ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ.

του ΑΝΤΩΝΗ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗ

Ο καιρός περνούσε, οι εποχές διαδέχονταν η μια την άλλη, μαζί τους οι νηστείες, οι γιορτές, τα πανηγύρια, οι διακοπές. Στη μικρή μας πόλη η ζωή κυλούσε με τον παραδοσιακό της ρυθμό. Όλα γίνονταν με τρόπο τελετουργικό. Τα χρόνια περνούσαν, όλοι σέβονταν τον τύπο και οι παραδόσεις έμεναν σχεδόν αναλλοίωτες.

 Τα πρώτα Χριστούγεννα που θυμάμαι ήταν τα μετακατοχικά χρόνια. Το Ρέθυμνο φορούσε τα γιορτινά του, η Αρκαδίου και όλοι οι κεντρικοί δρόμοι ήταν σημαιοστολισμένοι. Τα σπίτια καθαρά, στολισμένα Χριστουγεννιάτικα. Είχε φτάσει και σε μας η παράδοση του Χριστουγεννιάτικου δένδρου. Ένα κλαδί πεύκου, η φάτνη, οι μάγοι  στη βάση χειροποίητη, μαρτυρούσε το ταλέντο των ενοίκων στις κατασκευές.  Το λαμπερό αστέρι στην κορυφή, γιρλάντες και διάφορα χειροποίητα ζωγραφιστά στολίδια, μπαλόνια σπάνια και πολύ βαμβάκι που παρίστανε το χιόνι στα κλαδιά.

Οι πόρτες ήταν ανοικτές και  Μικρές παιδικές παρέες από νωρίς το πρωί με τα τρίγωνά τους σταματούσαν σε κάθε πόρτα και με τη φράση «να τα πούμε;» ζητούσαν την άδεια της νοικοκυράς. Έλεγαν τα κάλαντα με το δικό τους τρόπο, έπαιρναν το ρεγάλο τους και πήγαιναν «στην άλλη πόρτα».

Η φιλαρμονική του Δήμου με τα μπρούτζινα προπολεμικά της όργανα σε ήχους και ρυθμούς χριστουγεννιάτικους περιδιάβαινε τους πιο κεντρικούς δρόμους της πόλης. Οι Πρόσκοποι με κιθάρες, βιολιά, ακορντεόν, κλαρίνα  τύμπανα και σε τριφωνίες παιδικών φωνών έκαναν επίσης ηχηρή εμφάνιση. Διάφοροι οργανοπαίχτες και λυράρηδες τραγουδούσαν ντόπια παραδοσιακά κάλαντα και έδιναν σε όλες τις γειτονιές γιορταστικό χρώμα. Το σκοτάδι και το κρύο έκανε σιγά – σιγά την πόλη να ηρεμεί.

Μαζευόμαστε στο σπίτι από νωρίς. Έπρεπε να προλάβουμε, να πάρουμε  ένα υπνάκο, γιατί θα κοινωνούσαμε το πρωί. Παίρναμε σειρά για μπάνιο. Το μπάνιο το χειμώνα ήταν δύσκολο, ήταν όμως απαραίτητο γιατί η παράδοση επέτρεπε πάλι λούσιμο μόνο μετά των αγιασμό των υδάτων τα Φώτα. Δίκτυο υδροδότησης δεν υπήρχε. Τα σπίτια έπαιρναν νερό από βρύσες κοινές στις διάφορες γειτονιές. Το σπίτι μας είχε και πηγάδι με καθαρό νερό που θερμαίναμε στο καζανάκι στην παραστιά. Ρεύμα τριφασικό δεν υπήρχε. ΔΕΗ δεν υπήρχε, η ηλεκτροδότηση του σπιτιού ήταν μόνο για φωτισμό και μόνο τις απογευματινές ώρες. Το ιδιωτικό Ηλεκτρικό εργοστάσιο λειτουργούσε μέχρι τα μεσάνυχτα. Εξυπακούεται ότι τα σπίτια στην πόλη μας δεν είχαν κεντρική θέρμανση. Η θέρμανση στο σπίτι μας γινόταν με το μαγκάλι…

Οι καμπάνες θα ηχήσουν χαρμόσυνα πριν ακόμα ο Ήλιος φανεί στον ορίζοντα. Ήταν ακόμη σκοτάδι, το απόϊ έκανε δύσκολη κάθε έξοδο. Θα ντυθούμε ζεστά και όλη η οικογένεια ομαδικά τρέχοντας θα χωθούμε στη γειτονική εκκλησία των Εισοδίων. Θα λειτουργήσει ο Δεσπότης μας, ο Αθανάσιος.

 Μαθητής του Δημοτικού, μετείχα στη χορωδία του δασκάλου μου Εμμανουήλ Λινοξυλάκη, που ήταν ο δεξιός ψάλτης της Εκκλησίας μας. Είχα πάντα ιδιαίτερη συμπάθεια στους κατανυκτικούς Χριστουγεννιάτικους ύμνους και  ήχους.

Η απόλυση γινόταν με τσουχτερό κρύο. Ακόμα και ό Ήλιος όταν είχε φανεί στον ορίζοντα ήταν «Ήλιος με δόντια». Γυρίζαμε τρέχοντας στο σπίτι, λέγαμε «εν χορώ» τα κάλαντα και ψάλλαμε γνωστά εκκλησιαστικά τροπάρια. Το Χριστουγεννιάτικο πρωινό τώρα δεν ήταν νηστίσιμο, είχε γάλα, μυζηθροπιτάκια, κουραμπιέ και μελομακάρουνα. Το μεσημεριανό ήταν συνήθως κατσικάκι ψητό με πατάτες στο φούρνο, ενώ σπανίως ακολουθούσαμε την παράδοση που ήθελε την ανάλωση χοιρινού τα Χριστούγεννα. Η συνήθεια της γαλοπούλας δεν είχε φτάσει ακόμα σε μας.

 Η ζωή κυλούσε, τα χρόνια περνούσαν , οι συνήθειες ελάχιστα άλλαζαν. Έφηβοι,    νιάτα, σπουδαστές, τα Χριστούγεννα μαζευόμαστε στα σπίτια μας. Το απόβραδο της παραμονής των Χριστουγέννων η Αρκαδίου ήταν πάντα όλο ζωντάνια. Συναντήσεις με γνωστά πρόσωπα, ανταλλαγές ευχών, λέγαμε και δυο κουβέντες πάντα με το κέφι που σου δίνει η άρτι άφιξή σου στον τόπο σου. Είχαμε πληροφορηθεί για τις νέες συνήθειες, τα άγνωστα σε μας ρεβεγιόν και δεν ξέρω τι άλλα, που σιγά – σιγά έρχονταν και στον τόπο  μας. Δεν ταίριαζαν με τις δικές μας αρχές . Δεν ήταν νοητό σε μας να εγκαταλείψουμε τις ωραίες συνήθειές μας, τώρα μάλιστα, που  με την πρόοδο της τεχνολογίας και τη βελτίωση των μέσων διαβίωσης γινόταν όλο και πιο εύκολες.

Θα κάμουμε Χριστούγεννα με τις παλιές μας συνήθειες. Τις μέρες που θα ακολουθήσουν θα τις περάσουμε όπως παλιά, στα παλιά μας στέκια, σε συγγενικά μας και φιλικά σπίτια και κάποιες χειμωνιάτικες κρύες μέρες θα μαζευτούμε σε δωμάτια στρωμένα με χρωματιστές σκούρες λινάτσες, με ένα στρογγυλό στρωμένο με πράσινη τσόχα τραπέζι, μια τράπουλα διπλή και θα στρωθούμε στην τριανταμία.  Κάποιοι με «περισσότερη παιδεία» στα χαρτοπαίγνια θα πάνε και στη χαρτοπαιχτική λέσχη ή θα συμμετάσχουν σε γκρουπάκια  με κύβους, που στήνονται τις μέρες αυτές σε κάποια καφενεία της πόλης μας. Δεν ήμουν  θαμώνας, όχι τόσο γιατί το θεωρούσα απαγορευμένο από το νόμο ή απαγορευτικό για τα οικονομικά μου, όσο γιατί πάντα έχανα. Μόνο την παραμονή της πρωτοχρονιάς κατά παράδοση έπαιζα τριανταμία.

 Στην πιο στενή παρέα μου αρκούμαστε να συναντηθούμε σε ένα από τα γνωστά και  μοναδικά σε ποιότητα γλυκών ζαχαροπλαστεία της πόλης μας ή μετά από συνεννόηση να βρεθούμε σε μια από τις γνωστές ταβερνούλες της να πιούμε ένα μπρούσκο κρασί και να πούμε μια κουβέντα. Η αναχώρησή μας δεν θα αργούσε, «οι καλές μέρες περνούν γρήγορα».

Αφήστε μια απάντηση