18-10-2018
Χάρης Στρατιδάκης
Δρ Παιδαγωγικής-Ιστορικός Ερευνητής-Συγγραφέας
strharis@yahoo.gr, 2831055031
Ποιος είπε ότι η ιστορία είναι κατ’ ανάγκη ανιαρή; Θα προσπαθήσουμε να τον διαψεύσουμε με μια ακόμα διαφορετική περιήγηση, μετά από εκείνες που πραγματοποιήσαμε με θέματα τις δύσκολες ιστορικές ώρες (Το Ρέθυμνο του τρόμου) και τη διατροφή (Η Τροφή του Ρεθύμνου). Γιατί, ένας τόπος δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τις σοβαρές του στιγμές, αλλά και από τις εύθυμες, οι οποίες μάλιστα είναι ευθέως ανάλογες με την ευφυία και την ευρύτητα σκέψης των κατοίκων του. Όπως είχε τοποθετήσει το θέμα ο Βολταίρος, «Το χιούμορ είναι το προνόμιο της ευφυίας», και τέτοια φαίνεται να διέθετε διαχρονικά άφθονη το Ρέθυμνο. Η ιστορία του βρίθει από αστεία και ανέκδοτα, από κωμικές και τραγελαφικές καταστάσεις, από ειρωνείες και παρωδίες, από «μπροκώματα», «πετσώματα» και «ρέγκια», από φάρσες, μασκαρέματα, νίλες και γκάφες. Ας δούμε σήμερα συντομογραφικά κάποιες από αυτές.
Τι δεσμός ήταν αυτός που συνέδεε τον βιβλιοπώλη και πιο γνωστό πειραχτήρι του Ρεθύμνου Αριστόδημο Χατζηδάκι με την Μαριγώ Νταμουλή Τσιριντάνη, την γνωστότερη ως «Ντουλμούδαινα»; Ήταν βέβαια συγγενικός, αφού ήταν η πεθερά του, αλλά και δεσμός φιλοπαιγμοσύνης. Άραγε, τι να της ψιθύρισε στο αυτί όταν εκείνη τον ρώτησε «Ποιος είναι τουτοσές» για τον στιβαρό δικαστικό, και γιατί εκείνη να του απάντησε με νόημα «Εκατάλαβά τον εγώ, μα το ίδιο του κάνει…»;
Ποιο να ήταν το μυστικό της νοστιμιάς των παστών σαρδελών του Τουρκορεθύμνιου Τζερεμέ, που είχε το μπακάλικό του στου λιμανιού τον πόρο; Τα βαρέλια του ήταν από το ίδιο φορτίο που μετέφεραν τα καΐκια για όλα τα μπακάλικα της πόλης, κι όμως το περιεχόμενό τους δεν ήταν, όπως φαίνεται, το ίδιο. Να πρόσθετε κάτι ο πονηρούλης Τζερεμές; Ή μήπως αυτή η φήμη είχε να κάνει με κακές γλώσσες, που ήθελαν να τον διαβάλουν;
Εσείς θα του το συγχωρούσατε του Νικόλα του Μαλανδράκη, του επονομαζόμενου και Τζουριού, που διετέλεσε και φαροφύλακας στο παλιό λιμάνι, να σας γράψει εν ζωή τον επικήδειό σας; Κι όμως ο αγαθότατος Δημήτρης Λεφάκης, μεγαλέμπορος του Ρεθύμνου, πρωτεργάτης της κατασκευής της Προκυμαίας και επ’ ολίγον δήμαρχος της πόλης το παρέβλεψε, όταν συνήλθε. Μπορούσε όμως να του συγχωρήσει και το ότι δεν σταματούσε να κλαίγεται εδώ κι εκεί, λέγοντας: «Κρίμα τις ώρες πού ’χασα, το λόγο να του γράψω»;
Ο Ευάγγελος Κασιμάτης είχε γεννηθεί στο Νεφς Αμάρι και έγινε γνωστός στη πόλη του Ρεθύμνου με το παρωνύμιο «Τσεκ». Για ένα διάστημα είχε χρειαστεί να νοσηλευτεί στο Ψυχιατρείο της Σούδας, αφού δεν σταματούσε να αναπαράγει τον θόρυβο των ατμομηχανών της εταιρείας σιδηροδρόμων «ΣΕΚ» (Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους). Αυτός όμως, ο κατά την κοινή αντίληψη κουζουλός, τι είχε απαντήσει στον Λυκούργο Καφφάτο που δεν τον άφηνε σε χλωρό κλαδί, ώστε οι Ρεθεμνιώτες να αναρωτιούνται: «ποιος από τους δύο είναι περισσότερο μπουνταλάς»;
Οι περίοδοι λειψυδρίας, σαν την φετινή, ήταν πολλές στο παρελθόν στην Κρήτη. Κάθε φορά, όταν ο κόμπος έφτανε στο χτένι, οι ιερείς του Μητροπολιτικού Ναού έπαιρναν από την εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας την εφέστια εικόνα και την περιέφεραν εν πομπή στις τέσσερις άκρες του Ρεθύμνου. Γιατί όμως έξω από το Ορφανοτροφείο ο Παπα-Γρηγόρης Βοριαδάκης σταμάτησε τη λιτανεία και απεκάλεσε άθεους όσους συμμετείχαν σ’ αυτήν;
Είχε άδικο ο δεσπότης Αθανάσιος Αποστολάκης που τους κάλεσε όλους στο Δεσποτικό και τους επέπληξε; Τον Μάρκο τον Γιουμπάκη (φωτογραφία δεξιά), τον ταξιτζή Γιώργο Βαλέργα, τον φερετροποιό Παντελή Σκαντζιδάκη αλλά και τους αστυνομικούς, που δεν δίστασαν να οργανώσουν ψευτοκηδεία στις Απόκριες του 1969, προκειμένου να σκάσουν τον καημένο τον Χαράλαμπο Αναγνωστάκη, τον γνωστότερο ως Χαραλαμπά;
Γιατί του το έκαναν αυτό του Κόκκινου, του μεγαλύτερου μυθομανή του Ρεθύμνου, του κατά κόσμον Εμμανουήλ Χαμαράκη, που είχε το καφενείο του πάνω στον Σου Κουλέ (φωτογραφία); Γιατί όλοι αυτοί οι νεολαίοι να στέκονται αξημέρωτα σε κάθε σταυροδρόμι που θα περνούσε και να τον ρωτούν πού πηγαίνει, αφού ήξεραν ότι ξεκινώντας για κυνήγι δεν έκανε να μιλήσει; Και με ποια «γαλλικά» τους «στόλισε», όταν το πήρε απόφαση ότι δε γινόταν τίποτα μ’ αυτά τα καλόπαιδα και «πήρε το δρόμο τα ίσα πίσω»;
Τι του ήρθε του Δημήτρη Καλοκύρη να θέλει εκτός από τον μάγειρα να κάνει και τη σωφεράντζα; Αφού μάλιστα μαζί με τον πρώτο συνεταίρο του, τον Βασιλάκη, αλλά και με τον δεύτερο, τον Πλυμάκη, είχαν φροντίσει να μετακαλέσουν οδηγούς για τα πρώτα φορντάκια που είχαν φέρει ως ταξί στο Ρέθυμνο. Και γιατί ο Γιώργης Γεωρβασάκης (φωτογραφία) θαρρεύτηκε να τον αφήσει να οδηγήσει, αλλά έφτασε πολύ γρήγορα να ουρλιάζει «Για σταμάτα, Δημητράκη»;
Ο «Προμηθεύς Πυρφόρος» είναι ένα εξαιρετικό εκπαιδευτικό περιοδικό, που κυκλοφορούσε στο Ρέθυμνο από τον δάσκαλο και επιθεωρητή Γεώργιο Δαφέρμο (φωτογραφία) την δεκαπενταετία 1925-1940. Γιατί όμως το μεγάλο πειραχτήρι της πόλης, ο Στέλιος Δρακάκης, δεν σταματούσε ούτε στιγμή να πειράζει την «μαλλιαρό» εκδότη του; Και πώς του πρότεινε να μετονομάσει το περιοδικό του;
Φαίνεται ότι το είχε πει πριν από χρόνια, ότι δηλαδή «άλλο δεν ήθελα απ’ το να δω τι θα γενεί όντε θα κλείσω τα μάτια μου!» Αυτός ο ίδιος, λοιπόν, ο Στέλιος Δρακάκης (φωτογραφία), διοργάνωσε τέλεια τα σχετικά με την κηδεία του. Το πώς έπεισε τον Σπύρο Μαραγκουδάκη να του τυπώσει τα νεκρώσιμα και τον πιτσιρικά του τυπογραφείου να τα κολλήσει παντού, παραμένει μυστήριο. Τι είδε λοιπόν την άλλη μέρα από το παράθυρο του σπιτιού του, εκεί στο Κολωνάκι;
Ήταν επόμενο ο χωρικός από τα «Βαλκάνια» του Δυτικού Ρεθύμνου να εντυπωσιαστεί από τις εικόνες που αντίκρισε όταν μπήκε κάποτε με την κερά του να ανάψουν ένα κερί στον Μητροπολιτικό ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου. Οι εικόνες του Αντωνίου Βεβελάκη τον εντυπωσίασαν πολύ, αλλά περισσότερο έμεινε έκθαμβος από την Παναγία του Πάθους του 15ου αιώνα. Με ποια λόγια άραγε εξέφρασε τον θαυμασμό του; Και πώς χαρακτήρισε τις ταπεινές εικόνες της εκκλησίας του χωριού του;
Ο Τουρκορεθύμνιος Γλυστρίδης ήταν ο καλύτερος ζαχαροπλάστης της πόλης. Ο γιος του Μουσταφάς θέλησε να αφήσει τα ταψιά του μπακλαβά και να σπουδάσει στη Λωζάνη. Κι ενώ με την ομιλούμενη γλώσσα και με το κρύο τα κατάφερε, ταλαιπωρήθηκε πολύ με τη διατροφή του, η οποία, όπως φαίνεται και από το παρατσούκλι του «Ντολμάς», ήταν καίριας σημασίας για την παραμονή του εκεί. Ποια ήταν λοιπόν τα φαγητά που του έλειψαν περισσότερο από κάθε τι άλλο;
Ο παπα-Γιώργης Φραγάκης είχε έρθει στο Ρέθυμνο πρόσφυγας από τη Μικρασία. Όπως γράφει ο Κώστας Μαμαλάκης, είχε κι εκείνος –όπως όλοι μας– το κουσούρι του, κι αυτό ήταν η λαιμαργία. Κάποιο απόγευμα Κυριακής τελούσε σ’ ένα σπίτι γάμο –όπως γινόταν τότε– μαζί με τον παπα-Μάρκο Πλυμάκη. Μετά το τέλος του μυστηρίου, όπως ήταν φυσικό έτυχαν και οι δύο ιδιαίτερης μεταχείρισης στα κεράσματα. Γιατί όμως σε λίγη ώρα παρακαλούσε τον παπα-Μάρκο: «Σιγά, μπρε, μη μου ξετσιλακώσεις τσοι κώκους»;
Το 2001, αμέσως μετά την εφαρμογή των νέων τότε κυκλοφορικών ρυθμίσεων στο Ρέθυμνο, ο Ψαραντώνης ερχόνταν οδηγώντας από τα Χανιά. Φτάνοντας στη Λεωφόρο Κουντουριώτη και μη γνωρίζοντας ότι στο ύψος της πλατείας Τεσσάρων Μαρτύρων αυτή γινόταν πια μονόδρομος και απαγορευόταν η διάσχισή της προς τα ανατολικά, συνέχισε φουριόζος το δρόμο του. Εκεί όμως τον σταμάτησε ένα τροχονόμος, που τον ρώτησε πού πάει κι εκείνος του αποκρίθηκε ότι πηγαίνει «ντρέτα». Τι του απάντησε, ο αθεόφοβος, όταν ο τροχονόμος τον πληροφόρησε ότι αυτό απαγορεύεται;
Ο Παύλος Βαρδινογιάννης ήταν ονομαστός για τρία πράγματα: για το φιλανθρωπικό του έργο, για τις χορευτικές του ικανότητες και για την τερατώδη μνήμη του. Η οποία όμως μνήμη πολλές φορές δεν ήταν ικανή να ανασύρει κάποιο όνομα από τα δεκάδες χιλιάδες άτομα με τα οποία σχετιζόταν ο Ρεθύμνιος πολιτικός, αφού, μόνο τα βαφτιστήρια του υπολογίζονταν σε χιλιάδες. Με ποιο τέχνασμα τα κατάφερνε να ξεπερνά αυτό τον σκόπελο;
Αυτές και άλλες πολλές εύθυμες στιγμές της πόλης θα επιχειρήσουμε να ξαναζήσουμε με μια ιστορική περιήγηση, με τον τίτλο Ψηφίδες από την ιστορία του ρεθεμνιώτικου χιούμορ, στους τόπους ακριβώς στους οποίους έλαβαν χώρα την προσεχή Δευτέρα 22 Οκτωβρίου στις 6.00 μ.μ., στα πλαίσια των Ημερών Ρεθύμνου. Στο τελείωμά της, στις 7.30, θα οδηγηθούμε στην αίθουσα εκδηλώσεων του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου, όπου όλοι μαζί, η Κατερίνα Τσακάλη, ο Τάσος Κόλλιας, ο Βασίλης Αστρινός, ο Θωμάς Κρεβετζάκης, ο υπογραφόμενος και όσοι άλλοι το βγάλουν όρεξη, θα διαβάσουμε και θα αφηγηθούμε ιστορικά ανέκδοτα και ευφυολογήματα. Η περιήγηση και η εκδήλωση αυτή έρχονται να μας θυμίσουν ότι το χιούμορ αποτελούσε σε όλες τις ιστορικές περιόδους αναπόσπαστη εκδήλωση του πολιτισμού και της καθημερινότητας του Ρεθύμνου.