ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΔΗΜΗΤΡΑΚΑΚΗ – Stone and Warer

Πριν από δύο περίπου χρόνια, σε βιβλιοπαρουσίαση της πρώτης ποιητικής συλλογής της Χρυσούλας Δημητρακάκη με τον τίτλο «Ποίηση», διατυπώνοντας την αναγνωστική μου αντίδραση στην πρώτη επαφή μου με τον ποιητικό κόσμο και την ποιητική της άγνωστής μου τότε ποιήτριας, είχα γράψει και τούτο: «Η προσωπική μου γνώμη είναι πως η ποίηση της Δημητρακάκη είναι ποίηση υπαρξιακή στη βαθύτερη υπόστασή της και οντολογική στην έκφρασή της. Θέλω μ’ αυτό να πω πως ενώνει την υπαρξιακή αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου με τις απαρχές της οντολογικής φιλοσοφίας. Άλλωστε εύκολα γίνεται αντιληπτό αυτό το τελευταίο από το γεγονός πως τα βασικά και πρωταρχικά στοιχεία της φύσης, ο αέρας και το νερό, κυριαρχούν στο σύνολο της ποίησής της. Γίνεται ακόμα φανερό πως η βασική θέση της ποιήτριας για τη ζωή και τον κόσμο είναι η Ηρακλείτεια αέναη ροή και μεταβολή των πάντων»1. Σήμερα, με την έκδοση των δύο νέων ποιητικών συλλογών, τη δίγλωσση (Αγγλικά και Ελληνικά) “Stone and Water” και «Τριλογία», η ποιήτρια δείχνει να βαθαίνει ακόμα περισσότερο αυτόν τον διακειμενικό διάλογο με την προσωκρατική φιλοσοφία αλλά και να τον επεκτείνει μέχρι τη φυσική-μεταφυσική της Αρχαίας και την ηθική της Νεότερης Στοάς. Οι δυο συλλογές περιλαμβάνουν ποιήματα που γράφτηκαν στη διάρκεια της τελευταίας διετίας, έχουν την ίδια θεματική ( σύμπαν, κόσμος, άνθρωπος, κοινωνία), εκφράζουν τη διαρκή υπαρξιακή αναζήτηση και την πρισματική θεώρηση του ανθρώπου, επιδιώκουν να συναρθρώσουν σε ενιαίο σύστημα πρακτικής ηθικής τις επιταγές για το δέον. Και στις δυο συλλογές έχουμε ποιήματα αποκλειστικά σε ελεύθερο στίχο. Στη δίγλωσση συλλογή τα ποιήματα είναι ολιγόστιχα, η δομή τους είναι αυστηρή και η έκφραση λιτή και πειθαρχημένη. Έχω μάλιστα τη γνώμη ότι σε ορισμένα ποιήματα το αποτέλεσμα είναι καλύτερο στην αγγλική γλώσσα.2 Στην «Τριλογία» η ποιήτρια δοκιμάζει να εκφραστεί και με ένα λόγο μακροπερίοδο που σχεδόν καταργεί το στίχο, εκτείνει το ποίημα στις δυο σελίδες και πλησιάζει μορφικά στην πρόζα3. Πετυχαίνει έτσι να απλώσει με άνεση τη σκέψη της, να αναμείξει την αφήγηση με την περιγραφή, τον παραγγελτικό λόγο με τη γνωμολογία. Ο λόγος αναπνέει ελεύθερα και η εικονοπλαστική ικανότητα καρποφορεί με άνεση. Ελλοχεύει όμως πάντα ο κίνδυνος να χαλαρώσει υπερβολικά ο λόγος και να εκτραπεί προς τη δοκιμιακή μορφή του και τη συνακόλουθη πεζολογία σε βάρος της ποιητικότητας. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω πως η προσπάθεια εμπεριέχει πολλά θετικά στοιχεία και η τελική ποιητική πρόσοδος μπορεί να είναι πολύ καλή, με την προϋπόθεση πως δεν θα χαθεί ο εσωτερικός ρυθμός του λόγου, η αφαιρετική λειτουργία δεν θα επιτρέψει τις εκφραστικές ευκολίες και η βιοθεωρητική στόχευση δεν θα εκτραπεί σε κοινοτοπίες. Στο επίκεντρο της θεματικής και των δύο συλλογών βρίσκονται πάντα ερωτήματα και στοχασμοί για το «είναι» στην κοσμολογική, φυσική και μεταφυσική του διάσταση 1 Βλ. ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ, 6 Μαΐου 2006 2 Βλ., για παράδειγμα, το ποίημα: THE UNEXPECTABLE 3 Βλ. τα ποιήματα: Τι να υπάρχω, Η σπηλιά, Για πάντα, Προ των πυλών. Σελίδα 2 από 32 αλλά και το «δέον» ως αγώνας και λόγος «περί του πρακτέου» του ανθρώπου στη φυσική μέθεξη και την υπαρξιακή και κοινωνική του λειτουργία. Λείπουν, σε σχέση με την πρώτη της συλλογή, ποιήματα με λυρικές αναφορές στο γενέθλιο τόπο, καθώς ο τρόπος θεώρησης του ανθρώπου είναι είτε καθαρά υπαρξιακός είτε ως μέρους μιας κοινωνίας παγκόσμιας και μιας φύσης συμπαντικής. Η διάθεση που κυριαρχεί είναι περισσότερο στοχαστική, η υπαρξιακή αγωνία – πανταχού παρούσα- δεν εκφράζεται με τρόπο κραυγαλέο κατά κανόνα, η προσπάθεια για διαμόρφωση μιας ενοποιητικής κοσμολογικής, υπαρξιακής και πρακτικής ηθικής θεώρησης είναι εμφανής αλλά όχι πάντα απόλυτα επιτυχής. Σε κάποια ποιήματα, όχι πάντως πολλά , η ιδέα είναι συχνά ασαφής στη σύλληψή της και αβέβαιη και αμήχανη στην ανάπτυξή της. Κάποτε ο στοχασμός δεν έχει υποστεί την απαραίτητη αισθητική διήθηση και η ποιητική καμίνευση του λόγου παραμένει ατελής, με συνέπεια το αισθητικό αποτέλεσμα να ζημιώνεται από την υποχώρηση σε εκφραστικές ευκολίες και τη χαλάρωση της σφιχτής δομής που απαιτεί το είδος της στοχαστικής- γνωμολογικής ποίησης, το οποίο καλλιεργεί η ποιήτρια. Αν προσθέσουμε σ’ αυτά κάποιες ανεπιτυχείς συζεύξεις αντιθέτων και μια τάση του ποιητικού λόγου να ολισθαίνει προς τον δοκιμιακό, νομίζω πως μπορούμε να ολοκληρώσουμε την επισήμανση των λίγων αδυναμιών σε μια ποίηση σοβαρή στη θεματική της, ευρηματική στους εκφραστικούς της τρόπους, με πλούσια την παρουσία φιλοσοφικών διακειμένων αλλά και τη σφραγίδα της προσωπικής «μυθολογίας» και βιοθεωρίας της ποιήτριας. Παρότι ο βασικός θεματικός άξονας ορίζεται από το δίπολο ζωή – θάνατος, η προσέγγιση είναι πολυπρισματική, η θέαση γίνεται από ποικίλες γωνίες θεώρησης και η ποιητική έκφραση είναι ευρηματική και πολύτροπη. Στην προσωπική υπαρξιακή αγωνία και την αέναη αναζήτηση απαντήσεων για το είναι και το δέον συνηχούν ιδέες της αρχαιοελληνικής φιλοσοφικής διανόησης από τις απαρχές της μέχρι τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα μια ποίηση πολυφωνική που προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις, ανάλογα με την προσληπτική ικανότητα, τον ορίζοντα εμπειριών και την παιδεία του αναγνώστη. Ο περιορισμένος χώρος αλλά και ο σκοπός μιας βιβλιοπαρουσίασης, έστω και κριτικής, δεν προσφέρεται για μια συστηματική υποστήριξη των παραπάνω επισημάνσεων με βάση συγκεκριμένα ποιήματα4. Περιορίζομαι έτσι σε δύο μόνο παραδείγματα από τη συλλογή Stone and Water: ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ Πάνω από το «σήμερα» υπάρχει το μέλλον. Κάτω από τα ερείπια, υπάρχουν υλικά για το μέλλον. Από το τέλος, γίνεται η εκκίνηση για το μέλλον. Και αν δε βλέπεις και δεν αισθάνεσαι τίποτα Απ’ όλα αυτά, τουλάχιστον, σκέψου Αυτό που σκέπτονται οι απλοί άνθρωποι. «Ευτυχώς! που έχω μια μέρα ακόμα να ζήσω!». Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι στους επτά μόλις στίχους- στην αγγλική εκδοχή του ποιήματος οι στίχοι είναι έξι- συνυπάρχουν τα θεματικά μοτίβα της ουσίας του χρόνου και των χρονικών βαθμίδων, της αλληλουχίας θανάτου – ζωής, της ταυτότητας των φαινομενικά αντίθετων, της αέναης αναδημιουργίας του νέου από το 4 Θα χρειασθεί ένα άλλο κείμενο, στο οποίο θα γίνει συστηματικότερη διερεύνηση των απηχήσεων και συνηχήσεων αρχαιοελληνικών φιλοσοφικών απόψεων στην ποίηση της Χ.Δ. Σελίδα 3 από 33 παλαιό που στο επίπεδο των αισθητών φαίνεται να καταστρέφεται, της αφθαρσίας της ύλης στην κοσμική της ουσία, της περιορισμένης ικανότητας των ανθρώπων να «δουν» και να «αισθανθούν» την ουσία το γίγνεσθαι και την εντελέχεια στο οντολογικό επίπεδο, αλλά και την κατάφαση στην αυταξία της ζωής που καταξιώνεται στην απλή αλήθεια του τελευταίου στίχου. Φυσικές , οντολογικές και γνωσιολογικές απόψεις , δηλαδή, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο παραπέμπουν στις απαρχές της φιλοσοφικής σκέψης. Προσέξτε τώρα πόσο αρμονικά λειτουργούν ως διακείμενα στους τρεις πρώτους στίχους τα παρακάτω αποσπάσματα του Ηράκλειτου: α. «παν γαρ ο αν τις επινοήση σημείον αρχή τέ εστι και πέρας». Ο G. S. Kirk5 σχολιάζει: «Το απόσπασμα αναγγέλλει ότι δύο πράγματα που είναι κανονικά αντίθετα, ειδικά όταν αναφέρονται στην ευθύγραμμη πορεία της ανθρώπινης ζωής, είναι σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ταυτόσημα». β. «ταυτό τ’ένι ζων και τεθνηκός και το εγρηγορός και το καθεύδον και νέον και γηραιόν. Τάδε γαρ μεταπεσόντα εκείνά εστι κακείνα πάλιν μεταπεσόντα ταύτα»6. Το νόημα του αποσπάσματος σε ελεύθερη μετάφραση είναι: το ίδιο πράγμα είναι σε μας ζωντανό και πεθαμένο και σε εγρήγορση και σε κατάσταση ύπνου και νέο και γερασμένο. Γιατί τα μεν, όταν μεταβληθούν, γίνονται ίδια μ΄εκείνα, και εκείνα πάλι ίδια με τούτα. ΤΟ ΝΗΣΙ Ενώ τα πουλιά ξαποσταίνουν, οι άνθρωποι ψάχνουν μέσα στην αγωνία ένα νησί στη μέση του ωκεανού. Το μόνο που θυμάμαι από τη ζωή είναι ένα μεγάλο νησί. Το μόνο που θυμάμαι από τους ανθρώπους είναι την αγωνία τους να φύγουν μακριά. Το μόνο που θυμάμαι από τα πουλιά είναι ότι ήξεραν το δρόμο για το καταφύγιο Κλείνω με μερικά σύντομα σχόλια. Ολόκληρο το ποίημα είναι δομημένο στο θεματικό μοτίβο του νησιού ως συμβόλου, το οποίο λειτουργεί με τρόπο που να φανερώνει μία καίρια αντίθεση ανάμεσα στον άνθρωπο (=ενσυνείδητη ύπαρξη, ανικανοποίηση και αγωνία φυγής) και τα πουλιά (= όντα με ενστικτώδη λειτουργία). Έτσι σε επίπεδο συνείδησης το νησί εκφράζει την υπαρξιακή αγωνία, ενώ στο επίπεδο του ενστίκτου το καταφύγιο και την ανάπαυση. Κάπου στο βάθος ωστόσο διαισθάνομαι την ύπαρξη μιας υποκειμενικότερης νοσταλγίας της ποιήτριας για το «μεγάλο νησί», το δικό της – και δικό μας- Νησί. 5 Ηράκλειτος. Κοσμολογικά αποσπάσματα, Πολύτυπο 1985, σελ.183. 6 Πλούταρχος, Παραμυθητικός προς Απολλώνιον, 10, 106Ε
3 από 3
2 από 3 στοιχεία
ΘΗΣΕΑΣ ΤΣΙΑΤΣΙΚΑΣ

Αφήστε μια απάντηση