• Από το αρχείο του Μιχαήλ Μ. Παπαδάκι
|
21/01/2019 της Εύας Λαδιά
Για το δράμα της Λαμπινής, που ενέπνευσε και ποιητικά αριστουργήματα θα έχουμε πάντα και κάτι να γράφουμε.
Είναι σαν να βλέπω τον αείμνηστο Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκι, που πρώτος ασχολήθηκε με το θέμα από πλευράς ιστορικής έρευνας. Το πρώτο του κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΒΗΜΑ» Ρεθύμνης, 20 Ιανουαρίου 1957.
Από τότε που τυχαία είχε ενημερωθεί για το μνημόσυνο, χωρίς επαρκή στοιχεία, έκανε έργο ζωής να ρίξει άπλετο φως στην υπόθεση αλλά και να καθιερωθεί η επέτειος και να τιμάται ανάλογα.
Στα χρόνια εκείνα που μιλούσαμε ήξερε πια όλο το χρονικό και του έμενε η ακριβής χρονολογία. Κατάφερε να το προσδιορίσει κι αυτό. Άφησε όμως αρκετές πτυχές για να μας δίνουν αφορμή αναφοράς, συνδαυλίζοντας την ιστορική μνήμη, στα κείμενα που βρίσκουμε σε περιοδικά κι εφημερίδες.
Αυτές τις ψηφίδες ανασύρουμε σήμερα, σαν επίλογο των λαμπρών εκδηλώσεων που γίνονται εκεί κάθε χρόνο και αποτίοντας το δικό μας φόρο τιμής στο μεγάλο αυτό ιστορικό γεγονός.
Ας θυμηθούμε όμως πρώτα τα διαδραματισθέντα μέσα από τη γραφή του Μιχαήλ Μ. Παπαδάκι (Προμηθέας Πυρφόρος-τ.20-Ιούνιος -Αύγουστος 1980).
Εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό
«Μεγάλη βαρυχειμωνιά είχε εκείνος ο χρόνος. Κρύο, βροχές, πείνα, θανατικό στους ανθρώπους και τα ζώα. Και πάνω απ’ όλα η αμείλιχτη σκλαβιά, ήσαν οι βραχνάδες, που βάραιναν τα στήθια των Κρητικών. Σ’ άλλα μέρη του Ελληνισμού άρχιζε να γλυκοχαράζει η αυγή της Ελευθερίας. Εδώ ήτανε χωρίς πρόβλεψη τέλους το σκοτάδι του πόνου.
Πρωί πρωί ο παπα-Παναγιώτης είχε μπει στην εκκλησία της Λαμπινής. Οι κάτοικοι έτρεξαν να λειτουργηθούν. Δεν είχε παπά το χωριό (ο παπα-Παναγιώτης ήταν ξενοχωριανός) και δεν έβλεπαν συχνά λειτουργίες, οι φτωχοί και ευσεβείς εκείνοι Χριστιανοί. Και πόσο λαχταρούσαν να επικοινωνήσουν με τον Θεό. Και να τους δεηθούν να τους λυπηθεί γιατί είχανε και τοπικό τύραννο. Το γαιοκτήμονα του χωριού τον φεουδάχη Αλμπάνη, του οποίου οι πρόγονοι ήταν Ενετοί και τουρκέψανε για να γλιτώσουν περιουσίες και προνόμια. Τουτουνού η τυραννία ήταν η μεγαλύτερη. Μεταχειριζότανε τη δύναμη του τουρκικού στρατού και του όχλου, φόνους, ξύλο, φοβέρες, εξορίες, για να κρατεί τους Λαμπιθιανούς στις δουλειές, τις αγγαρείες, τις ιδιοτροπίες του.
Είναι αλήθεια πως μερικοί απ’ αυτούς, οι ζωηρότεροι πήραν τα όπλα και τα βουνά. Μάλιστα μια μέρα που ένας ο Φουρογιάννης, συνάντησε τον Αλμπάνη με τη συνοδεία του στου Τράκα, ερημική τοποθεσία του δρόμου από τη Λαμπινή στο Ρέθυμνο, τον επυροβόλησε και του είπε:
– Μπουρμά και ως πότε θα μασετυραννάς;
Η σφαίρα πήρε το φέσι του Αλμπάνη αλλά δεν τον σκότωσε Οι συνοδοί του κυνηγήσανε τον Φουρογιάννη. Δεν τον πιάσανε μα τον γνωρίσανε. Και τότες λύσσαξε ο αρνησίθρησκος. Και ορκίστηκε να εκδικηθεί γιατί ως φαίνεται τούτυχαν και άλλες παρόμοιες εκδηλώσεις.
-Βαλλαϊ -Μπαλαϊ, να το κάψω θέλω το χωριό και σένα με τα κοπέλλια σου ταβλόπιστε…
Σαν να μη βιαζόταν όμως να πάρει εκδίκηση, δεν έδειξε τις εχθρικές διαθέσεις του αμέσως. Καλόπιανε τους χωρικούς, οι οποίοι όμως για καλό και για κακό είχαν λάβει τα μέτρα τους κι έβαζαν σκοπιά για να προλάβουν το ανεπανόρθωτο.
Εκείνη την τραγική μέρα 30 του Γενάρη 1829, φρουρός στα Λοφιά, τοποθεσία κοντά στη Λαμπινή που ελέγχει τις διαβάσεις προς τα Ρεθεμνιώτικα ήταν ο Φουρογιάννης. Είχε ξενυχτίσει στο πόστο του. Ξημερώματα κι αφού είχε πιάσει κι ένα λαγό αποφάσισε να πάει στο σπίτι του να φάει και να κοιμηθεί γιατί ήταν κατάκοπος.
Όταν φάνηκαν οι Τούρκοι οι περισσότεροι χωρικοί ήταν στην εκκλησία. Τους πήρε χαμπάρι η γυναίκα του Φουρογιάννη κι έβαλε τις φωνές. Αμέσως ο άντρας της πήρε το όπλο του κι εξαφανίστηκε. Φύγανε κι όσοι άλλοι πρόλαβαν. Οι υπόλοιποι έζησαν τα γνωστά γεγονότα στην διάρκεια της λειτουργίας που έμεινε ατέλειωτη. Όπως η άλλη στην Αγία Σοφία.
Όσους δεν έσφαξαν οι Τούρκοι τους οδήγησαν στα σκλαβοπάζαρα.
Ένας ακόμα ρασοφόρος μάρτυρας
Ο παπα-Παναγιώτης που πέρασε αφάνταστα μαρτύρια μέχρι να φθάσουν στο Ρέθυμνο, φάνηκε μια στιγμή πως θα ξεγελούσε το χάρο όταν ένας θεοφοβούμενος Χότζας, τον διέκρινε όταν η θλιβερή συνοδεία, περνούσε στη Σοχώρα όξω από τον τεκέ των Μεβλεβήδων. Τον πήρε από τον όχλο και τον έβαλε στο τζαμί. Ο παπα-Παναγιώτης μετά βίας κρατούσε τα μάτια του ανοιχτά. Ήταν εξουθενωμένος από τα βασανιστήρια. Και παρέδωσε το πνεύμα.
Μια γυναίκα που διασώθηκε η Μηλιά Μουζουράκη, μας άφησε σε διηγήσεις τις λεπτομέρειες του ματωμένου χρονικού.
Αυτή σώθηκε από μια πονετική αράπισσα, που ήταν το σπίτι της στη συνοικία της Αρβανιτειάς (κοντά στη σημερινή πλατεία του Άγνωστου Στρατιώτη). Η γυναίκα τράβηξε μέσα στο σπίτι της τη Μηλιά και το παιδί της και τους έδωσε φαγητό και ρούχα να φορέσουν. Έπειτα την ορμήνεψε πώς να φύγει να σωθεί και τις άφησε να φύγουν, αφού τις προμήθευσε και με ένα καλάθι που είχε βάλει μερικά τρόφιμα.
Από τις διηγήσεις της μικρής αργότερα φαίνεται πως η φιλεύσπλαχνη αράπισσα, τις είχε συνοδεύσει μέρα, μέχρι την έξοδο του τείχους που ήταν στην Άμμος Πόρτα, κάπου κοντά στον Άγιο Γιώργη τον Πεταλιώτη. Αλλιώς δεν θα μπορούσε η γυναίκα να ξεφύγει. Θα την είχαν εντοπίσει, καθώς όλη νύχτα το τείχος φυλασσόταν από φρουρά.
Η Μουζουράκη ακολουθώντας τις οδηγίες πήρε δρόμο δρόμο την άμμο, με μύριες προφυλάξεις, γιατί στο μεταξύ οι Τούρκοι που είχαν αντιληφθεί την απουσία της την είχαν επικηρύξει με το σεβαστό για την εποχή ποσόν των τριών χρυσών λιρών. Από τα Περιβόλια η Μηλιά έφθασε στο Χρωμοναστήρι. Εκεί έπεσε ευτυχώς σε χέρια Χριστιανών που ξεπερνώντας το δέλεαρ της επικήρυξης, την προστάτευσαν και την οδήγησαν με ασφάλεια σε χαΐνηδες Αμαριώτες που ήσαν στην περιφέρεια με αρχηγό τον Πορτάλιο.
Λέγεται πως κάποιος από το χωριό παρότρυνε τους άλλους να παραδώσουν τη γυναίκα για να μη χάσουν τα χρήματα. Εκείνοι όμως τον προειδοποίησαν ότι αν κάνει κάποια κίνηση να επωφεληθεί θα τον σκοτώσουν. Κι έδειχναν αποφασισμένοι.
Ο Πορτάλιος ήταν και ο πρώτος που έμαθε για τα διαδραματισθέντα στη Λαμπινή με κάθε λεπτομέρεια.
Μοναδική μαρτυρία
Ο Μιχαήλ Παπαδάκις τονίζει ότι από τη Μουζουράκη έχουμε μαρτυρία για τα διαδραματισθέντα. Βέβαια μετά από χρόνια που καταργήθηκε η δουλεία, γύρισε μια γυναίκα με το παιδί της η χήρα Θεόδωρου Θεοδωράκη, το γένος Βαλέργα που παντρεύτηκε αργότερα τον Ιωάννη Απανωμεριτάκη. Αυτή όμως είχε πιαστεί από τους Τούρκους έξω από την Εκκλησία και δεν ήξερε τα τραγικά γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί στο εσωτερικό. Ο Σπυρίδων Παπαδάκης που λέει η παράδοση πως γύρισε κι αυτός από τη σκλαβιά δεν ήταν ποτέ σκλάβος. Ούτε και στην καταστροφή. Ήταν προεστός στο χωριό Πηγή.
Πως όμως έμαθε ο Μιχαήλ Παπαδάκις τόσα στοιχεία για το δράμα στη Λαμπινή;
Ο ίδιος αναφέρει:
«Πρώτος μου έδωσε πληροφορίες για το δράμα στη Λαμπινή ο Στυλιανός Ρουκουνάκης. Εκείνος με παρέπεμψε για περισσότερα στο φίλο μου Αθανάσιο Απανωμεριτάκη, από το ίδιο χωριό, εισπράκτορα του Δημοσίου Ταμείου Αντανάσσου, που είχε έδρα το Σπήλι. Ο Αθανάσιος Απανωμεριτάκης, μου έστειλε γράμμα το 1932, στο οποίο μου εκθέτει όπως τη γνώριζε την τραγωδία της Λαμπινής.
Ο Αθανάσιος Απανωμεριτάκης αναφέρεται στην περίπτωση της Μουζουράκη και στο πως διασώθηκε με το παιδί της. Η Μουζουράκη, σημείωνε ήταν από τη γενιά της μητέρας του στρατηγού Εμμανουήλ Μαρκογιαννάκη, καταγομένου από το χωριό Καρήνες. Επικοινώνησα με το στρατηγό στο σπίτι του στην Αθήνα (Χιμαίρας 5 -Πολύγωνο).
Εκείνος μου είπε ότι το κοριτσάκι που σώθηκε από την τραγωδία της Λαμπινής ήταν η μάμμη του Εργινούσα το γένος Ιωάννου Μουζουράκη και η γυναίκα η μητέρα της και προμάμμη του Μηλιά σύζυγος Ιωάννου Μουζουράκι από τη Λαμπινή. Προς χάρη της μάμμης της η μητέρα του στρατηγού είχε ονομαστεί Μηλιά. Ο Ιωάννης Μουζουράκης είχε τραγικό τέλος. Τον έσφαξαν οι Τούρκοι τη μέρα του δράματος στη Λαμπινή…».
Είναι όμως μερικές ακόμα ψηφίδες στα παραλειπόμενα της αναφοράς στη Λαμπινή. Και θα επανέλθομε.