ αυτούς. Το Ελεύθερον Βασίλειον είχε τας κομματικάς του διαμάχας που εβαστούσαν χρόνια και δεν ήτο έτοιμο να τους δώση καμμία κρατική βοήθεια, Ήλθαν εδώ μαζί με τους Κρήτας τους οπλαρχηγούς εθελονταί τα παιδιά του Μωρηά και της Ρούμελης και ναύται και πλοία αλλά μόνοι των διότι το κράτος το ελληνικόν επαναλαμβάνω είχε αφήση να περάσουν 40 χρόνια και δεν ήτο έτοιμον.

Επί πλέον έβρεχε ραγδαίως εμαίνετο η καταιγίς, βοήθεα αυτές τες ημέρες δεν ημπορούσε να τους έλθη. Η λογικήν τους είπε: Εγκαταλείψατε αυτόν τον τόπον και πηγαίνετε μέσα προς το βουνό. Αλλά τι δουλειά είχε η λογική μπροστά στον ηρωισμόν. Δεν ήκουαν τίποτε και είπαν εκείνο που έλεγαν και οι αρχαίοι Σπαρτιάται. Εδώ είμαστε, εδώ θα μείνουμε, εδώ θα αποθάνουμε. Και απέθαναν όλοι αν εγλύτωσαν, ολίγοι εδώθε και εκείθε θαύμα θα ήτο. Επολεμήσαν τρεις ημέρες, οι στρατοί του Σουλτάνου ήταν πολύ ισχυρότεροι από αυτούς είχαν πυροβολικόν έφεραν και άλλα πυροβόλα από το Ρέθυμνον. Αυτοί δεν είχαν παρά τα λιανοτούφεκα. Αλλά είχαν και ψυχή ανδρική ψυχή Ελληνική η οποία αν καμμιά φορά λησμονάει τουλάχιστον εις αυτές τας περιστάσεις θυμάται ποίο είναι το καθήκον της. Κρήτες και Έλληνες της παλαιάς Ελλάδος μαζί αδελφωμένοι αφήκαν εδώ τα κορμιά των και επάνωθε από αυτά ήτο πάντα ο Σταυρός. Τον κρατούσε ο Ηγούμενος Γαβριήλ. Δεν χωρίσθηκε ποτέ η ορθόδοξος εκκλησία από το έθνος δεν χωρίσθηκε από την πατρίδα μας. Ο Γαβριήλ πεθαίνοντας αφήκε την παραγγελίαν στο Γιαμπουδάκι όταν μπουν οι εχθροί να τινάξη της πυριτιδαποθήκη. Και ο Γιαμπουδάκης την ετίναξε. Έπεσαν οι τοίχοι της Μονής επάνω από αυτούς, επάνω από τα γυναικόπαιδα, αλλά και από επάνω από τους εχθρούς χιλιάδες σκοτώθηκαν από τους εχθρούς αυτούς τας τρεις ημέρας. Αλλά αυτό δεν είναι τίποτε μπροστά στην παντοτεινή την αείδιο δόξα που περιεκάλυψε τους ήρωας του Αρκαδίου μ’ αυτό έδωκε ψυχήν εις όλην την άλλην Κρήτην και εβάσταξε τον αγώνα τρία χρόνια ακόμα με όλον τον κόσμον εναντίον τους. Αλλά και από εκείνα τα αποτελέσματα του αγώνος αυτό δεν ήτο εκείνο που οι Κρήτες και οι Έλληνες οι άλλοι της Π. Ελλάδος επερίμεναν ήταν γνωστό βάθρο επάνω στο οποίον επάτησαν δια να ανεβούν εις νέους αγώνας ακόμη υψηλότερους. Και ημείς έχουμε αγώνας μπροστά μας. Δεν λέγω πολεμικούς. Ημπορεί και αυτοί να έλθουν μία ημέρα αλλά έχουμε αγώνας Εθνικούς, έχουμε ν’ αναβιώσουμε και να αναδείξουμε τον τόπο μας τον καταξεσχισμένο και καταπεσμένο τόπον μας. Ας είναι παράδειγμα για μας οι ήρωες του Αρκαδίου. Πρέπει να δείχνη ο καθένας απόφασιν και θέλησιν μέχρι τέλους και να αποφασίση να ταφή κάτω από τα ερείπια για να νικήση. Μόνον έτσι γίνονται τα έθνη. Και αυτό το παράδειγμα να είναι μπροστά μας αιώνιο. Ημείς θα ευχαριστήσουμε τους ήρωας που μας έδωκαν αυτό το παράδειγμα με μια φωνή. Αιωνία των η μνήμη.

Μετά ο κ. Πρόεδρος μετά του Επισκόπου και των λοιπών μετέβησαν εις την εκκλησίαν της Μονής όπου εψάλλει κατανυκτική δέησιν υπέρ των πεσόντων.

Μετά την δέησιν ο κ. Πρόεδρος και οι λοιποί ξένοι ανεπαύθησαν επ’ ολίγον εις τον ξενώνα. Την 2 μ.μ. ο κ. Μεταξάς εβάπτισεν τον υιόν του Μιχ. Αναστασάκη από το Βαγαλοχώρι Αποκορώνου ονομάσας αυτόν Κωνσταντίνο.

Μετά την βάπτισιν παρετέθη υπό της Μονής γεύμα εις τους ξένους κατά το οποίον ο Θεοφιλέστατος ήγειρε πρόποσιν και ανταπάντησεν ο κ. Μεταξάς. Επίσης ο διευθυντής της συναδέλφου κ. Μ. Τσάκωνας ύψωσεν το ποτήριόν του υπέρ του κ. Μεταξά πλέξας το εγκώμιόν του και ειπών ότι «μόνον σήμερον υπό την ηγεσίαν του Εθνικού Κυβερνήτου η Ελλάς θα βαδίση προς την πρόοδον».

Μετά το γεύμα ο κ. Πρόεδρος συνοδευόμενος υπό της ακολουθίαςεπεσκέφθη το Μουσείον του Αρκαδίου και είτα ανεχώρησεν δι’ Ηράκλειον υπό τας ευχάς των Μοναχών.

Αφήστε μια απάντηση