Όταν ο έρως δεν… γερνά

 

ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΑΞΑΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ

Όταν ο έρως δεν… γερνά
• Στα 91 χρόνια του, ο κυρ Γιάννης θυμάται ακόμα «Εκείνη»
Ο κυρ Γιάννης Πολιουδάκης είναι από τους παλιούς Ρεθεμνιώτες που βίωσε τις δυσκολότερες εποχές της πόλης και τις συνέπειες από τα εθνικά και κοινωνικά προβλήματα.
Ο άνθρωπος, που όπως έγραψε κάποτε η καλή συνάδελφος Αθηνά Πετρακάκη, είχε γκρεμίσει τον ξύλινο μιναρέ, πληροφορία που διέσωσε ο Νίκος Δερεδάκης, ανήκει στην κατηγορία των απόκληρων της τύχης, που δεν γνώρισαν τις χαρές της ζωής. Κι όμως δεν παραπονιέται καθώς η μνήμη του έριξε άγκυρα σε μια γυναίκα που όμως δεν απόκτησε ποτέ.
Αυτή την πτυχή της ζωής του ξεδίπλωσε με απόλυτο σεβασμό ο Μανόλης Καρνιωτάκης και έτσι μάθαμε για το θλιβερό ειδύλλιο του μπάρμπα Γιάννη με μια Αρμενοπούλα.
https://www.youtube.com/watch?v=Bf5SgZEoEeM
 
Εκείνα τα δύσκολα χρόνια
Ο Γιάννης γεννήθηκε Οκτώβρη του 1926. Η μητέρα του τον απέκτησε σε δεύτερο γάμο. Μόλις είχε κλείσει τα 13 όταν τον έστειλαν μαστοράκι, να μάθει την τέχνη στο ξυλουργείο Τζεκάκη – Καπετανάκη.
Νωρίς σχετικά τον βρήκαν τα βέλη του έρωτα όταν συναντήθηκαν οι δρόμοι τους με την Αρμενοπούλα Τακουί Μενεξιάν. Ήταν μια πανέμορφη κοπέλα μελαχρινή με μαύρα μάτια.
Οι δυο ερωτευμένοι εύρισκαν ευκαιρία να ειδωθούν -όχι όπως εννοείται σήμερα η συνάντηση δυο νέων- απλά ν’ ανταλλάξουν δυο λόγια, όταν η μικρή πήγαινε για το μάθημα βιολιού. Δυστυχώς όμως την αντιλήφθηκε καθηγητής της στο Γυμνάσιο που έμενε απέναντι και την απείλησε με αποβολή αν την ξαναδεί εκεί.
 
Κανένας δεν ευλογούσε αυτό τον έρωτα
Καμιά απαγόρευση όμως δεν μπορούσε να σβήσει τη φλόγα που έκαιγε τις καρδιές του Γιάννη και της Τακουί.
Ο νεαρός που έπαιζε θαυμάσιο ακορντεόν δεν παρέλειπε να κάνει καντάδα στην καλή του τις νύχτες, συνοδευόμενος από φίλους που κατανοούσαν τον καημό του και τον στήριζαν.
Μια μέρα τον σταμάτησε ο πατέρας της κοπέλας και τον ρώτησε αυστηρά αν αγαπούσε την κόρη του γιατί έβλεπε πως η Τακουί, είχε χάσει το μυαλό της. Τραγουδούσε τα τραγούδια που άκουγε στις καντάδες κι έδειχνε πως δεν έφευγε από το νου της, αυτός που γέμιζε ρομαντισμό τις νύχτες της με τη μελωδική φωνή του.
Ο Γιάννης παραδέχτηκε την αγάπη του, αλλά δυστυχώς δεν βρήκε κατανόηση. Ακόμα πιο σκληρή ήταν η αντιμετώπιση της μητέρας του. Μα ήταν με τα καλά του ο γιος της Θα παντρευόταν με Αρμένισσα; Χαθήκανε ο ντόπιες;
Κι ήρθε το 1947, που άνοιξαν οι δρόμοι για να γυρίσουν οι Αρμένιοι πίσω. Η Τακουί ζήτησε από το Γιάννη να ξεκαθαρίσει τη θέση του για να ξέρει τι να κάνει. Εκείνος βρέθηκε σε δίλημμα. Από τη μια η μάνα του που της είχε μεγάλη αδυναμία, η οποία ούτε να ακούσει ότι θα κάνει νύφη την Τακουί.
Από την άλλη οι δικοί του ενδοιασμοί, καθώς περίμενε να τον καλέσουν στο στρατό κι ήταν περίοδος εμφυλίου πολέμου. Ποιος ξέρει αν θα ξαναγύριζε πίσω; Κι αν άφηνε τα κόκκαλα του σε κάποια πολεμική επιχείρηση τι θα γινόταν η αγαπημένη του; Πώς να την άφηνε στο σπίτι του χωρίς να έχουν παντρευτεί, χωρίς καν αρραβώνα; Προσπάθησε λοιπόν να κάνει τον αδιάφορο για να είναι λιγότερο πικρός ο αποχαιρετισμός. Μάταια.
 
«Φεύγω…»
Έφυγε η Τακουί κλαίγοντας. Άφησε ένα γράμμα πίσω της με ημερομηνία 29 Νοεμβρίου 1947, που έχει εμπνεύσει ένα συγκλονιστικό δημοσίευμα στον Μανόλη Καρνιωτάκη.
«Φεύγω…» του έγραφε.
Φεύγω και μες στα λυπημένα μάτια μου, νοιώθω ποτάμι το μελλοντικό μου κλάμα.
Φεύγω και στο φτωχικό μου παράθυρο δεν θα με δεις ακουμπισμένη πια, ούτε στο δρόμο θα με βλέπεις πια να περνώ με μάτια βουρκωμένα. Φεύγω και νοιώθω πως δεν σου είναι πικρό του χωρισμού η τραγική οδύνη…
Το ξέρω ότι πια δεν μ’ αγαπάς και πως το δράμα μου σ’ αφήνει ασυγκίνητο. Τώρα τι θέλω πια από σένα; Τίποτα. Στο διάβα όμως του χρόνου θέλω να με θυμάσαι κάπου κάπου. Αυτό θα ‘ναι για μένα παρηγοριά. Βλέπεις δεν σου ζητώ τίποτα το ακατόρθωτο.
Όσο για μένα ξέρε. Η θύμησή σου θα βαρύνει περισσότερο το σταυρό του μαρτυρίου, που είναι καιρό στους ώμους μου να σε θυμάμαι ακόμα…».
Σαν άγιο φυλαχτό
Ο Γιάννης διάβασε το γράμμα του και το κράτησε σαν άγιο φυλαχτό. Μπορεί να ένοιωθε την καρδιά του κομμάτια, αλλά είχε κάνει σαν άντρας το χρέος του προτιμώντας να υποφέρει ο ίδιος παρά να προσφέρει μια αβέβαιη ζωή στην καλή του.
Πέρασαν τα χρόνια. Ο άτυχος ερωτευμένος δεν έκανε οικογένεια. Αφοσιώθηκε στους γονείς του που είχαν μεγάλα προβλήματα υγείας στη δύση της ζωής τους. Και μόνη του παρηγοριά να θυμάται την αγαπημένη του.
Σε κάποιο ταξίδι του με τον τότε «Νέαρχο» ο Γιάννης Πολιουδάκης συνάντησε μια παλιά γειτόνισσα, φίλη της Τακουί. Πάνω στην κουβέντα ήρθε και η αναφορά στα παλιά. Έτσι κατάφερε ο Γιάννης να μάθει νέα της αγαπημένης του που είχε κάνει πια δική της οικογένεια και να πάρει τη διεύθυνσή της. Της έγραψε αμέσως, πήρε και τηλέφωνο. Ράγιζε καρδιές η επικοινωνία των δυο ερωτευμένων τόσα χρόνια μετά. Δεν σταμάτησαν να ανταλλάσσουν μνήμες με μόνιμη επωδό και από τις δύο πλευρές το «δεν σε ξέχασα».
Λίγο καιρό αργότερα ο Γιάννης γνώρισε και μέλη της οικογένειας της καλής του κι ένα καλοκαίρι νόμισε πως ανοίγουν οι ουρανοί μαθαίνοντας ότι το επόμενο θα τη δει. Είχε αποφασίσει να πάει να τον συναντήσει. Δεν πρόλαβαν όμως να ξαναβρεθούν. Βιαστικός ο θάνατος τους στέρησε την τελευταία αυτή χαρά.
Ο κ Γιάννης στο κατώφλι των 92 χρόνων του εξακολουθεί να ζει στο σπίτι του στη Σοχώρα. Δίπλα στην πολυθρόνα του, αρκεί ν’ απλώσει το χέρι να το πιάσει, βρίσκεται πάνω σε μια παλιά φρουτιέρα το γράμμα της Τακουί. Έχει γίνει πια διάφανο από την πολυκαιρία Για κείνον όμως είναι αρκετό να το πιάνει στα χέρια του, να το ψηλαφίζει, γιατί το περιεχόμενο το ξέρει απέξω πια κι είναι το ψηλάφισμα αυτό σαν να ψιθυρίζει η καρδιά του
«Ούτε κι εγώ σε ξέχασα ποτέ ακριβή μου αγαπημένη…».

Αφήστε μια απάντηση