Κάνοντας αναδρομή στη λογοτεχνική και γενικότερα τη συγγραφική διαδρομή της πολυβραβευμένης Ρεθυμνιώτισσας Χρυσούλας Δημητρακάκη, δεν μπορούμε να μην κάνουμε στάση στους βασικούς σταθμούς της, όπως στο μυθιστόρημα «Φρατζέσκα» (2006), στη συλλογή με δοκίμια και ποίηση «Το θρόισμα του μεγάλου δρυγιά» (2009) ή στις ποιητικές συλλογές «Ποίηση» (2005), «Tριλογία: Ύπαρξη-Ζωή – Άνθρωπος» (2007), “Stone and Water” (ελληνο-αγγλική έκδοση, 2007), «Όταν ανθίζουν τα μανουσάκια» (2011) και, πρόσφατα, «Η σμίλη των πελάγων».
Και λέω «βασικούς», γιατί σε όλη τη διαδρομή της δεν θα βρούμε διάστημα που να μην καλύπτεται από το συγγραφικό της τάπητα, που συνθέτουν τα ποιήματα, τα δοκίμια και τα άρθρα της σε εφημερίδες, περιοδικά ή ανθολόγια.
Αυτή η συγγραφική αειφορία ή, αλλιώς, αυτό το «ωραίο ταξίδι» οφείλεται στο ότι για τη Χρυσούλα Δημητρακάκη το γράψιμο είναι τρόπος ζωής. Είναι γέφυρα επικοινωνίας, κοινωνική παρέμβαση, βάση διαλόγου και αυτοδιαλόγου, άμυνα, αλληλεγγύη, προσφορά. Λέει χαρακτηριστικά -θα έλεγα και εξομολογητικά, απολογιστικά ή τροχιοδεικτικά για το έργο της- στο « Θρόισμα του μεγάλου δρυγιά»: «Αναγκαστικά, όπως ανασαίνουμε και όπως βαδίζουμε, θα αντιστεκόμαστε σε όλα τα επερχόμενα, όπως οι φυλλωσιές ενός δυνατού και αειθαλούς δένδρου. Γιατί δεν υπάρχει καμία άλλη επιλογή, παρά μονάχα να ελπίζουμε. Και γιατί όταν ένα δοκιμαζόμενο δένδρο κρατιέται στις θύελλες, δεν κρατιέται μόνο για τον εαυτό του, αλλά σαν επιδίωξη μιας κληρονομιάς, που αφορά ολόκληρη την ανθρωπότητα».
Στο μικρό αυτό κείμενο, εξάλλου, αντικαθρεφτίζονται και δύο βασικές εξωκειμενικές ιδιότητες της: της αθλήτριας δρόμου αντοχής (βραβευμένης δρομέα των 10 χλμ) και της εθελόντριας – Ερυθροσταυρίτισσας.
Την ευχαριστώ που με συμπεριέλαβε στους αναγνώστες-συνταξιδιώτες της και στο τελευταίο (και είμαι βέβαιος, όχι και τελικό) ποιητικό της ταξίδι με τίτλο, «Η σμίλη των πελάγων». Υπό το γενικό αυτό τίτλο στεγάζονται 72 ποιήματα ταξινομημένα σε 12 θεματικές ενότητες: «Το ταξίδι στο Αρχιπέλαγος», «Απέραντος ο ουρανός», «Το λόγια γιοφύρια», «Άστρων σοκάκι», «Κρήτη ριγμένο πέταλο», «Τα ραγισμένα κλαδιά», «Καταιγίδα», «Σιωπηλή έρημος», «Σταλαγμίτες της Άνοιξης», «Ψυχογραφίες του χρόνου», «Εαυτός και κόσμος» και «Σχέσεις χρωμάτων».
Πριν, όμως, προσπεράσω το κατώφλι της ποιητικής συλλογής αισθάνομαι την ανάγκη και υποχρέωση να σας θυμίσω ότι από τη στιγμή που το έργο-ιδιαίτερα ποιητικό- ενός δημ-ιουργού δημ-οσιοποιείται, ανήκει στο δήμο, στους δημότες αναγνώστες του και τις προσεγγίσεις τους, ανάλογα με τους εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες που συνδιαμορφώνουν την οπτική γωνία τους. Το βιβλίο εγώ το έλαβα σε μια περίοδο που ξαναδιάβαζα την Οδύσσεια του Καζαντζάκη και το διάβασα σε ένα ημερήσιο θαλασσινό ταξίδι μου προς τον Πειραιά. Το κείμενό μου είναι το αποτύπωμα εκείνης της πρώτης μου ανάγνωσης. Γιατί αργότερα υπήρξαν και άλλες αναγνώσεις όπως και άλλες προσεγγίσεις. Θα συμφωνείτε όμως ότι πάντα η «πρώτη μας φορά» σε κάτι είναι το «κάτι άλλο»…
Μην ξεχνούμε, άλλωστε, ότι η ποίηση είναι «το πιο αχανές μυστήριο» για τη Δημουλά, «ένα αίνιγμα με συνηθισμένα λόγια» για το Λειβαδίτη, «ένα ολοσκότεινο δάσος για να ξεφύγεις», για τον Παυλόπουλο, «μια πόρτα ανοιχτή για την οποία αιώνες τώρα/φτιάχνονται ατέλειωτες αρμαθιές αντικλείδια» ή «ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας» για τον Αναγνωστάκη.
Με αυτά ως προειδο-ποίηση και «άλλοθι», κάνω το πρώτο βήμα και πιάνομαι από το παλαμάρι του τίτλου «Σμίλη των πελάγων». Τίτλου πολύσημου, καθώς η γενική των πελάγων λειτουργεί και ως αντικειμενική: σμιλεύω τα πελάγη και ως υποκειμενική: σμιλεύουν τα πελάγη (εμένα, την ψυχή μου, την ποίησή μου…) και ως γενική της ιδιότητας, προϊδεάζοντάς μας για το είδος και τη διάρκεια του ταξιδιού (θαλασσινό και πολλαπλό ή αέναο).
Μπαίνοντας τώρα στη συλλογή και παρακάμπτοντας την κατηγοριο-ποίηση των ενοτήτων θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα ταξίδι οδυσσεϊακό ή οδυσσεϊκό όχι μόνο ομηρικά αλλά και… καζαντζακικά, καθώς ο ποιητικός καπετάνιος: «δεν ξέρει πούθε να πιαστεί, δεν ξέρει / πούθε θα τον βγάλει» («Χρυσή αχτίδα»). «… ταξιδεύει / χωρίς κανείς να του διασφαλίζει ούριο άνεμο / και χωρίς κανείς / να του έχει υποσχεθεί το γυρισμό («Κι όμως»). «φεύγει χωρίς προορισμό/ και αποχαιρετά / χωρίς να γνωρίζει το κατευόδιο («Στωικά»). «οι προορισμοί καθορίζονται / από την πυξίδα που τον κατευθύνει /μέχρις εκεί, / που ό,τι είναι να ζήσει, θα ζήσει / κι ό,τι είναι να χαθεί, θα χαθεί («Η Γη η πλατιά η μεγάλη»). (προ) καλείται «να ελπίζει χωρίς να του δίνουν ελπίδα/ και να ζεστένεται/ χωρίς να του προσφέρουν ήλιο» («Το λευκό της σιωπής»).
Ένα ταξίδι χωρίς τέλος, καθώς το τέλος του είναι η αρχή ενός άλλου:
«Πάλι ταξίδια αρχινώ» («Ταξίδια»)
«Ατελείωτο ταξίδι η ζωή» («Ατσιπόπουλο γονικό»)
Ένα ταξίδι με την έννοια όχι μόνο της θαλασσοπορίας αλλά και της οδοιπορίας και της ανάβασης, μιας αδιάλειπτης ανάβασης, «αφού την πιο ψηλή κορφή ακόμα κι αν περάσει,/ ύστερα την επόμενη βάζει διαδρομή» («Ατσιπόπουλο γονικό»). Μιας ανάβασης και συγχρόνως υπέρβασης του τίτλου ως προς το θαλασσινό είδος του ταξιδιού που προεξαγγέλλει, χωρίς όμως να απειλεί την κυριαρχία του. Τα ίδια ισχύουν και για την περίπτωση της αεροπορίας ή ανεμοπορίας: Πάλι ταξίδια αρχινώ./ Θεέ μου, πού θα με βγάνεις;/Χαμήλωσέ μου τα φτερά/χαμήλωσε τα ύψη./Δεν την παλεύω την ψυχή («Ταξίδια»). Η επιλογή άλλωστε του κυριαρχικού ρόλου της θάλασσας δεν είναι τυχαία. Όπως δεν είναι τυχαία η αντιστροφή των όρων: «Όσο θα υπάρχουν ταξίδια, θα υπάρχει και η θάλασσα» («Προλεγόμενα»).
Ο ποιητικός ταξιδευτής σαν τον καβαφικό συνάδελφό του «πάντα στο νου του έχει την Ιθάκη» όχι μόνο ως στόχο, όπως ο ομηρικός Οδυσσέας, αλλά και ως δυναμογόνα διαρκή αφετηρία: «Και πριν κάθε ταξίδι σου, γυρίζεις να γεμίσεις/ από της γης σου τη σοδειά». («Ατσιπόπουλο γονικό»). «Να ημερώνει ο ήλιος/ ξανά και ξανά/ στο Ρέθεμνος,/ που ό,τι αγαπάς ξανναγεννιέται/ και τίποτα δεν χάνεται/ και τίποτα δεν παθαίνει» («Ρέθεμνος η γη σου»).
Βέβαια, η ατσιπουλιανή, ρεθυμνιώτικη και κρητική εκδοχή της Ιθάκης παραπέμπουν άμεσα στην καταγωγή της ίδιας της ποιήτριας, όπως άλλωστε και η συχνή χρήση του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου, που είναι και ο στίχος της μαντινάδας. Περιορίζομαι σε μερικούς από το «Κρητη, ρηγμένο πέταλο»:
«Και με τσ’ ανέμους για ψυχή μόνο ψηλά αγναντεύει
κι αντρειωμένη ύστερα στη γη χάμου βαδίζει (…)
Οι ρίζες ώσπου έφτασαν στο βάθος των πελάγων
κι απλώσανε το πέταλο απ’ την αυγή στη δύση».
και από το «Τα βάθη του πελάγου» (όπου ο στίχος σπάζει σε ημιστίχια):
«Θα τρόμαζες αν ήξερες/ τα βάθη του πελάγου.
Απαντημένα κι άξαφνα/ σε κύματα σβησμένα (απομεινάρια)»
Γενικά, θα έλεγα, ο ποιητικός ταξιδευτής ταυτίζεται απόλυτα και όχι ευκαιριακά με την ποιήτρια ταξιδιώτισσα, ακόμη κι όταν αυτή καλύπτεται, λιγότερο ή περισσότερο διακριτικά, από δεύτερα και τρίτα ρηματικά πρόσωπα ενικού ή πληθυντικού αριθμού.
Έτσι, η ποιήτρια μπορεί να σκύβει στο αυτί του ταξιδιώτη της ζωής και να του ψιθυρίζει: «Κινδυνεύεις να χαθείς χωρίς αγάπη,/ σαν πουλί που πλανιέται/σε ψεύτικο ουρανό…»(«Σαν πουλί»). ή: «Μη φοβάσαι το χρόνο που έρχεται/ να φοβάσαι αυτά που πέρασες/ και δεν μπορείς να ξεχάσεις» («Ο χρόνος»). ή: «Μερικά όνειρα γίνονται αλήθεια,/αν αντέξεις/ να τα κουβαλάς ολομόναχος τη νύχτα» («Τα όνειρα»)… Παράλληλα, όμως, οι «ψίθυροι» αυτοί αποτελούν δημοσιο-ποιημένο εσωτερικό της μονόλογο. Μπορεί κάποιες στιγμές, καθώς αναμετριέται με την περιπέτεια του ταξιδιού, να «Θλίβεται που η καρδιά της δεν κάμπτεται/ να βρει απάνεμα μ’ εκείνους που συνήθισαν/ να ζουν θλιβερή ζωή» («Οι μπόρες») ή μέσα από το συλλογικό «εμείς» να αποφαίνεται ότι «Ο φόβος μας δεν είναι που είμαστε ανίσχυροι/ ο φόβος μας είναι που είμαστε ισχυροί» («Αιτιατό»), όμως το ξέρει ότι «Στο σκληρό δρόμο της ερήμου/ η φαντασία κρατά τη ζωή/ με αγωνιζόμενο πλάσμα τον άνθρωπο» («Φαντασία»).
Κάποιες στιγμές τη φαντάζεσαι να ταξιδεύει πελαγίσια και πελαγωμένη, με ή χωρίς πυξίδα, με ένα ηρωικό πεσιμισμό ή ένα πεσιμιστικό ηρωισμό, να εύχεται τη μπονάτσα και μετά να την απεύχεται, να απεύχεται τη φουρτούνα και μετά να την εύχεται… Κάποιες άλλες στιγμές τη φαντάζεσαι πάνω στο κατάστρωμα δεμένη με το σχοινί της θέλησής της πάνω στο κατάρτι, με τα μαλλιά της ν’ ανεμίζουν προς τα πίσω, αλλά με το βλέμμα καρφωμένο εμπρός, στον ορίζοντα! Κάποιες στιγμές σου υποβάλλεται η εικόνα ότι γίνεται η ίδια ακρόπρωρο και σμιλεύει τα πέλαγα, αλλά και σμιλεύεται από αυτά σε μια διαλεκτική και ποιητικά ερωτική σχέση…
Πιο πολύ όμως την καμαρώνεις σε μια προσπάθεια διεξόδου από τα αδιέξοδα, να βιράρει τις άγκυρες με Τραμουντάνα ή Γαρμπή, Λεβάντε ή Πουνέντε, Σιρόκο ή μαΐστρο αδιάκριτα… Πότε στην πλώρη παρέα με τις στοχεύσεις της, πότε στην πρύμνη με τους στοχασμούς και τους νοσταλγικούς αναστοχασμούς και πότε στο κάσσαρο (προστεγο/επίστεγο), για να μπορεί να γράφει στίχους υπό βροχήν… Να αγκυροβολεί σε λιμάνια ή αρόδο, έτοιμη πάλι να βιράρει τις άγκυρες, να αποπλεύσει και να ταξιδέψει με ορθοπλώρισμα ή τραβέρσο… Και τότε ανακαλείς συνειρμικά του καζαντζακικούς στίχους για τον Οδυσσέα:
«Καινούρια πάλι μέσα μου σηκώνονται σεφέρια
μια είναι η ζωή μην την αφήσουμε, Στρειδά μου, να ξεπέσει…»
ή του Τένισον και άλλων, που τον συμβολο-ποίησαν ως το διαβίου αγωνιζόμενο άνθρωπο ή την αεί αγωνιζόμενη ανθρωπότητα.!
Δεν αποερωτικοποιώ ούτε αποστειρώνω, βέβαια, την ποίηση της Χ.Δ από άλλα στοιχεία που προβάλλουν μέσα από τα ποιήματα της συλλογής. Δεν παραβλέπω ότι πρόκειται για μια συγ-κίνηση που αντικαθρεφτίζεται στην αέναη κίνηση της φύσης, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από όλες τις εκφάνσεις της, μεγάλες ή μικρές, όπως τα φύλλα των δέντρων, που «περιμένουν το φθινόπωρο να αρχίσουν το μεγάλο ταξίδι» («Η καρτερία των φύλλων»). Όμως όλα αυτά τα είδα στην πρώτη προσέγγισή μου να συνοδεύουν το «ταξίδι» της όπως οι γλάροι…
Γενικά, η Χρυσούλα Δημητρακάκη πραγματο-ποιεί το ποιητικό της ταξίδι στο πέλαγος και στο αρχιπέλαγος της ζωής και μας κάνει ανοιχτόκαρδα να γευθούμε τις συναισθηματικές μεταπτώσεις που τις προκαλεί η περιπέτεια του ταξιδιού αυτού, με μια γραφή στοχαστική, επιγραμματική, επικοινωνιακή, περιεκτική, απέριττη, συμβολική, ευαίσθητη, καλαίσθητη, αισθησιακή, ενδοσκοπική, προφητική, περιγραφική, διεισδυτική αυτοβιογραφική, εξομολογητική, και ιδιαίτερα δραματική.
Οι μεταπτώσεις της, όμως, σε καμιά περίπτωση δεν οδηγούν στην παραίτηση και την …«πτώση». Μπορεί κάποιες στιγμές να τη βλέπεις να λυγίζει, να γονατίζει, όχι όμως για να παραδοθεί, αλλά για να προσκυνήσει το θεό της, τα πιστεύω της, τα ιδανικά της, και να μπορεί μετά να συνεχίσει «όρθια» το ταξίδι της, όσο κι αν αυτό είναι επώδυνο… Το ίδιο ισχύει και όταν κάνει επίκληση στο Θεό για κάποιες… εκπτώσεις στο «Πάλι ταξίδια αρχινώ»: «Χαμήλωσε μου τα φτερά/Χαμήλωσε τα ύψη»! Το επαναλαμβάνω γιατί είναι εμβληματικό.
Κι αν κάποιες στιγμές η «ποιούσα» ταξιδιώτισσα αναρωτιέται «Τι να σου κάνει ένας ποιητής χωρίς αγάπη» («Αταξίδευτα»), κατά βάθος το ξέρει ότι, αν ο ποιητής είχε όση αγάπη και ό,τι άλλο ήθελε, δεν θα είχε γίνει ποτέ ποιητής, όπως το ρυάκι, που χωρίς τα χαλίκια στην κοίτη του δεν θα κελάρυζε ή η θάλασσα χωρίς τα κυματάκια της δεν θα μουρμούριζε τη μουσική του Φλοίσβου. Άλλωστε, το ερώτημά της: «Τι να αξίζει η ζωή χωρίς πάθος;» («Πάθος») είναι απλώς ρητορικό. Το ίδιο ισχύει και για το ερώτημα που διατυπώνει στο ωραίο της τρίστιχο «Χωρίς τα δάκρυα έμπνευσης»:
«Μουτζούρες ψηλαφίζουν το σκοτάδι.
Πώς να αντέξεις τούτη τη ζωή
χωρίς τα δάκρυα έμπνευσης.
Γι’ αυτήν, ως θαλασσοπόρο, οδοιπόρο, ή ουρανοπόρο, «δεν υπάρχει καμία άλλη επιλογή, παρά μονάχα να ελπίζουμε», όπως προαναφέρθηκε εισαγωγικά.
Και όπως λέει με άλλα λόγια εδώ:
«Κάθε στίχος μου τελειώνει με τα όνειρα (…)/ Και κανείς δεν πιστεύει ότι θα γίνουν ζωή,/αλλά εγώ το πιστεύω». («Τελειώνω με τα όνειρα»).
Όμως ως πληρέστερο επικαιρικά μήνυμα της Χ.Δ θα επέλεγα το ποίημά της «Ναυάγια», από το οποίο διαβάζω μερικούς στίχους:
Με τις σχεδίες μας διαπλεύσαμε για μακρές περιόδους
τους ωκεανούς,
μέχρι που ναυαγήσαμε. (…)
Τα ξύλα των ιστών ήταν πολύτιμα,
αλλά δεν οδηγούσαν στο λιμάνι.
Το μέλλον μας άγνωστο
κι η πορεία μας χωρίς καμία διασφάλιση.
Πλησιάσαμε ο ένας τον άλλον πολύ κοντά.
Σχεδόν ενωθήκαμε.
Σχεδόν γίναμε ένα…
Αγαπητή Χρυσούλα,
Δεν ξέρω αν με «σώζει» το «άλλοθι που ανέφερα προεξαγγελτικά. Εγώ πάντως σου εύχομαι ολόψυχα να ’σαι καλά, να συνεχίσεις να «σμιλεύεις» τα πέλαγα και να «σμιλεύεσαι» από αυτά, δημιουργώντας ποίηση και «ευ-ποιώντας» τους αναγνώστες σου, σε μια εποχή που δυστυχώς περισσεύει η προσ-ποίηση, η παρα-ποίηση, η απο-ποίηση, η αριθμο-ποίηση του ατόμου, η μαζο-ποίηση, η τυπο-ποίηση, η παθητικο-ποίηση, η εκ-ποίηση η κακο-ποίηση του ωραίου, η ωραιο- ποίηση του κακού, η φτωχο-ποίηση με την οικονομική και πνευματική της έννοια…
Ευχή ίσως περιττή, γιατί σαν να σ’ ακούω να λές: Πάλι ταξίδια αρχινώ…
Γιώργος Φρυγανάκης